Μία των μεγαλυτέρων οσιακών μορφών του Ε΄ αιώνος είναι η Οσία Γενεβιέβη. Εγεννήθη περί το 422 εις το χωρίον Νεμετοδούρον, μερικά χιλιόμετρα δυτικώς των Παρισίων, από γονείς πλουσίους καί ευσεβείς, τον Σεβήρον και την Γεροντίαν. Εις τα παιδικά της χρόνια εποίμαινε τα ποίμνια των γονέων της εις τους δασώδεις λόφους παρά τάς όχθας του Σηκουάνα.
Εις ηλικίαν περίπου οκτώ ετών ο Θεός την εκάλεσε να του αφιερωθή κατά τον εξής τρόπον. Μία τοπική Σύνοδος εις Γαλλίαν απεφάσισε να στείλη εις την Βρεττανίαν, κατόπιν ζητήσεως βοηθείας πρός καταπολέμησιν της πελαγιανικής αιρέσεως, τους αγιωτάτους και θαυματουργούς Επισκόπους Γερμανόν και Λούππον.
Οι δύο Επίσκοποι κατά το ταξίδιόν των διήλθον από το Νεμετοδούρον. Ο ευσεβής λαός τους υπεδέχθη με ιερόν ενθουσιασμόν καί τούς παρεκάλεσε να ψάλουν μαζί τον Εσπερινόν.
Ο αγιώτατος Γερμανός, ενώ ευλογούσε τον λαόν, είδε το ευλογημένον κοράσιον και φωτισθείς υπό της θείας χάριτος, προεφήτευσεν εις τους καταπλήκτους γονείς του, ότι θα εγίνετο «μεγάλη ενώπιον τού Κυρίου και πολλοί θα εύρισκον την σωτηρίαν διά μέσου αυτής». Κατόπιν ηρώτησε την Γενεβιέβην: «Κόρη μου, επιθυμείς να αφιερωθής ως νύμφη άμωμος εις τον Χριστόν;» Η Αγία απήντησε: «Αυτή, Δέσποτα, ακριβώς είναι η επιθυμία της καρδίας μου. Είθε ο Θεός νά μού την εκπληρώση».
Ο άγιος Επίσκοπος εκράτησε τήν χείρα του επί της κεφαλής τής Γενεβιέβης κατά την διάρκειαν του Εσπερινού και είπεν εις τούς γονείς της να την φέρουν πολύ ενωρίς εις τον Ναόν την επομένην.
Το πρωΐ την ερώτησεν ο Επίσκοπος: «Γενεβιέβη, κόρη μου, ενθυμείσαι το χθεσινόν σου τάμα;» «Ναί, άγιε Δέσποτα», απήντησε, «υπόσχομαι να αφιερώσω την ψυχήν και το σώμα μου εις τον Θεόν μέχρι τό τέλος της ζωής μου».
Τότε ο ῞Αγιος Γερμανός ευρήκεν εις το έδαφος ένα νόμισμα, τό οποίον έφερεν επάνω του το σημείον του Τιμίου Σταυρού, και της τό έδωσε να το κρεμάση εις τον λαιμόν της εις ενθύμιον του τάματός της, παραγγείλας εις αυτήν να μή ενδυθή ποτέ πολύτιμα ενδύματα ή κοσμήματα.
Ολίγον αργότερον ήτο μια εορτή και η μητέρα της θα επήγαινεν εις την Εκκλησίαν, είπε δε εις την Γενεβιέβην να παραμείνη εις τήν οικίαν. Η ευσεβής κόρη διεμαρτυρήθη, υπενθυμίζουσα εις αυτήν τήν υπόσχεσίν της. Η μητέρα της τότε την εράπισε καί… αμέσως ετυφλώθη! Αργότερα η Αγία έφερε νερό εις το σπίτι, προσηυχήθη διά τήν θεραπείαν της μητρός της και το εσταύρωσε. Όταν η μητέρα της Γεροντία ένιψε το πρόσωπόν της με το ευλογημένον ύδωρ ανέβλεψε!…
Εις ηλικίαν περίπου 15 ετών, η Γενεβιέβη επήγε μαζί με άλλας δύο παρθένους εις τον Επίσκοπον, διά να λάβουν την Μοναχικήν κουράν. Παρ’ όλον ότι ήτο η μικροτέρα, ο Επίσκοπος θεόθεν παρακινηθείς, την έκειρε πρώτην.
Κατά την εποχήν αυτήν δεν υπήρχον ακόμη [στη Γαλλία] γυναικεία Μοναστήρια και έτσι, όταν μετ’ ολίγον εκοιμήθησαν οι ευσεβείς γονείς της, εγκατεστάθη εις το Παρίσι εις το σπίτι της αναδόχου της, εις τήν κορυφήν του λόφου απέναντι του Σηκουάνα, πού έχει τώρα το όνομά της.
Εκεί εφήρμοσε μίαν σκληροτάτην άσκησιν, εσθίουσα, μόνον κάθε Πέμπτην και Κυριακήν ολίγον κρίθινον άρτον και κουκιά, τα οποία έβραζε κάθε δυό-τρείς εβδομάδας.
Ο Κύριος επέτρεψε να της έλθη μία φοβερά παραλυσία εις όλον τό σώμα, ώστε δεν ημπορούσε να κινήση κανένα μέλος της, επί τρείς δε ημέρας έμεινεν ως νεκρά. Όταν συνήλθεν ολίγον, διηγήθη ότι ένας Άγγελος την παρέλαβε και της έδειξε την κόλασιν και τόν Παράδεισον. Η αγία κόρη επέμεινεν ιδιαιτέρως εις την περιγραφήν τών ανεκφράστων αγαθών πού αναμένουν τους δικαίους.
Η ευλογημένη Γενεβιέβη συντόμως έδρεψε τους ευχύμους καρπούς μιάς τοιαύτης ασκήσεως, απέκτησε πλουσίως τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος: το χάρισμα των δακρύων, το διορατικόν, το προφητικόν, το θαυματουργικόν.