Ἔλεγαν
γιὰ τὸν ἀββᾶ Φιλήμονα τὸν ἀναχωρητή, ὅτι κλείστηκε σὲ μιά σπηλιὰ κοντὰ
στὴ Λαύρα ποὺ λεγόταν τῶν Ῥωμίων, καὶ ἐκεῖ διεξήγαγε τὰ παλαίσματα τῆς
ἀσκήσεως, ἐπαναλαμβάνοντας διαρκῶς στὴ διάνοιά του ἐκεῖνο πού, ὅπως
λένε, ἀπηύθυνε στὸν ἑαυτὸ του ὁ μέγας Ἀρσένιος: «Φιλήμων, μὴν ξεχνᾶς γιὰ
ποιὸ λόγο ἔφυγες ἀπὸ τὸν κόσμο». Ὑπέμενε λοιπὸν στὴ σπηλιὰ ἀρκετὸ καιρὸ
καὶ ἐργαζόταν τὴν καλαθοπλεκτική.
Τὰ ζεμπίλια πού ἔραβε, τὰ ἔδινε στὸν οἰκονόμο του γιὰ νὰ παίρνει λιγοστὸ ψωμί, ἐπειδὴ δὲν ἔτρωγε τίποτε ἄλλο παρὰ ψωμὶ καὶ ἁλάτι, κι αὐτὸ ὄχι κάθε μέρα. Ὡς ἐκ τούτου δὲν φρόντιζε διόλου γιὰ τή σάρκα του, ἀλλὰ ἀσχολούμενος πάντοτε μὲ τὴ θεωρία, λουζόταν ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ, καθὼς ἀπὸ αὐτὸν γευόταν ἀνέκφραστα μυστήρια, ζοῦσε σὲ διαρκῆ εὐφροσύνη.
Πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή, περπατοῦσε μόνος καὶ συγκεντρωμένος στὸν ἑαυτὸ του, μὴν ἐπιτρέποντας σὲ κανένα νὰ τὸν πλησιάσει, γιὰ νὰ μὴν ξεφύγει ὁ νοῦς του ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία. Μέσα στὴν ἐκκλησία στεκόταν σὲ μία γωνία μὲ τὸ πρόσωπο προσηλωμένο στὴ γῆ καὶ ἔχυνε πηγὲς δακρύων, ἔχοντας ἀδιάλειπτο τὸ πένθος καὶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ μάλιστα τοῦ μεγάλου Ἀρσενίου, πάνω στὰ ἀχνάρια τοῦ ὁποίου φρόντιζε νὰ βαδίζει.
Τὰ ζεμπίλια πού ἔραβε, τὰ ἔδινε στὸν οἰκονόμο του γιὰ νὰ παίρνει λιγοστὸ ψωμί, ἐπειδὴ δὲν ἔτρωγε τίποτε ἄλλο παρὰ ψωμὶ καὶ ἁλάτι, κι αὐτὸ ὄχι κάθε μέρα. Ὡς ἐκ τούτου δὲν φρόντιζε διόλου γιὰ τή σάρκα του, ἀλλὰ ἀσχολούμενος πάντοτε μὲ τὴ θεωρία, λουζόταν ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φωτισμὸ καὶ, καθὼς ἀπὸ αὐτὸν γευόταν ἀνέκφραστα μυστήρια, ζοῦσε σὲ διαρκῆ εὐφροσύνη.
Πηγαίνοντας στὴν ἐκκλησία κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή, περπατοῦσε μόνος καὶ συγκεντρωμένος στὸν ἑαυτὸ του, μὴν ἐπιτρέποντας σὲ κανένα νὰ τὸν πλησιάσει, γιὰ νὰ μὴν ξεφύγει ὁ νοῦς του ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία. Μέσα στὴν ἐκκλησία στεκόταν σὲ μία γωνία μὲ τὸ πρόσωπο προσηλωμένο στὴ γῆ καὶ ἔχυνε πηγὲς δακρύων, ἔχοντας ἀδιάλειπτο τὸ πένθος καὶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ μάλιστα τοῦ μεγάλου Ἀρσενίου, πάνω στὰ ἀχνάρια τοῦ ὁποίου φρόντιζε νὰ βαδίζει.
Ὅταν ἐμφανίστηκε αἵρεση στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ στά περίχωρα, ἔφυγε καὶ πῆγε στὴ Λαύρα ποὺ εἶναι κοντὰ στὴ Λαύρα τοῦ Νικάνορος. Ἐκεῖ τὸν δέχτηκε ὁ θεοφιλέστατος Παυλίνος•τοῦ παραχώρησε ἰδιαίτερο κελί, ὅπου τὸν ἐγκατέστησε μὲ κάθε ἡσυχία. Ἐπὶ ἕνα χρόνο δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ τὸν συναντήσει, ἀλλ’ οὔτε καὶ αὐτὸς τὸν ἐνόχλησε καθόλου, παρὰ μόνο ὅταν τοῦ ἔδινε τὸ ἀπαραίτητο ψωμί.
Ὅταν ἔφτασε ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, συναντήθηκαν οἱ δυὸ τους καὶ συνομίλησαν γιὰ τὴν ἐρημιτικὴ ζωή· καὶ ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι καὶ γιὰ τὸν εὐλαβέστατο Παυλίνο ὁ σκοπὸς αὐτὸς ἦταν προτιμότερος, τοῦ ἀναφέρει λόγια ἀσκητικά, ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες, καὶ φανερώνει μὲ αὐτὰ ὅτι χωρὶς τὴν τέλεια ἡσυχία, εἶναι ἀδύνατο νὰ εὐαρεστήσει κανεὶς τὸν Θεό, ὅπως φιλοσόφησε σχετικὰ καὶ ὁ θαυμαστὸς ἀββᾶς Μωυσῆς. Γιατὶ ἡ ἡσυχία γεννᾶ τὴν ἄσκηση, ἡ ἄσκηση γεννᾶ τὰ δάκρυα, τὰ δάκρυα τὸ φόβο, ὁ φόβος τὴν ταπείνωση, ἡ ταπείνωση τὸ προορατικὸ χάρισμα, τὸ προορατικὸ τὴν ἀγάπη, ἡ ἀγάπη κάνει τὴν ψυχὴ ὑγιῆ καὶ ἀπαθῆ. Καὶ τότε γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Τοῦ ἔλεγε λοιπόν ὁ Ἀββᾶς: «Πρέπει διὰ μέσου τῆς ἡσυχίας νὰ καθαρίσεις τελείως τὸ νοῦ σου καὶ νὰ τοῦ δώσεις ἀδιάλειπτη πνευματικὴ ἐργασία. Γιατὶ ὅπως τὰ μάτια βλέπουν τὰ αἰσθητὰ καὶ θαυμάζουν τή θέα τους, ἔτσι καὶ ὁ καθαρὸς νοῦς βλέπει τὰ νοητὰ καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ θεωρία ἔρχεται σὲ ἔκσταση καὶ δύσκολα ἀποσπᾶται ἀπὸ αὐτά. Καὶ ὅσο περισσότερο, μέσῳ τῆς ἡσυχίας, ἀπογυμνώνεται κανείς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ καθαρίζεται, τόσο περισσοτέρη γνώση ἀξιώνεται νὰ λαμβάνει. Καὶ τότε ὁ νοῦς γίνεται τέλειος, ὅταν ξεπεράσει τὴ γνώση τῆς οὐσίας τῶν ὄντων καὶ ἐνωθεῖ μὲ τὸν Θεό, ὥστε ἀφοῦ ἔχει τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα, δὲν ἀνέχεται πλέον νὰ εἶναι φτωχός. Οὔτε παρασύρεται ἀπὸ τὶς χαμηλὲς ἐπιθυμίες, καὶ ἂν ἀκόμη τοῦ προσφέρεις ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου.
Ἂν, λοιπὸν, θέλεις νὰ φτάσεις σὲ ὅλες αὐτές τὶς ἀρετές, μὴ σὲ ἀπασχολεῖ ἡ μέριμνα κανενὸς ἀνθρώπου· φεῦγε μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ βάδιζε πρόθυμα τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων. Ἔχε παρουσιαστικὸ παραμελημένο καὶ λερωμένα ῥοῦχα καὶ φόρεμα ταπεινό, φέρσιμο ἁπλό, λόγο ἀνεπιτήδευτο, βάδισμα σεμνό, φωνὴ ἀπροσποίητη, τὴ φτώχεια συντροφό σου καὶ τὴν καταφρονήση ἀπ’ ὅλους.
Πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ κρατᾶς τὴ φύλαξη τοῦ νοῦ σου καὶ τὴ νήψη. Νὰ ἔχεις καρτερία σὲ κάθε στενοχώρια, καὶ κάθε ἀγαθό ποὺ ἔχεις, νὰ τὸ φυλάγεις ἀκέραιο καὶ ἀμετάβλητο. Καὶ πρόσεχε πολὺ τὸν ἑαυτὸ σου, μὴν τυχὸν παραδεχτεῖς καμιὰ παρείσακτη ἡδονή. Γιατὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καταπραΰνονται μὲ τὴν ἡσυχία· ὅταν ὅμως ἐρεθίζονται καὶ ξύνονται, ἀγριεύουν περισσότερο καὶ σπρώχνουν ἐκείνους ποὺ τὰ ἔχουν νὰ ἁμαρτάνουν περισσότερο καὶ γίνονται δυσκολοθεράπευτα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὰ σωματικὰ τραύματα, ὅταν τρίβονται καὶ ξύνονται. Ἀκόμη καὶ ἕνας ἀργὸς λόγος μπορεῖ νὰ χωρίσει τὸ νοῦ ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, καθὼς μᾶς σπρώχνουν οἱ δαίμονες σ’ αὐτὸ καὶ οἱ αἰσθήσεις πείθονται σ’ αὐτούς.
Εἶναι μεγάλος ὁ ἀγῶνας καὶ ὁ φόβος νὰ φυλάξεις τὴν ψυχή σου. Πρέπει λοιπὸν νὰ χωριστεῖς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ σπάσεις τὸ δεσμὸ τῆς συμπαθείας τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ σῶμα καὶ νὰ γίνεις χωρὶς πόλη, χωρὶς σπίτι, χωρὶς τίποτε δικό σου, ἀφιλάργυρος, ἀκτήμων, χωρὶς πολυπραγμοσύνη, χωρὶς συναλλαγὲς μὲ ἄλλους, ἀμαθὴς τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ταπεινόφρων, συμπαθής, πρᾶος, ἥσυχος, ἕτοιμος νὰ δεχτεῖς στὴν καρδιὰ σου τὶς ὑποδείξεις τῆς Θείας γνώσεως. Γιατὶ δέν εἶναι δυνατὸ νὰ γράψεις σὲ κέρινη πλάκα, ἂν προηγουμένως δὲν τήν λειάνεις ἀπὸ τὰ γράμματά πού εἶναι χαραγμένα πάνω στό κερί. Αὐτὰ μᾶς διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος. Τέτοιοι ἔγιναν ὅλοι οἱ Ἅγιοι· χωρισμένοι τελείως ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ζωή, διατηροῦσαν τὸ οὐράνιο φρόνημα ἀθόλωτο μέσα τους, καὶ τὸ καταλάμπρυναν μὲ τοὺς Θείους νόμους. Καὶ ἔλαμπαν μὲ τὰ εὐσεβῆ ἔργα καὶ λόγια, ἀφοῦ νέκρωσαν τὰ ἐπίγεια μέλη τους μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὸ φόβο καὶ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τή μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν ἀνοίγουν τὰ νοερὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ βλέπουν τὸν Βασιλέα τῶν Δυνάμεων. Καὶ τότε γίνεται χαρὰ μεγάλη καὶ δριμὺς πόθος πού καταφλέγει τὴν ψυχή, ἡ σάρκα συνανυψώνεται κι αὐτὴ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος ὅλος πνευματικός. Αὐτὰ ἀξιώνονται νά ἔχουν οἱ ἐργάτες τῆς μακαρίας ἡσυχίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι χωρίστηκαν ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη παρηγορία καὶ μὲ καθαρότητα συνομιλοῦν μόνοι μὲ μόνο τὸν ἐπουράνιο Κύριο».
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ θεοφιλὴς ἐκεῖνος ἀδελφός, πληγώθηκε ἡ ψυχὴ του ἀπὸ τὸν Θεῖο πόθο καὶ πῆγε μαζὶ του στή σκήτη, ὅπου οἱ πιὸ μεγάλοι Πατέρες εἶχαν διανύσει τὸ δρόμο τῆς εὐσέβειας. Ἐκεῖ κατοίκησαν στή Λαύρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Κολοβοῦ, καί, ἐπειδὴ ἤθελαν νά ζήσουν ἡσυχαστικὴ ζωή, ἀνέθεσαν τὸν ἑαυτὸ τους στή φροντίδα τοῦ οἰκονόμου τῆς Λαύρας.
Ζοῦσαν μὲ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ μεγάλη ἡσυχία, πηγαίνοντας ἐλεύθερα κάθε Σάββατο καὶ Κυριακὴ στήν ἐκκλησία. Τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας ἔμεναν στό κελί, κάνοντας καθένας τὶς προσευχὲς καὶ τὴν ἀκολουθία του.
Ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου γέροντα ἦταν αὐτή: τή νύχτα ὅλη ἔψαλλε τὸ Ψαλτήριο καὶ τὶς Ὠδὲς χωρὶς θόρυβο, καὶ ἔλεγε καὶ μία περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Κατόπιν καθόταν καὶ ἔλεγε μόνος του τὸ «Κύριε ἐλέησον» μὲ προσήλωση καὶ γιά πολλὴ ὥρα, ὥσπου δέν μποροῦσε πιὰ νά τὸ λέει. Καὶ τότε ἔπαιρνε λίγο ὕπνο· καὶ πάλι τὴν αὐγὴ ἔψαλλε τὴν πρώτη Ὥρα καὶ καθόταν στό κάθισμά του προσεκτικὰ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή, ψάλλοντας κατὰ διαλείμματα καὶ λέγοντας ἀπὸ μνήμης περικοπὲς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ἔτσι περνοῦσε κάθε ἡμέρα ψάλλοντας καὶ προσευχόμενος ἀδιαλείπτως, καὶ τρεφόμενος μὲ τή θεωρία τῶν οὐρανίων, ὥστε πολλὲς φορὲς νά ὑψώνεται ὁ νοῦς του στή θεωρία καὶ νά μὴ γνωρίζει ἂν βρίσκεται πάνω στή γῆ.
Ὁ ἀδελφὸς Παυλίνος, βλέποντάς τον νά ἐπεκτείνεται τόσο πολὺ στήν προσευχὴ καὶ νά ἀλλοιώνεται ὁλότελα ἀπὸ τὶς Θεῖες ἔννοιες, τοῦ εἶπε: «Πολὺ κοπιάζεις πάτερ, μὲ τόσα γηρατειὰ νά ταλαιπωρεῖς τὸ σῶμά σου καὶ νά τὸ μεταχειρίζεσαι σὰν δοῦλο.»
Κι ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε: «Πίστεψέ με παιδί μου, τόσο μεγάλη προθυμία καὶ πόθο γιά τὴν ἀκολουθία ἔχει βάλει ὁ Θεὸς μέσα στήν ψυχή μου, ὥστε δέν φτάνουν οἱ δυνάμεις μου νά τὴν ἱκανοποιήσω σ’ ὅλη τὴν ἔκτασή της. Ἀλλὰ ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν νικᾶ τή σωματική μου ἀδυναμία.»
Ἔτσι λοιπὸν ὁ πόθος τοῦ νοῦ του πετοῦσε πάντοτε στόν οὐρανό. Καὶ ὄχι μόνον τίς ἄλλες ὦρες, ἀλλὰ καὶ στήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ.
