Τὸ Ἅγιον Φῶς εἶναι Θαῦμα ἢ Ἀπάτη;
Ὑπὸ τοῦ Σεβ. Ἀντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ,
Ἐφησυχάζοντος Μητροπολίτου Πατρ. Ἀλεξανδρείας
Ἀγαπητὲ κ. Διευθυντά,
Στὸ τεῦχος τῆς ἐγκρίτου θρησκευτικῆς ἐφημερίδος «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», ἔτους ξβ΄, ἀριθμ. Φύλλου 2445, τῆς 28 Ἀπριλίου 2023, πληροφορήθηκα γιὰ τὴν πολεμικὴ ἑνὸς κληρικοῦ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος καταφέρθηκε ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Φωτός, ποὺ ἐκπηγάζει μὲ θαυμαστὸ τρόπον ἀπὸ τὸν Τάφο τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὴ τὴν δήλωση τοῦ ἐν λόγῳ κληρικοῦ ἔχω νὰ πῶ τὰ ἀκόλουθα, τὰ ὁποῖα καὶ παρακαλῶ νὰ δημοσιεύσετε πρὸς ὄφελος τῶν πιστῶν:
Στὴν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση τὸ Ἅγιο Φῶς ἐκλαμβάνεται ὡς θαῦμα, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται κάθε χρόνο λίγο πρὶν τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ἀνάστασης στὸ Ναὸ τῆς Ἀναστάσεως στὰ Ἱεροσόλυμα, κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ φλόγα ἀνάβει μέ θαυματουργό τρόπο ἐντὸς τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ μόνο ὑπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἑλληνορθόδοξου Πατριάρχη Ἱεροσολύμων. Τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ τελετὴ τῆς ἁφῆς, τὸ χαρακτηρίζει ὡς «θαῦμα, τὸ ὁποῖο δὲν χωρᾶ ἀμφισβήτηση». Τὸ Πατριαρχεῖο, ἀντίθετα, ἀναφέρει ὅτι ὁ χῶρος ἐλέγχεται γιὰ προϋπάρχουσες φλόγες ἀπὸ τὶς στρατιωτικὲς καὶ πολιτικὲς Ἀρχὲς τοῦ Ἰσραήλ, τοὺς ἑτερόδοξους Ἀρμενίους, Κόπτες καὶ Ρωμαιοκαθολικούς.
Ἡ πρώτη παρουσία τοῦ θαύματος τοῦ Ἁγίου Φωτὸς συναντᾶται ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποὺ ἡ Ψυχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν νεκρῶν, γιὰ νὰ δοξαστεῖ διὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του μέσα σὲ ἕνα ἀπρόσιτο Φῶς. Τὸ ἴδιο Φῶς γεμίζει τὸν Πανάγιο Τάφο, κάθε χρόνο, κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.
Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ ἀναφέρεται πὼς ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Ἰωάννα, ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καθὼς καὶ ἄλλες γυναῖκες ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, ἦλθαν στὸν Τάφο τοῦ Ἰησοῦ πρὶν ἀκόμη χαράξει. Φθάνοντας διαπίστωσαν ὅτι ὁ Τάφος ἦταν κενός. Καὶ ἐνῷ ἀναρωτιοῦνταν τί συνέβη, «ἐμφανίστηκαν σὲ αὐτὲς δύο ἄνδρες μὲ ἐνδύματα ἀστραφτερά», οἱ ὁποῖοι εἶπαν: «Γιατί ζητᾶτε τὸν ζῶντα μεταξὺ τῶν νεκρῶν; Δὲν εἶναι ἐδῶ ἀλλὰ ἀναστήθηκε» (Λουκ. 24:5-6). Στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο ἡ περιγραφὴ τοῦ ἰδίου γεγονότος εἶναι πιὸ λεπτομερὴς (Ἰωάν. 20:1-7). Πῶς, ἐνῷ ἐπικρατοῦσε ἀκόμη σκοτάδι, κατάφεραν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης νὰ δοῦν στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Τάφου; Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Τάφος τοῦ Χριστοῦ εἶχε γεμίσει ἀπὸ Φῶς, ποὺ ἦταν ὁρατὸ καὶ πνευματικῶς ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν φυσικῶν αἰσθήσεων.
Τὸ Φῶς ποὺ γεμίζει τὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Ἀκτίστου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ Ἄκτιστο Φῶς εἶναι ὁ σπινθηρισμὸς ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ Φῶς εἶναι ἀδιόρατο καὶ ἄκτιστο. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ὅταν ἀνάψουν οἱ δεσμίδες τῶν κεριῶν τοῦ Πατριάρχη, τὸ Φῶς γίνεται κτιστό. Καὶ ἐπειδὴ ἡ φλόγα αὐτὴ ἔχει στὴν ἀρχὴ τὴν Χάρη τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, γι’ αὐτὸ δὲν καίει (π. Γεώργιος Μεταλληνός).
Ἀπὸ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τὸ 336 μ.Χ., ἕως σήμερα, ἡ τελετὴ τοῦ Ἁγίου Φωτὸς λαμβάνει χώρα πάντοτε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ τελεῖται ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους κληρικούς.