Ὁ Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ Μέγας
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἔτσι αὐτός ὁ βασιλεύς ζώντας πολλά χρόνια μέ τήν βασίλισσά του καί μή ἔχοντας παιδιά ἐξ αἰτίας του, ἐπεθύμησε πάρα πολύ νά προσευχηθῆ ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του στόν Θεό γιά νά τοῦ χαρίση ἕνα παιδί. Ἔτσι, ἀκούοντας ὁ Θεός τήν προσευχή του, μετά ἀπό πολλά χρόνια ἡ βασίλισσα ἔμεινε ἔγκυος στόν μακάριο Ὀνούφριο, τόν μεγάλο αὐτόν ἀσκητή τῆς ἐρήμου, φίλο καί ἐραστή τοῦ Θεοῦ.
Ἐπειδή ὁ διάβολος μισεῖ τό ἀνθρώπινο γένος, βλέποντας τά καλά τά
ὁποῖα ἐγένοντο καί θέλοντας νά τά ἐμποδίση, παρουσιάσθηκε μέ τήν μορφή ἑνός ξένου στόν βασιλέα καί τοῦ εἶπε:
-Βασιλεῦ, νά γνωρίζης ὅτι τό μωρό πού κυοφορήθηκε στήν κοιλία τῆς βασίλισσας δέν εἶναι ἀπό σένα, ἀλλά ἀπό κάποιον δοῦλον σου.
Ἐάν θέλης νά γνωρίσης τήν ἀλήθεια, νά κάνης αὐτό πού θά σοῦ εἰπῶ: Ὅταν γεννηθῆ τό παιδί, νά διατάξης νά ἀναφθῆ μία μεγάλη φωτιά καί νά ρίξουν τό παιδί μέσα καί, ἐάν δέν καεῖ, αὐτό θά εἶναι σημεῖο ὅτι τό παιδί αὐτό εἶναι δικό σου ἀληθινά. Ἐάν ὅμως καεῖ, τότε ἀποδεικνύεται ὅτι δέν ἦταν δικό σου.
Ἔτσι ὁ βασιλεύς πιστεύοντας στά διαβολικά αὐτά λόγια, ὠργίσθηκε πάρα πολύ καί ἐμάλωσε σκληρά τήν βασίλισσα. Ὅμως ἔκρυβε μέσα του ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ διάβολος γιά νά γίνη γνωστό τό γεγονός στόν κατάλληλο καιρό. Ἀφοῦ συμπληρώθηκε ὁ καιρός τῆς γεννήσεως ἡ βασίλισσα ἐγέννησε ἀγόρι. Κι ἐνῶ ὁ βασιλεύς σάν ἄνδρας, θά ἔπρεπε νά χαρῆ γιά τό νεογέννητο ἀγόρι του, ὠργίσθηκε πολύ καί ταράχθηκε.
Ἅρπαξε τό παιδί καί τό ἐπέταξε στήν φωτιά. Ὁ Παντοδύναμος Θεός, ὁ Ὁποῖος φυλάγει τά νήπια μέ τήν θαυμαστή Του δύναμι, προστάτευσε κι αὐτό τό παιδί ἀπό τήν φωτιά ὁλόκληρο καί ἀπείραχτο ἀπό τίς φλόγες.
Ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί ἄλλο θαυμαστό ἔργο τελέσθηκε. Διότι τό μωρό, ὅταν ἦταν μέσα στήν φωτιά, ὕψωσε τά χεράκια του πρός τόν Θεό καί προσευχήθηκε. Ὅταν εἶδε αὐτό τό μεγάλο θαῦμα ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, ἐξεπλάγη καί κατάλαβε ὅτι ἐξαπατήθηκε ἀπό τόν διάβολο.
Βγάζοντας τό μωρό ἀνέπαφο ἀπό τήν φωτιά, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στόν βασιλέα καί τόν ἐμάλωσε διότι ἐπίστευσε στήν πονηρή πρότασι τοῦ διαβόλου. Ἀμέσως ὁ ἄγγελος διέταξε νά βαπτισθῆ τό παιδάκι καί νά τό ὀνομάσουν Ὀνούφριο, κατόπιν νά τό φέρουν στήν ἔρημο, ὅπου θά τό καθοδηγήση ὁ Θεός, διότι εἶναι θέλημά Του τό παιδί αὐτό νά γίνη μέγας ἐραστής καί ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ βασιλεύς ἀμέσως σηκώθηκε καί παίρνοντας στήν ἀγκαλιά του τό παιδί, σύμφωνα μέ τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ, τό ἔφερε στήν ἔ ρημο τῆς Αἰγύπτου.
Ὅταν τό μετέφερε στήν ἔρημο, τόν συνάντησε μία ἐλαφίνα, πού στάλθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά διαθρέψη τό μωρό μέ τό γάλα της, ὅσο θά πηγαίνη στόν δρόμο ὁ πατέρας του. Βαδίζοντας δίπλα στόν βασιλέα ἡ ἐλαφίνα, ξαφνκά ἔπεσε κάτω γιά νά δώση γάλα στό μωρό. Τότε ὁ πατέρας τοῦ μωροῦ βλέποντας αὐτό τό θαῦμα, ἐθαύμασε γιά τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἔκραξε μέ θαυμασμό:
-Τώρα ἐγνώρισα ὅτι τό παιδί μου θά γίνη μεγάλος φίλος καί ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ.
Βαδίζοντας ἀρκετό δρόμο ἀκόμη, ἔφθασαν στά σύνορα τῆς Θηβαΐδος στήν χώρα τῆς Αἰγύπτου. Φθάνοντας στήν πόλι Ἐρμούπολι, εὑρῆκαν ἕνα μοναστήρι, ὄχ μακριά ἀπό τήν πόλι, σ᾿ ἕνα ἐξαιρετικό καί ὡραῖο τόπο.
Αὐτό τό μοναστήρι ἐκαλεῖτο τοῦ Ἐρίτου καί εἶχε περί τούς 100 ἐναρέτους μοναχούς. Καί διέταξε ὁ Θεός στόν βασιλέα ν᾿ ἀφήση ἐκεῖ τόν γυιό του.
Τότε ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ ἐθαύμασε γιά τόν ἐρχομό τοῦ βασιλέως ἀπό τήν Περσία. Τόν ὑποδέχθηκε μέ μεγάλη τιμή. Μετά ὁ βασιλεύς διηγήθηκε στόν ἡγούμενο μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες γιά τό μωρό καί ὅτι μέ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἦλθε στό μοναστήρι του.
Ἀκούοντας ὅλα αὐτά ὁ ἡγούμενος μέ ἔκπληξι, εἶπε στόν βασιλέα:
-Πῶς καί ποιός ἀπό ἐμᾶς μπορεῖ νά διαθρέψη τό μωρό αὐτό τό ὁποῖον ἔχει ἀνάγκη ἀπό γάλα μητρικό, διότι στό μοναστήρι μας δέν μπορεῖ νά εἰσέλθη γυναῖκα;
Καί ὁ βασιλεύς τοῦ ἀπήντησε:
-Καθώς μέχρι τώρα τό διέθρεψε ὁ Θεός στέλλοντας μία ἐλαφίνα κοντά μου κατά τήν διαδρομή μου μέχρι ἐδῶ, ἔτσι καί ἀπ᾿ἐδῶ καί ἐμπρός θά τό θρέψη ἡ ἴδια ἡ ἐλαφίνα, ὅσο θά χρειάζεται τό γάλα γιά νά μεγαλώση.
Ἔτσι ὁ βασιλεύς ἀφήνοντας τό παιδί του στόν Θεό καί ἐμπιστεύοντάς το στόν πάτερ ἡγούμενο, ἐπέστρεψε στό σπίτι του. Ἡ ἐλαφίνα στάθηκε δίπλα ἀπό τό μοναστήρι καί ἔτρεφε μέ τό γάλα της τό μωρό μέχρι τήν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν.
Ἀφοῦ συμπληρώθηκαν τρία χρόνια, ἡ ἐλαφίνα ἀνεχώρησε γιά τήν ἔρημο νά ζήση μέ τά ἄλλα ἐλάφια.
Ἀφοῦ τό παιδί ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν ἑπτά ἐτῶν, συχνά ἐπήγαινε στήν τράπεζα καί ζητώντας ἕνα κομμάτι ψωμί ἐπήγαινε στό ντουβάρι τῆς ἐκκλησίας, ὅπου ἦταν ἐκεῖ ζωγραφισμένη μία εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία κρατοῦσε στήν άγκαλιά της τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Πλησιάζοντας ὁ μικρός Ὀνούφριος τήν εἰκόνα, ὄντας ἀθῶος καί ἅγιος, μιλοῦσε ζωντανά μέ τόν Χριστό πού ἦταν στήν εἰκόνα. Καί τοῦ ἔλεγε τοῦ μικροῦ Χριστοῦ ὁ Ὀνούφριος:
-Καί Σύ εἶσαι μικρός, ὅπως εἶμαι κι ἐγώ. Ὅμως ἐγώ πηγαίνω στήν τράπεζα, ζητῶ ψωμί ἀπό τόν τραπεζάρη καί τρώγω, ἀλλά ἐσύ δέν τρώγεις ποτέ. Γιατί βασανίζεσαι ἔτσι, μή τρώγοντας τίποτε; Ἰδού, λάβε τό μερίδιό μου καί φάγε.
Καί τό Νήπιο ὁ Χριστός, ἅπλωσε τά χέρια Του καί ἐπῆρε ἀπό τόν Ὀνούφριο τό ψωμί, τό ὁποῖον καί ἄρχισε νά τό τρώγη.
Τό θαῦμα αὐτό ἔγινε ὄχι μόνο μία ἤ δύο ἀλλά πολλές φορές. Βλέποντας ὁ τραπεζάρης νά μπαίνη τό παιδί στήν τραπεζαρία καί νά παίρνη ψωμί συχνά, ἄρχισε νά τό παρακολουθῆ ποῦ τό πηγαίνει. Βλέποντάς το ὅτι ἔμπαινε κάθε φορά στήν ἐκκλησία καί στεκόταν ἔξω ὅπου ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδινε τό ψωμί του στόν Χριστούλη.
Βλέποντας αὐτό τό θαῦμα ὁ τραπεζάρης εἰδοποίησε τόν ἡγούμενο καί ὅλους τούς παλαιούς πατέρες καί τούς ἀνεκοίνωσε τό θαῦμα.
Τότε ὁ ἡγούμενος εἶπε στόν τραπεζάρη:
-Ὅταν ὁ μικρός Ὀνούφριος θά ζητήση ψωμί ἀπό σένα, νά μή τοῦ δώσης, ἀλλά νά τό ἐρωτήσης: «Πήγαινε νά ζητήσης ψωμί ἀπ᾿ Αὐτόν πού τοῦ ἔδωσες ἐσύ τόσες φορές».
Πράγματι ὁ τραπεζάρης ἔκαμε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος.
Τότε τό παιδί, ὄντας πεινασμένο, ἐπῆγε κλαίγοντας μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί εἶπε στό Νήπιο Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἦταν σάν ζωντανός στήν εἰκόνα:
-Ὁ τραπεζάρης δέν θέλει νά μοῦ δώση ψωμί καί τώρα ἐγώ πεινῶ. Δός μου Ἐσύ, διότι ἐγώ σοῦ ἔδωσα πολλές φορές.
Καί ἀμέσως ὁ Χριστός τοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο ψωμί, φρέσκο καθαρό καί ὡραῖο, ἄσπρο σάν τό χιόνι καί ζεστό. Καί ἦταν τό κομμάτι τοῦ ψωμιοῦ τόσο μεγάλο, ὥστε μόλις μετά δυσκολίας μποροῦσε νά τό μεταφέρη ὁ μικρός Ὀνούφριος. Ἐπῆγε στόν ἡγούμενο κατ᾿ εὐθεῖαν λέγοντάς του μέ παιδική χαρά:
-Ἰδού, ὁ Χριστός μοῦ ἔδωσε ψωμί!
Θαυμάζοντας ὁ ἡγούμενος γιά τό θαῦμα αὐτό, ἐκάλεσε τούς πατέρες καί τούς ἔδειξε τό θαυμαστό ψωμί καί διέταξε στόν τραπεζάρη νά διηγῆται τό θαῦμα σέ ὅποιον ἔβλεπε νά ἔρχεται στό μοναστήρι. Ἐρωτήθηκε κατόπιν ὁ Ὀνούφριος ἀπό τούς Πατέρες καί τούς εἶπε ὅτι ἀληθινά τοῦ ἔδωσε τό ψωμί μέ τό χέρι Του ὁ μικρός Χριστός. Τότε οἱ πατέρες ἄρχισαν νά εὐχαριστοῦν καί δοξολογοῦν τόν Χριστό πού ἔκαμε τέτοιο θαῦμα μέ τόν μικρόν Ὀνούφριον. Μετά ἔκοψαν τό ψωμί αὐτό σέ μικρά τεμάχια καί ἐπῆραν ὅλοι γιά εὐλογία.
Ἔζησε ἀκόμη ὁ Ὀνούφριος λίγα χρόνια στό μοναστήρι καί μετά κατώκησε στό βάθος τῆς ἐρήμου τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀξιώθηκε νά τοῦ φέρη ψωμί ἄγγελος Κυρίου. Ἀπό ἐκεῖ σέ ἡλικία 100 έτῶν μετατέθηκε στόν Κύριο καί ἀνῆλθε ἡ ψυχή του μέ πολλή δόξα στούς ούρανούς.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου