«Τά πρόβατα τά ἐμά τῆς φωνῆς μου ἀκούει»[1]. Ὁ Κύριος μᾶς μιλεῖ μέσα ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, καί ὅσοι εἶναι πράγματι «πρόβατα» τοῦ Κυρίου, αὐτοί καί μελετοῦν, μελετοῦν τόν λόγο Του ἡμέρας καί νυκτός.
Ὅταν ἤμουν στό Ἅγιον Ὄρος, λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅλο μέ τήν μελέτη καταγινόμουν. Ἡ πνευματική μελέτη εἶναι ἀναγκαία γιά τήν πνευματική ζωή. «Ὅταν κάθεσαι νά διαβάσεις λόγο Θεοῦ», λέει ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, «νά ἐπικαλεῖσαι στήν ἀρχή τόν Θεό νά ἀνοίξει τά μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νά μήν περιοριστεῖς στό νά διαβάζεις μόνο αὐτά πού γράφτηκαν, ἀλλά καί νά τά ἐκτελεῖς. Κι ἔτσι νά μήν γίνει καταδίκη μας ἡ μελέτη τοῦ βίου καί τοῦ λόγου τῶν Ἁγίων»[2].
«Ἤμουν ἑπτά-ὀκτώ χρονῶν», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «καί δέν ἤξερα ἀπό πνευματικά πράγματα. Διάβαζα τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἀποκάλυψη τῆς Παναγίας. Τά εἶχα μάθει ἀπ’ ἔξω. Ἀλλά ποιός ξέρει πῶς τά ἔλεγα, κουτσά στραβά, ἀφοῦ δέν ἤξερα ἀκόμη τή λέξη «οἰκία», τί θά πεῖ. Δέν τό ἤξερα ὅτι θά πεῖ «σπίτι». Τά ἔμαθα ἔτσι, χωρίς νά ξέρω τί νόημα ἔχουν, ἀλλά, ἐπειδή ἦταν ἅγια βιβλία, τά διάβαζα καί, ὅταν τά ξανάβρισκα, τά καταλάβαινα, ἀφοῦ τά σύγκρινα μέ τά πρῶτα». Βλέπουμε πῶς ἀπό τόσο μικρή ἡλικία ὁ Ἅγιος, εἶχε ἔφεση, εἶχε προθυμία, εἶχε ἀγάπη γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
«Ὅταν πῆγα στήν ἔρημο», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἔδωσα μεγάλη σημασία στήν ὑπακοή, γιατί, διαβάζοντας βίους ἁγίων πού εἶχαν ἐπιδοθεῖ στήν ὑπακοή, ἐπιθύμησα κι ἐγώ νά τούς μιμηθῶ. Αὐτό πολύ μέ εὐχαριστοῦσε. Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ διάβαζα μόνο τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν Ἁγία Γραφή. Δέν τά καταλάβαινα, κι ὅμως τά διάβαζα κι ἄς μήν τά καταλάβαινα. Οὔτε λεξικό ὑπῆρχε, οὔτε τίποτα. Οὔτε καί ποτέ εἶχα ρωτήσει, ἄν εἶχαν κανένα λεξικό. Ἀλλ' ἔπειτα, ἀπ' τό πολύ διάβασμα, ἄρχισα νά αἰσθάνομαι καί νά ἐξηγῶ αὐτό ποῦ διάβαζα.