*
«...Ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών, ὁ τοῦ Πατρός
ὅρος καί λόγος, ἐπί τήν ἰδίαν εἰκόνα
χωρεῖ καί σάρκα φορεῖ διά τήν σάρκα,
καί ψυχῇ νοερᾷ διά τήν ἐμήν ψυχήν
μείγνυται, τῷ ὁμοίῳ τό ὅμοιον ἀνακαθαίρων
καί πάντα γίνεται, πλήν τῆς ἁμαρτίας,
ἄνθρωπος...».
Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἀββᾶ
Δωροθέου
ἔργα
ἀσκητικά
Ἦρθε
λοιπόν ὁ Κύριός μας καί ἔγινε ἄνθρωπος
γιά χάρη μας, γιά νά γιατρέψει, ὅπως
λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,*
«Τό
ὅμοιο μέ τό ὅμοιο, τήν ψυχή μέ τήν ψυχή,
τό σῶμα μέ τό σῶμα». Γιατί
γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, ἐκτός τῆς
ἁμαρτίας. Πῆρε τήν ἴδια τήν οὐσία μας,
πῆρε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση μας καί
ἔγινε νέος Ἀδάμ «κατ᾿
εἰκόνα» Ἐκείνου
πού τόν δημιούργησε (Κολ. Γ΄: 10). Γιατί
βέβαια ἀνανεώνει τήν ἀνθρώπινη φύση
καί ξανακάνει ὁλοκληρωμένες τίς
αἰσθήσεις μας, ὅπως ἀπό τήν ἀρχή
δημιουργήθηκαν. Ἀνανέωσε τόν ἄνθρωπο
πού εἶχε ξεπέσει, μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος,
ἐλευθέρωσε αὐτόν πού εἶχε τέλεια
δουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί πού ἀκούσια
σερνόταν ἀπ᾿ αὐτήν. Γιατί ὁ ἄνθρωπος
μέ τή βία καί ἄθελά του σερνόταν ἀπό
τόν ἐχθρό.
Ἀκόμα καί αὐτοί πού δέν
ἤθελαν νά ἁμαρτήσουν, ἁμάρταναν σχεδόν
μέ τή βία, ὅπως ἐκπροσωπώντας μας λέει
ὁ Ἀπόστολος: «Δέν
κάνω τό καλό πού θέλω, ἀλλά κάνω τό κακό
πού δέν θέλω (Ρωμ.
Ζ΄: 19).
Μέ
τό νά γίνει λοιπόν ὁ Θεός ἄνθρωπος γιά
χάρη μας, ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό
τήν τυραννία τοῦ ἐχθροῦ. Γιατί τόν
ἀποδυνάμωσε, ὅλη τή δύναμή του, τή
σύντριψε καί μᾶς γλύτωσε ἀπό τή δουλεία
μας σ᾿ αὐτόν, ἀπό τήν τέλεια ὑποταγή
μας σ᾿ αὐτόν, ἄν βέβαια δέν θελήσουμε
αὐτοπροαίρετα νά ἁμαρτήσουμε.
Γιατί, ὅπως εἶπε, μᾶς ἔδωσε τήν ἐξουσία νά πατᾶμε πάνω σέ φίδια καί σκορπιούς καί νά νικᾶμε κάθε δύναμη τοῦ ἐχθροῦ (Λουκ. Ι΄: 19), ἀφοῦ μᾶς καθάρισε μέ τό βάπτισμα ἀπό κάθε ἁμαρτία. Γιατί τό Ἅγιο Βάπτισμα συγχωρεῖ καί ἐξαλείφει κάθε ἁμαρτία. Πάλι δέ ὁ ἀγαθός Θεός γνωρίζοντας τήν ἀδυναμία μας καί προγνωρίζοντας ὅτι καί μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα θά ἁμαρτήσουμε – ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι «ἡ διάνοιά μας τείνει πρός τό πονηρό ἀπό τήν μικρή μας ἡλικία» (Γεν. Η΄; 21) – μᾶς ἔδωσε κατά τήν ἀγαθότητά Του ἅγιες ἐντολές, νά μᾶς καθαρίζουν, ὥστε, ἄν θελήσουμε, νά μπορέσουμε πάλι νά καθαριστοῦμε, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὄχι μόνο ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά καί ἀπό αὐτά τά πάθη μας. Γιατί εἶναι ἄλλα τά πάθη καί ἄλλες οἱ αμαρτίες. Τά πάθη εἶναι ὁ θυμός, ἡ κενοδοξία, ἡ φιληδονία, τό μίσος, ἡ κακή ἐπιθυμία καί ἄλλα παρόμοια. Οἱ δέ ἁμαρτίες εἶναι οἱ ἐνέργειες αὐτῶν τῶν παθῶν, ὅταν δηλαδή ἀφήνει κανείς τά πάθη του νά δράσουν, ὅταν μέ τό σῶμα διαπράττει ἐκεῖνα πού τοῦ ὑπαγορεύουν τά πάθη. Φυσικά ὑπάρχει ἐνδεχόμενο νά ἔχει μέν κάποιος τά πάθη, ἀλλ᾿ ὅμως νά μήν τά ἐνεργεῖ.
Γιατί, ὅπως εἶπε, μᾶς ἔδωσε τήν ἐξουσία νά πατᾶμε πάνω σέ φίδια καί σκορπιούς καί νά νικᾶμε κάθε δύναμη τοῦ ἐχθροῦ (Λουκ. Ι΄: 19), ἀφοῦ μᾶς καθάρισε μέ τό βάπτισμα ἀπό κάθε ἁμαρτία. Γιατί τό Ἅγιο Βάπτισμα συγχωρεῖ καί ἐξαλείφει κάθε ἁμαρτία. Πάλι δέ ὁ ἀγαθός Θεός γνωρίζοντας τήν ἀδυναμία μας καί προγνωρίζοντας ὅτι καί μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα θά ἁμαρτήσουμε – ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι «ἡ διάνοιά μας τείνει πρός τό πονηρό ἀπό τήν μικρή μας ἡλικία» (Γεν. Η΄; 21) – μᾶς ἔδωσε κατά τήν ἀγαθότητά Του ἅγιες ἐντολές, νά μᾶς καθαρίζουν, ὥστε, ἄν θελήσουμε, νά μπορέσουμε πάλι νά καθαριστοῦμε, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὄχι μόνο ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά καί ἀπό αὐτά τά πάθη μας. Γιατί εἶναι ἄλλα τά πάθη καί ἄλλες οἱ αμαρτίες. Τά πάθη εἶναι ὁ θυμός, ἡ κενοδοξία, ἡ φιληδονία, τό μίσος, ἡ κακή ἐπιθυμία καί ἄλλα παρόμοια. Οἱ δέ ἁμαρτίες εἶναι οἱ ἐνέργειες αὐτῶν τῶν παθῶν, ὅταν δηλαδή ἀφήνει κανείς τά πάθη του νά δράσουν, ὅταν μέ τό σῶμα διαπράττει ἐκεῖνα πού τοῦ ὑπαγορεύουν τά πάθη. Φυσικά ὑπάρχει ἐνδεχόμενο νά ἔχει μέν κάποιος τά πάθη, ἀλλ᾿ ὅμως νά μήν τά ἐνεργεῖ.
Μᾶς
ἔδωσε λοιπόν, ὅπως εἶπα, ἐντολές πού
μᾶς καθαρίζουν καί ἀπό τά ἴδια μας τά
πάθη, καί ἀπ᾿ αὐτές τίς κακές διαθέσεις
πού ὑπάρχουν στόν «ἔσω
ἄνθρωπο» (Ρωμ.
Ζ΄: 22 , Ἐφ. Γ΄: 16). Γιατί τόν προικίζει μέ
τήν διάκριση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ,
τόν ξυπνάει, τοῦ δείχνει τίς αἰτίες
πού τόν κάνουν νά ἁμαρτάνει, καί λέει:
«Ὁ
νόμος εἶπε: Νά μήν μοιχεύσεις. Ἐγώ ὅμως
λέω οὔτε καί νά ἐπιθυμήσεις» (Ματθ.
Ε΄: 27 , Ἐξ. Κ΄: 14).
«Ὁ
νόμος εἶπε: Νά μήν φονεύσεις. Ἐγώ ὄμως
λέω. Οὔτε νά ὀργιστεῖς» (Ματθ.
Ε΄: 27 , Ἐξ. Κ΄: 13).
Γιατί
ἄν ἐπιθυμήσεις, καί ἄν ἀκόμα δέν
μοιχεύσεις σήμερα, ὅμως δέν σταματάει
μέσα σου νά σ᾿ ἐνοχλεῖ ἡ ἐπιθυμία
μέχρι νά σέ ρίξει καί στή διάπραξη τοῦ
πάθους. Ἄν θυμώνεις καί ξεσηκώνεσαι
κατά τοῦ ἀδελφοῦ σου, θά πέσεις καί
στήν καταλαλιά καί μετά στήν ἐπιθυμία
νά πάθει κακό, καί ἔτσι προχωρώντας
λίγο-λίγο φτάνεις στό σημεῖο νά φονεύσεις.
Πάλι
λέει ὁ νόμος:
«Ὀφθαλμό
ἀντί ὀφθαλμοῦ καί δόντι ἀντί δοντιοῦ
κ.τ.λ.» (Ἐξ.
Κα΄: 24).
Αὐτός
ὅμως μᾶς διδάσκει ὄχι μόνο νά δεχόμαστε
μέ μακροθυμία τό κτύπημα αὐτοῦ πού μᾶς
ραπίζει, ἀλλά καί νά τοῦ γυρίζουμε καί
τό ἄλλο μάγουλο μέ ταπείνωση. Γιατί
αὐτός ἦταν τότε ὁ σκοπός τοῦ νόμου,
νά μᾶς διδάξει νά μήν κάνουμε ὅσα δέν
θέλουμε νά πάθουμε. Μᾶς σταματοῦσε
λοιπόν νά μήν κάνουμε τό κακό, μέ τό φόβο
μήπως πάθουμε τό ἴδιο. Τώρα, ὅπως εἶπα,
αὐτό πού μᾶς ζητιέται εἶναι, νά
ξεριζώσουμε ἀπό τήν ψυχή μας κάθε πάθος,
εἴτε αὐτό εἶναι μίσος, εἴτε φιληδονία,
εἴτε φιλοδοξία, εἴτε ὅ,τιδήποτε ἄλλο.
Μ᾿
ἕνα λόγο, ὁ σκοπός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ εἶναι νά μᾶς διδάξει πῶς
φθάσαμε σ᾿ αὐτές τίς ἁμαρτίες, ἀπό
ποιά αἰτία πέσαμε σ᾿ αὐτές τίς κακές
ἡμέρες. Πρῶτα
– πρῶτα μᾶς ἐλευθέρωσε, ὅπως ἔχω ἤδη
πεῖ, μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα δίνοντάς μας
τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, καί μᾶς ἔδωσε
ἐξουσία νά κάνουμε τό καλό, ἄν θέλουμε,
καί νά μήν παρασυρόμαστε κατά κάποιο
τρόπο μέ τή βία στό κακό. Γιατί ἐκεῖνος
πού εἶναι δοῦλος στίς ἁμαρτίες, πιέζεται
καί σέρνεται ἀπ᾿ αὐτές, καθώς λέει:
«Καθένας
δένεται μέ τά δεσμά τῶν ἁμαρτιῶν του»
(Παροι.
Ε΄: 22). Μετά, μέ τίς ἅγιες ἐντολές μᾶς
διδάσκει πῶς νά καθαριστοῦμε καί ἀπ᾿
τά ἴδια τά πάθη, ὥστε νά μήν πέφτουμε
μ᾿ αὐτά πάλι στίς ἴδιες ἁμαρτίες. Μᾶς
δείχνει λοιπόν καί τήν αἰτία ἀπό τήν
ὁποία καταντάει κανείς στήν ἀλαζονική
καί περιφρονητική συμπεριφορά καί στήν
παρακοή καί αὐτῶν ἀκόμα τῶν ἐντολῶν
τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μᾶς δίνει τή θεραπεία
καί τῆς αἰτίας, ὥστε νά μπορέσουμε νά
ὑπακούσουμε καί νά σωθοῦμε.
Ποιά
λοιπόν εἶναι ἡ αἰτία καί ποιά ἡ θεραπεία
καί αὐτῆς τῆς ἀλαζονικῆς καί
περιφρονητικῆς συμπεριφορᾶς;
Ἀκοῦστε
τί λέει ὁ Κύριος μας:
«Μάθετε
ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πράος καί ταπεινός
στήν καρδιά καί θά βρεῖτε ἀνάπαυση
στίς ψυχές σας»
(Ματθ. Ια΄: 29).
Νά,
ἐδῶ, σύντομα μ᾿ ἕνα λόγο μᾶς ἔδειξε
τή ρίζα καί τήν αἰτία ὅλων τῶν κακῶν,
καί τό φάρμακο της, τήν αἰτία ὅλων τῶν
ἀγαθῶν. Μᾶς ἔδειξε ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια
μᾶς νίκησε, καί ὅτι δέν μποροῦμε
διαφορετικά νά ἐλεηθοῦμε, παρά μόνο
μέ τό ἀντίθετο, πού εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη.
Γιατί ἡ ὑπερηφάνεια γεννάει τήν
ἀλαζονική καί περιφρονητική συμπεριφορά
καί τήν καταστροφική παρακοή, ὅπως
ἀκριβῶς καί ἡ ταπεινοφροσύνη γεννάει
τήν ὑπακοή, καί τή σωτηρία τῶν ψυχῶν
μας. Ἐννοῶ βέβαια ἐκείνη τήν πραγματική
ταπεινοφροσύνη, ὄχι μόνον τήν ταπείνωση
μέ λόγια ἤ μέ ἐξωτερικούς τύπους, ἀλλά
τήν πραγματικά ταπεινή διάθεση, πού
καλλιεργεῖται στήν καρδιά καί στό
φρόνημα. Γιατί αὐτό ἐννοεῖ, ὅταν λέει:
«Εἶμαι
πράος καί ταπεινός στήν καρδιά».
Ἐκεῖνος
λοιπόν πού θέλει νά βρεῖ ἡ ψυχή του
ἀληθινή ἀνάπαυση, ἄς μάθει τήν
ταπεινοφροσύνη καί θά δεῖ ὅτι σ᾿ αὐτή
βρίσκεται κάθε χαρά, κάθε δόξα καί κάθε
ἀνάπαυση, ὅπως ἀκριβῶς καί στήν
ὑπερηφάνεια βρίσκονται ὅλα τά ἀντίθετα.
Πῶς
φτάσαμε σ᾿ ὅλες αὐτές τίς θλίψεις;
Γιατί πέσαμε σ᾿ ὅλη αὐτήν τήν ἀθλιότητα;
Δέν
εἶναι ἀπό τήν ὑπερηφάνεια μας;
Δέν
εἶναι ἀπό τήν ἀνοησία μας;
Δέν
εἶναι γιατί δώσαμε τόπο στήν κακή
προαίρεσή μας;
Δέν
εἶναι γιατί προτιμήσαμε νά ἐπιβάλουμε
τό πικρό θέλημά μας;
Γιατί
ὅμως;
Δέν
δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος μέσα σέ κάθε
ἀπόλαυση, σέ κάθε χαρά, σέ κάθε ἀνάπαυση,
σέ κάθε δόξα;
Δέν
βρισκόταν στόν παράδεισο;
Τοῦ
εἶπε ὁ Θεός: «Μήν
τό κάνεις αὐτό», καί
τό ἔκανε.
Βλέπεις
ὑπερηφάνεια;
Βλέπεις
ἰσχυρογνωμοσύνη;
Βλέπεις
ἀνυποταξία;
Ὅταν
λοιπόν ὁ Θεός εἶδε ἐκείνη τήν ἀναίδεια
εἶπε: «Αὐτός
εἶναι ἀνόητος, δέν ξέρει νά χαρεῖ. Ἄν
δέν κακοπεράσει, σέ λίγο καιρό πάει,
χάνεται ἐντελῶς. Γιατί ἄν δέν μάθει
τί εἶναι θλίψη δέν θά μάθει καί τί εἶναι
ἀνάπαυση». Τότε
τοῦ ἔδωσε ὅ,τι τοῦ ἄξιζε καί τόν ἔβγαλε
ἀπό τόν παράδεισο. Παραδόθηκε λοιπόν
στή φιλαυτία του καί στά θελήματά του,
γιά νά τόν συντρίψουν, γιά νά μάθει νά
μήν ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτόν του,
ἀλλά στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γιά νά τόν
διδάξει αὐτή ἡ ταλαιπωρία τῆς παρακοῆς
τήν ἀνάπαυσή τῆς ὑπακοῆς, ὅπως λέει
ὁ Προφήτης: «Θά
σέ τιμωρήσει ἡ ἴδια ἡ ἀποστασία σου»
(Ἱερ.
Β΄: 19).
Ὅμως
ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πολλές
φορές εἶπα, δέν ἐγκατέλειψε τό πλάσμα
Του, ἀλλά πάλι τό παρακινεῖ, πάλι τό
παρηγορεῖ: «Ἐλᾶτε
σ᾿ ἐμένα ὅλοι οἱ κουρασμένοι καί
φορτωμένοι, καί ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω»
(Ματθ.
Ια΄: 28). Σάν νά λέει: «Κουραστήκατε,
ταλαιπωρηθήκατε, ἀποκτήσατε πείρα τῶν
κακῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἀνυποταξίας
σας. Ἐλᾶτε λοιπόν γυρίστε πίσω,
κατανοεῖστε τό μέγεθος τῆς ἀδυναμίας
σας καί τήν καταφρόνια σας, γιά νά
βρεῖτε
τήν ἀνάπαυση καί τή δόξα σας. Ἐλᾶτε,
ζεῖστε μέ ταπεινοφροσύνη ἐσεῖς πού
θανατωθήκατε ἀπό τήν ὑπερηφάνια. Μάθετε
ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πράος καί ταπεινός
στήν καρδιά, καί θά βροῦν ἀνάπαυση οἱ
ψυχές σας» (Ματθ..
Ια΄: 29).
Τῷ
Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
Ἀπό
τό
βιβλίο:
«Ἀββᾶ
Δωροθέου
ἔργα
ἀσκητικά»
(Α΄ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
σελ.
79-87)
Ἐκδόσεις
«ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,
Ἱερά
Μ. Τμίου Προδρόμου Καρέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου