ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ.8,5-13]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ
«Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος(:και όταν ο Ιησούς μπήκε στην Καπερναούμ, ήλθε κοντά Του ένας εκατόνταρχος, ο οποίος Τον παρακαλούσε και Του έλεγε: “Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους”)»[Ματθ.8,5-6].
Όταν λοιπόν ο Ιησούς κατέβηκε από το όρος[:αμέσως μετά την επί του Όρους ομιλία Του], τότε προσήλθε σ΄Αυτόν ο λεπρός για να Τον παρακαλέσει να τον θεραπεύσει[βλ. Ματθ.8,1-4: «Καταβάντι δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ὄρους ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως ἐκαθαρίσθη αὐτοῦ ἡ λέπρα. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς(: όταν κατέβηκε ο Ιησούς από το βουνό, Τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού. Και να, ένας λεπρός ήλθε και Τον προσκυνούσε γονατιστός λέγοντας: “Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα της ακάθαρτης αρρώστιας μου”.Ο Ιησούς τότε άπλωσε το χέρι Του και τον άγγιξε λέγοντας: “Θέλω. Καθαρίσου”. Και αμέσως καθαρίστηκε η λέπρα του, και έγινε τελείως υγιής. Τότε ο Ιησούς τού λέει: “Πρόσεξε να μην πεις σε κανέναν το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύτηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω τον νόμο”)»], ενώ ο εκατόνταρχος πήγε στον Ιησού έπειτα από λίγο, μόλις ο Κύριος εισήλθε στην Καπερναούμ.
Για ποιον λόγο λοιπόν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν ανέβηκαν στο όρος; Όχι από οκνηρία, διότι και των δύο η πίστη ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν τη διδασκαλία. Όταν λοιπόν προσήλθε στον Ιησού ο εκατόνταρχος, λέγει: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους». Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι για να δικαιολογηθεί ανέφερε και την αιτία για την οποία δεν τον έφερε μαζί του. «Διότι δεν ήταν δυνατόν», λέγουν, «να τον μεταφέρει σηκωτό, ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε, ευρισκόμενος στο τέλος της ζωής του».