Ο Πατήρ Αυγουστίνος γεννήθηκε στη Ρωσία, στο Αλίσκογε Πολτάβας, το 1882. Το κατά κόσμον όνομα του ήταν Αντώνιος Κορρά. Τον πατέρα του τον έλεγαν Νικόλαο και την μητέρα του Αικατερίνη, οι οποίοι ήταν ευλαβείς και ανέθρεψαν και το παιδί τους, τον Αντώνιο, με ευλάβεια και φόβο Θεού.
Από μικρός ακόμη ο Αντώνιος είχε πάει σ’ ένα Μοναστήρι της Πατρίδος του, όπου και παρέμεινε ως δόκιμος. Ένας πειρασμός όμως που του είχε συμβή, τον ανάγκασε να εγκαταλείψη την Μονή και την πατρίδα του και να έλθη στο Περιβόλι της Παναγίας, για να νιώθη ασφαλισμένη την ψυχή του από τέτοιου είδους πειρασμούς.
Όπως μου είχε διηγηθή, στο Μοναστήρι εκείνο ήταν όλοι Γεροντάκια σχεδόν και αυτόν έστειλαν ως διακονητή, για να βοηθάη έναν υπάλληλο της Μονής στο ψάρεμα, γιατί η Μονή συντηρείτο από την αλιεία. Μια μέρα, λοιπόν, είχε έρθει η κόρη του υπαλλήλου και είπε στον πατέρα της να πάη γρήγορα στο σπίτι για μια επείγουσα δουλειά και κάθισε εκείνη να βοηθήση. Ο πειρασμός όμως την είχε κυριεύσει την ταλαίπωρη και, χωρίς να σκεφθή, όρμησε επάνω στον Δόκιμο με αμαρτωλές διαθέσεις. Εκείνη την στιγμή τάχασε ο Αντώνιος, γιατί ήταν ξαφνικό. Έκανε τον Σταυρό του και είπε: «Χριστέ μου, καλύτερα να πνιγώ, παρά να αμαρτήσω», και πετάχτηκε από την όχθη μέσα στο βαθύ ποτάμι! Αλλ’ ο Καλός Θεός βλέποντας τον μεγάλο ηρωισμό του αγνού νέου, που ενήργησε σαν νέος Άγιος Μαρτινιανός, για να διατηρηθή αγνός, τον κράτησε επάνω στο νερό, χωρίς να βραχή! Μου έλεγε: «Ενώ πετάχτηκα με το κεφάλι κάτω, δεν κατάλαβα [//75] πώς βρέθηκα όρθιος επάνω στο νερό, χωρίς να βραχούν ούτε τα ρούχα μου!»
Εκείνη την στιγμή είχε νιώσει και μια εσωτερική γαλήνη με μια ανέκφραστη γλυκύτητα, που είχε εξαφανίσει τελείως κάθε λογισμό αμαρτωλό και κάθε ερεθισμό σαρκικό, που του είχε δημιουργήσει προηγουμένως με τις άσεμνες χειρονομίες της η κοπέλα. Όταν είδε μετά η κοπέλα επάνω στο νερό όρθιο τον Αντώνιο, άρχισε να κλαίη μετανιωμένη για το σφάλμα της και από συγκίνηση για το μεγάλο αυτό θαύμα.
Ο Δόκιμος μετά από αυτά έφυγε αμέσως για την Μονή και παρακάλεσε με δάκρυα τον Ηγούμενο να του δώση ευλογία, για να πάη στο Άγιον Όρος, γιατί ήταν αδύνατος πνευματικά και φοβόταν να μείνη στον κόσμο. Δεν ανέφερε δε τίποτε απολύτως στον Ηγούμενο για την αταξία της κοπέλας, για να μη μαθευτή κάτι εις βάρος της, ούτε και για το θαύμα που συνέβη σ’ αυτόν, αλλά μόνο τον ευατό του ελεεινολογούσε.
Αυτό φυσικά ήταν και το μεγαλύτερο θαύμα, κατά τον λογισμό μου, που πήρε δηλαδή το σφάλμα ο ίδιος και κάλυψε την φταίχτρα, καθώς και η ηρωική αντιμετώπιση του μεγάλου πειρασμού σ’ αυτή την ηλικία. Διότι για τον Θεό που κρατάει ολόκληρο σύμπαν με το δακτυλάκι Του, δεν είναι δύσκολο να κρατήση έναν δόκιμο επάνω στα νερά του ποταμού.
Ο Ηγούμενος λοιόν κάμφθηκε από τα παρακάλια του – φυσικά δεν μπορούσε και να τον εμποδίση – αλλά στενοχωρέθηκε, που θα έχανε από την Αδελφότητα έναν εκλεκτό δόκιμο.
Ο Αντώνιος έρχεται αμέσως στο Άγιον Όρος το 1908. Αφού επισκέφθηκε Μονές και Κελλιά στο Περιβόλι της Παναγίας, αναπαύθηκε στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού της Μονής Καρακάλλου, όπου και έγινε Μοναχός το 1910 και πήρε το όνομα Αυγουστίνος. Το 1943 έφυγε για [//76] μεγαλύτερη ησυχία σ’ ένα Κελλί Φιλοθεΐτικο, «τα Εισόδια της Θεοτόκου», όπου και αγωνιζόταν φιλότιμα μέχρι τα γεράματα του, χωρίς να βγη πια στον κόσμο.
Το 1950 είχα μάθει για πρώτη φορά για τον Γέροντα Αυγουστίνο, αλλά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω και από κοντά. Όλοι όμως μιλούσαν για την αγιότητα του.
Το 1955 που ξαναπήγα στην Μονή Φιλοθέου, τον επισκέφθηκα την δεύτερη ημέρα στο Κελλί του, αλλά δυστυχώς έλειπε. Άφησα λίγα πράγματα έξω από την πόρτα του και επέστρεψα στην Μονή προσέχοντας να μη με αντιληφθή κανείς, για να μη βάλω σε λογισμούς τους Πατέρες, ότι γυρίζω στα Κελλιά με πράγματα κ.λπ. Την άλλη μέρα, το απόγευμα, έρχεται στο Μοναστήρι ο Γερο-Αυγουστίνος και με ζητάει.
- Πού είναι ένα καλογέρι Παΐσιος;
Οι Πατέρες παραξενεύτηκαν και του είπαν:
- Εμείς ακόμη δεν τον γνωρίσαμε καλά-καλά! Εσύ, που τον ξέρεις; Και του έδειξαν το κελλί μου.
Μόλις άνοιξα την πόρτα, έβαλε εδαφιαία μετάνοια και είπε:
- Ευλογείτε!
Μετά μου λέει:
- Θεός συγχωρέσοι για τις ευλογίες που μου άφησες.
Μου βγάζει τότε από τον τουρβά του σ’ ένα μανδήλι επτά μικρά ροδάκινα, που δεν διέφεραν από κορόμηλα στο μέγεθος, από μια μισόξηρη ροδακινιά που είχε στο Κελλί του. Θέλησα να του κρυφτώ του Γέροντα για την ευλογία που του είχα πάει, αλλά εκείνος μου είπε:
- Εγώ σε είδα από τον Προφήτη Ηλία (το Ρωσικό).
Ο Προφήτης Ηλίας είναι περίπου τέσσερις ώρες απόσταση από το Κελλί του Γερο-Αυγουστίνου. Ο Γέροντας είχε και το διορατικό χάρισμα. Για τον Θεό, φυσικά, δεν υπάρχουν κοντινές ή μακρινές αποστάσεις.
Με την ευκαιρία αυτή που μου δίνεται, καλό είναι να αναφέρω μια παρόμοια περίπτωση του ιδίου χαρίσματος: Ο γείτονας του Διακο-Βενιαμίν είχε ιδεί την σφαγή της οικογενείας του Τσάρου μέσα στο Κελλί του, σαν να την έβλεπε σε τηλεόραση. Μετά από καιρό είχαν μάθει ότι εκείνη την ημέρα είχε γίνει η σφαγή της Τσαρικής οικογενείας από τους κομμουνιστάς.
Θα έβλεπε ασφαλώς και ο Γερο-Αυγουστίνος και πιο μακριά, μια που είχε πνευματική τηλεόραση (διορατικό χάρισμα), την οποία απέκτησε με την καθαρότητα της ψυχής του, την ταπείνωση και την αγάπη.
Επειδή ο Γέροντας πονούσε πολύ τα ταλαιπωρημένα ζώα, όσοι είχαν γέρικα ή σακάτικα ζώα, τα έβαζαν μέσα στην περιοχή του, χωρίς να τον ρωτήσουν, και έφευγαν. Το Κελλί του Γερο-Αυγουστίνου είχε γίνει γηροκομείο των ζώων όλης της περιοχής, από Καρακάλλου και Φιλοθέου μέχρι Ιβήρων. Ο καημένος ο Γέροντας έπαιρνε την κοσά και μάζευε χόρτο όλο το καλοκαίρι, για να ξεχειμωνιάση τα σακάτικα και γέρικα ζώα των κοσμικών. Εάν εύρισκε και κανένα άλλο εγκαταλελειμμένο γέρικο ζώο, το συμμάζευε και αυτό στο άσυλο του.
Όταν συναντούσε κανέναν άνθρωπο στο δρόμο, του έβαζε εδαφιαία μετάνοια και του έλεγε: «Ευλογείτε!» Δεν εξέταζε εάν ήταν Παπάς ή Μοναχός, ή εάν ήταν μεγάλος ή μικρός στην ηλικία ο λαϊκός, γιατί ο ίδιος είχε πολλή ταπείνωση και όλους τους θεωρούσε μεγάλους, και τον εαυτό του πιο μικρό απ’ όλους. Μια μέρα που έβαζε μετάνοια σ’ έναν λαϊκό, τον είδε ένας Θεολόγος και παραξενεύτηκε και του είπε:
- Στους λαϊκούς βάζεις μετάνοια;
Ο Γερο-Αυγουστίνος του απήντησε:
- Ναι, γιατί έχουν την Χάρη του Αγίου Βαπτίσματος.
Η πολλή αγάπη και ταπείνωση του Γέροντα δεν είχε όρια. Κάποτε, μου έλεγε, του είχε παρουσιασθή ο διάβολος μέσα στο κελλί του σαν σκύλος φοβερός, ο οποίος πετούσε φωτιές από το στόμα του, και όρμησε επάνω του να τον πνίξη, γιατί καιγόταν, όπως του είπε, από τις προσευχές του. Ο Γερο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο και του είπε:
- Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;
Μου έλεγε στην συνέχεια ο Γέροντας:
- Και ο διάβολος δυνατός, αλλά και εγώ μπαμπάτσικος[3], τον κόλλησα στον τοίχο. Μετά όμως πολύ με έτυπτε η συνείδηση μου, που χτύπησα τον διάβολο. Περίμενα με αγωνία πότε να φωτίση, για να πάω στον Πνευματικό μου να εξομολογηθώ, γιατί χτύπησα τον διάβολο. Μόλις φώτισε, πήγα στην Προβάτα[4], στον Πνευματικό μου, και εξομολογήθηκα. Ο Πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός και δεν μου έβαλε καθόλου κανόνα, αλλά μου είπε να κοινωνήσω. Εγώ από την χαρά μου όλη την νύχτα έκανα κομποσχοίνι και μετά πήγα στην Θεία Λειτουργία και κοινώνησα. Όταν ο Παπάς έβαζε την Αγία Λαβίδα στο στόμα μου, είδα την Αγία Κοινωνία κομμάτι Κρέας και Αίμα και την μασούσα, για να την καταπιώ. Παράλληλα ένιωθα και μια μεγάλη αγαλλίαση, που δεν μπορούσα να την αντέξω. Από τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα. Έφυγα δε γρήγορα, για να μη με ιδούν οι Πατέρες, και την Θεία Ευχαριστία την διάβασα μόνος μου στο κελλί μου.
Η μορφή του Γέροντα ήταν φωτεινή, γιατί τον είχε επισκιάσει η Χάρις του Θεού. Και μόνο να τον έβλεπες, ξεχνούσες κάθε στενοχώρια, γιατί σκορπούσε χαρά με την [//79] εσωτερική του καλοσύνη. Η εξωτερική του φορεσιά, το ζωστικό του το καταμπαλωμένο, ήταν χειρότερο από το ρούχο που κρεμάει ο κηπουρός ως σκιάχτρο για τις κουρούνες. Εάν τύχαινε να του δώση κανείς κανένα καλό πράγμα, το έδινε και αυτός σε άλλον.
Το Κελλί του ήταν κέντρο των εργατών, που φόρτωναν την ξυλεία των Μονών στους αρσανάδες. Ό,τι κι αν χρειάζονταν οι εργάτες, θα πήγαιναν στο Κελλί του Γερο-Αυγουστίνου και θα το έπαιρναν, χωρίς καν να τον ρωτήσουν. Πολλές φορές του έπαιρναν ό,τι είχε, και τον εύρισκες πεσμένο κάτω από εξάντληση. Η μόνη λύση ήταν να τον εφοδιάζη η Μονή με λίγο αλεύρι, για να κάνη κανένα χυλό. Είχε οικονομήσει και ένα παλιό τηγάνι ο Γερο-Αυγουστίνος και ζύμωνε λίγο αλεύρι με νερό και αλάτι μόνο, που το έψηνε σαν πίτα, και αυτό ήταν και το ψωμί και το φαγητό του. Όταν πάλι είχε κατάλυση ελαίου, βουτούσε ένα φτερό μέσα στο λάδι και έκανε έναν Σταυρό επάνω στην πίτα, και μ’ αυτόν τον τρόπο έκανε κατάλυση στις χαρμόσυνες ημέρες. Μερικοί Πατέρες τον πείραζαν λίγο τον Γέροντα και του έλεγαν:
- Τι τρως, Γερο-Αυγουστίνε;
Εκείνος απαντούσε:
- Εγώ όλο τεγκανίτες τρώγω.
Όταν του έδιναν οι Πατέρες καμιά παστή σαρδέλα, την κρατούσε για να φιλέψη κανέναν ξένο. Ο Γέροντας έπαιρνε το κεφάλι της παστής σαρδέλας και στον φιλοξενούμενο έβαζε την σαρδέλα και ήταν όλο χαρά, που τον φίλεψε με ψάρια.
Όλο τέτοια έκανε και στερούσε τον εαυτό του, αλλά ο Χριστός συνέχεια τον χόρταινε με την θεία Χάρη Του. Οι Πατέρες όλης της περιοχής και οι κοσμικοί τον αγαπούσαν. Ιδιαίτερα δε οι Πατέρες της Μονής Φιλοθέου, οι οποίοι τον παρακαλούσαν να τον πάρουν στο Μοναστήρι, για να τον γηροκομήσουν, γιατί είχε αρχίσει να μη [//80] βλέπη. Ο Γέροντας όμως σκεφτόταν τι θα γίνονταν τα ζώα, τα γέρικα και τα σακάτικα που γηροκομούσε, άμα έφευγε, γι’ αυτό δεν δεχόταν. Τελικά, ας είναι καλά οι Γεροντάδες, τον πήραν και αυτόν και όλα τα γέρικα ζώα του, και έτσι πια αναπαύτηκε ο λογισμός του.
Στο Μοναστήρι, φυσικά, τον περιποιήθηκαν καλά οι Πατέρες, και αυτό το θεωρούσε μια μεγάλη ευλογία της Παναγίας και από ευγνωμοσύνη συνέχεια έψαλλε το Άξιον εστιν, και τα μάτια του πλημμύριζαν από δάκρυα χαράς. Η παρουσία του Γερο-Αυγουστίνου ήταν μια ευλογία για την Μονή και πολύ βοήθησε τους Γέρους Πατέρες στο Γηροκομείο, διότι τον Γερο-Αυγουστίνο δεν τον επισκέπτονταν μόνο άνθρωποι αλλά και Άγιοι και Άγγελοι, ακόμη και η Παναγία. Όταν έβλεπε ο Γέροντας την Παναγία στο Γηροκομείο ή Αγίους και έβλεπε τους Γέρους ξαπλωμένους ή ακουμπισμένους αναπαυτικά, πολύ στενοχωριόταν. Πήγαινε λοιπόν και τους σκουντούσε να σηκωθούν και τους έλεγε: «Η Παναγία!» ή όταν έβλεπε Άγγελο: «Ο Άγγελος!»
Εκείνοι φυσικά δεν έβλεπαν τίποτε, αλλά καταλάβαιναν ότι κάτι συμβαίνει και σηκώνονταν αμέσως και στέκονταν με ευλάβεια. Ο Γηροκόμος όμως τα θεωρούσε πλάνες και τον μάλωνε λέγοντας:
- Άσε τους Γέρους ήσυχους. Εσένα θ’ ακούμε με τις πλάνες σου;
Αλλά ο Γέροντας συνέχιζε να τους σκουντάη, διότι δεν μπορούσε από ευλάβεια να συγκρατηθή.
Όταν πήγαιναν να τον ιδούν οι Πατέρες, πριν ρωτήσουν εκείνοι τον Γερο-Αυγουστίνο πως περνάει, ρωτούσε αυτός:
- Τί κάνουν τα μουλαράκια μου και τα γουμαράκια μου;
Εκείνοι του απαντούσαν:
- Πολύ καλά είναι· και ο Γέροντας χαιρόταν.
– Εσύ, πώς περνάς, Γερο-Αυγουστίνε;
- Δόξα τω Θεώ, πολύ καλά.
Έτσι χαρούμενος με την πολλή καλοσύνη του, δοξολογώντας τον Θεό και προσευχόμενος αδιαλείπτως, πέρασε ή μάλλον έζησε παραδεισένια ζωή στο Περιβόλι της Παναγίας. Μέσα του είχε τον Χριστό. Η καρδιά του ήταν Παράδεισος, και αξιώθηκε να ιδή και από εδώ Αγγέλους και Αγίους, ακόμη και την Παναγία, και στην συνέχεια να αγάλλεται αιώνια!
Την ώρα που θα έφευγε η ψυχή του Γερο-Αυγουστίνου, το πρόσωπο του άστραψε τρεις φορές! Οικονόμησε δε ο Θεός να βρίσκεται εκεί και ο Γηροκόμος, ο οποίος θαύμασε και βεβαιώθηκε για τις θείες επισκέψεις που είχε ο Γέροντας.
Ανεπαύθη εν Κυρίω ο Γερο-Αυγουστίνος στις 27 Μαρτίου του 1965 σε ηλικία 83 χρονών. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από το βιβλίο:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
https://paraklisi.blogspot.com/2018/12/blog-post_140.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου