Αγιος ῎Εϊνταν τοῦ Λιντισφὰρν τῆς Βρετανίας.
31 Αὐγούστου.
Κάνει ἐντύπωση σὲ πολλοὺς ὁ λόγος τοῦ Μοναχοῦ ᾿Αγαπίου Λάνδου στὸ βιβλίο του «῾Αμαρτωλῶν Σωτηρία», ὅτι: «Εἰς τὰς ἀρχάς, ὁποὺ ἐδέχθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ἡ Βρεττανία, ἦσαν εἰς αὐτὴν περίσσα εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι».
῾Υπάρχουν ἀναφορὲς πὼς ὁ Χριστιανισμὸς κηρύχθηκε στὴν Βρετανία τὸν 1ο αἰῶνα, ἀπὸ τὸν ἅγιο ᾿Ιωσὴφ τὸν ᾿Αριμαθαίας καὶ τὸν ἅγιο ᾿Αριστόβουλο μὲ τὴν συνοδεία τοῦ Οὐαλλοῦ Μπρὰν τοῦ Εὐλογημένου, ὁ ὁποῖος διδάχθηκε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο, μὲ τὸν ὁποῖο ἦσαν μαζὶ στὴ φυλακὴ τῆς Ρώμης.
Οἱ Βρετανοὶ διατήρησαν τὴν πίστη ἀνόθευτη μέχρι τὸ 1066, ὅταν οἱ Νορμανδοί, ὑπὸ τὸν Γουλιέλμο τὸν Κατακτητή, εἰσέβαλαν στὴν Βρεττανία καὶ ἐπέβαλαν στὸν λαὸ κάθε μέρους ποὺ κατακτοῦσαν τὰ Ρωμαιοκαθολικὰ δόγματα.
Κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, λοιπόν, ὑπῆρξαν πολλοὶ οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τὸ Εὐαγγέλιο πιστά, ζοῦσαν μέσα στὴν ᾿Εκκλησία καὶ εἶναι ἀναγνωρισμένοι ἀπὸ αὐτὴ ὡς ῞Αγιοι.
῞Ενας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν τοῦ Λίντισφαρν, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ εἶναι ὑπόδειγμα αὐθεντικοῦ χριστιανικοῦ καὶ ἱεραποστολικοῦ βίου.
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν
῾Ο ἅγιος ῎Εϊνταν (Aidan) ἦταν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος καὶ ἡγούμενος στὸ Λίντισφαρν (Lindisfarne).
Τὸ Λίντισφαρν εἶναι ἕνα μικρὸ νησὶ στὴν ἀκτὴ τῆς βόρειας ᾿Αγγλίας μεταξὺ τῶν σημερινῶν Μπέρουϊκ-ον-Τγουϊντ (Berwick-on-Tweed) καὶ Μπαμπούργ (Bamburgh).
῾Ο ῞Αγιος γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν ᾿Ιρλανδία. ῎Εγινε Μοναχὸς στὸ νησὶ ᾿Αϊόνα (Iona), ὅπου ὁ ἅγιος Κολούμβα [9 ᾿Ιουνίου] εἶχε ἱδρύσει τὸ μοναστήρι του νωρίτερα.
῞Οταν ὁ βασιλιὰς ἅγιος ῎Οσβαλντ [5 Αὐγούστου] τῆς Νορθαμβρίας (Northumbria) ζήτησε νὰ τοῦ στείλουν ἕναν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς παγανιστὲς ὑπηκόους του, ὁ ἅγιος ῎Εϊνταν χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καὶ πῆγε στὴ Νορθαμβρία τὸ ἔτος 635 μ.Χ. ῾Η ἕδρα του ἦταν τὸ Λίντισφαρν, ὅπου ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο πρῶτα. ῞Ιδρυσε πολλὲς ᾿Ενορίες καὶ ἕνα Μοναστήρι στὸ Μέλροουζ (Melrose), κοντὰ στὸ Λίντισφαρν. Μεταξὺ τῶν πολλῶν πνευματικῶν καρπῶν του ἦταν καὶ ἡ ῾Αγία ῞Ιλδα τοῦ Γουίτμπυ [17 Νοεμβρίου] καὶ ὁ ῞Αγιος Κυθβέρτος [20 Μαρτίου].