Άγιου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Περί της σπουδαιότητος της ιερωσύνης
και του προς τους ιερείς οφειλομένου σεβασμού
(Εκ της Γ' Πραγματείας του περί Ιερωσύνης)
(Μετάφρασις Μιχ. Γαλανού, 1926)
Αναγινώσκω ότι πάσαν την κρίσιν έδωκεν ο Πατήρ τω Υιώ (Ιωάν.
Ε' 22). Βλέπω δε εξ άλλου ότι ο Υιός την κρίσιν ταύτην ενεχείρισεν
ολόκληρον εις τους ιερείς... Χωρίς ιερωσύνην, ούτε την ψυχικήν μας
σωτηρίαν δυνάμεθα να κατορθώσωμεν, ούτε τα αιώνια αγαθά να αποκτήσωμεν!
Δεν ελέχθη ότι κανείς δεν
ημπορεί να εισέλθη εις την βασιλείαν των Ουρανών, εάν δεν αναγεννηθή με
το βάπτισμα του ύδατος και του πνεύματος; (Ιωάν. Γ' 5). Δεν εγράφη ότι
εκείνος, όστις δεν ήθελε τρώγει την σάρκα του Κυρίου και δεν ήθελε πίνει
το αίμα του, χάνει την αιώνιον ζωήν; (Ιωάν, ΣΤ' 54).
Αλλά
και τα δύο αυτά, το μυστήριον του αγίου βαπτίσματος και το μυστήριον
της θείας κοινωνίας δεν ημπορούν να τελεσθούν παρά μόνον με τα χέρια του
ιερέως, πως, λοιπόν, χωρίς αυτά θα ημπορέση κανείς ν' αποφύγη
την κόλασιν ή να λάβη τους προωρισμένους δια την τήρησιν των θείων
εντολών στεφάνους; Αυτοί οι Ιερείς είναι εκείνοι, οι οποίοι επιστατούν
εις τον πνευματικόν μας τοκετόν δια του βαπτίσματος. Δι' αυτών - των
ιερέων - , με τας τρεις καταδύσεις και τας τρεις αναδύσεις, ενδυόμεθα
τον Χριστόν και γινόμεθα μέλη της Εκκλησίας, η οποία Εκείνον έχει
κεφαλήν. Οι Ιερείς, λοιπόν, ευλόγως πρέπει να μας είναι
σεβαστότεροι από κάθε άλλον άρχοντα και τιμιώτεροι και άπ' αυτούς τους
γονείς μας, διότι αυτοί μεν μας εγέννησαν σωματικώς, εις δε
τους ιερείς οφείλομεν την γέννησίν μας εκ του Θεού και την δια της θείας
χάριτος υιοθεσίαν.