ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ.8,5-13]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ
[Μέρος πρώτο]
«Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος(:και όταν ο Ιησούς μπήκε στην Καπερναούμ, ήλθε κοντά Του ένας εκατόνταρχος, ο οποίος Τον παρακαλούσε και Του έλεγε: “Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους”)»[Ματθ.8,5-6].
Όταν λοιπόν ο Ιησούς κατέβηκε από το όρος[:αμέσως μετά την επί του Όρους ομιλία Του], τότε προσήλθε σ΄Αυτόν ο λεπρός για να Τον παρακαλέσει να τον θεραπεύσει[βλ. Ματθ.8,1-4: «Καταβάντι δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ὄρους ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως ἐκαθαρίσθη αὐτοῦ ἡ λέπρα. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς(: όταν κατέβηκε ο Ιησούς από το βουνό, Τον ακολούθησαν πολλά πλήθη λαού. Και να, ένας λεπρός ήλθε και Τον προσκυνούσε γονατιστός λέγοντας: “Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα της ακάθαρτης αρρώστιας μου”.Ο Ιησούς τότε άπλωσε το χέρι Του και τον άγγιξε λέγοντας: “Θέλω. Καθαρίσου”. Και αμέσως καθαρίστηκε η λέπρα του, και έγινε τελείως υγιής. Τότε ο Ιησούς τού λέει: “Πρόσεξε να μην πεις σε κανέναν το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε το δώρο που έχει καθορίσει ο Μωυσής. Για να χρησιμεύσει η εξέτασή σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξη στον ιερέα και στους Ιουδαίους ότι και εσύ θεραπεύτηκες τελείως και εγώ δεν ήλθα να καταργήσω τον νόμο”)»], ενώ ο εκατόνταρχος πήγε στον Ιησού έπειτα από λίγο, μόλις ο Κύριος εισήλθε στην Καπερναούμ.
Για ποιον λόγο λοιπόν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν ανέβηκαν στο όρος; Όχι από οκνηρία, διότι και των δύο η πίστη ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν τη διδασκαλία. Όταν λοιπόν προσήλθε στον Ιησού ο εκατόνταρχος, λέγει: «Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος και παράλυτος στο σπίτι και βασανίζεται από τρομερούς πόνους». Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι για να δικαιολογηθεί ανέφερε και την αιτία για την οποία δεν τον έφερε μαζί του. «Διότι δεν ήταν δυνατόν», λέγουν, «να τον μεταφέρει σηκωτό, ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε, ευρισκόμενος στο τέλος της ζωής του». Για το ότι ήταν ετοιμοθάνατος, το λέγει ο Λουκάς ότι επρόκειτο να πεθάνει[βλ. Λουκ.7,2: «Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος(: στο μεταξύ ο δούλος κάποιου εκατόνταρχου ήταν πολύ άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει. Και ο δούλος αυτός ήταν αγαπητός στον εκατόνταρχο για την πίστη και την υπακοή που του έδειχνε)»]. Εγώ όμως λέω ότι αυτό είναι απόδειξη της μεγάλης του πίστεως, η οποία ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνων που κατέβασαν τον άλλον παραλυτικό από τη χαλασμένη σκεπή[πρβ.Μάρκ.2,1-12]· διότι επειδή γνώρισε πολύ καλά ότι και μόνη η προσταγή Του αρκεί για να σηκωθεί ο κατάκοιτος, θεώρησε περιττό να τον μεταφέρει εκεί.
Τι έκανε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που δεν έκανε σε καμία προηγούμενη περίπτωση, το κάνει εδώ· διότι πάντοτε ακολουθούσε την παράκληση αυτών που Τον ικέτευαν, εδώ όμως και προχωρεί βιαστικά και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύσει, αλλά και να μεταβεί στην οικία του. Το πράττει λοιπόν αυτό για να γνωρίσουμε την αρετή του εκατόνταρχου· διότι εάν δεν υποσχόταν αυτό, αλλά έλεγε: «Πήγαινε, θα θεραπευτεί ο δούλος σου», δεν θα γνωρίζαμε τίποτε από αυτά. Αυτό βεβαίως έπραξε και στην περίπτωση της συροφοινίκισσας γυναίκας[:της Χαναναίας] που ενήργησε όλως αντιθέτως· διότι εδώ μεν, αν και δεν προσκαλείται στην οικία, λέγει μόνος Του ότι θα μεταβεί, για να πληροφορηθείς την πίστη του εκατοντάρχου και τη μεγάλη του ταπεινοφροσύνη· στην περίπτωση όμως της Φοινίκισσας[:που ζητούσε να θεραπεύσει την κόρη της από ένα πονηρό πνεύμα που την ταλαιπωρούσε] και αρνείται τη θεραπεία και απορεί που επιμένει[Μάρκ.7,25-30]. Διότι σαν σοφός και επινοητικός ιατρός που είναι, γνωρίζει να πράττει τα αντίθετα από τα αντίθετα. Και εδώ μεν, στην περίπτωση του εκατοντάρχου, με την αυτοπροαίρετη παρουσία του, εκεί δε, στην περίπτωση της Χαναναίας, αποκαλύπτει την πίστη της γυναικός με την παρατεταμένη επιμονή και ένθερμη παράκληση.
Έτσι ενεργεί και στην περίπτωση του Αβραάμ λέγοντας: «Οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ(:δεν θα κρύψω εγώ από τον ευλαβή δούλο μου τον Αβραάμ εκείνα τα οποία πρόκειται να κάμω)» [Γέν. 18,17], για να πληροφορηθείς τη φιλοστοργία του Αβραάμ και την πρόνοιά του υπέρ των Σοδόμων [πρβ. Γέν. 18, 23-25 κ.έ.: « Καὶ ἐγγίσας Ἁβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής; ἐὰν ὦσι πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν ὦσιν ἐν αὐτῇ; μηδαμῶς σὺ ποιήσεις ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν; (:και ο Αβραάμ, αφού πλησίασε τον Κύριο, είπε: «Είναι δυνατόν να καταστρέψεις τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή και θα είναι λοιπόν ο δίκαιος στην ίδια μοίρα με τον ασεβή; Εάν βρίσκονται στην πόλη αυτή[των Σοδόμων] πενήντα δίκαιοι, θα τους καταστρέψεις μαζί με τους ασεβείς; Δεν θα αφήσεις ατιμώρητη όλη την πόλη εξαιτίας των πενήντα δίκαιων, εάν αυτοί ζουν στην πόλη αυτή; Ουδέποτε Εσύ ο Θεός δεν θα κάνεις κάτι τέτοιο· ποτέ δηλαδή δεν θα φονεύσεις τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή· είναι αδύνατον εσύ ο δίκαιος να εξισώσεις δίκαιο και ασεβή και να συμπεριφερθείς προς αυτούς με τον ίδιο τρόπο· ουδέποτε θα κάνεις κάτι τέτοιο. Εσύ, ο Οποίος είσαι ο δίκαιος κριτής όλου του κόσμου, δεν θα εφαρμόσεις και εδώ δικαιοσύνη;)»].
Και στην περίπτωση του Λωτ εκείνοι που απεστάλησαν αρνούνται αρχικά να εισέλθουν στον οίκο του, για να γνωρίσεις το μέγεθος της φιλοξενίας του δικαίου εκείνου[πρβ. Γέν.19,1-3 κ.ε.: «Ἦλθον δέ οἱ δύο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ εἶπεν· ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς τὸν οἶκον τοῦ παιδὸς ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί, ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν. καὶ κατεβιάζετο αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον(: ενώ ο Κύριος συνομιλούσε ακόμη με τον Αβραάμ, οι δύο άγγελοι, που χωρίστηκαν από αυτούς, έφτασαν στα Σόδομα κατά το βράδυ, για να εκτελέσουν την εντολή που έλαβαν από τον Θεό. Παρά το ότι τελείωσε η ημέρα, ο Λωτ καθόταν κοντά στην πύλη των Σοδόμων έτοιμος να προσφέρει φιλοξενία, διότι γνώριζε την κακότητα και το αφιλόξενο των Σοδομιτών. Όταν είδε τους δύο αγγέλους, σηκώθηκε από τη θέση του και έτρεξε προς συνάντησή τους και τους προσκύνησε με το πρόσωπο στη γη, αν και δεν γνώριζε ότι ήσαν άγγελοι, και τους είπε: “Κύριοι, ιδού· περάστε, παρακαλώ, στο σπίτι του δούλου σας, και διανυκτερεύστε κοντά μου και πλύνετε τα πόδια σας, που είναι κουρασμένα και λερωμένα από την οδοιπορία, και αφού σηκωθείτε νωρίς αύριο το πρωί συνεχίζετε τον δρόμο σας”. Οι δύο άγγελοι όμως απάντησαν: “Όχι· θα περάσουμε τη νύκτα στην πλατεία της πόλεως, στο ύπαιθρο”. Όταν ο Λωτ είδε ότι αρνιούνται, επέμεινε· τους βίαζε με παρακλήσεις και τους πίεζε με ικεσίες να δεχτούν την πρόσκλησή του. Οι δύο άγγελοι, κατόπιν της επιμονής του, υποχώρησαν, λοξοδρόμησαν και μπήκαν στο σπίτι του. Και ο Λωτ τούς παρέθεσε δείπνο, τους έδωσε να πιουν, τους έψησε στη φωτιά άζυμες κουλούρες και έφαγαν)» ].
Τι λέγει λοιπόν ο εκατόνταρχος; «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς(:Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις κάτω από τη στέγη του σπιτιού μου)»[Ματθ.8,8].Ας το ακούσουμε όσοι πρόκειται να υποδεχτούμε τον Χριστό διότι είναι δυνατόν Τον υποδεχτούμε και σήμερα. Ας το ακούσουμε και ας γίνουμε ζηλωτές Του και ας Τον δεχτούμε με την ίδια πίστη· καθόσον όταν υποδέχεσαι φτωχό που πεινά και είναι γυμνός, είναι σαν να υποδέχεσαι και φιλοξενείς Εκείνον.
«ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου(:αλλά πες αυτό που θέλεις μόνο μ’ έναν απλό λόγο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου)»[Ματθ.8,8]. Πρόσεξε ότι και ο εκατόνταρχος, όπως ακριβώς και ο λεπρός, έχει την αρμόζουσα γνώμη γι’ Αυτόν· διότι ούτε αυτός είπε «Παρακάλεσε τον Θεό», ούτε είπε: «Προσευχήσου και ικέτευσέ Τον», αλλά «Πρόσταξε μόνο».
Έπειτα, φοβούμενος μήπως ο Ιησούς αρνηθεί, μετριάζοντας την παράκλησή του λέγει: «καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ(:διότι κι εγώ άνθρωπος είμαι κάτω από εξουσία και παίρνω διαταγές από ανωτέρους, αλλά κι έχω στις διαταγές μου στρατιώτες˙ και λέω σ’ ένα στρατιώτη: “Πήγαινε”˙ και πηγαίνει. Και σ’ άλλον λέω: “Έλα”, κι έρχεται. Και στον δούλο μου λέω: “Κάνε αυτό”, και το εκτελεί. Πόσο μάλλον θα εκτελεσθεί ο δικός Σου λόγος. Διότι Εσύ δεν είσαι κάτω από τις διαταγές κανενός, αλλά έχεις εξουσία πάνω σε όλες τις αόρατες δυνάμεις”)»[Ματθ.8,9].
«Και τι σημασία έχει αυτό», θα πει κάποιος, «εάν ο εκατόνταρχος περιέγραψε αυτό με τέτοια παρομοίωση; Διότι αυτό που ερευνούμε είναι εάν ο Χριστός το αποδέχτηκε αυτό και το επικύρωσε». Είναι ορθό και πολύ φρόνιμο αυτό που λέγεις. Λοιπόν ας το ερευνήσουμε αυτό, και θα διαπιστώσουμε αυτό ακριβώς που συνέβη στην περίπτωση του λεπρού, αυτό να έχει συμβεί και εδώ. Διότι όπως ακριβώς ο λεπρός είπε: «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι(:“Κύριε, εάν θέλεις, έχεις τη δύναμη να με καθαρίσεις από τις πληγές και τα εξανθήματα της ακάθαρτης αρρώστιας μου”)»-και δεν βασιζόμαστε μόνο στα λόγια του λεπρού σχετικά με την εξουσία του Χριστού, αλλά και στους λόγους του Χριστού· διότι όχι μόνο δεν απέρριψε την υπόνοιά του, αλλά και την επιβεβαίωσε περισσότερο, με το να προσθέσει αυτό που ήταν περιττό να πει, λέγοντας το: «Θέλω, καθαρίσθητι (:Θέλω, καθαρίσου)»[Ματθ.8,3], για να επικυρώσει την πίστη εκείνου-, έτσι και εδώ, βέβαια, είναι δίκαιο να εξετάσουμε εάν συνέβη κάτι παρόμοιο· και πράγματι θα διαπιστώσουμε να έχει συμβεί το ίδιο πράγμα. Διότι αφού είπε ο εκατόνταρχος αυτά τα λόγια και παραδέχτηκε τόση εξουσία, όχι μόνο δεν τον κατηγόρησε ο Κύριος, αλλά και τον επιδοκίμασε και έκαμε κάτι επιπλέον από την επιδοκιμασία. Διότι δεν είπε ο ευαγγελιστής ότι μόνο επαίνεσε τα λόγια του, αλλά δηλώνοντας και επέκταση του επαίνου λέγει ότι και θαύμασε· και δεν θαύμασε απλώς, αλλά παρουσία ολόκληρου του πλήθους τον παρουσίασε και στους άλλους ως υπόδειγμα, ώστε να τον μιμηθούν.
Βλέπεις πώς θαυμάζεται ο καθένας από αυτούς που ομολόγησαν την εξουσία Του; Και καταλαμβανόταν από έκπληξη το πλήθος με τη διδασκαλία Του, διότι δίδασκε «ὡς ἐξουσίαν ἔχων»[βλ. Ματθ.7,28-29: «Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς(:και όταν ο Ιησούς τελείωσε τους λόγους Του αυτούς, τα πλήθη για πολλή ώρα έμεναν εκστατικά και έκπληκτα από τη διδασκαλία Του· διότι τους δίδασκε πάντοτε με εξουσία και κύρος, ως νομοθέτης και κριτής και αυθεντικός γνώστης της αλήθειας, και όχι σαν τους γραμματείς, οι οποίοι για να επιβεβαιώσουν τα όσα έλεγαν αναφέρονταν στον νόμο και τις παραδόσεις των παλαιοτέρων)»] και όχι μόνο δεν τους επέπληξε γι' αυτήν τη γνώμη τους, αλλά και αφού έλαβε αυτούς κατέβη από το όρος και με τον τρόπο με τον οποίο καθάρισε τον λεπρό επιβεβαίωσε την πίστη αυτών.
Ο δε λεπρός πάλι, έλεγε: «Εάν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις»· και όχι μόνο δεν τον επιτίμησε, αλλά και θεραπεύοντάς τον τόν καθάρισε έτσι όπως είπε εκείνος. Ο εκατόνταρχος πάλι, λέγει τα εξής: «Πες μόνο ένα λόγο και θα θεραπευτεί ο δούλος μου», ενώ ο Ιησούς θαυμάζοντάς τον, έλεγε: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον(:Αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού)»[Ματθ.8,10].
Και για να διαπιστώσεις το ίδιο πράγμα και από αντίθετη περίπτωση πρόσεξε αυτό· επειδή η Μάρθα δεν είπε τίποτε το παρόμοιο, αλλά αντίθετα είπε ότι «ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός)» [Ιω.11, 22], όχι μόνο επαινέθηκε, μολονότι και γνωστή ήταν και αγαπητή και από τους πλέον αφοσιωμένους μαθητές Του, αλλά και επιτιμήθηκε και διορθώθηκε από Αυτόν, διότι δεν είχε ομιλήσει ορθά. Καθόσον έλεγε προς αυτήν: «Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;(:Δεν σου είπα ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τον ένδοξο θρίαμβο της παντοδυναμίας του Θεού εναντίον του θανάτου με την ανάσταση του αδελφού σου; Αυτή θα είναι το σύμβολο και το προμήνυμα της κοινής αναστάσεως όλων των ανθρώπων’’)» [Ιω.11,40], επιπλήττοντάς την σαν ακόμη να μην είχε πιστέψει.
Και ακόμη επειδή εκείνη έλεγε: «ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός)»», απομακρύνοντάς την από την αντίληψη αυτού του είδους και διδάσκοντας ότι δεν έχει ανάγκη να λάβει από Άλλον, αλλά ότι Αυτός είναι η πηγή των αγαθών, λέγει: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή(:Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)»[Ιω. 11,25], δηλαδή «δεν περιμένω από άλλον να δεχτώ ενέργεια, αλλά κατ’ ιδίαν δύναμη πράττω τα πάντα».
Για τον λόγο αυτόν και θαυμάζει τον εκατόνταρχο και τον παρουσιάζει σε όλο το πλήθος και τον τιμά με την υπόσχεση ότι θα του δώσει τη βασιλεία, και τους άλλους προσκαλεί να επιδείξουν τον ίδιο ζήλο. Και για να πληροφορηθείς ότι με αυτόν τον σκοπό τα είπε αυτά, για να διδάξει και τους άλλους δηλαδή να πιστεύουν ομοίως, άκουσε του ευαγγελιστή τους κατάλληλους λόγους δια των οποίων υπαινίχτηκε αυτό· διότι λέγει: «ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον(:Όταν ο Ιησούς άκουσε τα λόγια του αυτά, θαύμασε και είπε σε εκείνους που Τον ακολουθούσαν: “Αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού”)».
Επομένως το να σκέπτεται κανείς γι’ Αυτόν μεγάλα πράγματα, αυτό κατεξοχήν είναι απόδειξη της πίστεως και αφορμή να κληρονομήσει τη βασιλεία και τα άλλα αγαθά του ουρανού· διότι ο έπαινός Του για τον εκατόνταρχο δεν σταμάτησε μόνο στα λόγια, αλλά αντί της πίστεως και τον ασθενή τον παρέδωσε υγιή, και πλέκει γι’αυτόν λαμπρό στέφανο και του υπόσχεται μεγάλες δωρεές, λέγοντας τα εξής: «Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν (: σας διαβεβαιώνω λοιπόν ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχο θα έλθουν από ανατολή και δύση, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο ευφρόσυνο δείπνο της βασιλείας των ουρανών)»[Ματθ.8,11].
Επειδή λοιπόν έκανε πολλά θαύματα, στη συνέχεια τούς διδάσκει με μεγαλύτερη παρρησία. Έπειτα, για να μη νομίσει κανείς ότι αυτά είναι λόγια κολακείας, αλλά για να γνωρίσουν όλοι γενικώς ότι είχε τέτοια ψυχική διάθεση, λέγει: «ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι(:“Πήγαινε στο σπίτι σου κaι ας γίνει σε σένα όπως το πίστεψες (ότι δηλαδή μόνο με τον λόγο μου και από μακριά μπορώ να θεραπεύσω τον δούλο σου)”)»[Ματθ.8,13]. Και αμέσως επακολούθησε η πράξη της θεραπείας, επιβεβαιώνοντας την προαίρεσή του. «Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ(:και πράγματι εκείνη τη στιγμή θεραπεύθηκε ο δούλος του)».. Πράγμα που ακριβώς συνέβη και στη Συροφοινίκισσα· καθόσον λέγει και σε εκείνη: «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης (:”ω γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου. Ας γίνει σε σένα όπως το θέλεις”. Και πράγματι απ’ την ώρα ακριβώς εκείνη γιατρεύτηκε η κόρη της)» [Ματθ.15,28].
Επειδή όμως και ο Λουκάς [πρβ. Λουκά 7,1-10] περιγράφοντας αυτό το θαύμα προσθέτει και πολλά άλλα, τα οποία φαίνεται να διαφωνούν, είναι ανάγκη να σας εξηγήσω και αυτά [πρβ. Ματθ. 8, 5-13, Λουκά 7, 1-10]. Τι λέγει λοιπόν ο Λουκάς; «Απέστειλε ο εκατόνταρχος Ιουδαίους πρεσβυτέρους προς Αυτόν, και Τον παρακαλούσε να έλθει» [βλ. Λουκά 7,3: «ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ(:όταν λοιπόν άκουσε για τον Ιησού ότι ήλθε στην Καπερναούμ, Του έστειλε μερικούς πρεσβυτέρους των Ιουδαίων και Τον παρακαλούσε να έλθει και να σώσει το δούλο του από τον έσχατο κίνδυνο)»]. Ο δε Ματθαίος λέγει ότι ο ίδιος αφού προσήλθε έλεγε ότι «Δεν είμαι άξιος» [πρβ. Ματθ.8,5]. Και μερικοί λέγουν ότι αυτός ο εκατόνταρχος που αναφέρει ο Λουκάς δεν είναι ίδιος με εκείνον που αναφέρει ο Ματθαίος, αν και έχει πολλές ομοιότητες. Διότι για εκείνον λέγει, ότι «ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν(: διότι, έλεγαν: “Ο εκατόνταρχος αυτός αγαπά το έθνος μας, και τη συναγωγή μας την έκτισε ο ίδιος με δικά του χρήματα”)» [Λουκά 7,5]· για τον εκατόνταρχο όμως που αναφέρει ο Ματθαίος, ο ίδιος ο Ιησούς λέγει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον(:αληθινά σας λέω, τόσο μεγάλη πίστη δεν βρήκα ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού)». Και στην περίπτωση εκείνου μεν δεν είπε ότι «Πολλοί θα έλθουν από την ανατολή», πράγμα που σημαίνει ότι εκείνος ήταν Ιουδαίος. Τι λοιπόν θα πούμε; Ότι αυτή μεν είναι εύκολη λύση[:να πούμε δηλαδή ότι πρόκειται περί διαφορετικών προσώπων], παραμένει όμως να εξετάσουμε εάν αυτή είναι αληθινή.
Εγώ νομίζω ότι αυτός ο εκατόνταρχος που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος είναι ίδιος με εκείνον που αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς. «Μα τότε», θα έλεγε κανείς, «για ποιον λόγο ο Ματθαίος λέγει ότι αυτός είπε: “Δεν είμαι άξιος να εισέλθεις στην οικία μου”», ενώ ο Λουκάς ότι «έστειλε και τον κάλεσε να έλθει στην οικία του»; [πρβ. Λουκά 7,3]. Εγώ νομίζω ότι ο Λουκάς υπονοεί την κολακεία των Ιουδαίων και ότι αυτοί που ζουν υπό τη σκιά κάποιας συμφοράς εύκολα αλλάζουν γνώμη. Διότι ήταν φυσικό ο εκατόνταρχος να θέλησε να μεταβεί και να καλέσει τον Ιησού και να εμποδίστηκε από τους Ιουδαίους που τον κολάκευσαν λέγοντας, ότι «θα πάμε εμείς και θα σου φέρουμε αυτόν». Πρόσεξε λοιπόν ότι και η παράκλησή τους είναι γεμάτη από κολακεία. «Διότι ο εκατόνταρχος αυτός αγαπά το έθνος μας», λέγουν, «και τη συναγωγή μας την έκτισε ο ίδιος με δικά του χρήματα» [Λουκά 7,5]. Ούτε γνωρίζουν για ποιον λόγο επαινούν τον άντρα. Διότι το ορθό ήταν να πουν: «Θέλησε μεν αυτός να έλθει και να σε παρακαλέσει, εμείς όμως τον εμποδίσαμε βλέποντας τη συμφορά και το πτώμα να είναι κατάκοιτο», και έτσι να παρουσιάσουν το μέγεθος της πίστεως του εκατοντάρχου. Όμως δεν το λέγουν αυτό, διότι δεν ήθελαν να αποκαλύψουν την πίστη του ανδρός εξαιτίας του φθόνου τους, αλλά προτιμούσαν μάλλον να επισκιάσουν την αρετή εκείνου προς χάριν του οποίου ήλθαν να Τον παρακαλέσουν, για να μη φανεί ότι ήταν κάποιος σπουδαίος αυτός που παρακαλούσε, παρά διακηρύσσοντας την πίστη εκείνου να επιτύχουν αυτό για το οποίο είχαν έλθει. Διότι ο φθόνος είναι ικανός να σκοτίσει τον νου.
Αλλά ο Κύριος που γνωρίζει τα απόκρυφα επαίνεσε εκείνον και χωρίς αυτοί να το θέλουν. Και το ότι αυτό είναι αληθές, άκουσε τον Λουκά πάλι που ερμηνεύει αυτό. Διότι αυτός λέγει τα εξής, ότι: «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γάρ εἰμι ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς(:πράγματι λοιπόν ο Ιησούς άρχισε να προχωρά μαζί τους προς το σπίτι του εκατοντάρχου. Λίγο όμως πριν φθάσουν στο σπίτι, όταν πλέον ήταν πολύ κοντά, έστειλε ο εκατόνταρχος κάποιους φίλους του και του είπε: “Κύριε, μην ταλαιπωρείσαι και μην μπαίνεις σε μεγαλύτερο κόπο να έλθεις στο σπίτι μου. Διότι δεν είμαι άξιος να μπεις κάτω από τη στέγη μου”)» [Λουκά 7,6]. Όταν δηλαδή απαλλάχθηκε από την ενόχληση αυτών, τότε αποστέλλει ανθρώπους και Tου λέγει: «Μη νομίσεις ότι δεν ήλθα λόγω οκνηρίας, αλλά επειδή έκρινα τον εαυτό μου ότι είμαι ανάξιος, να σε δεχτώ στην οικία μου».
Εάν λοιπόν ο μεν Ματθαίος λέγει ότι είπε αυτό σε αυτόν όχι δια των φίλων[πρβ. Λουκά 7,6], αλλά ο ίδιος αυτοπροσώπως, αυτό δεν έχει καμία σημασία· διότι αυτό που ερευνούμε είναι εάν παρουσίασε ο καθένας την προθυμία του ανδρός και εάν είχε την πρέπουσα γνώμη περί του Χριστού. Είναι φυσικό επίσης να ήλθε και αυτός μετά την αποστολή των φίλων του και να είπε αυτά. Εάν όμως δεν το ανέφερε αυτό ο Λουκάς, αλλά ούτε ο Ματθαίος εκείνο, αυτό δεν σημαίνει ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους, αλλά μάλλον ότι συμπληρώνει ο ένας ό,τι παρέλειψε ο άλλος.
Πρόσεξε ακόμη πως και με άλλο τρόπο διακήρυξε την πίστη του ο Λουκάς λέγοντας ότι επρόκειτο να πεθάνει ο δούλος του[πρβ. Λουκά 7,2]. Αλλά όμως ούτε αυτό τον οδήγησε σε απόγνωση, ούτε τον έκαμε να απελπιστεί, αλλά και σε αυτήν την κατάσταση έλπιζε ότι θα επιζήσει. Εάν όμως ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο Χριστός είπε ότι «Ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών δεν βρήκα τόσο μεγάλη πίστη», λόγια που φανερώνουν ότι αυτός δεν ήταν Ισραηλίτης, ο δε Λουκάς λέγει ότι έχτισε τη συναγωγή [πρβ. Λουκά 7,5], ούτε αυτό δηλώνει αντίφαση· διότι ήταν δυνατόν και Ιουδαίος να μην ήταν και τη συναγωγή να οικοδομήσει και το έθνος να αγαπά.
Εσύ, όμως, σε παρακαλώ, μην εξετάζεις απλώς τα λόγια του εκατοντάρχου, αλλά πρόσθεσε και το αξίωμα αυτού και τότε θα δεις την αρετή του ανδρός· καθόσον είναι μεγάλη η αλαζονεία αυτών που είναι στην εξουσία και ούτε στις συμφορές ταπεινώνονται. Ο αναφερόμενος λοιπόν από τον Ιωάννη αξιωματούχος φέρει τον Κύριο στην οικία του και λέγει: «Κατάβηθι (:Κατέβα)» [«Κατάβηθι», δηλαδή από την Κανά στην Καπερναούμ· πρβ. Ιω. 4,46-47: «῏Ηλθεν οὖν πάλιν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις βασιλικός, οὗ ὁ υἱὸς ἠσθένει ἐν Καπερναούμ· οὗτος ἀκούσας ὅτι ᾿Ιησοῦς ἥκει ἐκ τῆς ᾿Ιουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱόν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν(:ήλθε λοιπόν ο Ιησούς πάλι στην Κανά της Γαλιλαίας, όπου παλιότερα είχε μετατρέψει το νερό σε κρασί. Εκεί υπήρχε κάποιος άνθρωπος που ανήκε στη βασιλική αυλή του Ηρώδη, και το παιδί του ήταν βαριά άρρωστο στην Καπερναούμ. Αυτός λοιπόν, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς είχε έλθει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, έφυγε από την Καπερναούμ και πήγε να τον συναντήσει˙ και άρχισε να τον παρακαλεί να κατεβεί από την Κανά στην Καπερναούμ και να θεραπεύσει τον γιο του˙ διότι ήταν βαριά άρρωστος και κινδύνευε να πεθάνει)»[πρβ. Ιω.4,49].
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον εκατόνταρχο αυτής της διηγήσεως, αλλά και από εκείνον και από αυτούς που κατέβασαν από τη χαλασμένη σκεπή το κρεβάτι[πρβ. Μάρκ.2,1-2: «Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι᾿ ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο(:Ύστερα από μερικές ημέρες μπήκε πάλι ο Ιησούς στην Καπερναούμ˙ κι έγινε γνωστό ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Αμέσως λοιπόν μαζεύτηκαν τόσο πολλοί, ώστε να γεμίσει το σπίτι και να μην υπάρχει χώρος πλέον ούτε δίπλα στη θύρα. Και τους δίδασκε τον λόγο του Θεού Έρχονται τότε και Του φέρνουν έναν παράλυτο, που τον σήκωναν πάνω σ’ ένα κρεβάτι τέσσερις. Κι επειδή δεν μπορούσαν εξαιτίας του πλήθους να τον πλησιάσουν, ξεσκέπασαν τη σκεπή στο μέρος όπου βρισκόταν ο Κύριος, κι αφού έκαναν ένα άνοιγμα, έριξαν από κει κάτω σιγά – σιγά το κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο παράλυτος)»], ο εκατόνταρχος συμπεριφέρεται πολύ καλύτερα· διότι δεν ζητεί τη σωματική παρουσία του Ιησού, ούτε μετέφερε τον ασθενή πλησίον του Ιατρού, πράγμα που σημαίνει ότι δεν σκεπτόταν γι’αυτόν μικρά πράγματα, αλλά πίστευε ότι ήταν θεόσταλτος· γι’ αυτόν τον λόγο και λέγει: «Πες μόνο έναν λόγο» [Ματθ.8,8 και Λουκά 7,7]. Και δεν λέγει στην αρχή: «Πες έναν λόγο» αλλά αρχικώς περιγράφει μόνο την ασθένεια· διότι ούτε περίμενε, λόγω της μεγάλης ταπεινοφροσύνης του, αμέσως να συναινέσει ο Χριστός και να θελήσει να έλθει στην οικία του. Για τον λόγο αυτόν μόλις άκουσε τους λόγους του Κυρίου: «Εγώ θα έλθω και θα τον θεραπεύσω», τότε λέγει: «Πες μονάχα έναν λόγο». Ούτε και η ασθένεια τού προξένησε σύγχυση, αλλά και μέσα στη συμφορά του φιλοσοφεί, προσέχοντας όχι τόσο στην υγεία του δούλου του, όσο προς το να μη φανεί να πράττει τίποτε το ασεβές. Μολονότι, βέβαια, δεν Τον εξανάγκασε να έλθει στην οικία του, αλλά ο Χριστός υποσχέθηκε αυτό, παρά ταύτα και πάλι φοβείται μην τυχόν φανεί να υπερτιμά τη δική του αξία και να επισύρει εναντίον του βαρύ παράπτωμα.
Είδες τη σύνεσή του; Πρόσεξε και τη μωρία των Ιουδαίων οι οποίοι λέγουν: «ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο(:αξίζει να του κάνει τη χάρη αυτή που ζητά)» [Λουκά 7,4]. Διότι ενώ έπρεπε να προσφύγουν στη φιλανθρωπία του Ιησού, αυτοί όμως προβάλλουν την αξία του εκατοντάρχου, και ούτε γνωρίζουν πώς πρέπει να διατυπώσουν το αίτημά τους. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με εκείνον· αλλά και είπε ότι είναι ο ίδιος πολύ ανάξιος όχι μόνο να δεχτεί την ευεργεσία, αλλά και να δεχτεί τον Κύριο στην οικία του. Για τον λόγο αυτόν και αφού είπε «ο δούλος μου είναι ασθενής» δεν πρόσθεσε το «Πες», επειδή φοβήθηκε μήπως ήταν ανάξιος να δεχτεί τη δωρεά, αλλά ανέφερε μόνο τη συμφορά. Όταν πάλι είδε τον Χριστό να δείχνει προθυμία, ούτε και τότε προχώρησε με ορμή, αλλά και πάλι συγκρατείται μέσα στον χώρο της πρεπούσης μετριοπάθειάς του.
Εάν όμως κάποιος έλεγε: «Για ποιον λόγο δεν ανταπέδωσε την τιμή ο Χριστός σε αυτόν;», θα μπορούσαμε να πούμε αυτό, ότι του ανταπέδωσε και μάλιστα μεγάλη τιμή. Πρώτον μεν, με το ότι φανέρωσε την πίστη του, πράγμα που κατεξοχήν έγινε φανερό από του ότι δεν μετέβη ο ίδιος στην οικία του[πρβ. Ματθ.8,13 και Λουκά 7,10]. Δεύτερον δε, με το ότι τον εισήγαγε στη βασιλεία και τον προτίμησε από όλο το ιουδαϊκό έθνος· διότι επειδή θεώρησε τον εαυτό του ανάξιο να δεχτεί τον Χριστό στην οικία του, και άξιος κρίθηκε της βασιλείας των ουρανών και πέτυχε τα καλά που απόλαυσε ο Αβραάμ.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΚΣΤ΄,πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 170-185.
· Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 38-50.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
· Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου