Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ “ΘΕΟΛΟΓΙΑ” Τοῦ Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἱεροθέου


ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ “ΘΕΟΛΟΓΙΑ”
                                                                                   Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου
                                                                                                                       
Έχω συζητήσει με ορθόδοξο Καθηγητή βιβλικής θεολογίας, ο οποίος διδάσκει σε Πανεπιστήμιο του Εξωτερικού και έχει επηρεασθή κατά πολύ από προτεσταντικές ιδέες, και ο οποίος υποστήριζε ότι, αφού ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, οι Πατέρες είναι τα σύννεφα που καλύπτουν τον ήλιο, οπότε πρέπει να απομακρύνουμε τα σύννεφα για να φωτισθούμε απευθείας από τον Χριστό. Η άποψη αυτή είναι αντορθόδοξη.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι μέσα σε αυτήν την προοπτική δημιουργήθηκαν οι όροι «νεοπατερική» και «μεταπατερική» θεολογία. Στην αρχή δειλά εμφανίσθηκε ο πρώτος όρος –νεοπατερική – με την έννοια ότι δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται απλώς τα κείμενα των Πατέρων, αλλά να εντοπίζεται το «πνεύμα» τους και να μεταφέρεται στα δεδομένα της εποχής μας, να εξετάζεται, δηλαδή, πως θα ομιλούσαν οι Πατέρες για σύγχρονα ζητήματα.
Αυτό, παρά την αγαθή προαίρεση μερικών, είναι άκρως επικίνδυνο, γιατί στην πραγματικότητα υπονομεύεται όλη η πατερική θεολογία, όταν εμπαθείς άνθρωποι προσπαθούν να μεταφέρουν το «πνεύμα» των Πατέρων στην εποχή τους. Η αυθεντική μεταφορά προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν την ίδια εμπειρική γνώση η τουλάχιστον την προσεγγίζουν.


Στην συνέχεια παρουσιάσθηκε ο όρος, μεταπατερική θεολογία, αφού θεωρείται ότι δεν μας χρειάζονται πια οι Πατέρες, οι οποίοι έζησαν σε άλλες εποχές, γνώρισαν άλλα προβλήματα, συνάντησαν άλλα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα, «ένα τελείως διαφορετικό κοσμοείδωλο», και, επομένως, δεν μπορούν να μας βοηθήσουν στην εποχή μας.
Νομίζω ότι η νεοπατερική και μεταπατερική θεολογία υπενθυμίζει μια άποψη, σύμφωνα με την οποία η πατερική θεολογία είχε αξία για την εποχή της, ενώ αργότερα η δυτική σχολαστική θεολογία είναι ανώτερη από την πατερική θεολογία και η θεολογία των συγχρόνων θεολόγων υπερβαίνει και την πατερική και την σχολαστική θεολογία.
Τέτοιες απόψεις αποτελούν νάρκη στα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί χαρακτηρίζονται από την αιρετική άποψη περί προοδευτικής αποκαλύψεως της Αληθείας, δια μέσου των αιώνων, και ότι η Εκκλησία εμβαθύνει με την πάροδο του χρόνου στην Αποκάλυψη, ενώ η ορθόδοξη διδασκαλία τονίζει εμφανώς ότι η «πάσα αλήθεια» αποκαλύφθηκε εφ\' άπαξ την ημέρα της Πεντηκοστής.
Οπότε, δεν υπάρχει εμβάθυνση στην αλήθεια με την πάροδο του χρόνου, ούτε υφίσταται προοδευτική φανέρωση της Αληθείας, αλλά η Εκκλησία την «άπαξ» φανερωθείσα αλήθεια την διατυπώνει ανάλογα με τα προβλήματα της εποχής.
Στην εμφάνιση της λεγομένης νεοπατερικής και μεταπατερικής θεολογίας συνετέλεσαν μερικοί θεολόγοι που εργάσθηκαν στον δυτικό χώρο, με κέντρο το Παρίσι. Ήλθαν σε διάλογο με την δυτική σκέψη και προσπάθησαν να απαντήσουν στα προβλήματα που συνάντησαν.
Χρεωστούμε πολλά σε αυτούς τους θεολόγους, όπως για παράδειγμα τον Βλαδίμηρο Λόσκυ, που έγραψαν θεολογικά έργα, χρησιμοποιώντας τους Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα τους λεγομένους νηπτικούς.
Αλλ' όμως μεταξύ αυτών των θεολόγων υπάρχουν και μερικοί που εξέφρασαν απόψεις νεοπατερικής, μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας. Θα μνημονευθούν συνοπτικά μερικές τέτοιες ιδέες.
Γίνεται λόγος για έναν οικουμενισμό που «θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις λεκτικές διαμάχες για να θεμελιωθεί πάνω σε έναν πειραματικό ρεαλισμό της σωτηρίας: ξαναβυθίζοντας συστήματα και έννοιες, που τελικά δεν είναι παρά ίχνη, μέσα στο σφαιρικό βίωμα της Εκκλησίας, μέσα σε ό,τι καλύτερο έχει η εμπειρία της».
Συνδέεται ο φανατισμός με την «ομολογιακή ταυτότητα», η οποία «αποτελεί αν όχι το σπέρμα του, τουλάχιστον το χώμα όπου καλλιεργείται» και γι' αυτό γίνεται λόγος για ανοικοδόμηση μιας οικίας «με τις πόρτες ανοιχτές, τη νέα Ιερουσαλήμ, τη Βασιλεία», μέσα στην οποία θα χωρούν όλοι. Και όσοι δεν θέλουν να εργασθούν για την κατασκευή μιας τέτοιας οικίας, θα πρέπει να απομακρυνθούν, ενώ το «κλειδί» της οικίας είναι ό,τι καλύτερο έχει ο άλλος και εκείνα που μας ενώνουν.
Επίσης, εντοπίζονται κοινά σημεία «συναφειακά» του Χριστιανισμού με τον Ιουδαϊσμό, τον Ισλαμισμό και τον Ινδουϊσμό-Βουδισμό. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να επιχειρηθή «μια καινούργια πολιτισμική μετάλλαξη», καθώς επίσης, όπως τονίζεται, «εμείς οι χριστιανοί, οφείλουμε να εργασθούμε πολύ με την προοπτική αυτής της συνάντησης. Αυτό είναι περισσότερο ενδιαφέρον παρά να φιλονικούμε μεταξύ μας».
Τέτοιες «μεταπατερικές και συναφειακές» ιδέες μεταφέρονται κατά τρόπο «μεταπρατικό» στην Ελλάδα και τίθενται είτε σε αντιπαράθεση προς τους Πατέρες που θεωρούνται «μουσεία» του παρελθόντος, είτε με αυτές παρερμηνεύονται τα πατερικά χωρία για να ενταχθούν στην νέα νοοτροπία.
Γίνεται φανερός ο προσδιορισμός και η προοπτική της μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας, που είναι πολύ επικίνδυνη για την Ορθόδοξη Εκκλησία και οδηγεί σε έναν συγκρητισμό, όχι μόνον στον τρόπο ζωής, αλλά και στην έκφραση της πίστεως. Αμφισβητείται με αυτό στην πραγματικότητα η οριοθέτηση της πίστεως, την οποία έκαναν οι άγιοι Πατέρες, δηλαδή αποδομείται ολόκληρη η θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων. Πρόκειται για ένα σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπισθή εκκλησιαστικά.

                                                                                        
Όλοι μας πρέπει να αποδεχθούμε την βασική θέση ότι η Εκκλησία είναι μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι το Σώμα του Χριστού και η κοινωνία θεώσεως και, επομένως, η Εκκλησία γεννά Πατέρες και όχι οι Πατέρες την Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εποχή είναι πατερική εποχή και σε κάθε περίοδο εμφανίζονται Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι «ζωντανοί οργανισμοί».
Όσοι θέλουν να είναι θεολόγοι, αναγνωρίζουν τους πραγματικούς θεολόγους, αποδέχονται την διδασκαλία τους, τους καθιστούν πατέρες τους και κληρονομούν δια της πνευματικής γεννήσεως και τον λόγο και τον τρόπο της ενθέου ζωής τους.
Με αυτόν τον τρόπο μεταδίδεται η πνευματική ζωή από το παρελθόν σε κάθε εποχή. Όπως η βιολογική ζωή μεταδίδεται από γενιά σε γενιά από ζωντανούς και όχι νεκρούς γονείς, έτσι και η εν Χάριτι πνευματική ζωή, η αληθινή θεολογία, μεταδίδεται από ζωντανούς και όχι νεκρούς πνευματικούς οργανισμούς.
Με αυτήν την πατερική διδασκαλία ερμηνεύεται ο λόγος του Αποστόλου Παύλου στους Κορινθίους: «Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ\' ου πολλούς πατέρας. εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α Κορ. ε, 15). Υφίσταται διαφορά μεταξύ παιδαγωγών εν Χριστώ και Πατέρων εν Χριστώ. Οι Πνευματικοί Πατέρες γεννούν πνευματικά τέκνα διά του Ευαγγελίου, δηλαδή διά της εφαρμογής των εντολών του Χριστού, ενώ οι παιδαγωγοί απλώς διδάσκουν.
Όποιος ζη την ίδια παράδοση, εφαρμόζει τις ευαγγελικές εντολές στην ζωή του, αγωνίζεται εναντίον των παθών του για να αποκτήση μέθεξη του Θεού, αυτός αποκτά κοινωνία και με τους άλλους Αγίους που έζησαν πριν από αυτόν και ανήκει στην ίδια παράδοση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος των Πατέρων που υπέγραψαν τον Αγιορειτικό Τόμο: «Ταύτα υπό των Γραφών εδιδάχθημεν· ταύτα παρά των ημετέρων Πατέρων παρελάβομεν· ταύτα δια της μικράς έγνωμεν πείρας».
Ο Θεός μας δεν είναι Θεός των στοχαστών και φιλοσόφων, αλλά ο Θεός των Πατέρων (όχι των μεταπατέρων), ο Θεός των ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν σε κάθε εποχή.
Κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ η Εκκλησία είναι αποστολική επειδή είναι πατερική. Γράφει: «Η Εκκλησία είναι πράγματι "αποστολική", αλλά είναι επίσης και "πατερική". Ουσιαστικώς είναι "η Εκκλησία των αγίων Πατέρων". Δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν οι δύο χαρακτηρισμοί. Επειδή η Εκκλησία είναι "πατερική", είναι αληθώς και "αποστολική"».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι η Εκκλησία δεν είναι «μουσείον νεκρών αποθεμάτων ούτε όμως εταιρεία ερευνών". «Η Γραφή έχει ανάγκην ερμηνείας. Αποκαλύπτεται εις την θεολογίαν. Αυτό είναι δυνατόν μόνον διά του φορέως της ζώσης εμπειρίας της Εκκλησίας».
Έτσι, για να είμαστε ορθόδοξοι και να έχουμε την βεβαιότητα της σωτηρίας μας δεν μας χρειάζεται καμιά νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία. Μας χρειάζονται δύο πράγματα:
Το πρώτο, να μείνουμε σταθεροί, όπως έχουμε καθήκον, στην ορολογία των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, γιατί αυτή η ορολογία αποτελεί σημαντικό μέρος της Ορθοδόξου Παραδόσεως, το αληθινό και αυθεντικό consensus patrum, αλλά να μείνουμε εδραίοι και στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια που δόθηκε στους Πατέρες.
Και το δεύτερο, να αναζητήσουμε «ζωντανούς οργανισμούς», οι οποίοι ζουν μέσα στο «πνεύμα» του Ευαγγελίου και των Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή βιώνουν τις ορθόδοξες προϋποθέσεις των δογμάτων για να μας καθοδηγήσουν σωστά στην βίωση του δόγματος.
Δυστυχώς, μερικοί που ομιλούν για νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία έχουν πρόβλημα και με τις δύο αυτές προϋποθέσεις, δηλαδή και με τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων και με τους «ζωντανούς οργανισμούς» της εκκλησιαστικής ζωής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ενοχλούνται από την θεολογία την οποία εξέφρασε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, γιατί ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος συνέδεσε την γνήσια ορθόδοξη θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων με την σύγχρονη ησυχαστική παράδοση, δηλαδή συνέδεσε την θεολογία με την εμπειρία, την καθηγητική έδρα με το ησυχαστήριο.
Αν η θεολογία δεν εκφρασθή εμπειρικώς, γίνεται στοχασμός και κουράζει τους ανθρώπους, και αν η εμπειρία δεν στηριχθή στην θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων είναι μια ατομική ευσέβεια, η οποία μπορεί να έχη «συναφειακά» στοιχεία με όλες τις άλλες ανατολικές παραδόσεις. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ενοχλητικός για τους στοχαστικούς, φιλοσοφούντες θεολόγους που διακατέχονται από την «στοχαστική αναλογία», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ακόμη, αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, που αμφισβητούνται από μερικούς σύγχρονες, σημαντικές αγιορειτικές μορφές, όπως ο π. Πορφύριος, ο π. Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κλπ. Ενοχλεί την σύγχρονη συγκρητιστική θεολογία ο βίος και η διδασκαλία των συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών» της εκκλησιαστικής ζωής.
Σε μια εισήγησή μου, που έγινε στο παρελθόν, προκειμένου να τεκμηριώσω την θεωρητική διδασκαλία της Εκκλησίας χρησιμοποίησα κείμενα του π. Πορφυρίου, ενός εξαγιασμένου Ιερομονάχου της εποχής μας. Αισθάνθηκα βαθύτατη έκπληξη όταν ορθόδοξοι θεολόγοι και Κληρικοί, που ήταν παρόντες, διαφώνησαν με την αναφορά μου σε λόγους του π. Πορφυρίου, διότι σύμφωνα με την άποψή τους, με τον τρόπο αυτό «ιδεολογοποιείται» η ορθόδοξη πίστη. Έχω απομαγνητοφωνήσει όλη αυτήν την συζήτηση και εάν κάποτε δημοσιευθή, τότε θα αποκαλυφθούν «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».
Αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, για τον οποίο επιδιώκεται η μετάφραση της θείας Λειτουργίας και άλλων λειτουργικών κειμένων και στην πραγματικότητα επιχειρείται «η απομυθοποίηση» της λειτουργικής και βιβλικοπατερικής γλώσσας.
Δεν εξηγείται διαφορετικά η προσωπική επίθεση μερικών εναντίον εκείνων που με θεολογικό λόγο εκφράζουν τον σεβασμό τους στο γλωσσικό ιδίωμα της θείας Λειτουργίας. Αν η λειτουργική γλώσσα απωλέση τον πατερικό και θεολογικό λόγο, τότε γίνεται μια «συναφειακή», «μεταπατερική» λειτουργική γλώσσα, που μπορεί να χωρέση σε όλους τους σύγχρονους συγκρητισμούς.
Άλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς, που υπεραμύνονται της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων και επιτίθενται με εμπάθεια και απρέπεια εναντίον εκείνων που εκφράζουν μια άλλη σκέψη, ανήκουν σε αυτό το κλίμα της «μεταπατερικής» και «συναφειακής» θεολογίας. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που αρνούνται την ισχύ των πατερικών λόγων για την εποχή μας. Θέλουν να αφήσουν ελεύθερο τον χώρο για κάθε στοχασμό και συγκρητισμό.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η μοντέρνα θεολογία που αποδεσμεύονται από τους Πατέρες και εκφράζεται με βαρύγδουπους όρους, δήθεν από αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι επικίνδυνη για την Εκκλησία και την θεολογία της. Είναι πραγματικά ένας στοχαστικός τρόπος θεολογίας, ένας λαϊκισμός που εξασκείται από «χειροτονητούς θεολόγους», λόγω μιας κακής ερμηνείας του «βασιλείου ιερατεύματος».

                                                                       “ΠΑΛΑΜΙΚΗ” ΚΑΙ ΝΕΟΠΑΛΑΜΙΚΗ” ΘΕΟΛΟΓΙΑ

                                                                               Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου

                                                                                
Ο 14ος αιώνας ήταν πολύ σημαντικός για την Εκκλησία, γιατί για πρώτη φορά συναντήθηκε η ορθόδοξη θεολογία με την δυτική σχολαστική θεολογία στα πρόσωπα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ.
Στον διάλογο αυτό φάνηκε ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν φορεύς και εκφραστής ολοκλήρου της θεολογίας της Εκκλησίας, από την πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού μέχρι την εποχή του, αφού εξέφρασε την διδασκαλία των Αποστόλων, των Αποστολικών Πατέρων, των μεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνος, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου κ.α. Σε όλη αυτήν την περίοδο η θεολογία της Εκκλησίας είναι ενιαία, απλώς σε μερικά σημεία αλλάζει η εξωτερική διατύπωσή της από διάφορες ανάγκες. Γι\' αυτό ο άγιος Γρηγόριος χαρακτηρίσθηκε και παραδοσιακός και νέος θεολόγος.
Έτσι η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν μπορεί να θεωρηθή ως «παλαμική» θεολογία, αλλά ως θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας που εκφράσθηκε από αυτόν. Το ίδιο παρατηρούμε και με την διδασκαλία όλων των Αγίων.
Συνήθως, οι απόψεις των αιρετικών λάμβαναν την ονομασία από το πρόσωπό τους, όπως αρειανισμός, νεστοριανισμός, παυλικιανισμός κλπ. Οπότε, θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου ως «βασιλειανή», του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ως «γρηγοριανή», του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ως «χρυσοστομική» κλπ. Το ίδιο και θεωρείται αστοχία να ονομάζεται η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «παλαμική» θεολογία.
Όμως, κάποια στιγμή η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά χαρακτηρίσθηκε από μερικούς ως «παλαμική». Νομίζω δε ότι τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται με έναν σκωπτικό χαρακτήρα, για να υποτιμηθή και να θεωρηθή ως κάποια οθνεία διδασκαλία, διαφορετική από την θεολογία της Εκκλησίας. Υπήρχαν δε και θεολόγοι οι οποίοι στο παρελθόν έγραψαν υποτιμητικά για την όλη ησυχαστική παράδοση που εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Στην συνέχεια εμφανίσθηκε και ο όρος «νεοπαλαμική» θεολογία, ως μια προσπάθεια επαναδιατύπωσης και επανερμηνείας της θεολογίας του μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας, στα σύγχρονα δεδομένα. Κι αυτό δημιουργεί έντονο προβληματισμό, γιατί νομίζω ότι έτσι επιχειρείται μια αλλοίωση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Για παράδειγμα, αναλύεται η διδασκαλία της Εκκλησίας που εκφράζεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά για την σχέση και διαφορά μεταξύ ουσίας και ενεργείας, αλλά, συγχρόνως, απορρίπτεται η ησυχαστική παράδοση ως ευσεβιστική, η οποία είναι η οδός για την προσωπική μέθεξη της ακτίστου ενεργείας του Θεού.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Πώς μπορεί να ομιλή κάποιος επιστήμονας για μια θεωρία, όταν απορρίπτη την πράξη, η οποία την επιβεβαιώνει; Αυτό είναι και αντιεπιστημονικό. Γι' αυτό κατά την «συνοδική διαγνώμη», αφορίζονται εκείνοι που δεν δέχονται την ησυχαστική παράδοση την οποία εκφράζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι «αυτώ συνάδοντες μοναχοί».
Από πολλά χρόνια γνώριζα αυτήν την νοοτροπία, λόγω της ενασχολήσεώς μου με το έργο και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Γι' αυτό, όταν θέλησα να αναλύσω την διδασκαλία του και να καταγράψω τα πολυχρόνια συμπεράσματά μου, το έκανα επί τη βάσει της ζωής των εξαγιασμένων αγιορειτών Πατέρων, οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν την ίδια ησυχαστική παράδοση και εμπειρία που είχε γνωρίσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και είχε βιώσει στο Άγιον Όρος.
Έτσι το έργο το οποίο συνέγραψα έχει τον τίτλο: Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης. Αυτό προκάλεσε την δυσαρέσκεια μερικών κύκλων που επέμεναν να ερμηνεύουν την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με έναν στοχαστικό, σχολαστικό και φιλοσοφικό τρόπο. Δεν μπορεί, όμως, να δη κανείς την ησυχαστική διδασκαλία ανεξάρτητα από τον χώρο που βιώθηκε και είναι ζωντανή μέχρι σήμερα.
Επομένως, οι όροι «παλαμική» και «νεοπαλαμική» θεολογία κινούνται εκτός της Ορθοδόξου Παραδόσεως και είναι επικίνδυνοι για τα θεμέλια της ορθοδόξου θεολογίας.
      ΚΑΙΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟΒΑΡΛΑΑΜΙΤΩΝ
                                                                                             =========
             Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΙΚΕΙΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ κ. ΙΓΝΑΤΙΟ
(ΑΦΟΡΑ ΟΜΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟΥΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟ, ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ (ΣΑΒΒΑΤΟ), ΔΑΝΙΗΛ ΠΟΥΡΤΣΟΥΚΛΗ, ΤΟΝ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΔΑΝΙΗΛ ΑΕΡΑΚΗ, ΤΟΝ π. ΘΕΟΔΟΣΙΟ ΜΑΡΤΖΟΥΧΟ, ΤΟΝ ΠΑΠΑ- ΚΩΣΤΑ ΜΠΕΗ, ΤΟΝ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΘΕΡΜΟ, ΤΟΝ π. ΓΕΩΡΓΙΟ ΜΠΑΣΟΥΔΗ, ΤΟΝ κ. ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ, ΩΣ ΜΗ ΟΦΕΙΛΑΝ, ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΝΕΟΒΑΡΛΑΑΜΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ.)

Είναι γνωστό, Σεβασμιώτατε, πως είσθε ένας εκ των θερμότερων υποστηρικτών της λεγομένης «λειτουργικής ανανέωσης», δηλαδή υπέρ της μεταφράσεως λειτουργικών κειμένων και ευχών από το πρωτότυπο στην δημοτική. Και το αποδεικνύετε μάλιστα στην πράξη, καθότι έχετε καθιερώσει σε ορισμένες περιπτώσεις να διαβάζονται, ακόμη και από εσάς τον ίδιο ευχές του γάμου π.χ. στην δημοτική, παραβιάζοντας σχετική οδηγία της Ιεράς Συνόδου, η οποία απαγορεύει την μετάφραση οποιασδήποτε λειτουργικής ή άλλης πράξεως.
Σας το λέμε λοιπόν ρητά και κατηγορηματικά, προτού ακόμη προχωρήσουμε σε περαιτέρω ανάλυση για το θέμα, πως αν συνεχίσετε να αναγινώσκετε εσείς ή άλλος ιερεύς της Μητροπόλεως, ευχές ή λειτουργικά κείμενα στην δημοτική, θα αποχωρούμε ευθύς αμέσως από τους Ναούς, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας. Το θέμα δεν είναι τόσο η παραβίαση μιας αποφάσεως (την από 14/4/2010 ) της Συνόδου (που ασφαλώς και είναι θέμα), αλλά βαθύτερο, καθότι με την κίνησή σας αυτή αμφισβητείτε το σύνολο της λειτουργικής παραδόσεως, με το ευτελές επιχείρημα, πως οι νέοι δεν κατανοούν τη Θ.Λ. κτλ. Στο σημείο αυτό Σεβασμιώτατε όμως θα πρέπει να μας εξηγήσετε, πως αντιλαμβάνεστε τη συμμετοχή των πιστών στη Θ.Λ.: είναι μέθεξη (=επικοινωνία καρδιακή με το Θεό) ή λογική κατανόηση; Διότι αν ισχύει το πρώτο τότε οι μεταφράσεις είναι παντελώς περιττές. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε οδηγούμαστε σε έναν φιλοσοφικό χριστιανισμό, στηριγμένο στον ορθό λόγο και τη νοησαρχία, ο οποίος ικανοποιεί μερικώς την ανθρώπινη περιέργεια, δίνοντας -το πολύ- απαντήσεις σε διάφορα θέματα καθημερινότητας ή διατυπώνοντας κανόνες «καλής» συμπεριφοράς (ηθικισμός, καθηκοντολογία), και άρα ανατρέπεται εκ βάθρων όλη η Ορθόδοξη Θεολογία, όπως αυτή εκφράστηκε από τον κορυφαίο Θεολόγο της δευτέρας χιλιετίας, Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, και η οποία σε αδρές γραμμές έχει τη βάση της στην νοερά προσευχή και την άσκηση, που οδηγούν στην κάθαρση απ’ τα πάθη, και εν τέλει στο κατά Χάριν φωτισμό που αναβιβάζει στην ανώτερη βαθμίδα τελειώσεως, τη Θεοπτία.
Μια λογική προσέγγιση συνιστά έλλειμα αληθινής Ορθόδοξης Θεολογίας, καθότι όπως αναφέρει και ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, αυτού του είδους η θεολογία είναι καθαρά επιφανειακή, και στηρίζεται στην πρακτική ωφελιμότητα. Φυσικά λοιπόν, και δεν ισχύει αυτή η θεωρία της λογικής κατανόησης, καθότι οι Ορθόδοξοι θεολογούν «αλιευτικώς» και όχι «αριστοτελικώς», όπως σημειώνει με έμφαση ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο Θεός, Σεβασμιώτατε, δεν ανακαλύπτεται με την λογική, αν κατανοούμε ή όχι διανοητικά τα κείμενα, αλλά ο Θεός αποκαλύπτεται σε κάθε ταπεινή και καλοπροαίρετη ψυχή και εν συνεχεία η λογική διατυπώνει, κατά το δυνατόν, αυτή την Αποκάλυψη.
Είμαστε λοιπόν πέρα για πέρα αρνητικοί σε όλες αυτές τις επιπόλαιες ενέργειές σας, επιπρόσθετα διότι και όλοι οι σύγχρονοι Άγιοι του καιρού μας, ήσαν και εκείνοι σφόδρα αντίθετοι με τις λειτουργικές μεταφράσεις. Ο γέροντας Παϊσιος, ο γέροντας Πορφύριος, ο γέροντας Σωφρόνιος, ο π. Ιάκωβος Τσαλίκης, ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος κ.α., ουδέποτε συναίνεσαν σε τούτο το εγχείρημα, και αυτό διότι εγνώριζαν καλύτερα από όλους μας ως Θεόπτες που ήσαν, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί επί τόσους αιώνες η Εκκλησία μας στη Λατρεία είναι η καλύτερη για να αποδώσει τα λειτουργικά κείμενα λόγω της ιεροπρέπειας, της ακρίβειας και της λογικότητός της.
Όπως εξηγεί πολύ ωραία ο καθηγητής-φιλόλογος Φώτης Σχοινάς, «η όποια μετάφραση θα προδώσει δραματικά τη νοηματική εμβέλεια του πρωτοτύπου και θα δυσχεράνει σε μεγάλο βαθμό τη διανοητική κατανόησή της, αντί να τη διευκολύνει. Οι λόγοι είναι πολλοί: η δημοτική υστερεί σε εκφραστικές δυνατότητες σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό λόγο. Αδυνατεί επίσης να αποδώσει με την ίδια νοηματική πυκνότητα τις μετοχές και τα απαρέμφατα, όπως και τις λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις των εμπρόθετων προσδιορισμών». Αυτό έχει ως άμεσο κίνδυνο την πιθανή κακοποίηση και παρερμηνεία των δογματικών εκφράσεων και άρα την εμφάνιση νέων αιρέσεων.
Παρόμοια είναι και η θέσις του πασίγνωστου καθηγητού γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη, πως δηλαδή η Θ.Λ. πρέπει να τελείται στην γλώσσα του πρωτοτύπου, «...γιατί οι λέξεις στο πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη γλώσσα χάνουν σε σημαντικό βαθμό το σημασιολογικό τους περιεχόμενο και το βιωματικό τους φορτίο, στοιχεία απαραίτητα στον μυστηριακό χαρακτήρα της Θ.Λ.».
Ποιός ο λόγος λοιπόν Σεβασμιώτατε που επιμένετε τόσο; Γιατί συντάσεστε σε τέτοια κρίσιμα ζητήματα με τις δυνάμεις του αφελληνισμού, οι οποίες κάθε μορφή υγιούς αντίστασης την χαρακτηρίζουν ως εθνικισμό και ρατσισμό; Ισχυρίζεστε με αρκετή δόση λαϊκισμού, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ότι «αν ερχόταν σήμερα ο Χριστός θα μιλούσε την γλώσσα των νέων» Δηλαδή; Μήπως θα μιλούσε στην «αργκό», ή τα περίφημα «γκρικλις» (greeklish); Αστεία πράγματα! Πρώτα απ’ όλα ο Χριστός είναι διαρκώς παρών, Σεβασμιώτατε, και είναι Εκείνος που μέσα απ’ την ανθρώπινη ιστορία επέλεξε σε ποιά γλώσσα θα γραφεί το Ευαγγέλιο, και αυτή δεν ήσαν άλλη από την Ελληνική γλώσσα. Έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πιο τέλειο βιβλίο γράφτηκε, κατά παραχώρηση Θεού στην πιο τέλεια γλώσσα που εμπνεύστηκε η ανθρωπίνη διάνοια. Ετούτη τη γλώσσα, εμείς οι Νεοέλληνες δεν έχουμε δικαίωμα να την ξεριζώσουμε και να την πετάξουμε, απλούστατα διότι είναι η πολύτιμη κληρονομιά μας, είναι η δική μας γλώσσα! Εμείς δεν είμαστε ούτε Σλάβοι, ούτε κάποιο άλλο γένος. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να μεταφράσουμε την ίδια μας τη γλώσσα
Σεβασμιώτατε; Εδώ οι περισσότεροι εκ των νέων ανθρώπων, και μάλιστα από την παιδική τους ηλικία, μυσταγωγούνται σε ξενόγλωσσα ακούσματα, χωρίς να κατανοούν ούτε τους στίχους, όπως επισημαίνει λίαν ευστόχως σε ποιμαντορική ανακοίνωσή του, επί του θέματος, ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Μήπως αυτό σας λέει κάτι Σεβασμιώτατε, «για την γλώσσα που (δήθεν) δεν κατανοούν οι νέοι μας;». Διότι αποδεικνύεται περίτρανα, πως οι νέοι αυτό που «γουστάρουν» να ακούσουν, θα το ακούσουν με τις ώρες κι ας μην καταλαβαίνουν «γρί». Αν πάντως πάλι ενδιαφέρεστε τόσο πολύ να κατανοούμε (και με τη λογική) τα ιερά κείμενα, η λύση δεν είναι να καταργήσετε την πρωτότυπη λειτουργική γλώσσα (πονάει χέρι-κόψει χέρι), αλλά θα μπορούσατε κάλλιστα ως Μητρόπολη να οργανώσετε τμήματα φροντιστηριακού τύπου σε διάφορες ενορίες, στις οποίες θα διδάσκετε στη νεολαία η γλώσσα του Ευαγγελίου, θα μπορούσαν να επανασυσταθούν με λίγα λόγια σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που διάγουμε κάτι σαν «κρυφά σχολειά», όπως έκαναν κατά την Τουρκοκρατία και οι Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες, όταν και τότε κινδύνευε να ξεριζωθεί η γλώσσα.
Επιπλέον μία ακόμη λύση στο πρόβλημα όπως επισημαίνει σε πρόσφατη συνεντευξή του γύρω από το θέμα, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος, είναι και το κήρυγμα. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει το κήρυγμα. Για να εξηγεί ο ποιμήν τα υψηλά θεολογικά νοήματα που τυχόν δεν γίνονται κατανοητά και να κατηχεί γενικότερα το χριστιανικό ποίμνιο.
Ο Χριστός λοιπόν δεν χρειάζεται ανανέωση Σεβασμιώτατε, αλλά μάλλον οι Χριστιανοί (κλήρος και λαός) χρειάζεται να αναγεννηθούν και να αφήσουν κατά μέρος την (ψευτο)προοδευτικότητα που οδηγεί στην κατεδαφιστικότητα. Η Παράδοση δεν πάλιωσε, οι Χριστιανοί μαράζωσαν.
Όπως άλλωστε διερωτούνταν και ο σπουδαίος γέροντας του καιρού μας, ο μακαριστός π. Αθανάσιος Μυτηληναίος, «είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ένας θησαυρός; Είναι δυνατόν ένας θησαυρός να θεωρηθεί πολύς και βαρύς; Είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς πως ένας θησαυρός πάλιωσε;».
 Ερώτηση Νο1: Γιατί δεν διαβάζουν οι Ορθόδοξοι άλλων χωρών τα κείμενα στα αρχαία ελληνικά αλλά στην δικιά τους,σύγχρονη γλώσσα;Αφού το θέμα δεν είναι να κατανοήσουν αλλά να βιώσουν.
Ερώτηση Νο2:Την Παλαιά Διαθήκη γιατί δεν την αφήσαμε στα εβραικά που ήταν γραμμένη;
Ερώτηση Νο3:Γιατί να κυκλοφορει η Καινή Διαθήκη μεταφρασμένη;
Χωρίς να θέλω να εμπαίξω κανέναν με τα παραπάνω ερωτήματα, διαφωνώ εν μέρει με την ανακοίνωση. Συμφωνώ ότι οι ψαλμοί για λόγους πρακτικούς και αισθητικούς θα πρέπει να παραμείνουν στην γλώσσα που γράφτηκαν.
Όμως απ'ότι ξέρω,επειδή μένω στο Βόλο, τα κείμενα που διαβάζονται στα νέα ελληνικά αφορούν αναγνώσματα και όχι ψαλμούς. Π.χ κάποιες προφητείες που διαβάζονται την Μεγάλη Βδομάδα, ειδικές ευχές (π.χ του γάμου) οι οποίες ακριβώς είναι ειδικές επειδή αφορούν ένα συγκεκριμένο θέμα και περιέχουν ειδική αναφορά. Γι'αυτο εξάλλου και συντάχθηκαν έτσι ώστε να καταλάβουμε ότι κάθε δραστηριότητα της ζωής μας πρέπει να έχει αναφορά στον Κύριο. Και φυσικά το περιεχόμενο της κάθε ευχής απευθύνεται στα αυτιά μας ώστε να το κατανοήσουμε. Χωρίς εξωτερικό ερέθισμα η ψυχή δεν μπορεί να αναζητήσει τον Δημιουργό. Αν ήταν έτσι, ας κάνουμε όπως οι προτεστάντες όπου κλείνουν τα μάτια, έρχονται σε 'έκσταση' και φωνάζουν ότι βίωσαν την παρουσία του Αγίου Πνεύματος...Χωρίς ευχές ,χωρίς τίποτε.
Ξεκαθαρίζω ότι δεν είμαι υπέρμαχος της μετάφρασης, απλά καλό θα ήταν πριν μιλήσουμε, να μελετήσουμε το θέμα και ας δούμε τα κίνητρα του εκάστοτε μητροπολίτη ο οποίος προβαίνει σε τετοιες ενέργειες.
Οι νέοι που συνέταξαν την παραπάνω επιστολή με το να απειλούν ότι θα αποχωρήσουν από την Θεία Λειτουργία τι καταφέρνουν; Την ψυχή τους ζημιώνουν. Αν ήταν θέμα δόγματος και πίστης θα συμφωνούσα μαζί τους. Αλλά δεν νομίζω να τίθεται τέτοιο θέμα.
Και ένα άλλο ερώτημα που με απασχολή σχετικά με την Παράδοση:
2000 χρόνια τώρα, η Παράδοση έιναι η ίδια ή κατά την διάρκεια των αιώνων προστίθοταν ή αφαιρούνταν στοιχεία ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες; Γιατί λοιπόν και στις μέρες μας να μην γίνει έτσι;
Απ' τα λίγα που ξέρω η Παράδοση είναι συνυφασμένη με την εμπειρία του σώματος της Εκκλησίας στο πέρασμα των αιώνων. Αυτή η εμπειρία του σώματος της Εκκλησίας είναι που ορίζει τι είναι ωφέλιμο και ποιος είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των διαφόρων καταστάσεων.
Αν στις μέρες μας κριθεί αναγκαία η ανάγνωση κάποιων μεταφρασμένων κειμένων κατά την διάρκεια των ακολουθιών θα πρέπει να εξεταστεί από το σώμα της Εκκλησίας και όχι να απορριφθεί εκ προοιμίου δήθεν λόγω παρέκλισης από την Παράδοσης. 
 http://aretimaurogianni1.blogspot.gr/2014/03/blog-post_6006.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible