Α
Γ Ι Ο Σ Κ Ο Σ Μ Α Σ Ο Α Ι Τ Ω Λ Ο Σ
Δι δα χὲς-θαύ μα τα-προ φη τεῖ ες
(ἀφηγηματικὴ
σύνθεση)
π.
Δ η μ η τ ρ ί ο υ Μ π ό κ ο υ
Τῇ
24ῃ τοῦ μη νὸς Αὐ γού στου
μνή μη
τοῦ ἁ γί ου ἐν δό ξου ἱ ε ρο μάρ τυ ρος
καὶ ἰ σα πο στό λου
Κ
ο σ μ ᾶ τ ο ῦ Α ἰ τ ω λ ο ῦ.
Ἡ μι κρὴ
συ νο δεί α βά δι ζε μὲ κό πο στὸν
κα κο τρά χα λο ἀ νή φο ρο γιὰ τὸ μι κρὸ
χω ριό, ποὺ φώ λια ζε σὰν ἀ ε το φω λιὰ
στὴν ἀ πό με ρη πλα γιὰ τοῦ βου νοῦ. Ὁ
λι γνὸς κα λό γε ρος ποὺ πή γαι νε
μπρο στά, ἅ πλω νε τὸ βλέμ μα του στὶς
γνώ ρι μες ψη λὲς κορ φές, στὰ κο φτε ρὰ
φα ράγ για, στὰ κα τα πρά σι να ἔ λα τα,
κι ἀ να θυ μό ταν πε ρα σμέ να χρό νια
καὶ και ρούς. Τό τε ποὺ νε α ρὸς ἀ κό μη,
γε μά τος ὄ νει ρα καὶ φλό γα,
πε ρι δι ά βαι νε τὰ μέ ρη αὐ τὰ καὶ
μά ζευ ε τὰ Ἑλ λη νό που λα, μὰ καὶ τοὺς
με γά λους, νὰ τοὺς δι δά ξει τὰ πρῶ τα
γράμ μα τα. Νὰ τοὺς μά θει τὴν ἱ στο ρί α
τους καὶ τὴν κα τα γω γή τους. Νὰ ξέ ρουν
τὴ ρί ζα τους, ὅ τι κρα τά ει ἀ πὸ τὸν
Λε ω νί δα καὶ τὸν Με γα λέ ξαν δρο. Νὰ
ξα να θυ μη θοῦν τὸν μαρ μα ρω μέ νο
βα σι λιά τους. Ποὺ πε ρι μέ νει νὰ
ξυ πνή σει καί, πά λι
μὲ χρό νια μὲ και ρούς,
νὰ
ξα ναμ πεῖ στὴν Πό λη θρι αμ βευ τής.
Καὶ νὰ ποὺ
τώ ρα, μὲ ἄ σπρα τὰ μαλ λιὰ κι
ὡ ρι μα σμέ νη πιὰ ψυ χή, ξα να γυρ νοῦ σε
γιὰ νὰ συ νε χί σει τὸ ἔρ γο του.
Ἦ ταν ὁ
γεν νη μέ νος στὸ Με γά λο Δέν δρο τῆς
Αἰ τω λί ας ἁ γι ο ρεί της ἱ ε ρο μό να χος
Κο σμᾶς
ὁ Αἰ τω λός,
ἀ να γνω ρι σμέ νος ἅ γιος στὴ συ νεί δη ση
ὅ λων πο λὺ πρὶν πε θά νει μαρ τυ ρι κὰ
στὴ Βό ρει ο Ἤ πει ρο, τὸ 1779.
Στὸ μι κρὸ χω ριὸ
εἶ χαν μα ζευ τεῖ ὅ λοι καὶ τὸν
πε ρί με ναν. Ὁ ἅ γιος ἔ φτα σε
κον τα να σαί νον τας κι ὅ λοι ἔ τρε ξαν
νὰ πά ρουν τὴν εὐ λο γί α του, φι λών τας
τ’ ἁ γι α σμέ νο του χέ ρι. Δι ψα σμέ νος
ἀ π’ τὴν πε ζο πο ρί α ζή τη σε λί γο
νε ρὸ νὰ δρο σι στεῖ. Ἐ κεῖ κον τὰ
ἦ ταν ἕ να ξε ρο πή γα δο.
- Εἶ ναι στε γνό,
ἅ γι ε! τοῦ εἶ παν.