ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΟΣΧΟΥ
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ και ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ
Ζούσε ένας ενάρετος αναχωρητής πού παρακαλούσε το Θεό καί του έλεγε.
Κύριε, γνώρισε μου ποια είναι τα κρίματά σου.
Πολλές φορές λοιπόν εξ αιτίας της αίτησης του αυτής επέδειξε καί άσκηση καί ό Θεός τον πληροφόρησε, πώς αυτό είναι αδύνατο στους ανθρώπους.
Επειδή αυτός πάλι επέμενε με την άσκηση παρακαλώντας το Θεό, θέλοντας ό Θεός να πληροφορήσει τον γέροντα, επέτρεψε να μπει σ' αυτόν λογισμός, ώστε να φύγει καί να επισκεφθεί κάποιον μοναχό, πού έμενε όχι καί λίγα σημεία μακριά. Ετοίμασε τη μηλωτή του καί ξεκίνησε.
Στέλνει τότε ο Θεός άγγελο, μετασχηματισμένο σε μοναχό, πού συναντά το γέροντα καί του λέει.
Που πηγαίνεις, καλόγηρε; Ό γέροντας του λέει.
Στο τάδε αναχωρητή. Λέει ο άγγελος ο δήθεν μοναχός.
Καί εγώ προς αυτόν πηγαίνω· ας περπατήσαμε λοιπόν μαζί.
Αφού βάδισαν την πρώτη μέρα, φτάνουν σ' έναν τόπο, όπου ζούσε ένας άνδρας φιλόχριστος, πού τους δέχθηκε καί τους ξεκούρασε. Κατά την ώρα του φαγητού ό φιλόχριστος τους πρόσφερε σε αργυρή πιατέλα, καί μετά το φαγητό, παίρνοντας ό άγγελος την πιατέλα, την εξαφάνισε στον αέρα. Ό γέροντας μόλις το είδε, στεναχωρήθηκε.
Μετά αναχωρώντας μαζί περπάτησαν τη δεύτερη μέρα καί σε κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα τόπο, όπου ζούσε ένας άλλος φιλόχριστος και υπερβολικά φιλομόναχος, πού με διάθεση φίλου τους φιλοξένησε καί τους έπλυνε τα πόδια. Το άλλο πρωί έφερε τον μονογενή γιο πού είχε για να πάρει από αυτούς ευλογία. Ό άγγελος σφίγγοντας τότε το φάρυγγα του, τον έπνιξε. Ό γέροντας μόλις το είδε έμεινε έκπληκτος, άλλα τίποτα δεν είπε.