✞ Μακαριστοῦ Αὐγουστῖνου Καντιώτη
Υπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ποὺ ἀνοίγουν τὰ στόματά τους καὶ χλευάζουν τὰ ὅσια καὶ ἱερά, καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν ἀπ’ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τὴν πίστι στὸ Θεό. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς λένε μὲ τρόπο δόλιο· Καλὰ εἶν’ αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττει ἡ ᾿Εκκλησία, ἀλλὰ ποιός τὰ κάνει;… Ὁ λόγος αὐτὸς σπέρνει ἀπιστία. «Ποιός τὰ κάνει;…»· θέλουν δηλαδὴ νὰ ποῦν, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε πλέον. Ἀλλὰ ὁ ἥλιος μπορεῖ νὰ παλιώσῃ, τὸ Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει. Αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, γι᾿ αὐτὸ θέλουν ἕνα καινούργιο «εὐαγγέλιο», ἀντιευαγγέλιο, «εὐαγγέλιο» τοῦ ἀντιχρίστου. Τί ἔχουμε ν’ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτούς; Ὅτι, καὶ ἕνας ἀκόμη μέσ᾿ στὰ δισεκατομμύρια ἂν παρουσιαστῇ νὰ ἐφαρμόζῃ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀρκεῖ αὐτὸς ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε δυνατή. Ἐφ’ ὅσον ἕνας τὸ ἐφήρμοσε, μποροῦν νὰ τὸ ἐφαρμόσουν καὶ οἱ ἄλλοι· διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶνε τοῦ αὐτοῦ φυράματος.
᾿Αλλ’ ἐρωτῶ· ἕνας μόνο ἐφήρμοσε τὸ Εὐαγγέλιο; Ὄχι ἕνας ἀλλὰ πολλοί. Πόσοι; Ἐὰν μπορῆτε νὰ μετρήσετε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τότε θὰ μπορέσετε νὰ μετρήσετε καὶ τοὺς ἁγίους γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους. Οἱ ἅγιοι εἶνε ἀπ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Εἶνε ἄντρες ἀλλὰ καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά. Εἶνε γέροι ἀλλὰ καὶ νήπια. Εἶνε ἀπ’ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα· βοσκοί, γεωργοί, ἐργάται, διδάσκαλοι, καθηγηταί, φιλόσοφοι, ποιηταί, ῥήτορες, βασιλεῖς, στρατηγοί. Εἶνε ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς· Ἕλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, ῾Ρουμᾶνοι, ῾Ρῶσοι, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει ᾿Ορθοδοξία. Ἅγιοι ἑκατομμύρια. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ τί μᾶς φωνάζουν; Διαψεύδουν τοὺς ἀπίστους καὶ λένε· Ἐμεῖς δὲ ζήσαμε στὸ φεγγάρι οὔτε στὰ ἄστρα, ἐδῶ κάτω στὴ γῆ ζήσαμε· ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἐμεῖς ἐφαρμόσαμε τὸ Εὐαγγέλιο, μπορεῖτε κ᾽ ἐσεῖς νὰ τὸ ἐφαρμόσετε. Μᾶς φωνάζουν μὲ σάλπιγγες οὐράνιες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, νὰ ζήσουμε κ’ ἐμεῖς ὅπως ἐκεῖνοι.
Ἕνα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῶν ἁγίων εἶνε – ποιό; Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ὅποιος μὲ ὁμολογήσῃ, θὰ τὸν ὁμολογήσω κ’ ἐγὼ μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα (βλ. Ματθ. 10,32). Καθῆκον μας δηλαδὴ εἶνε ἡ ὁμολογία.
Τί θὰ πῇ ὁμολογία; Αὐτὸ ποὺ πιστεύεις νὰ μὴν τὸ κρύβῃς, ἀλλὰ νὰ τὸ λὲς μὲ τὸ στόμα σου. Σωστὸ εἶν’ αὐτό. Ὅπως ἕνας νέος ποὺ ἀγαπάει μιὰ νέα δὲν κρύβει τὸν ἔρωτά του, ἀλλ’ ὅπου νὰ σταθῇ μὲ ὅλα τὰ μέσα (μὲ νεύματα, μὲ λουλούδια, μὲ γράμματα, μὲ ποιήματα, μὲ τραγούδια, μὲ κάθε τρόπο) ἐκφράζει τὸν ἔρωτά του, φανερώνει τὴν ἀγάπη του, ἔτσι κ’ ἐσύ. Ἂν εἶσαι Χριστιανός, ἂν αἰσθάνεσαι ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό, νὰ τὸν ὁμολογῇς παντοῦ, νὰ τὸν κηρύττῃς θερμά. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πάντες· ὡμολόγησαν τὸ Χριστό.