Ἅγιος Εὐμένιος Ἐπίσκοπος Γορτύνης, 18 Σεπτεμβρίου
Ὁ
ἅγιος Εὐμένιος κατήγετο ἀπό τήν Κρήτη. Κατά πᾶσαν πιθανότητα ἔζησε πρίν ἀπό τό
732 μ.Χ., τότε πού ἡ Κρήτη ἐξηρτᾶτο ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τήν Ρώμη, μᾶλλον μεταξύ
τοῦ 667 καί τοῦ 680. Αὐτό ἐξάγεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος συμφιλίωσε στήν
Κωνσταντινούπολη τούς Αὐτοκράτορες, Κωνσταντῖνο Δ΄ Πωγωνάτο, Ἡράκλειο καί
Τιβέριο, ὅπως ἀναφέρεται στήν ἀκολουθία του, τήν ὁποία συνέθεσε ὁ Ἰωσήφ ὁ Ὑμνογράφος.
Ὁ
ἅγιος Εὐμένιος ἀπό τήν νεανική του ἡλικία ἀφιερώθηκε μέ πολλή ἐπιμέλεια στήν ἄσκηση
καί τήν προσευχή. Διακρινόταν γιά τήν βαθειά του ταπείνωση, καθώς καί γιά τό ὅτι
δέν καταλαλοῦσε καί δέν κατέκρινε ποτέ κανέναν, ἀλλά οὔτε καί ἐπέτρεπε νά
κατηγοροῦν μπροστά του τούς ἄλλους. Ἐφάρμοζε, δηλαδή, μέ ἀκρίβεια τόν λόγο τοῦ ἱεροῦ
Ψαλμωδοῦ: «Τόν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τόν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον».
Κάποτε
ἐπισκέφθηκε τήν Ρώμη καί στερέωσε στήν πίστη τούς Χριστιανούς μέ τίς θεόσοφες
διδασκαλίες του καί τά πολλά θαύματα τά ὁποῖα ἐπετέλεσε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Κατά
τήν ἐπιστροφή του πέρασε ἀπό τήν Θηβαΐδα, ὅπου, ὡς ἄλλος Προφήτης Ἠλίας,
διέλυσε μέ τήν προσευχή του τήν ξηρασία πού ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ καί χάρισε τήν ἀναψυχή
στούς ἀνθρώπους πού ὑπέφεραν ἀπό τήν ἔλλειψη νεροῦ. Ἐνῶ δέ βρισκόταν στήν
Θηβαΐδα ἐξεδήμησε πρός Κύριον, σέ βαθύ γῆρας. Οἱ Χριστιανοί τῆς περιοχῆς, παρά
τό ὅτι ἀγάπησαν τόν ἅγιο, ἔκριναν ὅτι δέν θά ἔπρεπε νά κρατήσουν τό σῶμα του,
καί ἔτσι τό ἀπέστειλαν στό ποίμνιό του, στήν Γόρτυνα, ὅπου καί ἐνταφιάσθηκε
δίπλα στό σεπτό λείψανο τοῦ προκατόχου του, ἁγίου Κυρίλλου.
Ὁ
βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Ἡ κατάκριση, ἡ καταλαλιά καί ἡ ἐξουδένωση τοῦ πλησίον εἶναι μεγάλες ἁμαρτίες, ἀλλά καί σοβαρή κοινωνική πληγή -ὅπως ἄλλωστε κάθε ἁμαρτία- ἐπειδή αὐτός πού τίς διαπράττει προξενεῖ ζημία στόν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἀποκόπτεται ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό καί χάνει τήν Χάρη Του, ἀλλά προκαλεῖ προβλήματα καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους, στό σῶμα τῆς κοινωνίας. Ἐπίσης, βλάπτει τόν ἑαυτό του μέ τό νά τόν παραδίδη σέ πειρασμό, ἀφοῦ ὅποιος κατακρίνει, κατηγορεῖ καί ἐξουδενώνει τούς ἄλλους, στήν συνέχεια περιπίπτει σέ μεγάλο πειρασμό, μέ ἀποτέλεσμα νά ταλαιπωρεῖται καί νά βασανίζεται, μέχρι νά ταπεινωθῆ, νά μετανοήση καί νά διορθωθῆ.
Πρῶτον. Ἡ κατάκριση, ἡ καταλαλιά καί ἡ ἐξουδένωση τοῦ πλησίον εἶναι μεγάλες ἁμαρτίες, ἀλλά καί σοβαρή κοινωνική πληγή -ὅπως ἄλλωστε κάθε ἁμαρτία- ἐπειδή αὐτός πού τίς διαπράττει προξενεῖ ζημία στόν ἑαυτό του, ἀφοῦ ἀποκόπτεται ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό καί χάνει τήν Χάρη Του, ἀλλά προκαλεῖ προβλήματα καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους, στό σῶμα τῆς κοινωνίας. Ἐπίσης, βλάπτει τόν ἑαυτό του μέ τό νά τόν παραδίδη σέ πειρασμό, ἀφοῦ ὅποιος κατακρίνει, κατηγορεῖ καί ἐξουδενώνει τούς ἄλλους, στήν συνέχεια περιπίπτει σέ μεγάλο πειρασμό, μέ ἀποτέλεσμα νά ταλαιπωρεῖται καί νά βασανίζεται, μέχρι νά ταπεινωθῆ, νά μετανοήση καί νά διορθωθῆ.
Οἱ
ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν τά καταστρεπτικά ἀποτελέσματα τῆς
κατακρίσεως, τῆς καταλαλιᾶς καί τῆς ἐξουδενώσεως τοῦ πλησίον, καί προτρέπουν
τούς πιστούς νά τίς ἀποφεύγουν, ὅπως ἀποφεύγει κανείς τά φαρμακερά φίδια.
Ὁ
Ἀββᾶς Δωρόθεος, ἀσκητής τοῦ 8ου αἰώνα μ.Χ., στόν λόγο του «περί τοῦ μή κρίνειν
τόν πλησίον», λέγει ὅτι «τίποτε δέν ξεγυμνώνει τόσο τόν ἄνθρωπο καί δέν τόν
φέρει σέ ἐγκατάλειψη, ὅσο τό νά καταλαλῆ ἤ νά κατακρίνη ἤ νά ἐξουδενώνη τόν
πλησίον». Καί στήν συνέχεια, κάνει τήν διάκριση μεταξύ τῶν τριῶν, τονίζοντας ὅτι
ἄλλο εἶναι τό νά καταλαλοῦμε, ἄλλο τό νά κατακρίνουμε καί ἄλλο τό νά ἐξουθενώνουμε.
Λέγει: «Τό νά καταλαλῆς εἶναι νά λέγης ἐναντίον κάποιου ὅτι ὁ δεῖνα εἶπε
ψέματα∙ ἤ ὅτι ὀργίσθηκε ἤ ὅτι ἐπόρνευσε∙ ἤ κάτι παρόμοιο. Ἤδη κατελάλησες γι’ αὐτόν,
δηλαδή ἐλάλησες ἐναντίον του, διελάλησες ἐμπαθῶς τό ἁμάρτημά του. Τό νά
κατακρίνης εἶναι νά λέγης ὅτι ὁ δεῖνα εἶναι ψεύστης, εἶναι ὀργίλος, εἶναι
πόρνος». Μέ αὐτό τόν τρόπο «κατέκρινες τήν ἴδια τήν διάθεση τῆς ψυχῆς του καί ἀποφαίνεσαι
γιά ὁλόκληρο τόν βίο του, λέγοντας ὅτι εἶναι τέτοιος, καί κατέκρινες αὐτόν ὡς
τέτοιον». «Ἡ ἐξουδένωση εἶναι ὅτι ὄχι μόνον κατακρίνει κανείς, ἀλλά καί ἐξουδενώνει,
δηλαδή βδελύσσεται τόν συνάνθρωπο, τόν σιχαίνεται σάν ἀηδία, καί τοῦτο εἶναι
χειρότερο ἀπό τήν κατάκριση καί ὀλεθριώτερο». Καί καταλήγει λέγοντας ὅτι «ἐκεῖνοι
πού θέλουν νά σωθοῦν οὔτε προσέχουν κἄν τό ἐλάττωμα τοῦ πλησίον, ἀλλά μόνον τά
δικά τους, καί προκόπτουν».
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ
δέν κατακρίνουν ποτέ κανέναν. Εἶναι αὐστηροί στό ἑαυτό τους καί ἐπιεικεῖς στούς
ἄλλους.
Τήν
περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει νά
προσευχόμαστε μέ μιά θαυμάσια κατανυκτική προσευχή, μέ τήν ὁποία ἀπευθυνόμαστε
στόν Θεό καί τοῦ λέμε: «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα, ἀργίας,
περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δός. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης,
ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε,
Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν
μου...».
Ὅποιος
μετανοεῖ καί θρηνεῖ γιά τίς δικές του ἁμαρτίες, αὐτός δέν ἀσχολεῖται μέ τίς ἁμαρτίες
τῶν ἄλλων. Δέν καταλαλεῖ, δέν κατακρίνει καί δέν ἐξουδενώνει κανέναν παρά μόνον
τόν ἑαυτόν του, καί ἔτσι ὁδηγεῖται στήν μετάνοια, τήν σωφροσύνη, τήν
ταπεινοφροσύνη, τήν ὑπομονή καί τήν ἀγάπη.
Δεύτερον. Ἡ
ξηρασία στήν γῆ ἀπό τήν ἔλλειψη βροχῆς δημιουργεῖ πολλά προβλήματα στούς ἀνθρώπους,
ἀλλά καί σέ ὅλη τήν κτίση, ἐπειδή χωρίς νερό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη ζωή. Μέ τήν
βροχή, ὅμως, δέν ποτίζονται μόνο, ἀλλά καί τρέφονται οἱ ἄνθρωποι, τά ζῶα, τά
δένδρα καί τά φυτά, ἐπειδή ὅταν βρέχη, τότε ἡ γῆ βλαστάνει, καρποφορεῖ
καί προσφέρει τούς καρπούς της. Ἑπομένως, ὅταν ἕνας ἅγιος προσεύχεται καί ὁ
Θεός εἰσακούη τήν προσευχή του καί λύη τήν ξηρασία τῆς γῆς ἀποστέλλοντας βροχή,
τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός τοῦ Θεοῦ γίνεται εὐεργέτης τῆς ἀνθρωπότητος, ἀφοῦ τήν
ποτίζει καί τήν τρέφει. Ἀλλά οἱ ἅγιοι δέν λύνουν μόνον τήν ἐξωτερική ξηρασία, τῆς
γῆς, ἀλλά καί τήν ἐσωτερική ξηρασία, τῆς ψυχῆς, ἐπειδή μέ τόν λόγο τους καί τίς
γραφές τους, καί κυρίως μέ τό φωτεινό παράδειγμά τους τρέφουν καί δροσίζουν τίς
ψυχές, οἱ ὁποῖες ἐξ αἰτίας τοῦ καύσωνα τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀπεξηραμένες
καί στεῖρες, χωρίς καρπούς πνευματικούς. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος τρέφεται καί ξεδιψᾶ
πνευματικά μέ τούς βίους καί τούς λόγους τῶν ἁγίων, καί μαθαίνη νά προσεύχεται,
τότε μέ τήν προσευχή, ἀλλά καί μέ τήν ἄσκηση καί τήν μυστηριακή ζωή ἑλκύει μέσα
στήν καρδιά του τήν «δρόσον» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τῆς προκαλεῖ ἀναψυχή,
γλυκύτητα, χαρά, εἰρήνη.
Οἱ
ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δέν κατακρίνουν ποτέ κανέναν. Εἶναι αὐστηροί στό ἑαυτό τους
καί ἐπιεικεῖς στούς ἄλλους. Ἐπίσης, εἶναι οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητος,
ἀφοῦ τήν ἀγαποῦν ἀληθινά, τήν ποτίζουν καί τήν τρέφουν πνευματικά καί ὑλικά,
καί ὄχι μόνον τήν συντηροῦν στήν ζωή, ἀλλά καί τῆς προσφέρουν πληρότητα καί
ποιότητα ζωῆς.
© 2015 Ἱερὰ Μητρόπολις
Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.
“Εκκλησιαστική Παρέμβαση” - parembasis.gr
http://aktines.blogspot.gr/2016/09/18.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου