ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ [:Ιω.3,13-17]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟ
[Μέρος πρώτο: υπομνηματισμός
των εδαφίων Ιω.3,12-16]
«Εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ
πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια
πιστεύσετε; καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν
εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς,
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ (:εάν σας είπα διδασκαλίες και αλήθειες
θείες, οι οποίες όμως σχετίζονται με όσα συμβαίνουν πάνω στη γη και οι πιστοί
αποκτούν εμπειρία γι' αυτά στην επίγεια ζωή τους και είναι επομένως εύκολο να
τις εννοήσετε και όμως δεν τις πιστεύετε, πώς, εάν σας πω υψηλές αλήθειες, που
αναφέρονται στον επουράνιο κόσμο, θα τις παραδεχτείτε και θα τις πιστέψετε;
Κι όμως, μόνο από Εμένα θα μάθετε τα
επουράνια αυτά μυστήρια· διότι κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό, για να μάθει εκεί και να διδάξει σε σας
αυτές τις αλήθειες, παρά μόνο Αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό και έγινε με
την ενανθρώπησή Του υιός του ανθρώπου και ο Οποίος εξακολουθεί, όσο χρόνο ζει
στη γη, να είναι και στον ουρανό ως Θεός πανταχού παρών)»[Ιω.3,12-13· ερμηνευτική απόδοση
Παναγιώτου Τρεμπέλα].
Αυτό που
πολλές φορές είπα, αυτό και τώρα θα πω και δεν θα πάψω ποτέ να το επαναλαμβάνω.
Ποιο είναι αυτό; Ότι, όταν ο Ιησούς
πρόκειται να θίξει υψηλά δόγματα, προσαρμόζεται πολλές φορές προς την αδυναμία
των ακροατών Του και δεν χρονοτριβεί σε λόγους αντάξιους της μεγαλοσύνης Του,
αλλά συγκαταβαίνει περισσότερο σε λόγους που είναι πολύ μετριότεροι· διότι
τόσο ο υψηλός, όσο και ο μεγάλος λόγος, έστω και αν εκφραστεί μία φορά, είναι
ικανός να αποδείξει την αξία του, όσο βέβαια εμείς έχουμε την δύναμη να τον
κατανοήσουμε δια της ακοής· όμως τα μετριότερα και
όσα περισσότερο προσεγγίζουν τη διάνοια των ακροατών, αν δεν επαναλαμβάνονταν
συχνά, επειδή αναφέρονται σε υψηλά πράγματα, δεν θα εισέδυαν γρήγορα στον νου
του αμαθούς και προς τα χαμηλά ρέποντα ακροατή.
Γι' αυτό ακριβώς και τα περισσότερα από τα υψηλά έχουν λεχθεί από Αυτόν κατά τρόπο
ταπεινότερο και απλούστερο. Αλλά για να μην προξενήσει αυτό πάλι κάποια
άλλη ζημιά, με το να κρατεί τον μαθητή σε χαμηλό επίπεδο, δεν καταφεύγει μόνο
στα απλούστερα λόγια, αλλά εκθέτει και
την αιτία για την οποία τα λέγει, πράγμα που έχει κάνει και εδώ.
Αφού
δηλαδή είπε για το βάπτισμα, όσα είπε, καθώς και για τη γέννηση που γίνεται στη
γη κατά χάριν, επειδή θέλει να φτάσει και στη δική Του γέννηση τη μυστηριώδη
και ανέκφραστη, μέχρι κάποιο σημείο συγκρατείται και δεν συνεχίζει, κατόπιν
όμως λέγει και την αιτία για την οποία δεν συνεχίζει. Ποια λοιπόν είναι αυτή; Η παχυλή αμάθεια και η αδυναμία των
ακροατών. Και αυτήν υπαινισσόμενος πρόσθεσε τα εξής: «Εάν δεν πιστεύετε όταν σας ομιλώ
για τα γήινα, πώς θα πιστέψετε, εάν σας ομιλήσω για τα επουράνια;». Ώστε
όπου ομιλήσει με μέτρια και απλά λόγια, πρέπει να σκεφτούμε ότι αυτό γίνεται
εξαιτίας της αδυναμίας των ακροατών.
Ως
προς τα «επίγεια», μερικοί νομίζουν
ότι εδώ έχει λεχθεί για τον άνεμο, σαν να είπε: «Μολονότι σας έφερα παράδειγμα από τα επίγεια και ούτε έτσι δεν
πειστήκατε, πώς θα μπορέσετε να δεχτείτε τα υψηλότερα;». Και μην απορήσεις,
διότι λέγει εδώ το βάπτισμα επίγειο. Το ονομάζει έτσι ή διότι τελείται στη γη ή
διότι θέλει να το συγκρίνει με τη δική Του μυστηριώδη γέννηση, αποκαλώντας το
με αυτό το όνομα· διότι αν και η γέννηση αυτή είναι επουράνια,
εντούτοις
συγκρινόμενη με εκείνη την αληθινή, που προέρχεται από την ουσία του Πατρός,
είναι επίγεια.
Και ορθώς δεν είπε: «Δεν καταλαβαίνετε», αλλά «Δεν πιστεύετε»· διότι όταν κάποιος δυσκολεύεται να καταλάβει
εκείνα που μπορεί να τα συλλάβει με τη λογική του και δεν τα παραδέχεται
εύκολα, δικαίως θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως ανόητος. Όταν όμως δεν παραδέχεται αυτά, που δεν μπορεί να συλλάβει με τη λογική,
αλλά μόνο με την πίστη, τότε δεν θα είναι πλέον ένοχος ανοησίας, αλλά απιστίας.
Και επειδή ήθελε να αποτρέψει τον Νικόδημο από το να ζητεί εξήγηση αυτού που
ειπώθηκε με συλλογισμούς της λογικής και να το εννοήσει με βάση τη λογική, τον
επιπλήττει δριμύτερα κατηγορώντας τον για απιστία. Και εάν πρέπει να δεχτούμε τη δική μας τη γέννηση δια της πίστεως,
ποιας τιμωρίας θα είναι άξιοι εκείνοι που περιεργάζονται και ερευνούν με
περιέργεια με συλλογισμούς της λογικής τη γέννηση του Μονογενούς Υιού και Λόγου
του Θεού;
Αλλά
μπορεί κανείς να ρωτήσει ίσως: «Και γιατί
έλεγε αυτά ο Χριστός, εάν δεν επρόκειτο να πιστέψουν οι ακροατές Του; Διότι και αν ακόμη δεν τα πίστευαν εκείνοι,
όμως οι μεταγενέστεροι επρόκειτο να τα δεχθούν και να ωφεληθούν». Ενώ
λοιπόν επιπλήττει τον Νικόδημο δριμύτατα, δείχνει στη συνέχεια ότι δεν γνωρίζει μόνο αυτά, αλλά και άλλα πολύ
περισσότερα και σπουδαιότερα από αυτά. Και αυτό λοιπόν δήλωσε με την
αποτροπή προς τον Νικόδημο, όταν είπε: «Κι
όμως μόνο από Εμένα θα μάθετε τα επουράνια μυστήρια· διότι κανείς από τους
ανθρώπους δεν έχει ανεβεί στον ουρανό για να μάθει τα επουράνια και να σας τα
διδάξει, παρά μόνο Εκείνος που κατέβηκε από τον ουρανό και έγινε με την
ενανθρώπησή Του Υιός του ανθρώπου. Αυτός, ενώ τώρα είναι στη γη, εξακολουθεί να
είναι και στον ουρανό ως Θεός πανταχού παρών».
Και
θα μπορούσε επίσης να ρωτήσει: «Και ποια
νοηματική σύνδεση και ακολουθία με τα προηγούμενα έχει αυτό;». Είναι πολύ
μεγάλη και συμφωνεί απόλυτα με τα προηγούμενα. Όταν δηλαδή ο Νικόδημος είχε
πει: «Ῥαββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας
διδάσκαλος(:“Διδάσκαλε,
γνωρίζουμε ότι Εσύ ήλθες από τον Θεό ως ο μοναδικός διδάσκαλος των πλέον υψηλών
αληθειών)»[Ιω.3,2], ο Χριστός
διορθώνει αυτό, σαν να λέγει περίπου τα εξής: «Μη νομίσεις ότι εγώ είμαι τέτοιος
διδάσκαλος όπως οι περισσότεροι από τους Προφήτες, που ήταν από την γη· διότι εγώ βρίσκομαι τώρα εδώ, έχοντας
κατέβει από τον ουρανό. Και κανείς από τους Προφήτες δεν έχει ανεβεί εκεί, εγώ
όμως εκεί κατοικώ». Είδες με ποιο τρόπο ακόμη και αυτό που φαίνεται
ότι είναι πολύ υψηλό, πόσο πολύ είναι ανάξιο της μεγαλοσύνης Του; Διότι δεν
κατοικεί μόνο στον ουρανό, αλλά βρίσκεται
παντού και πληροί τα πάντα.
Αλλά
ακόμη περισσότερο προσαρμόζεται προς την αδυναμία του ακροατή, επειδή θέλει να τον
ανυψώσει πνευματικά σιγά- σιγά χωρίς να το αντιληφτεί. Και Υιό του ανθρώπου εδώ δεν αποκάλεσε τη σάρκα, αλλά για να εκφραστώ
έτσι, ονόμασε όλο τον εαυτό Του από το
λιγότερο ευγενές μέρος της ουσίας Του· διότι συνηθίζει να αποκαλεί το παν
άλλοτε μεν από τη θεία, άλλοτε δε από την ανθρώπινη φύση Του.
«Καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(:και όπως κάποτε ο Μωυσής στην έρημο κρέμασε
ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται από το θανατηφόρο δηλητήριο των φιδιών της
ερήμου όσοι Ισραηλίτες το αντίκριζαν με πίστη, έτσι σύμφωνα με το πάνσοφο
σχέδιο του Θεού πρέπει να κρεμασθεί ψηλά επάνω στον Σταυρό ο Υιός του ανθρώπου
και να προσλάβει έτσι το ομοίωμα της αμαρτίας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγματική
σχέση με αυτή)»[Ιω.,3,14].Και
αυτό πάλι φαίνεται να μη συνδέεται με τα προηγούμενα, αλλά όμως έχει μεγάλη
σχέση· διότι, αφού ανέπτυξε τη μεγάλη
ευεργεσία που έχει παραχωρηθεί στους ανθρώπους με το βάπτισμα, προσθέτει
και την αιτία αυτής, δηλαδή την
ευεργεσία δια του σταυρού, που δεν είναι λιγότερο σημαντική από εκείνη.
Όπως ακριβώς και ο Παύλος ομιλώντας προς τους Κορινθίους συνδέει μαζί αυτές τις
ευεργεσίες λέγοντας: «μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα
Παύλου ἐβαπτίσθητε;(:μήπως ο Παύλος σταυρώθηκε για την σωτηρία
σας; Ή μήπως βαπτισθήκατε στο όνομα του Παύλου ώστε να ανήκετε πλέον σε αυτόν;)»[Α΄Κορ. 1,13]· διότι περισσότερο από όλα τα άλλα, αυτά τα δύο
δείχνουν την απεριόριστη αγάπη Του και ότι υπέφερε χάριν των εχθρών Του και ότι
αφού πέθανε χάριν των εχθρών Του, μας χάρισε την συγχώρηση όλων των αμαρτιών
δια του βαπτίσματος.
Γιατί όμως δεν δήλωσε σαφώς, ότι πρόκειται
να σταυρωθεί, αλλά παρέπεμψε τους ακροατές στον παλαιό συμβολικό τύπο του
χάλκινου όφεως; Πρώτον μεν για να μάθουν, ότι τα παλαιά συνδέονται με τα νέα(:η
Παλαιά Διαθήκη συνδέεται με την Καινή) και δεν είναι ξένα μεταξύ τους, και έπειτα για να ξέρεις, ότι δεν βαδίζει στο Πάθος χωρίς να θέλει. Και
για να μην αντείπει κανείς: «πώς είναι
δυνατόν, αφού πιστέψουμε στον Εσταυρωμένο, να σωθούμε, όταν μάλιστα και ο Ίδιος
αρπάχτηκε από τον θάνατο;», μας παραπέμπει
στην παλαιά ιστορία· διότι, αν οι Εβραίοι διέφυγαν τότε τον θάνατο από τα
δηλητηριώδη φίδια της ερήμου, μόλις αντίκριζαν το χάλκινο ομοίωμα του όφεως, δικαίως θα απολαύσουν πολύ μεγαλύτερη
ευεργεσία εκείνοι που πιστεύουν στον Εσταυρωμένο. Αλλά δεν συνέβη αυτό εξαιτίας της αδυναμίας του Εσταυρωμένου και
της υπεροχής των Ιουδαίων, αλλά επειδή «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν(:τόσο πολύ
αγάπησε ο Θεός τον βυθισμένο στην αμαρτία κόσμο των ανθρώπων, ώστε παρέδωσε σε σταυρικό
θάνατο τον μονάκριβό Υιό Του», γι΄ αυτό
σταυρώνεται ο έμψυχος ναός Του, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον (:για
να μην καταδικαστεί σε αιώνια απώλεια κάθε άνθρωπος που πιστεύει σε Αυτόν, αλλά
να έχει ζωή αιώνια»[Ιω.3,16].
Βλέπεις ποια είναι η αιτία του σταυρού και
η εξ αυτού σωτηρία; Βλέπεις τη συνάφεια μεταξύ της εικόνας του όφεως και της
αληθείας; Εκείνοι οι Ιουδαίοι απέφυγαν τον
θάνατο, αλλά τον προσωρινό·
εδώ οι πιστοί αποφεύγουν τον
αιώνιο. Εκεί ο κρεμασμένος όφις θεράπευε τα δαγκώματα των όφεων· εδώ ο
σταυρωθείς Χριστός θεράπευσε τις πληγές από τα δαγκώματα του πνευματικού
δράκοντος. Εκεί θεραπευόταν εκείνος που βλέπει με τους υλικούς οφθαλμούς· εδώ
θεραπεύεται εκείνος που βλέπει με τους οφθαλμούς της ψυχής, αποβάλλει όλες τις
αμαρτίες. Εκεί ο κρεμασμένος χαλκός είχε κατασκευαστεί σε εικόνα όφεως· εδώ το
σώμα του Κυρίου κατασκευασμένο από το Άγιο Πνεύμα. Εκεί όφις δάγκωνε και όφις θεράπευε. Έτσι και εδώ θάνατος κατέστρεψε
και θάνατος έσωσε. Αλλά ο μεν όφις που φόνευε, είχε δηλητήριο, εκείνος δε
που έσωζε ήταν καθαρός από
δηλητήριο. Και εδώ πάλι το ίδιο συνέβη. Δηλαδή ο μεν θάνατος που αφάνιζε είχε
αμαρτία, όπως ο όφις είχε δηλητήριο, αλλά ο θάνατος του Κυρίου ήταν
απαλλαγμένος από κάθε αμαρτία, όπως ακριβώς
ο χάλκινος όφις από το δηλητήριο.
Διότι ο Κύριος ήταν απολύτως αναμάρτητος,
όπως λέγει ο Απόστολος Πέτρος: «ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν,
οὐδὲ εὑρέθη
δόλος ἐν τῷ στόματι
αὐτοῦ(:Αυτός
δεν έκαμε ποτέ καμία απολύτως αμαρτία· “ούτε δε και στο στόμα Του βρέθηκε ποτέ
δόλος ή έστω και ο παραμικρότερος αμαρτωλός λόγος”)»[Α΄Πετρ. 2,22·
επίσης βλ. Ησ.53,9: «ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ(:διότι
ο Υιός μου δεν διέπραξε καμία παρανομία, ούτε βρέθηκε ποτέ δόλος και ψεύδος στο
στόμα Του)»].
Και αυτό είναι εκείνο που είπε ο Παύλος: «ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐδειγμάτισεν ἐν παρρησίᾳ, θριαμβεύσας αὐτοὺς ἐν αὐτῷ(:εκεί, επάνω στον
σταυρό, έγδυσε τις πονηρές αρχές και εξουσίες και τις διαπόμπευσε, τις
καταντρόπιασε φανερά μπροστά σε όλον τον πνευματικό κόσμο και έσυρε τους
δαίμονες νικημένους με θριαμβευτική πομπή. Και το πραγματοποίησε αυτό με το
σταυρό Του, ο οποίος έγινε για τον Χριστό θριαμβευτικό άρμα νικητή)»[Κολ.2,15]. Όπως ακριβώς ένας ρωμαλέος αθλητής, ο
οποίος, αφού σηκώσει στον αέρα τον αντίπαλό του και αφού τον ρίξει κατά γης,
κατακτά μία λαμπρή νίκη, έτσι και ο Χριστός εμπρός στα μάτια όλης της
οικουμένης νίκησε όλες τις εχθρικές δυνάμεις και αφού θεράπευσε όλους εκείνους,
που είχαν πληγωθεί στην έρημο, τους απάλλαξε από όλα τα θηρία από τη στιγμή που κρεμάστηκε επάνω στον
σταυρό. Αλλά δεν είπε ότι «πρέπει να
κρεμαστεί», αλλά «πρέπει να
υψωθεί»· διότι εκείνη την έκφραση χρησιμοποίησε, η οποία του φαινόταν
ότι είναι ανεκτικότερη για τον
ακροατή και πλησιέστερη προς την εικόνα.
«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον(:τόσο πολύ
αγάπησε ο Θεός τον βυθισμένο στην αμαρτία κόσμο των ανθρώπων, ώστε παρέδωσε σε
σταυρικό θάνατο τον μονάκριβό Υιό Του, για να μην καταδικαστεί σε αιώνια
απώλεια κάθε άνθρωπος που πιστεύει σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια»[Ιω.3,16]. Αυτό που λέγει στο
εδάφιο αυτό, σημαίνει το εξής· «Μην απορείς, επειδή πρόκειται να σταυρωθώ
εγώ, για να σωθείς εσύ· διότι και στον Πατέρα φάνηκε καλό αυτό και Αυτός τόσο πολύ σας αγάπησε, ώστε να δώσει τον
Υιό Του χάριν των δούλων και μάλιστα δούλων αγνωμόνων». Και όμως αυτό δεν θα το έκανε
κανείς ούτε για χάρη των προσφιλών του προσώπων, ούτε για χάρη του δικαίου
προφανώς, πράγμα που ο Παύλος διδάσκει, όταν λέγει: «μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου
τις ἀποθανεῖται (:Μεγίστη όντως η αγάπη του Θεού· διότι μόλις
και μετά δυσκολίας θα υπάρξει άνθρωπος να θυσιαστεί για κάποιον δίκαιο)»[Ρωμ.5,7].
Αλλά ο μεν Παύλος μίλησε διεξοδικότερα,
επειδή απευθυνόταν σε πιστούς, εδώ όμως ο Χριστός συντομότερα λέγει αυτά και
παραστατικότερα, επειδή συνομιλούσε με τον Νικόδημο. Και διότι κάθε λέξη έχει
μεγάλη έμφαση· διότι με τις φράσεις «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν (:τόσο πολύ
αγάπησε)» και «ὁ Θεὸς τὸν κόσμον
(:ο Θεός τον κόσμο)» δείχνει τη μεγάλη έκταση της αγάπης Του· διότι
μεγάλη και απεριόριστη ήταν η μεταξύ τους απόσταση· διότι ο αθάνατος Θεός, που δεν έχει αρχή και τέλος, η απέραντη μεγαλοσύνη, αγάπησε
αυτούς, που πλάσθηκαν από χώμα και τέφρα, που είναι φορτωμένοι από άπειρες
αμαρτίες, αυτούς που εξόκειλαν συνεχώς, τους αχάριστους.
Αλλά και
τα επόμενα πρόσθεσε, που είναι εξίσου εμφαντικά, λέγοντας: «ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν(:ώστε
παρέδωσε σε σταυρικό θάνατο τον μονάκριβό Υιό Του)». Δεν
λέγει ότι παρέδωσε ούτε δούλο, ούτε άγγελο, ούτε αρχάγγελο. Και όμως ποτέ ένας
πατέρας δεν θα έδειχνε τόση προθυμία για τον υιό του, όση έδειξε ο Θεός προς
τους αχάριστους δούλους Του. Και το μεν πάθος Του δεν το τοποθετεί πολύ καθαρά,
αλλά με ασάφεια, αλλά την ωφέλεια από το πάθος με σαφήνεια: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον(:και τούτο, για να μην καταδικαστεί στην αιώνια
απώλεια κανένας από εκείνους, που θα πιστέψουν σε Αυτόν, αλλά να κερδίσει και
να έχει την αιώνια ζωή)»[Ιω.3,16].
Επειδή όμως
είχε πει τη φράση «πρέπει να υψωθεί» και με αυτό υπαινίχτηκε τον θάνατο, για να
μην αποθαρρυνθεί ο ακροατής από αυτά τα λόγια σχηματίζοντας ανθρώπινη ιδέα περί
Αυτού και έχοντας τη φανταστική εντύπωση ότι ο θάνατος είναι τέλος της υπάρξεως,
πρόσεξε πώς το προσαρμόζει, διασαφηνίζοντας ότι ο προσφερόμενος είναι Υιός του Θεού και ότι είναι η αρχή της ζωής και
μάλιστα της αιώνιας ζωής. Και δεν θα
ήταν δυνατόν, εκείνος που παρέχει στους άλλους ζωή δια του δικού Του θανάτου, να
παραμένει διαρκώς στον θάνατο· διότι, αν δεν χάνονται αυτοί που πιστεύουν
στον Εσταυρωμένο, πολύ περισσότερο δεν θα χαθεί ο ίδιος ο Εσταυρωμένος· διότι
εκείνος που απαλλάσσει τους άλλους από την απώλεια, έχει απαλλαγεί πολύ
περισσότερο ο ίδιος από αυτήν. Εκείνος ο
οποίος παρέχει ζωή στους άλλους, πολύ περισσότερο πηγάζει ζωή για τον εαυτό Του.
Βλέπεις
ότι παντού χρειάζεται πίστη; Ο Ιησούς βεβαιώνει ότι ο σταυρός είναι πηγή της ζωής, πράγμα το οποίο η λογική δεν θα
παραδεχθεί εύκολα. Και μάρτυρες ακόμη και σήμερα είναι οι εθνικοί(:οι
ειδωλολάτρες), οι οποίοι αυτό το περιγελούν. Όμως η πίστη που υπερβαίνει την αδυναμία των συλλογισμών της πεπερασμένης
μας λογικής, εύκολα aυτό θα το
δεχτεί και θα το εννοήσει πλήρως. Και γιατί αγάπησε ο Θεός τόσο πολύ τον κόσμο; Για καμία άλλη αιτία, παρά
διότι είναι Αγαθός.
Ας
ντραπούμε λοιπόν ενώπιον της αγάπης Του και ας αισθανθούμε αισχύνη για την
υπερβολική Του φιλανθρωπία· διότι ο Θεός δεν λυπήθηκε για χάρη μας ούτε τον
Μονογενή Υιό Του, εμείς όμως και τα υλικά αγαθά λυπούμαστε για χάρη του εαυτού
μας. Αυτός έδωσε για χάρη μας τον Μονογενή Υιό Του τον αληθινό, εμείς όμως ούτε
το χρήμα δεν περιφρονούμε για χάρη Του και για χάρη μας. Και πώς αυτά θα είναι
άξια συγνώμης; Και αν δούμε ότι ένας άνθρωπος υπέστη κινδύνους και θανάτους για
χάρη μας, τον προτιμούμε απ΄όλα, τον συγκαταλέγουμε μεταξύ των πρώτων φίλων
μας, παραχωρούμε σε αυτόν τα πάντα και λέμε ότι είναι μάλλον δικά του παρά δικά
μας και ούτε με αυτόν τον τρόπο δεν θεωρούμε ότι ανταποδίδουμε την ευγνωμοσύνη
που οφείλουμε σε αυτόν.
Για
χάρη όμως του Χριστού δεν τηρούμε ούτε αυτό το μέτρο της ευγνωμοσύνης. Αλλά
Εκείνος μεν έδωσε τη ζωή Του για χάρη μας και έχυσε το πολύτιμό αίμα Του για
εμάς, που δεν υπήρξαμε ούτε αγαθοί, ούτε ευγνώμονες, εμείς όμως δεν σκορπίζουμε
ούτε χρήματα για τους εαυτούς μας, αλλά ανεχόμαστε Αυτόν που πέθανε για χάρη
μας γυμνό και ξένο. Και ποιος θα μας απαλλάξει από τη μέλλουσα κόλαση; Διότι,
αν επρόκειτο να κριθούμε όχι από τον Θεό, αλλά από εμάς τους ίδιους, άραγε δεν
θα ψηφίζαμε εναντίον των εαυτών μας; Άραγε
δεν θα καταδικάζαμε τους εαυτούς μας στο πυρ της γεένης, εάν ανεχόμασταν να
λιώνει από την πείνα Εκείνος, που έδωσε τη ζωή Του για χάρη μας;
Και γιατί μνημονεύω μόνο τα χρήματα; Διότι,
εάν είχαμε χίλιες ζωές, δεν έπρεπε να τις δώσουμε όλες για χάρη Του; Και όμως,
ούτε με αυτόν τον τρόπο θα κάναμε κάτι αντάξιο της ευεργεσίας· διότι εκείνος
που ευεργετεί πρωτύτερα, αποδεικνύει φανερά την καλοσύνη του, ενώ εκείνος που
ευεργετείται, όποια ανταπόδοση και αν κάνει, ανταποδίδει οφειλή, δεν αποδίδει
ευγνωμοσύνη και μάλιστα όταν εκείνος που
έκανε την αρχή, ευεργετεί εχθρούς,
αλλά και εκείνος που ανταποδίδει και
στον ευεργέτη παραδίδει τα αγαθά και ο ίδιος θα τα απολαύσει πάλι.
Αλλά εμάς ούτε αυτά μας ελκύουν, αλλά είμαστε
τόσο αχάριστοι, ώστε να στολίζουμε με χρυσά περιδέραια τους υπηρέτες και τους
ημιόνους και τους ίππους, να ανεχόμαστε όμως τον Κύριο να περιφέρεται γυμνός,
να επαιτεί από σπίτι σε σπίτι, να στέκεται συνεχώς στις τριόδους, να απλώνει τα
χέρια και να Τον βλέπουμε πολλές φορές με βλοσυρούς οφθαλμούς. Και όμως και
αυτό το υπομένει για χάρη μας· διότι ευχαρίστως πεινά για να τραφείς εσύ και περιφέρεται γυμνός, για να σου προσφέρει το ένδυμα της
αφθαρσίας. Εσείς όμως ποτέ δεν Του δίνετε τίποτε από τα δικά σας, αλλά από
τα ενδύματά σας άλλα μεν τα έχει φάει ο σκώρος, άλλα όμως μένουν κλεισμένα στα κιβώτια και αποτελούν περιττή φροντίδα
για τους κατόχους τους. Και Εκείνος που σας έχει δώσει αυτά και όλα τα
άλλα, περιφέρεται γυμνός. Αλλά γιατί δεν τα τοποθετείτε στα κιβώτια, αλλά τα
φοράτε και καμαρώνετε; Πες μου, ποια ωφέλεια έχετε από αυτό; Για να σας δει το
πλήθος των ανθρώπων της αγοράς; Και τι με αυτό; Δεν θα θαυμάσουν βέβαια εσένα, επειδή τα φορείς, αλλά εκείνον που
χαρίζει στους φτωχούς.
Ώστε, εάν θέλεις να θαυμάζεσαι, να ντύσεις
άλλους και τότε θα ακούσεις χιλιάδες χειροκροτήματα. Τότε μαζί με τους
ανθρώπους, θα σε επαινέσει και ο Θεός. Τώρα όμως κανείς δεν θα σε επαινέσει,
αλλά όλοι θα σε φθονήσουν, όταν βλέπουν ότι στολίζεις το σώμα σου και
παραμελείς την ψυχή σου. Ο στολισμός
αυτός αρμόζει στις πόρνες και πολλές φορές μάλιστα τα ενδύματα εκείνων είναι
πολυτελέστερα και λαμπρότερα. Ο στολισμός όμως της ψυχής αρμόζει μόνο σε
εκείνους που ζουν με αρετή.
Αυτά
τα έχω πει πολλές φορές και δεν θα πάψω να τα επαναλαμβάνω, όχι επειδή φροντίζω
για τους φτωχούς τόσο, όσο για τις ψυχές σας· διότι για εκείνους θα υπάρξει
κάποια ανακούφιση από αλλού, αν δεν υπάρξει από εμάς. Εκείνοι, κι αν δεν τους
την προσφέρετε εσείς, θα βρουν ωστόσο από κάπου κάποια ανακούφιση. Μα κι αν δεν βρουν ανακούφιση, αλλά πεθάνουν από την πείνα, δεν
είναι μεγάλη η ζημία τους. Τι τον
έβλαψε τον Λάζαρο η φτώχεια και η αδιάκοπη
πείνα του; Εσάς όμως κανένας δεν θα σας γλυτώσει από τη γέεννα, αν δεν
σας βοηθήσουν οι φτωχοί· αλλά θα πούμε τα ίδια με τον πλούσιο εκείνο
αφέντη του πτωχού Λαζάρου, που βασανιζόταν αδιάκοπα και καμιά παρηγοριά δεν
έβρισκε. Αλλά, μη γένοιτο, μακάρι κανένας να μην ακούσει ποτέ τους λόγους
τούτους, αλλά να γίνει δεκτός μέσα στους κόλπους τους Αβραάμ, με
τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του οποίου και
μετά του οποίου ανήκει η δόξα στον Πατέρα ταυτόχρονα και το Άγιο Πνεύμα στους
αιώνες των αιώνων. Αμήν.
[Συνεχίζεται]
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια
κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
·
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
·
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, πατερικές
εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη
1978, τόμος 13, Υπόμνημα στον άγιον
Ιωάννην, τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν , ομιλία ΚΖ΄ σελίδες 148-165.
·
Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων,
Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 72 ,
σελίδες 142-150 (ή 67-71 του PDF) και
154-158 ( σελ. 73- 75 του PDF)[https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLT091aXUwVTc5Wkk/view]
·
Π. Τρεμπέλα, Η
Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική),
εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
·
Η Καινή
Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα,
εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου