Νὰ μὴν κόβουμε τὸ σχοινὶ
– Γέροντα, μετὰ τὴν ἐπικοινωνία σας μὲ τόσο κόσμο, ἐνῶ τὸ βράδυ φαίνεσθε πολὺ ταλαιπωρημένος, τὸ πρωὶ δὲν ὑπάρχει στὸ πρόσωπό σας ἴχνος ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία αὐτήν, ἀλλὰ εἶστε φωτεινός. Πῶς γίνεται αὐτό;
– Ἔμ, δὲν κόβω τὸ σχοινί ![26]
– Μερικὲς φορές, Γέροντα, ὅταν λόγῳ διακονίας δὲν πάω στὸ Ἀπόδειπνο καὶ εἶμαι πολὺ κουρασμένη, λέω: «θὰ ξαπλώσω καὶ θὰ λέω τὴν εὐχή», ἀλλὰ τελικὰ μὲ παίρνει ὁ ὕπνος καὶ δὲν κάνω τίποτε.
– Ὄχι, εὐλογημένη, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶσαι πολὺ κουρασμένη, νὰ μὴν πέφτης στὸ κρεββάτι, χωρὶς νὰ κάνης καθόλου προσευχή. Νὰ λὲς ἕνα «Τρισάγιο» καὶ τὸν 50ο Ψαλμό, νὰ ἀσπάζεσαι τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας, νὰ σταυρώνης τὸ μαξιλάρι σου καὶ μετὰ νὰ ξαπλώνης. Νὰ βάζης καὶ τὸ ρολόι μιὰ ὥρα πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία, γιὰ νὰ σηκωθῆς νὰ κάνης τὸν κανόνα σου. Χρειάζεται βία, ἀλλὰ νὰ νιώσης τὴν βία ὡς ἀνάγκη, νὰ τὸ κάνης μὲ τὴν καρδιά σου. «Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός»[27].
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, δὲν ἔχω καθόλου κουράγιο;
– Νὰ βιάσης τὸν ἑαυτό σου νὰ κάνη κάτι πνευματικό. Νὰ φροντίζης κάθε μέρα νὰ κάνης ἔστω καὶ λίγη μελέτη καὶ λίγη προσευχή. Ἡ μελέτη, ἡ προσευχή, ἡ ψαλμωδία εἶναι βιταμίνες ποὺ χρειάζεται κάθε μέρα ἡ ψυχή. Νὰ μὴν ἀφήνουμε τὴν ἡμέρα νὰ περνάη χωρὶς καθόλου προσευχή. Θυμᾶμαι στὸν πόλεμο, ὅταν περνοῦσαν μέρες χωρὶς νὰ κάνουμε ἐπίθεση, ρίχναμε καὶ καμμιὰ τουφεκιά. Ἀλλιῶς θὰ ἔλεγαν οἱ ἐχθροί: «αὐτοὶ κοιμοῦνται» καὶ θὰ μᾶς ἔκαναν αἰφνιδιασμό. Τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε καὶ στὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Ὅταν καμμιὰ φορὰ νιώθουμε ἐξάντληση καὶ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε ὅλα τὰ πνευματικά μας καθήκοντα, νὰ μὴν κόβουμε τὸ σχοινί,τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό· νὰ κάνουμε λίγες μετάνοιες, κανένα κομποσχοίνι. Νὰ ρίχνουμεδηλαδὴ κανα‐δυὸ ριπές, γιὰ νὰ μὴ μᾶς αἰχμαλωτίση τὸ ταγκαλάκι. Καί, μόλις συνέλθουμε, νὰ ἀρχίζουμε πάλι κανονικὰ τὸν ἀγώνα μας. Ὅταν κανεὶς ἀφήνη τὰ πνευματικά, ἂν δὲν κάνη ἔστω καὶ λίγες μετάνοιες, κανένα κομποσχοίνι, μετὰ ἀγριεύει. Δουλειὲς μπορεῖ νὰ κάνη, προσευχὴ ὅμως ὄχι. Βλέπω μοναχοὺς ποὺ κάνουν συνέχεια δουλειὲς καὶ ἀφήνουν τὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. «Ἂς κάνω κι αὐτό, λένε, ἂς κάνω καὶ τὸ ἄλλο», καὶ ἡ προσευχὴ μένει, καὶ τελικὰ ἀγριεύουν, γίνονται σὰν κοσμικοί. Ἔχω δεῖ ἐργάτες ποὺ μπορεῖ νὰ πελεκᾶνε πέτρες μέσα στὸν ἥλιο ἢ νὰ κόβουν ξύλα ὅλη μέρα, ἀλλὰ τριπλὸ μεροκάματο νὰ τοὺς δώσης, μισὴ ὥρα στὴν ἐκκλησία δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν· βγαίνουν ἔξω καὶ καπνίζουν. Τὸ ἔχω παρατηρήσει αὐτό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν προσεύχεται, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γίνεται σὰν τὸ βόδι· δουλεύει, τρώει, κοιμᾶται. Καὶ ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο πιὸ δύσκολα γίνονται τὰ πράγματα. Ψυχραίνεται ἡ καρδιά του, καὶ ὕστερα δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ προσευχηθῆ. Γιὰ νὰ συνέλθη, πρέπει νὰ μαλακώση ἡ καρδιά του, νὰ πάρη στροφὴ μετανοίας, νὰ συγκλονισθῆ.
[26] Ὁ Γέροντας ἐννοεῖ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, τὴν προσευχή.
[27] Β΄ Κορ. 9, 7.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου:
ΛΟΓΟΙ ΣΤ’
«Περί Προσευχής»
https://wra9.blogspot.com/2021/07/blog-post_629.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου