Γιατί πώς δεν
κοινωνεί ανάξια αυτός που παραμελεί εκείνον που πεινά; Αυτός που καταντροπιάζει
εκτός του ότι παραμελεί; Γιατί, εάν το να μη ελεή κανείς τους φτωχούς αρκεί για
να εκβάλλη από την βασιλεία του Θεού, ακόμη και αν είναι παρθένος κανείς, το να
μην δίνη σ’ αυτούς πλουσιοπάροχα (γιατί και οι πέντε παρθένες είχαν λάδι, αλλά
δεν είχαν πολύ ) το να κάνη κανείς τόσα άτοπα επί πλέον, σκέψου πόσο μεγάλο
κακό είναι.
Ποια άτοπα; θα πη
κάποιος. Τί λες, ποιά άτοπα; Έγινες μέτοχος σε τέτοια τράπεζα και ενώ έπρεπε να
είσαι πιο ήμερος από όλους και ίσος προς τους αγγέλους, έγινες πιο σκληρός από
όλους∙ γεύθηκες δεσποτικό αίμα και ούτε έτσι αναγνωρίζεις τον αδελφό∙ και ποιάς
συγνώμης θ’ αξιωθής; Αλλά και αν δεν τον γνώριζες πριν από αυτό, από την
τράπεζα έπρεπε να τον γνωρίσης και να ενδιαφερθής γι’ αυτόν∙ τώρα όμως και την
τράπεζα υποτιμάς, θεωρώντας ανάξιο των δικών σου φαγητών αυτόν που καταξιώθηκε
να μετέχη σ΄εκείνην.
Δεν άκουσες πόσα
έπαθε εκείνος που απαιτούσε τα εκατό δηνάρια;