Γέροντας Κερασιώτης ὑδροφορεῖ μέ τήν στάμνα του.
Εἶπε Γέρων: «Τά Παλαιά γεροντάκια πού βρῆκα στόν Ἅγιο Παῦλο, δέν ἦταν σπουδαγμένοι θεολόγοι μέ πτυχία. Ὅμως ἐντύπωση μοῦ ἔκανε ἡ ὑπακοή τους καί τό αἴσθημα τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Τότε κοινωνούσαμε κάθε 15–20 μέρες. Οἱ παλαιοί ἔτσι μάθανε καί ἔτσι μᾶς παραδώσανε. Ὅταν ἐφαρμόστηκε τό “τυπικό” τῆς συχνῆς θείας Κοινωνίας, τά γεροντάκια δέν τό θέλανε. Ὅταν ὅμως τό ἀποφάσισε ὁ Ἡγούμενος, ἔκαναν ὑπακοή, καί μάλιστα οἱ πιό πρόθυμοι στήν συχνή θεία Κοινωνία ἦταν αὐτοί. Μερικοί νεώτεροι μουρμούριζαν, ὅμως τά γεροντάκια δέν ἔδιναν σημασία. Πρόσεχαν τήν ὑπακοή τους σέ ὅλα.
»Τότε στό Μοναστήρι μας οὔτε γλυκά εἴχαμε οὔτε τυλιχτά, οὔτε φανέλλες καλοκαιρινές, οὔτε κάλτσες καλοκαιρινές.
Τό μόνο γλυκό στό Ἀρχονταρίκι ἦταν τό νεράντζι ἀπό τή νεραντζιά τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἐπίσης ἔκαναν καί κυδώνι πελτέ. Ὁ Ἀρχοντάρης ἐμᾶς τούς νέους, ἄν τοῦ ζητούσαμε, μᾶς ἔδινε λίγο. Ἄν ὅμως ἦταν Ἀρχοντάρης ὁ γερω Μητροφάνης καί τοῦ ζητούσαμε, ἔλεγε μέ ἀπορία: “Κύριε ἐλέησον! Καλόγερος καί γλυκό;”.
»Μπανάνες οὔτε τίς ξέραμε. Αὐγά μόνο τό Πάσχα ἔπαιρναν καί τρώγαμε, ὅσο κρατοῦσαν, μέχρι τήν Ἀνάληψη».
»Ἐπί Σεραφείμ Ἡγουμένου τά σώβρακα τά ράβανε ἀπό τσουβάλια ζάχαρης καί ἀλευριοῦ, πού ἔφερναν ἀπ᾽ ἔξω. Τά ἅπλωναν οἱ πατέρες νά στεγνώσουν ὅταν τά ἔπλυναν, καί φαίνονταν τά γράμματα».
https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtikh/to-pneyma-ton-palaion/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου