Ο μακάριος προείπε και το ακόλουθο πού αφορούσε
την ίδρυση του Μοναστηριού της Αγίας Τριάδας Ιονόφσκυ.
Στο αγρόκτημα Σάμπουργκ του ρρημητηρίου Κιταγιέφσκαγια, ζούσε η δόκιμη μοναχή
Πελαγία. Έτρεφε μιά αληθινή ευλάβεια πρός το πρόσωπο του Στάρετς και με αγάπη
εκπλήρωνε κάθε διακονία πού θα της ανέθετε ο μακάριος. ’Αν της έλεγε να πλύνη
μιά πουκαμίσα, θά τήν έπλενε. ’Αν της έλεγε νά βάλη τά χαλινάρια στόν ταύρο, θά
τά έβαζε. Αν τήν έστελνε στό Δνείπερο νά πλύνη ένα ζευγάρι μπότες, θά πήγαινε. Εξ αιτίας αυτής της ακρίβειας στήν διακονία καί της απλότητας στην υπακοή, ο
Στάρετς τήν αγαπούσε πολύ καί συχνά τήν προστάτευε από διάφορους πειρασμούς καί
μπλεξίματα.
Κάποτε,
ένας Ιερομόναχος Μεγαλόσχημος από τό Αγιον Όρος, ήρθε στήν Λαύρα καί πρότεινε
νά κείρη κρυφά την Πελαγία κι άλλες τρεις δόκιμες από τό αγρόκτημα. Εκείνες
όμως, δίσταζαν νά δεχθούν τήν δελεαστική προσφορά χωρίς τήν ευλογία του Στάρετς
Θεόφιλου. Πήγαν λοιπόν σ’ εκείνον νά τον συμβουλευτούν.
Ο μακάριος δεν έβγαλε λέξη, μόνον έφερε ένα καρβέλι χωρίς τήν εσωτερική ψίχα καί
τότε είπε: