Ακτήμων Φιλάρετος Καρουλίωτης
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Αισθάνθηκε πόθο για τη μοναχική ζωή και άφησε σε ηλικία 19 ετών γονείς και πατρίδα και ήρθε στο Άγιον Όρος στη Μονή Σταυρονικήτα στις 17 Αυγούστου 1908. Το επόμενο έτος έγινε μοναχός ονομασθείς Φιλήμων από τον ιεροδιάκονο Ιερεμία.
Στις 10 Αυγούστου 1918 εκάρη μεγαλόσχημος από το γέροντα Κύριλλον (αόμματον) μετονομασθείς Φιλάρετος. Στις 8 Μαρτίου 1919 έγινε προϊστάμενος. Στην αρχή είχε το διακόνημα του Εκκλησιαστικού και στο κελί του έκανε μεγάλους αγώνες. Επιθυμούσε να ζήσει στην έρημο ως ερημίτης και βρήκε το ιδιόρρυθμο ως κατάλληλο περιβάλλον για να προετοιμασθεί.
Ο παπα-Χρυσόστομος, παλαιός Σταυρονικητιανός, διηγείτο ότι, όταν πήγε να κοινοβιάσει στη Σταυρονικήτα, ο γερω-Φιλάρετος τον περιέβαλε με την αγάπη του. Τον δεχόταν και στο κελί του και του έκανε τράπεζα. Μαγείρευε φασόλια σ' ένα μπρίκι που έψηνε καφέ, για δύο άτομα. Αλλά στην ασκητική τράπεζά του ο γερω-Φιλάρετος παρέθετε στο νέο μοναχό και τη διδασκαλία του για τη μοναχική ζωή που έβγαινε από την πολύτιμη πείρα του.
Όταν ο π. Χρυσόστομος ανέλαβε το διακόνημα του παρεκκλησιαστικού κάποιος προϊστάμενος του έδωσε ένα πεντοκάρικο (πέντε οκάδες) λάδι και του είπε να κανονίσει να του φθάσει, διότι μετά από ένα χρόνο θα του ξαναδώσει λάδι. Φυσικά αυτό ήταν αδύνατο. Ο π. Χρυσόστομος ήταν σε απορία και ρώτησε το γερω-Φιλάρετο. Εκείνος του απάντησε με βεβαιότητα ότι είναι δυνατόν να φθάσει το λάδι. "Όταν γεμίζεις το λαδικό, να πηγαίνεις μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, να το σταυρώνεις και να την παρακαλάς να το ευλογήσει", του είπε. Έτσι έκανε πάντα ο π. Χρυσόστομος όταν έπαιρνε λάδι, και ω του θαύματος! Το πεντοκάρικο έφθασε και περίσσεψε.
Του είχε πει ακόμη αν δει φουρτούνα στη θάλασσα και κινδυνεύει κάποιο πλοίο, να πάρει το καντήλι του αγίου Νικολάου και να το χύσει στη θάλασσα για να γαληνέψει. Κάποια χρονιά τη Μεγάλη Εβδομάδα ο π. Χρυσόστομος πήγε στη θάλασσα να δει αν τα δίχτυα είχαν πιάσει ψάρια.
Η Σταυρονικήτα ήταν το φτωχότερο Μοναστήρι και γι' αυτό για το Πάσχα δεν είχαν παραγγείλει αυγά, τυριά και ψάρια. Ο κάθε μοναχός φρόντιζε μόνος του. Είχε όμως θάλασσα και ένα καραβάκι πάλευε με τα κύματα. Ο π. Χρυσόστομος θυμήθηκε το γερω-Φιλάρετο, τι του είχε πει να κάνει σε παρόμοια περίπτωση. Πήρε τότε την καντήλα του αγίου Νικολάου και πήγε στον Αρσανά, αλλά είχε δυνατό αέρα.
Έριξε το λάδι στη θάλασσα. Λίγες σταγόνες έπεσαν μέσα. Σε λίγο σταμάτησε ο αέρας και ηρέμησε η θάλασσα. Το πλοίο πήγε ως το Βατοπέδι, ξεφόρτωσε ψάρια, αυγά, τυριά και έπειτα επέστρεψε στον Αρσανά της Σταυρονικήτα. Κάλεσαν τους Πατέρες και τους ρώτησαν σε ποιόν Άγιο τιμάται το Μοναστήρι. Όταν άκουσαν ότι έχουν τον άγιο Νικόλαο, ξεφόρτωσαν πολλές ευλογίες για το Πάσχα από ευγνωμοσύνη για τον άγιο Νικόλαο που τους έσωσε.
Ο γερω-Φιλάρετος ήταν επιμελής στο διακόνημά του, φιλακόλουθος και έκανε στο κελί του νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές, χωρίς να το ξέρουν οι άλλοι πατέρες. Επειδή γνώριζε ότι η βάση της πνευματικής ζωής είναι η ταπείνωση, έκανε κατά καιρούς τον διά Χριστόν σαλόν, αφ' ενός μεν για να τον περιφρονούν και να τον ταπεινώνουν, αφ' ετέρου δε για να απαλλαγεί από τα καθήκοντα του προϊσταμένου και να αναχωρήσει από το ιδιόρρυθμο για να ζήσει ησυχαστικά στην έρημο.
Οι σαλότητες του γερω-Φιλαρέτου ήταν ότι έφευγε χωρίς ευλογία και έκανε αντιμοναχικά και ακατάστατα κινήματα θεατρίζοντας την Ιερά Μονή και το Μοναχικό Σχήμα. Όταν ρωτήθηκε είπε στη Σύναξη: "Ανεχώρησα εκ της Μονής κρυφίως και σκοπίμως και μετέβην εις Θάσον ίνα διά την τοιαύτην μου πράξιν κατηγορηθώ ως παρήκοος και παράλογος, και αποχωρισθώ της Προϊσταμενίας οικιοθελώς και απαραβιάστως ένεκα αδυναμίας μου και ανικανότητος, και δύναται η Μονή να με μεταχειρισθεί από σήμερον ως απλούν αδελφόν και με διορίσει εις οιονδήποτε ήθελεν εγκρίνει εύλογον διακόνημα" (Συνεδρία 1ης Οκτωβρίου 1920). Υπέβαλε έγγραφη παραίτηση και στις 12 Ιανουαρίου 1921 ανέλαβε το διακόνημα του Δοχειάρη. Ο γερω-Φιλάρετος έλεγε στον π. Χρυσόστομο: "Εσένα περίμενα για να φύγω". Τον άφησε αντικαταστάτη στο διακόνημά του και αυτός έφυγε για την έρημο στις 12 Μαρτίου 1921. Έμεινε για λίγο στην παραλία της Αγίας Άννης και ύστερα πήγε στα Καρούλια χαμηλά κοντά στη θάλασσα. Είχε το κελάκι του και ένα πολύ μικρό Εκκλησάκι δύο μέτρων, στο οποίο κάποτε, όταν εύρισκε ιερέα, έκανε θεία Λειτουργία.
Είχε ακτημοσύνη παντελή. Δεν ήθελε να έχει προμήθειες για δύο μέρες, "γιατί μπορεί να πεθάνω αύριο", έλεγε. Πάντα περπατούσε ξυπόλητος. Του έδιναν μερικοί παπούτσια, τα φορούσε μια μέρα και ύστερα τα έδινε σε άλλους. Τα ράσα του ήταν παλαιά με πολλά μπαλώματα και τριμμένα αλλά καθαρά.
Είχε και ένα κύπελλο και έλεγε ότι μ' αυτό κάνει τρεις δουλειές. Πίνει νερό, το χρησιμοποιεί για κουτάλα όταν μαγειρεύει, και για μυστρί όταν κτίζει. Ήταν ακτήμων, πάμπτωχος, ρακενδύτης και ανυπόδητος. Αλλά από τη μεγάλη του αγάπη θυσίαζε την ησυχία του και γύριζε στα γειτονικά κελιά για να μαζεύει ελεημοσύνη ό, τι του έδιναν. Ύστερα πήγαινε στα ανήμπορα γεροντάκια και τα μοίραζε.
Εργόχειρο δεν έκανε. Ασχολείτο με τη νοερά προσευχή. Κομποσχοίνι δεν κρατούσε αλλά έλεγε την ευχή κάνοντας με το δάκτυλό του την κίνηση σαν να κρατούσε κομποσχοίνι. Όλες τις Ακολουθίες τις έκανε λέγοντας την ευχή και το μοναδικό βιβλίο που είχε ήταν ο Αββάς Ισαάκ. Αυτόν είχε μυσταγωγό και διδάσκαλό του.
Για περισσότερη ησυχία κατέφευγε κατά καιρούς σε σχισμές βράχων και προσευχόταν επί ώρες και ημέρες. Τον πολεμούσαν δαίμονες που εμφανίζονταν μπροστά του και αυτός τους έδιωχνε με το σημείο του σταυρού απαγγέλλοντας το "Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού...". άλλες φορές του έριχναν πέτρες στη λαμαρινένια σκεπή του και έκαναν θόρυβο μεγάλο, χωρίς να παθαίνει τίποτε η σκεπή.
Είχε μεγάλη απλότητα και τελεία ξενιτεία. Δεν ήξερε αν υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο. Δε ρωτούσε, δε γνώριζε ανθρώπους παρά μόνο μοναχούς. Πίστευε ότι μόνο αυτός και ο Θεός υπάρχει στον κόσμο. Έκανε μεγάλες νηστείες. Έτρωγε συνήθως φραγκόσυκα και παξιμάδι. Έβραζε αγριοσέλινα και τα έτρωγε για μια εβδομάδα. Όταν πήγαινε ο Πνευματικός να τον κοινωνήσει, έφευγε γρήγορα, γιατί δεν υπέφερε τη δυσωδία που ανέδιδαν τα χαλασμένα χόρτα τα οποία έτρωγε ο γερω-Φιλάρετος. Συμβούλευε και το γερω-Γεδεών που ήταν τότε νέος μοναχός: "Θα τρως τέτοια χόρτα, παιδί μου, και στο τέλος θα τρως λίγο παξιμάδι και θα ζεις".
Και ενώ ζούσε τόσο ασκητικά, για μια περίοδο ο γερω-Φιλάρετος δεν κοινωνούσε.
Πνευματικός δεν τον άφησε να κοινωνήσει. Ένας διακριτικός Γέροντας κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει και ρωτώντας το γερω-Φιλάρετο βρήκε την άκρη. Ροφό ο γερω-Φιλάρετος έλεγε το σκουληκιασμένο παξιμάδι. Δεν ήξερε ότι ο ροφός είναι ψάρι. Έτσι φαίνεται το άκουσε από κάποιον για αστείο, αυτός το πίστεψε και έλεγε ότι τρώει ροφό.
Είχε τέτοια ευαισθησία και έκανε τόσο καθαρή εξομολόγηση με βαθιά μετάνοια, ώστε μετά από χρόνια θυμήθηκε και εξομολογήθηκε ότι, όταν ήταν κηπουρός στη Σταυρονικήτα, έκοβε μικρά τα κολοκυθάκια και δεν τ' άφηνε να μεγαλώσουν. Και αυτό το θεωρούσε αδικία και έκλαιγε απαρηγόρητα.
Ήταν τότε στον άγιο Πέτρο ένας Γέροντας που πήγαινε και εργαζόταν στη συλλογή των φουντουκιών. Παρακάλεσε το γερω-Φιλάρετο για ένα διάστημα να μείνει να φυλάει το Κελί του. Πήγε, κάθισε δυο-τρεις μήνες, αλλά δεν αναπαυόταν και γύρισε στα Καρούλια. Όμως ο Γέροντας του Αγίου Πέτρου του ζητούσε ενοίκιο για τους μήνες που κάθισε εκεί, αν και δεν είχαν συμφωνήσει για ενοίκιο. Ο γερω-Φιλάρετος δεν είχε να πληρώσει, γι' αυτό στενοχωριόταν και πίστευε ότι φταίει ο ίδιος.
Όποιον συναντούσε στο δρόμο του έβαζε μετάνοια λέγοντας: "Ευλόγησον συγχώρησέ με. Έχασα τα χρόνια της καλογερικής μου, διότι δεν πληρώνω το ενοίκιο που χρωστάω". Τελικά, όταν το έμαθαν οι άλλοι πατέρες, έκαναν παρατήρηση στο Γέροντα που ζητούσε ενοίκιο από τον ακτήμονα γερω-Φιλάρετο και εκείνος σταμάτησε τις ενοχλήσεις προς τον ανεύθυνο θαυμαστό γέροντα Φιλάρετο. Είχε γνήσια μετάνοια και αυτομεμψία. ήταν πολύ ήρεμος, δε θύμων ποτέ και με κανέναν. Ο γερω-Γερόντιος των Δανιηλαίων κάποια φορά που πήγε στo Κελί τους και ήταν ανυπόδητος, ως συνήθως, τον παρατήρησε αυστηρά λέγοντάς του: "Άλλη φορά να μην έρχεσαι ξυπόλητος, αλλά να φοράς παντόφλες. Είσαι υποκριτής και παριστάνεις τον Άγιο". Μπροστά στους προσκυνητές και στα νέα καλογέρια δέχθηκε ατάραχος τις παρατηρήσεις, έβαλε μετάνοια επαναλαμβάνοντας: "Να με συγχωρήσεις".
Την άλλη μέρα που πήγε στους Δανιηλαίους, φορούσε παντόφλες τις οποίες έβγαζε έξω από την πόρτα, και θαύμασαν την ταπείνωσή του. Ο γερω-Γερόντιος του εξήγησε ότι αυτό το έκανε για να μάθουν τα καλογέρια την αυτομεμψία και την ταπείνωση, να λέγουν ευλόγησον, και αυτός ας βαδίζει όπως θέλει.
Σε εορτές συγκεντρώνονταν οι Καρουλιώτες ασκητές σε ένα καλύβι με Εκκλησάκι, διάβαζαν την ακολουθία, έψελναν την παράκληση και όταν δεν είχαν παπά, διάβαζαν και το Ευαγγέλιο. Έβαζαν το γερω-Φιλάρετο ως εγγράμματο να διαβάζει το Ευαγγέλιο, και αυτός το διάβαζε εμμελώς όπως οι ιερείς. Κάποιος Γέροντας του έκανε παρατήρηση ότι δεν έπρεπε να το διαβάζει έτσι, γιατί δεν είναι παπάς. Είπε "ευλόγησον", αλλά και την άλλη φορά πάλι παρασύρθηκε από τον πόθο του και το διάβασε με μελωδία. Δεν το διάβαζε για επίδειξη αλλά από απλότητα και ευλαβική διάθεση, σαν προσφορά ψαλμωδίας. Στην τράπεζα του έκαναν δημόσια παρατήρηση και εκείνος έβαλε μετάνοια σε όλους λέγοντας: "Ευλογείτε, πατέρες, έχασα τα χρόνια της καλογερικής μου. Πάλι διάβασα μελωδικά".
Όταν η συνοδεία του γέροντος Γερασίμου του Υμνογράφου άρχισε να κτίζει την Εκκλησία στο σπήλαιο των Αγίων Πατέρων, μερικοί πατέρες της Σκήτεως φοβούμενοι μήπως δεν καταφέρουν να την τελειώσουν, έλεγαν ότι ήταν καλύτερα να μην την άρχιζαν. Οι Γέροντες τα άκουγαν αυτά και στενοχωρούντο. Τότε κάποια μέρα τους επισκέφθηκε ο γερω-Φιλάρετος και τους είπε: "Πατέρες, το έργο αυτό είναι θεάρεστο. Είδα τον άγιο Διονύσιο πάνω από το σπήλαιο να το ευλογεί και μου είπε ότι την Εκκλησία του σπηλαίου θα την φυλάγει ο ίδιος και θα διατηρηθεί έως συντελείας του κόσμου". Έκτοτε πήγαινε τις νύχτες κρυφά στο σπήλαιο και προσευχόταν.
Ο γερω-Φιλάρετος ασθένησε για ένα μήνα. Πονούσε το στομάχι του και δε δεχόταν τροφή. Προαισθάνθηκε το τέλος του και ετοιμάστηκε. Αποχαιρέτησε και συγχωρέθηκε με τους γειτόνους του, και μόνος του, χωρίς άνθρωπο κοντά του, παρέδωσε το πνεύμα του εις χείρας Θεού ζώντος το έτος 1956 σε ηλικία 67 ετών. Τον βρήκαν κεκοιμημένον με σταυρωμένα τα χέρια οι πατέρες και τον έθαψαν στον τάφο που είχε προετοιμάσει. Στο Κελί του βρήκαν μια σκάφη με την οποίαν έπλενε τα ρούχα του στη θάλασσα, μία κουβέρτα και το βιβλίο του Αββά Ισαάκ του Σύρου. Ο γείτονάς του γερω-Γαβριήλ ο Καρουλιώτης μετά την ανακομιδή φύλαγε τα λείψανά του μαζί με τα λείψανα του Γέροντός του Σεραφείμ σε μία σπηλιά. Η κάρα του είναι κατακίτρινη.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
"Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος"
σελ. 54-63
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου