Ὁ Ἅγιος Πορφύριος…. καί ἐννοοῦσε ὅτι ὁ Θεός βλέπει στό βάθος τῆς ψυχῆς μας, στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας, ἑρμηνεύοντας τήν παραβολή τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ ἄρχοντας πληρώνει καί τούς ἐργάτες τῆς ἑνδεκάτης ὥρας μέ τόν ἴδιο μισθό, ἔλεγε: «ἑταῖρε, οὐκ ἀδικῶ σε· οὐχί δηναρίου συνεφώνησάς μοι; ἆρον τό σόν καί ὕπαγε· θέλω δέ τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ δοῦναι ὡς καί σοί· ἤ οὐκ ἔξεστί μοι ποιῆσαι ὅ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς, εἰ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγώ ἀγαθός εἰμι; Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καί οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοί γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί»[1]. «Ἐκ πρώτης ὄψεως», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «φαίνεται ὅτι εἶναι ἄδικο νά πάρει τήν ἴδια ἀμοιβή αὐτός πού ἦλθε στήν ἐργασία τήν τελευταία στιγμή μέ ἐκεῖνον πού ἦλθε ἀπό τήν ἀρχή, ἀπό τήν πρώτη ὥρα»[2].
Γιατί ὅπως λέγει ἡ παραβολή, ὑπῆρχαν κάποιοι πού ἐβάστασαν ὅλο τόν κόπο τῆς ἡμέρας, ἐργάστηκαν ἀπό τό πρωί .Προηγουμένως βεβαίως εἶχαν συμφωνήσει ὅτι θά πάρουν ἕνα δηνάριο. Μετά ὁ οἰκοδεσπότης βρῆκε κι ἄλλους οἱ ὁποῖοι ἔμεινα ἀργοί στήν ἀγορά, τούς πῆρε κι ἐκείνους, καί πρός τό τέλος τῆς ἡμέρας βρῆκε καί ἄλλους, τούς πῆρε κι ἐκείνους, καί στό τέλος ἄρχισε νά δίνει τόν μισθό ἀπό τούς τελευταίους καί νά δίνει σέ αὐτούς ἀπό ἕνα δηνάριο. Ὅταν ἔφτασε στούς πρώτους, ἔδωσε κι σέ αὐτούς ἀπό ἕνα δηνάριο καί τότε διαμαρτυρήθηκαν. Ἀλλά ὁ Κύριος τούς ἀπάντησε, δέν σᾶς ἀδικῶ, ἕνα δηνάριο συμφωνήσαμε. Πάρε αὐτό πού ἔχουμε συμφωνήσει καί πήγαινε. Ἐγώ θέλω νά δώσω σέ αὐτόν τόν τελευταῖο, τό ἴδιο πού δίνω καί σέ σένα. Ἤ μήπως δέν Μοῦ ἐπιτρέπεται νά κάνω ὅ,τι θέλω στά δικά Μου πράγματα; Μήπως εἶναι ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός, ἐπειδή Ἐγώ εἶμαι ἀγαθός; Κι ἔτσι οἱ ἔσχατοι θά γίνουν πρῶτοι καί οἱ πρῶτοι ἔσχατοι. Πολλοί εἶναι κλητοί, λίγοι ὅμως εἶναι ἐκλεκτοί.
Φαινομενικά εἶναι ἄδικο αὐτό πού ἔκανε ὁ οἰκοδεσπότης τῆς παραβολῆς. «Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἡ τέχνη τοῦ διδασκάλου», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «νά διδάξει στούς μαθητές τί ἔννοια ἔχει αὐτό. Δέν ἔχει σχέση ἄν προσεύχεσαι ὅλη τήν ἡμέρα. Ἔχει σχέση τό πῶς προσεύχεσαι. Κι ἄν προσευχηθεῖς πέντε λεπτά κι ὁ ἄλλος προσηύχετο ὅλη τήν ἡμέρα, ἐσύ μέ τά πέντε λεπτά μπορεῖ νά πάρεις πιό πολύ μισθό ἀπό ἐκεῖνον πού ὅλη τήν ἡμέρα ἀγωνιζόταν στήν προσευχή. Γιατί αὐτός τό ἔκανε μέ ὅλη του τήν καρδιά μέ ὅλη του τήν δύναμη, ἐνῶ ἐσύ μέ ραθυμία καί ἀμέλεια. Καί κάτι ἄλλο, δέν φτάνει ὁ καημένος αὐτός πού ἦλθε τήν τελευταία στιγμή, τήν ἑνδέκατη, καί εἶχε χάσει τή ζωή του ὅλη σέ μάταια πράγματα καί μακριά ἀπό τήν εὐτυχία καί τήν χαρά, ἀλλά καί νά μήν τοῦ δώσει ό Θεός κι ἀπό δῶ καί πέρα μισθό, ἀφοῦ ἐζήτησε νά δουλέψει; Καί τό ἐζήτησε λαχταριστά καί μέ τήν καρδιά του»[3]. Δηλαδή, λέει ὁ Ἅγιος, ὁ ἄνθρωπος αὐτός πού ἤτανε μακριά ἀπό τήν ἐργασία, δέν -δηλαδή- δούλευε στόν Θεό, βασανίστηκε, ταλαιπωρήθηκε, καί τώρα πού, ἔστω καί τήν τελευταία ὥρα, προσῆλθε μέ προθυμία νά μήν πάρει τόν μισθό ἀπό τόν Θεό;