Κάποτε λοιπὸν ἕνας ἀδελφός πού κατοικοῦσε μαζὶ του, τὸν ρώτησε, ποιὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς θεωρίας. Ἐκεῖνος, ἐπειδὴ τὸν εἶδε ὅτι ἐπιθυμοῦσε νά μάθει καὶ τὸν παρακαλοῦσε, τοῦ εἶπε: «Σοῦ λέω, παιδί μου, ἀληθινά,ὅτι ἂν καθαριστεῖ τελείως ὁ νοῦς, τότε ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκαλύπτει τὶς θεωρίες ἀκόμη καὶ τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων πού Τὸν ὑπηρετοῦν.» Καὶ πάλι τὸν ξαναρώτησε: «Γιατὶ πάτερ, παραπάνω ἀπὸ ὅλη τὴν ἁγία Γραφή, γλυκαίνεσαι περισσότερο μὲ τὸ Ψαλτήριο; Καὶ γιατὶ, ἐνῶ τὸ λὲς ἥσυχα, φαίνεσαι σὰν νά συνομιλεῖς μὲ κάποιον;» Ὁ ἀββᾶς ἀπάντησε: «Νά σοῦ πῶ, παιδί μου· τόσο πολὺ ἔχει βάλει ὁ Θεὸς μέσα στήν ταπεινή μου ψυχὴ τή δύναμη τῶν Ψαλμῶν, ὅσο καὶ στόν προφήτη Δαβίδ, καὶ δέν μπορῶ νά χωριστῶ ἀπὸ τή γλυκύτητα τῶν ποικίλων θεωρημάτων πού βρίσκονται μέσα σ’ αὐτούς. Οἱ Ψαλμοὶ περιέχουν ὅλη τή θεία Γραφῆ».
Καὶ αὐτὰ τὰ ἐκμυστηρεύθηκε στόν ἀδελφὸ μὲ μεγάλη ταπεινοφροσύνη, ἀφοῦ πιέστηκε πολὺ ἀπ’ αὐτόν, θέλοντας νά τὸν ὠφελήσει.
Ἕνας ἀδελφὸς ὀνόματι Ἰωάννης, προερχόμενος ἀπὸ τὰ παράλια, πῆγε στόν ἅγιο αὐτὸ καὶ μεγάλο πατέρα Φιλήμονα, ἔπεσε στά πόδια του καὶ τοῦ εἶπε: «Τὶ νά κάνω πάτερ, γιά νά σωθῶ; Γιατὶ βλέπω ὅτι ὁ νοῦς μου γυρίζει καὶ ῥεμβάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ σὲ πράγματα πού δέν πρέπει;». Ὁ γέροντας, ἀφοῦ σώπασε λίγο, τοῦ εἶπε: «Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι τῶν κοσμικῶν, καὶ τὸ ἔχεις ἀκόμη, ἐπειδὴ δέν ἀπόκτησες τέλειο πόθο τοῦ Θεοῦ. Δέν σοῦ ἦρθε ἀκόμη ἡ θέρμη τοῦ πόθου καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ.» Λέει ὁ ἀδελφός: «Καὶ τὶ νά κάνω Πάτερ;» Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Πήγαινε καὶ ἔχε κρυφὴ μελέτη μέσα στήν καρδιά σου, ἡ ὁποία μπορεῖ νά καθαρίσει τὸ νοῦ σου ἀπὸ αὐτά.» Ὁ ἀδελφός, ὄντας ἀμύητος σ’ αὐτά, λέει στόν Γέροντα: «Τὶ εἶναι ἡ κρυφὴ μελέτη, πάτερ;» Καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπαντᾶ: «Πήγαινε, ἔχε νήψη στήν καρδιά σου καὶ λέγε προσεκτικὰ μέσα στό νοῦ σου μὲ φόβο καὶ τρόμο: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Αὐτὴ εἶναι ἡ συμβουλή πού δίνει ὁ μακάριος Διάδοχος στούς ἀρχαρίους».
Ἔφυγε λοιπὸν ὁ ἀδελφός, καὶ μὲ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ ἡσύχασε, γλυκάθηκε σ’ αὐτὴ τή μελέτη, ἀλλὰ γιά λίγο. Ὅταν ὅμως ἡ μελέτη αὐτὴ σταμάτησε ξαφνικὰ καὶ δέν μποροῦσε νά τὴν καλλιεργήσει μὲ νήψη καὶ νά προσευχηθεῖ, πῆγε πάλι στόν Γέροντα καὶ τοῦ ἀνέφερε ὅ,τι τοῦ εἶχε συμβεῖ. Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Τώρα γνώρισες ἔστω καὶ ἕνα ἴχνος ἡσυχίας καὶ πνευματικῆς ἐργασίας καὶ δοκίμασες τή γλυκύτητα πού προέρχεται ἀπὸ αὐτή. Ἔχε λοιπὸν πάντοτε στήν καρδιά σου αὐτό: Εἴτε τρῶς, εἴτε πίνεις, εἴτε συνομιλεῖς μὲ ἄλλους, εἴτε ἔξω ἀπὸ τὸ κελί σου βρίσκεσαι, εἴτε στό δρόμο βαδίζεις, μὴν παραλείψεις ποτὲ νά ἔχεις αὐτὴ τὴν εὐχὴ στό νοῦ σου μὲ νήψη καὶ συγκέντρωση καὶ νά ψάλλεις καὶ νά μελετᾶς Εὐχὲς καὶ Ψαλμούς. Ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἀνάγκη σου, νά μὴν εἶναι ἀργὸς ὁ νοῦς σου, ἀλλὰ κρυφὰ νά μελετᾶ καὶ νά προσεύχεται. Γιατὶ ἔτσι μπορεῖς νά γνωρίσεις τὰ βάθη τῆς Γραφῆς καὶ τή δύναμη πού κρύβεται σ’ αὐτήν, καὶ νά δώσεις ἀκαταπαύστη ἐργασία στό νοῦ σου, γιά νά ἐκπληρώνεις τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή πού λέει, “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”. Πρόσεχε λοιπὸν μὲ ἀκρίβεια καὶ φύλαγε τὴν καρδιά σου νά μὴ δέχεται πονηροὺς λογισμούς, ἢ ὁποιουσδήποτε, ματαίους καὶ ἀνωφελεῖς. Ἀλλὰ πάντοτε, καὶ ὅταν κοιμᾶσαι καὶ ὅταν τρῶς ἢ πίνεις ἢ συνομιλεῖς, ἡ καρδιά σου κρυφά, ἄλλοτε νά μελετᾶ νοερὰ τοὺς Ψαλμούς, ἄλλοτε νά προσεύχεται μὲ τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με”. Καὶ πάλι ὅταν ψάλλεις μὲ τή γλῶσσα σου, πρόσεχε μὴν ἄλλο λέει τὸ στόμα σου καὶ ἀλλοῦ γυρίζει ὁ νοῦς σου.»
Εἶπε πάλι ὁ ἀδελφός: «Στόν ὕπνο μου βλέπω πολλὲς μάταιες φαντασίες». Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Μὴ βαρεθεῖς καὶ μὴν ἀμελήσεις• ἀλλὰ πρὶν κοιμηθεῖς, νά κάνεις πολλὲς προσευχὲς μέσα σου καὶ ν’ ἀντιστέκεσαι στούς λογισμούς, ὥστε νά μὴ σὲ σέρνει στά θελήματά του ὁ διάβολος, γιά νά σὲ δεχτεῖ ὁ Θεός. Κι ὅσο μπορεῖς φρόντισε, μετὰ τοὺς Ψαλμοὺς καὶ τὴν προσεκτικὴ μελέτη, νά κοιμηθεῖς, καὶ μὴν ἀμελήσεις καὶ ἀφήσεις τὸ νοῦ σου νά δεχτεῖ ξένους λογισμούς, ἀλλὰ μὲ ἐκεῖνα πού προσευχήθηκες, ἐκεῖνα μελετῶντας, πλάγιασε, γιά νά εἶναι μαζί σου ὅταν κοιμᾶσαι, καὶ ὅταν ξυπνήσεις νά σοῦ μιλήσουν. Νά λές καὶ τὸ ἅγιο Σύμβολο τῆς Πίστεως προτοῦ πλαγιάσεις. Γιατὶ ἡ ὀρθὴ πίστη περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγὴ καὶ φύλαξη ὅλων τῶν ἀγαθῶν».
Ὁ ἀδελφὸς στή συνέχεια ῥώτησε: «Δεῖξε ἀγάπη, πάτερ, καὶ πές μου, ποία ἐργασία κάνει ὁ νοῦς σου; Δίδαξέ με, γιά νά σωθῶ καὶ ἐγώ.» Ὁ γέροντας τοῦ ἀπάντησε: «Γιατὶ θέλεις νά περιεργάζεσαι αὐτὰ τὰ πράγματα;». Σηκώθηκε τότε ὁ ἀδελφός, ἔπιασε τὰ πόδια τοῦ ἁγίου, καὶ καταφιλώντας τα τὸν παρακαλοῦσε νά τοῦ πεῖ. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ὧρες, τοῦ εἶπε: «Δέν μπορεῖς ἀκόμη νά τὰ ἀντέξεις• γιατὶ τὸ νά ἀπονέμει κανεὶς τὸ κατάλληλο ἔργο σὲ κάθε αἴσθηση, εἶναι ἰδίωμα ἀνθρώπου πού ἀπόκτησε ἕξη στήν ἀρετή. Οὔτε εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνος πού δέν εἶναι τελείως καθαρὸς ἀπὸ τὶς μάταιες σκέψεις τοῦ κόσμου, νά ἀξιωθεῖ νά λάβει αὐτὸ τὸ χάρισμα. Γι’ αὐτό, ἂν ἐπιθυμεῖς αὐτά, κράτησε τὴν κρυφὴ μελέτη μὲ καθαρή καρδιά. Γιατὶ, ἂν γίνεται ἀδιάλειπτα ἡ προσευχή σου καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν, τότε ἀνοίγουν τὰ νοερὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ ἔρχεται σ’ αὐτὴν χαρὰ μεγάλη καὶ ἕνας πόθος ἀνέκφραστος καὶ πολὺ δυνατός, σὲ σημεῖο πού νά καίγεται καὶ ἡ σάρκα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ὥστε νά γίνεται ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος πνευματικός. Εἴτε λοιπὸν τή νύχτα, εἴτε τὴν ἡμέρα σὲ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νά προσευχηθεῖς ἀπερίσπαστα μὲ καθαρὸ νοῦ, μὴν περιοριστεῖς στόν κανόνα σου, ἀλλὰ μὲ ὅση δύναμη ἔχεις, νά ἐπεκτείνεσαι στήν προσευχὴ καὶ ν’ ἀφοσιώνεσαι στόν Θεό. Καὶ Αὐτὸς φωτίζει τὴν καρδιά σου ποιά πνευματικὴ ἐργασία νά κάνεις.» Πρόσθεσε δὲ καὶ τοῦτο: «Κάποτε ἦρθε ἕνας Γέροντας νά μὲ ἐπισκεφθεῖ· τὸν ῥώτησα γιά τὴν πνευματικὴ του κατάσταση καί μοῦ ἀπάντησε: “Δύο χρόνια ὁλόκληρα παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά χωρὶς ν’ ἀπογοητεύομαι, γιά νά μοῦ δώσει τὸ χάρισμα νά τυπωθεῖ ἀκατάπαυστα καὶ χωρὶς περισπασμὸ μέσα στήν καρδιά μου ἡ προσευχή πού παρέδωσε ὁ Ἴδιος στούς μαθητὲς Του. Καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν κόπο μου καὶ τὴν ὑπομονή μου, μοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα ὁ μεγαλόδωρος Κύριος».
Ἔλεγε ἀκόμη: «Οἱ λογισμοί πού γεννιοῦνται στή διάνοια γύρω ἀπὸ τὰ μάταια, εἶναι ἀσθένειες ὀκνηρὴς καὶ ἄνεργης ψυχῆς. Πρέπει λοιπόν, ὅπως λέει ἡ Γραφή, νά φρουροῦμε τὸ νοῦ μας μὲ κάθε τρόπο, καὶ νά ψάλλουμε χωρὶς περισπασμὸ μὲ συναίσθηση καὶ νά προσευχόμαστε μὲ καθαρὸ νοῦ. Λοιπὸν ἀδελφοί, ὁ Θεὸς θέλει νά τοῦ δείξομε τὴν ἐπιμέλεια μας πρῶτα μὲ κόπους καὶ ἔπειτα μὲ ἀγάπη καὶ μὲ ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ Ἐκεῖνος μᾶς δίνει τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι, ἄλλος δρόμος πού ἀνεβάζει στόν οὐρανὸ δέν εἶναι παρὰ ἡ τέλεια ἡσυχία, ἡ ἀποφυγὴ ὅλων τῶν κακῶν, ἡ ἀποκτήση τῶν καλῶν, ἡ τέλεια ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἕνωση μαζὶ Του μὲ ἁγιότητα καὶ κάθε ἀρετή. Ἂν φτάσει σ’ αὐτὰ κάποιος, γρήγορα θ’ ἀνεβεῖ στό χῶρο τοῦ οὐρανοῦ. Ὁπωσδήποτε ὅμως, ἐκεῖνος πού θέλει νά φτάσει σ’ αὐτὸ τὸ ὕψος, πρέπει νά νεκρώσει τὰ μέλη του πού ἐπιθυμοῦν τὰ γήινα. Γιατὶ ὅταν ἡ ψυχὴ μας εὐφραίνεται μὲ τή θεωρία τοῦ πραγματικοῦ ἀγαθοῦ, δέν ἐπιστρέφει σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἡδονῆς, ἀλλὰ ἀφοῦ ἀποστραφεῖ κάθε σωματικὴ ἡδυπάθεια, δέχεται μὲ καθαρή καὶ ἀμολύντη διάνοια τή φανέρωση τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε λοιπὸν ἀνάγκη ἀπὸ μεγάλη προσοχὴ καὶ σωματικοὺς κόπους καὶ κάθαρση τῆς ψυχῆς, γιά νά κάνουμε τὸν Θεὸ ἔνοικο στίς καρδιὲς μας, ὥστε νά ἐκτελοῦμε στό ἑξῆς χωρὶς πλάνη τίς Θεῖες Του ἐντολές. Καὶ τότε Αὐτὸς μᾶς μαθαίνει νά τηροῦμε μὲ ἀσφάλεια τοὺς νόμους Του, στέλνοντάς μας σὰν ἡλιακὲς ἀκτῖνες τίς ἐνέργειές Του μὲ τή χάρη τοῦ Πνεύματός Του πού ἔχει βάλει μέσα μας. Γιατὶ μὲ κόπους καὶ πειρασμοὺς πρέπει νά ἀποκαθάρομε τή Θεία εἰκόνα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία γίναμε λογικοὶ καὶ δεκτικοὶ κάθε συνέσεως καὶ τῆς ὁμοιώσεως μὲ τὸν Θεό• ἔχοντας τὶς αἰσθήσεις ἄμικτες ἀπὸ κάθε κηλῖδα, πυρακτώνοντάς τις, κατὰ κάποιο τρόπο, στό καμίνι τῶν πειρασμῶν καὶ μεταμορφούμενοι στό βασιλικὸ ἀξίωμα.
Ὁ Θεὸς ἔκανε τὴν ἀνθρώπινη φύση μέτοχο κάθε ἀγαθοῦ, ἱκανὴ νά θεωρεῖ νοερὰ τὶς χορεῖες τῶν Ἀγγέλων, τὶς δόξες τῶν Κυριοτήτων τίς Δυνάμεις, τὶς Ἀρχές, τὶς Ἐξουσίες, τὸ φῶς τὸ ἀπλησίαστο, τή δόξα τὴν ὑπέρλαμπρη. Ὅταν ὅμως κατορθώσεις ἀρετή, ἂς μὴν ὑψωθεῖ ὁ λογισμός σου ἀπέναντι τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὅτι ἐσὺ κατόρθωσες καὶ ἐκεῖνος ἀμέλησε· αὐτὸ εἶναι ἀρχὴ ὑπερηφάνειας.
Πρόσεχε μὲ ὅλη σου τή δύναμη νά μὴν κάνεις τίποτε γιά νά ἀρέσεις στούς ἀνθρώπους. Ἂν ἀγωνίζεσαι ἐναντίον πάθους, μὴν ἀποκάμεις, οὔτε νά λιγοψυχήσεις, ἂν ἐπιμένει ὁ πόλεμος. Σήκω καὶ ῥίξε τὸν ἑαυτὸ σου μπροστὰ στόν Θεὸ μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά καὶ πές μαζὶ μὲ τὸν Προφήτῃ: “Δίκασε, Κύριε, αὐτούς πού μ’ ἀδικοῦν, γιατὶ ἐγὼ δέν μπορῶ νά τοὺς νικήσω.” Καὶ ὁ Θεός, βλέποντας τὴν ταπείνωσή σου, θὰ σοῦ στείλει τὸ ταχύτερο τή βοήθειά Του. Ὅταν πάλι περπατᾶς μαζὶ μὲ ἄλλον στό δρόμο, μὴ δεχτεῖς μάταιη συνομιλία, ἀλλὰ δῶσε στό νοῦ σου τὴν πνευματικὴ ἐργασία πού εἶχε, γιά νά τοῦ γίνει καλὴ συνήθεια, νά λησμονήσει τὰ τερπνὰ τοῦ κόσμου καὶ νά φτάσει τελικὰ στό λιμάνι τῆς ἀπαθείας».
Μὲ τέτοια καὶ πολλὰ ἄλλα ἀφοῦ κατήχησε τὸν ἀδελφό, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐχὴ του καὶ τὸν ἄφησε νά φύγει.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ξαναγύρισε ὁ ἀδελφὸς καὶ ἐρώτησε πάλι τὸν γέροντα: «Τὶ νά κάνω, πάτερ; Στή νυκτερινή μου ἀκολουθία μὲ βαραίνει ὁ ὕπνος καὶ δέν μὲ ἀφήνει νά προσευχηθῶ μὲ νήψη, ἀλλὰ οὔτε καὶ νά ἀγρυπνήσω πολύ, καὶ ὅταν ψάλλω, μοῦ ἔρχεται ν’ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ ἐργόχειρο».
Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ὅταν μπορεῖς νά προσεύχεσαι μὲ νήψη, μὴ στραφεῖς στό ἐργόχειρο. Ἂν ὅμως σὲ κυριέψει ἀκηδία, κουνήσου λιγάκι, ἀπείλησε τὸν λογισμὸ καὶ πιάσε τὸ ἐργόχειρο». Ὁ ἀδελφὸς εἶπε πάλι σ’ αὐτόν: «Ἐσένα, δεσπότα, δὲ σὲ βαραίνει ὁ ὕπνος στήν ἀκολουθία σου;». Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Σπάνια, ἂν ὅμως κάποτε μοῦ ἔρθει, κινοῦμαι καὶ λέω ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὑψώνοντας τὰ μάτια τῆς διανοίας στόν Θεό, καὶ εὐθὺς ἐξαφανίζεται. Τὸ ἴδιο κάνω καὶ μὲ τοὺς λογισμούς· ὅταν ἔρθει κάποιος λογισμός, τὸν ἀντιμετωπίζω μὲ καυτά δάκρυα σὰν φωτιά, καὶ ἐξαφανίζεται. Ἐσὺ ὅμως δέν μπορεῖς ἀκόμη νά ὁπλιστεῖς ἔτσι, ἀλλὰ μᾶλλον κράτα πάντοτε τὴν κρυφὴ μελέτη καὶ τὶς προσευχές πού ὅρισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες γιά τὴν ἡμέρα: τὶς Ὧρες Τρίτη, Ἕκτη καὶ Ἐνάτη καὶ τὸν ἑσπερινό· φρόντισε νά ἐπιτελεῖς καὶ τὶς νυκτερινὲς ἀκολουθίες. Μὲ ὅλη σου τή δύναμη φρόντισε νά μὴν κάνεις τίποτε γιά νά ἀρέσεις στούς ἀνθρώπους, οὔτε νά ἔχεις ἔχθρα κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου, γιά νά μὴ χωριστεῖς ἀπὸ τὸν Θεό σου.
Προσπάθησε νά φυλάξεις τή διάνοιά σου ἀμετεώριστη, στραμμένη μὲ ἐπιμέλεια στούς ἐσωτερικοὺς λογισμούς. Ὅταν βρίσκεσαι στήν ἐκκλησία καὶ πρόκειται νά μεταλάβεις τὰ Θεῖα Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, μὴ βγεῖς ἔξω, μέχρις ὅτου λάβεις τὴν τέλεια εἰρήνη· στάσου στόν ἴδιο τόπο καὶ μὴ φύγεις ἀπὸ ἐκεῖ μέχρι τὴν ἀπόλυση. Ἔχε στό νοῦ σου ὅτι στέκεσαι στόν οὐρανὸ καὶ ὅτι πρόκειται μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους νά συναντήσεις τὸν Θεὸ καὶ νά τὸν ὑποδεχτεῖς μέσα στήν καρδιάσου. Προετοιμάζου μὲ φόβο καὶ τρόμο πολύ, γιά νά μὴ γίνεις μέτοχος τῶν ἁγίων δυνάμεων ἀνάξια».
Μὲ αὐτὰ ὅπλισε τὸν ἀδελφὸ καὶ ἀφοῦ τὸν ἀνέθεσε στόν Κύριο καὶ στό Πνεῦμα τῆς χάρης Του, τὸν ἄφησε νά φύγει.
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, καὶ ὁ ἀδελφός πού ἦταν μαζὶ του ἔλεγε τὰ ἑξῆς: Κάποτε πού καθόμουν κοντὰ του, τὸν ῥώτησα ἂν δοκίμασε πειρασμοὺς ἀπὸ ἐπιβουλὲς δαιμόνων, ὅταν ἦταν στήν ἔρημο. μοῦ ἀπάντησε: «Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ. Ἂν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νά ἔρθουν σὲ σένα οἱ πειρασμοί πού ὑπέφερα ἀπὸ τὸν διάβολο, δὲν θὰ μπορέσεις νομίζω νά ὑπομείνεις τή δριμύτητά τους. Εἶμαι ἑβδομήντα χρόνων, ἢ καὶ παραπάνω. Ὑπομένω ὅλο καὶ περισσοτέρους· ἔμεινα σὲ διάφορες ἐρήμους σὲ βαθύτατη ἡσυχία καὶ ἔπαθα καὶ ὑπέφερα τόσα ἀπὸ αὐτούς, ποὺ δέν συμφέρει νά διηγηθῶ τή δριμύτητά τους σ’ ἐκείνους πού δὲν δοκίμασαν ἀκόμα τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. Αὐτὸ ἔκανα πάντα στούς πειρασμούς· ὅλη τὴν ἐλπίδα μου τὴν ἔριχνα στόν Θεό, πρὸς τὸν ὁποῖο ἔκανα καὶ τὶς ὑποσχέσεις τῆς ἀπαρνήσεως τοῦ κόσμου. Καὶ Αὐτὸς ἀμέσως μὲ ἔσωζε ἀπὸ κάθε ἀνάγκη. Γι’ αὐτό, ἀδελφέ, δὲ φροντίζω πλέον γιά τὸν ἑαυτό μου. Γιατὶ γνωρίζω ὅτι Ἐκεῖνος φροντίζει γιά μένα καὶ ὑποφέρω ἐλαφρότερα τοὺς πειρασμούς πού μοῦ ἔρχονται. Μόνον αὐτὸ προσφέρω ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, τὸ νά προσεύχομαι ἀδιάλειπτα. Καὶ ξέρω ὅτι ὅσο δυναμώνουν τὰ δεινά, τόσο καὶ προξενοῦνται στεφάνια στόν ὑπομένοντα. Γιατὶ οἱ πειρασμοὶ εἶναι γραμμάτια μπροστὰ στόν δίκαιο Κριτή. Αὐτὰ λοιπὸν ἔχοντας ὑπόψη ἀδελφέ, μὴν πέσεις στή ῥᾳθυμία· γνώριζε ὅτι στέκεσαι κι ἀγωνίζεσαι στό μέσο τοῦ πολέμου καὶ ὅτι εἶναι πάρα πολλοὶ ἐκεῖνοι πού πολεμοῦν μὲ τὸ μέρος μας ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ πῶς ἦταν δυνατὸ νά τολμοῦμε ἐμεῖς νά πολεμοῦμε ἐναντίον τόσο φοβεροῦ ἐχθροῦ τοῦ γένους μας, ἂν δὲ μᾶς κρατοῦσε τὸ πανίσχυρο χέρι τοῦ Θεοῦ Λόγου, προστατεύοντας καὶ φυλάγοντάς μας;
Πῶς θ’ ἄντεχε ἡ ἀνθρώπινη φύση τὶς ἐπιθέσεις του; Λέει σχετικὰ ἡ Γραφή: «Ποιός μπορεῖ νά ἀφαιρέσει τὴν ἐπένδυσή του, ἢ ποῖος μπορεῖ νά διαπεράσει τίς πτυχὲς τοῦ θώρακά του; Ἀπὸ τὸ στόμα του βγαίνουν πυρσοὶ ἀναμμένοι, καὶ πετάγονται φωτιές. Ἀπὸ τὰ ῥουθούνια του βγαίνει πυκνὸς καπνὸς σὰν ἀπὸ φωτιά πού καίει κάρβουνα. Ἡ ψυχὴ του εἶναι πυρακτωμένα κάρβουνα καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του βγαίνει φλόγα. Ἡ δύναμή του συγκεντρώνεται στόν τράχηλό του. Μπροστὰ του τρέχει ἡ καταστροφή. Ἡ καρδιά του εἶναι σκληρὴ σὰν πέτρα, καὶ ἄκαμπτη σὰν τὸ ἀμόνι. Ἀναβράζει τὴν ἄβυσσο ὅπως τὸ φυσερὸ τή φωτιὰ στό χαλκουργεῖο˙•θεωρεῖ τή θάλασσα σὰν ἕνα μυροδοχεῖο καὶ ἔχει στήν κυριαρχία του τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου. Βλέπει κάθε ὑψηλὸ καὶ βασιλεύει πάνω σ’ ὅλα ὅσα εἶναι μέσα στά νερά.
Ἐναντίον αὐτοῦ ἔχουμε νά παλέψουμε, ἀδελφέ. Αὐτὸν τὸν τρομερὸ καὶ δυνατὸ τύραννο ὑποτύπωσε ἡ Γραφή. Ἀλλὰ εὔκολα τὸν νικοῦν ὅσοι ἔχουν ἐπιδοθεῖ νόμιμα στόν ἐρημικὸ βίο, ἐπειδὴ δέν τοὺς συνδέει τίποτε μαζὶ του, καθὼς ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ ἀνδραγαθοῦν στίς ἀρετές. Ἔχουμε ἐμεῖς μαζὶ μας Ἐκεῖνον πού πολεμᾶ μὲ τὸ μέρος μας.
Πές μου, ποιός εἶναι πού πλησίασε τὸν Κύριο καὶ ἀφοῦ ἔλαβε στό νοῦ του τὸν φόβο Του, δέν παρουσίασε ἀλλαγή; Καὶ ποιός εἶναι πού καταλάμπρυνε τὸν ἑαυτὸ του μὲ τοὺς Θείους νόμους καὶ τὰ Θεῖα ἔργα, καὶ δέν ἔκανε τὴν ψυχὴ του ὁλοφώτεινη καὶ ν’ ἀστράφτει μὲ τὰ Θεῖα νοήματα καὶ τοὺς λογισμούς; Αὐτὸς δέν ἀφήνει ποτὲ ἀργή τὴν ψυχὴ του, γιατὶ ἔχει τὸν Θεό πού διεγείρει τὸ νοῦ στό νά ἐπιθυμεῖ ἀκόρεστα τὸ φῶς. Καὶ καθὼς ἡ ψυχὴ αὐτὴ δέχεται συνεχῶς τή Θεία ἐνέργεια, δέν ἀφήνεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα νά ἀποχαυνώνεται στά πάθη• ἀλλὰ σὰν βασιλιᾶς πού μὲ δριμὺ καὶ φοβερὸ μένος κατὰ τῶν ἐχθρῶν, κατακόβοντάς τους ἀλύπητα καὶ χωρὶς νά στρέφεται διόλου πρὸς τὰ πίσω, κερδίζει τή νίκη τοῦ πολέμου, σηκώνοντας τὰ χέρια στόν οὐρανὸ μὲ τὴν πρακτικὴ ἀρετὴ καὶ τὴν προσευχὴ τοῦ νοῦ».
Ὁ ἴδιος ἀδελφὸς ἔλεγε ἄκομα καὶ τοῦτο: «Κοντὰ στίς ἄλλες ἀρετές, εἶχε καὶ αὐτήν: ποτὲ δέν ἀνεχόταν νά ἀκούσει ἀργὸ λόγο. Ἂν κανεὶς ἔλεγε ἀπρόσεκτα κάτι πού δέν ἔτεινε σὲ ψυχικὴ ὠφέλεια, δέν ἀποκρινόταν διόλου. Ἀλλὰ καὶ ὅταν πήγαινα γιά ὑπηρεσία, δέν μὲ ῥωτοῦσε “ποῦ πηγαίνεις;”.
Καὶ ὅταν ἐπέστρεφα, δέν μὲ ῥωτοῦσε “ποῦ ἤσουν;” ἢ “πῶς πῆγες;” ἤ “τί ἔκανες;”. Κάποτε λοιπὸν πῆγα στήν Ἀλεξάνδρεια γιά δουλειά ἀναγκαία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγα στήν Κωνσταντινούπολη γιά ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα, ἀφοῦ χαιρέτησα τοὺς ἄλλους εὐλαβέστατους ἀδελφούς, χωρὶς νά εἰδοποιήσω τὸν Γέροντα. Ἀφοῦ ἔμεινα ἀρκετὸ καιρὸ ἐκεῖ, γύρισα πάλι στή σκήτη κοντὰ του. Αὐτὸς ὅταν μὲ εἶδε, γέμισε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀφοῦ μὲ φίλησε, ἔκανε εὐχὴ καὶ κάθισε, χωρὶς νά μὲ ἐρωτήσει τίποτε, ἀλλὰ ἔμεινε προσηλωμένος στή θεωρία.
Ἄλλοτε πάλι, θέλοντας νά τὸν δοκιμάσω, περίμενα μερικὲς ἡμέρες, χωρὶς νά τοῦ δώσω ψωμί. Αὐτὸς οὔτε ζήτησε, οὔτε μοῦ εἶπε τίποτε. Ἐγὼ ὕστερα ἀπ’ αὐτά, τοῦ ἔβαλα μετάνοια καὶ τοῦ εἶπα: “Δεῖξε ἀγάπη, πάτερ, καὶ πές μου, δὲ λυπήθηκες πού δέν σοῦ ἔφερα κατὰ τή συνήθειᾳ νά φᾶς;” Μοῦ ἀποκρίθηκε: “Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ. Καὶ εἴκοσι ἡμέρες ἂν δέν μοῦ δώσεις ψωμί, δέν σοῦ ζητῶ. Ὅσο ἀντέχει ἡ ψυχή μου, ἔτσι ἀντέχει καὶ τό σῶμα μου”. Τόσο πολὺ ἦταν ἀπασχολημένος μὲ τή θεωρία τοῦ ὄντως Ἀγαθοῦ.
Ἔλεγε ἐπίσης ὅτι “ἀφότου ἦρθα στή σκήτη, δέν ἐπέτρεψα στό λογισμό μου νά βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ κελί, οὔτε καὶ ἄλλο λογισμὸ παραδέχθηκα μὲ τὸ νοῦ μου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς τιμωρίες στόν μέλλοντα αἰῶνα.
Εἶχα πάντοτε στό νοῦ μου τὴν τιμωρία πού ἔχει ἀπειλήσει ὁ Θεὸς κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν, τὸ αἰώνιο πῦρ καὶ τὸ σκότος τὸ ἐξώτερο, σὲ ποία κατάσταση βρίσκονται οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων, καὶ ποιά εἶναι τὰ ἀγαθά πού εἶναι ἑτοιμασμένα γιά τοὺς δικαίους, καὶ πῶς ὁ καθένας ἀπολαμβάνει τὸ μισθὸ του ἀνάλογα μὲ τὸν κόπο του: ἕνας γιά τοὺς πολλοὺς κόπους του, ἄλλος γιά τὴν ἐλεημοσύνη του καὶ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του, ἄλλος γιά τὴν ἀκτημοσύνη του καὶ τὴν ὁλικὴ ἀπάρνηση τοῦ κόσμου, ἄλλος γιά τὴν ταπεινοφροσύνη του καὶ τὴν ἀκρότατη ἡσυχία του, ἄλλος γιά τὴν τέλεια ὑποταγὴ του, ἄλλος γιά τὴν ξενιτεία του.
Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν συλλογίζομαι καὶ δέν ἐπιτρέπω σὲ ἄλλο λογισμὸ νά εἰσχωρήσει μέσα μου, οὔτε μπορῶ νά βρίσκομαι ἀκόμα μὲ .τοὺς ἀνθρώπους, ἢ ν’ ἀπασχολήσω τὸ νοῦ μου μὲ αὐτούς, γιά νά μὴν ἀποχωριστῶ ἀπὸ τὶς ἁγιότερες σκέψεις”.
Σ’ αὐτὰ πρόσθετε καὶ τή διήγηση κάποιου μοναχοῦ κι ἔλεγε ὅτι “εἶχε φτάσει σὲ ἀπάθεια καὶ δεχόταν τὸ ψωμὶ του ἀπὸ χέρι ἀγγέλου. Ἀπὸ τὴν ἀμέλειά του ὅμως, ἔχασε αὐτὴ τὴν τιμή. Γιατὶ ὅταν ἡ ψυχὴ χαλαρώσει τή συγκέντρωση καὶ τὴν ἔνταση τοῦ νοῦ, τότε τὴν κυριεύει ἡ νύχτα. Ὅπου δὲ φωτίζει ὁ Θεός, ὅλα εἶναι σκορπισμένα σὰν μέσα στό ζόφο καὶ δὲν μποροῦν νά βλέπουν τὸν Θεὸ μόνο καὶ νά τρέμουν τοὺς λόγους Του.
Λέει ὁ Κύριος: ‘Ἐγὼ εἶμαι Θεός πού σᾶς πλησιάζω, καὶ ὄχι Θεὸς ἀπὸ μακριά. Εἶναι δυνατὸν νά κρυφτεῖ κανεὶς στό πιὸ κρυφὸ μέρος κι ἐγὼ νά μὴ τὸν δῶ; Μήπως ἐγὼ δὲ γεμίζω τὸν οὐρανὸ καὶ τή γῆ;” Θυμόταν καὶ πολλοὺς ἄλλους πού ἔπαθαν τὰ ἴδια.
Κοντὰ σ’ αὐτὰ ἀνέφερε καὶ τὴν πτώση τοῦ Σολομῶντα, “ὁ ὁποῖος, ἔλεγε, ἂν καὶ ἔλαβε τόση σοφία καὶ δοξαζόταν ἀπὸ ὅλους γιατὶ ἦταν σὰν τὸ πρωινὸ ἀστέρι καὶ σκόρπιζε σ’ ὅλους τή λάμψη τῆς σοφίας του, ὡστόσο γιά μία μικρὴ ἡδονὴ ἔχασε τή δόξα. Εἶναι νά φοβᾶται κανεὶς τὴν ἀμέλεια. Πρέπει νά προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα, γιά νά μὴν ἔρθει ξένος λογισμὸς καὶ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ κολλήσει κάτι ξένο στό νοῦ μας. Γιατὶ ἡ καθαρή καρδιά ἀφοῦ γεμίσει ὁλόκληρη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, βλέπει μέσα της καθαρὰ σὰν σὲ καθρέφτη ὅλο τὸν Ἴδιο τὸν Θεό.”
Ὅταν τ’ ἄκουσα αὐτά, συνέχισε ὁ ἀδελφός, κατάλαβα στήν πράξη ὅτι τὰ σαρκικὰ πάθη ἦταν ὁλότελα ἀνενεργὰ σ’ αὐτόν. Ἐπιθυμοῦσε πάντοτε τὰ καλύτερα, ὥστε πάντοτε νά φαίνεται ὅτι μεταμορφωνόταν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα• στέναζε μ’ ἀνεκφράστους στεναγμούς, στρεφόταν μέσα του καὶ ζύγιζε τὸν ἑαυτὸ του, καὶ ἀγωνιοῦσε μήπως κάτι μπεῖ κρυφὰ στή διάνοιά του καὶ θολώσει τὴν καθαρότητά της καὶ τοῦ δημιουργηθεῖ, χωρὶς νά τὸ καταλάβει, καμιὰ ἀφορμὴ γιά ψόγο.
Βλέποντας ἐγὼ αὐτά, εἶπε ὁ ἀδελφός πού ἦταν κοντὰ του, καὶ παρακινούμενος ἀπὸ ζῆλο νά κάνω καὶ ἐγὼ τὰ ὅμοια κατορθώματα, τὸν πλησίαζα καὶ τὸν ῥωτοῦσα συχνά: “Πῶς μπορῶ νά ἀποκτήσω καὶ ἐγὼ καθαρὸ νοῦ, ὅπως καὶ σύ;” Κι αὐτός μοῦ ἔλεγε: “Πήγαινε καὶ κοπίασε. Γιατὶ χρειάζεται κόπος καὶ πόνος καρδίας. Ἐκεῖνα πού εἶναι ἄξια τοῦ ζήλου καὶ τῶν κόπων μας, δέν μᾶς ἔρχονται ὅταν κοιμόμαστε καὶ εἴμαστε ξαπλωμένοι, ἀφοῦ καὶ τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ δέν ἔρχονται χωρὶς κόπο. Πρέπει λοιπὸν ἐκεῖνος πού θέλει νά φτάσει σὲ πνευματικὴ προκοπή, πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά ἀπαρνηθεῖ τὰ θελήματά του καὶ νά ἀποκτήσει τὸ παντοτινὸ πένθος καὶ τὴν ἀκτημοσύνη. Νά μὴν προσέχει ἁμαρτίες ἄλλων, ἀλλὰ μόνον τίς δικὲς του καὶ νά κλαίει γι’ αὐτὲς ἡμέρα καὶ νύχτα, καὶ νά μὴν ἔχει φιλία μὲ κανένα. Ἡ ψυχή πού ἔχει πόνο ἀπὸ συμφορὲς καὶ ἐλέγχεται ἀπὸ τή θύμηση τῶν ἁμαρτιῶν της, γίνεται νεκρὴ γιά τὸν κόσμο, καὶ ὁ κόσμος νεκρώνεται γι’ αὐτήν, δηλαδὴ γίνονται ἄπρακτα τὰ πάθη τῆς σάρκας, καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀργὸς γι’ αὐτά.
Ἐκεῖνος πού ἀπαρνεῖται τὸν κόσμο καὶ πηγαίνει μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡσυχάζει, ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ φυλάει καθαρή τή Θεία εἰκόνα καὶ ἀποκτᾶ τή Θεία ὁμοιώση. Γιατὶ δέχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ τή χορηγία τοῦ Πνεύματος καὶ γίνεται οἶκος Θεοῦ καὶ ὄχι οἶκος δαιμόνων• παρουσιάζει ἔργα δίκαια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ψυχή πού εἶναι καθαρή ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ σαρκικοὺς μολυσμοὺς καὶ δέν ἔχει καμία κηλῖδα ἢ ῥυτίδα, θὰ στεφθεῖ μὲ τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, καὶ θὰ λάμπει ὁλοκλήρη ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀρετῆς.
Ἂν κάποιος στήν ἀρχὴ τῆς ἀποταγῆς του ἀπὸ τὸν κόσμο δέν ἔχει πένθος στήν καρδιά του, οὔτε δάκρυα πνευματικά, οὔτε θύμηση τῆς ἀτελεύτητης κολάσεως, οὔτε ἀληθινὴ ἡσυχία, οὔτε ἐπίμονη προσευχή, οὔτε ψαλμωδία, οὔτε μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, οὔτε τοῦ ἔγιναν ὅλα αὐτὰ συνήθεια, ὥστε ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη ἐγκαρτέρηση σ’ αὐτὰ νά ἀναγκάζεται ἀπὸ τὸ νοῦ του νά τὰ πράττει καὶ χωρὶς ἀκόμη νά τὸ θέλει, καὶ ἂν δὲ μεγαλώνει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα στό νοῦ του, τότε αὐτὸς βρίσκει ἀκόμη ἀναπαύση στή φιλία τοῦ κόσμου καὶ δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει καθαρὸ νοῦ κατὰ τὴν προσευχή.
Ἡ εὐσέβεια καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καθαρίζουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ κάνουν τὸ νοῦ ἐλεύθερο, τὸν ὁδηγοῦν στή φυσικὴ θεωρία καὶ τὸν κάνουν ν’ ἀγγίζει τή θεολογία, τὴν ὁποία περιμένει μὲ τή μορφή τῆς μακαριότητας, γιατὶ αὐτὴ δίνει ἀπὸ ἐδῶ στούς μετόχους της τὴν πρόγευση τῆς αἰωνίας μακαριότητας καὶ διατηρεῖ τὴν ψυχὴ ἀκλονήτη.
Μὲ ὅλη μας λοιπὸν τή δύναμη, ἂς φροντίσουμε γιά τὴν πρακτικὴ ἐργασία, μὲ τὴν ὁποία ἀνεβαίνουμε στήν εὐσέβεια, ποὺ εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς διάνοιας. Καρπὸς της εἶναι ἡ φυσικὴ θεωρία καὶ ἡ θεολογία. Γιατὶ ἡ πράξη εἶναι πού μᾶς ἀνεβάζει στή θεωρία, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ μεγαλόφωνος καὶ θεολογικότατος αὐτὸς νοῦς. Ἂν λοιπὸν παραμελήσουμε τὴν πρακτικὴ ἀρετή, θὰ εἴμαστε ἄδειοι ἀπὸ κάθε φιλοσοφία. Γιατί, κι ἂν ἀκόμη προχωρήσει κανεὶς στό ἀκρότατο ὅριο τῆς ἀρετῆς, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς ἀσκήσεως, γιά νά χαλιναγωγήσει τίς ἄτακτες ὁρμὲς τοῦ σώματος καὶ νά ἐπιτύχει τὴν ἐπιτηρήση τῶν λογισμῶν του.
Ἔτσι μόλις μποροῦμε νά ἐπιτύχομε νά κατοικήσει μέσα μας ὁ Χριστός. Ὅσο περισσεύει μέσα μας ἡ δικαιοσύνη, τόσο ἀποκτοῦμε τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία. Καὶ ἀφοῦ γίνει τέλειος ὁ νοῦς, πετυχαίνει τὴν ὁλικὴ ἀνάκρασὴ του στόν Θεὸ καὶ περιλάμπεται ἀπὸ τὸ Θεῖο φῶς καὶ τοῦ ἀποκαλύπτονται τὰ ἀπόρρητα μυστήρια. Καὶ τότε μαθαίνει ἀληθινά, ποῦ εἶναι ἡ φρόνηση, ποῦ ἡ δύναμη, ποῦ ἡ σύνεση νά γνωρίσει τὰ πάντα, ποῦ εἶναι ἡ μακροβιότητα καὶ ἡ ζωή, ποῦ τὸ φῶς τῶν ματιῶν καὶ ἡ εἰρήνη. Γιατὶ ὅσο ὁ νοῦς εἶναι ἀπορροφημένος στή μάχη τῶν παθῶν, δέν ἔχει ἀκόμη καιρὸ ν’ ἀπολαύσει ὅλα αὐτά. Κι αὐτὸ γιατὶ οἱ ἀρετὲς καὶ οἱ κακίες κάνουν τυφλὸ τὸ νοῦ. Οἱ κακίες, γιά νά μὴ βλέπει τὶς ἀρετές• οἱ ἀρετές, γιά νά μὴ βλέπει τὶς κακίες. Ὅταν ὅμως πάψει ὁ πόλεμος καὶ ἀξιωθεῖ νά λάβει πνευματικὰ χαρίσματα, τότε γίνεται ὁλόκληρος φωτοειδής, καθὼς ἐνεργεῖ πυκνὰ ἐπάνω του ἡ χάρη καὶ στέκεται ἀκλόνητος στή θεωρία τῶν πνευματικῶν.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δέν εἶναι δεμένος μὲ τὰ γήινα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ θάνατο ἔχει μεταβεῖ στή ζωή. Ἐκεῖνος λοιπόν πού ἀκολουθεῖ τή ζωή τοῦ ζήλου καὶ προσέρχεται στόν Θεό, πρέπει νά ἔχει ἁγνὴ τὴν καρδιά καὶ καθαρὸ τὸ στόμα του, γιά νά μπορέσει ὁ καθαρὸς λόγος πού βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα νά ὑμνήσει ἄξια τὸν Θεό. Γιατὶ ἡ ψυχή πού ἔχει ἀφοσιωθεῖ στόν Θεό, συνομιλεῖ διαρκῶς μαζὶ Του.
Ἂς θελήσουμε λοιπόν, ἀδελφοί, νά φτάσομε σ’ αὐτὴ τὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν καὶ νά μὴ μείνουμε στή γῆ προσηλωμένοι στά πάθη. Γιατὶ ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται καὶ ἀξιώθηκε νά πλησιάσει στόν Θεὸ καὶ νά γίνει μέτοχος τοῦ ἁγίου φωτὸς καὶ νά πληγωθεῖ ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ, ἀπολαμβάνει τὸν Θεὸ μὲ πνευματικὴ καὶ ἀπερίγραπτη εὐφροσύνη, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Ψαλμός: “Ἔχε ὡς τρυφή σου τὸν Κύριο, καὶ θὰ σοῦ δώσει ὅ,τι ζητᾶ ἡ καρδιά σου. Καὶ θὰ προβάλει τή δικαιοσύνη σου σὰν τὸ φῶς, καὶ τὴν κρίση Του γιά σένα σὰν τή λαμπρότητα τοῦ μεσημεριοῦ”. Ὅπως λέει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος, ποῖος πόθος ψυχῆς εἶναι τόσο δυνατὸς καὶ ἀφόρητος, ὅσο ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται στήν ψυχὴ ὅταν εἶναι καθαρή ἀπὸ κάθε κακία, καὶ λέει μὲ ἀληθινὴ διάθεση καρδίας: “Εἶμαι ἐγὼ λαβωμένη ἀπὸ ἀγάπη.”; Οἱ ἀστραπὲς τοῦ Θείου κάλλους εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε περιγραφὴ καὶ διήγηση. Δέν μπορεῖ νά τὶς παραστήσει ὁ λόγος, δέν μπορεῖ νά τὶς δεχτεῖ ἡ ἀκοή. Καὶ ἂν τὶς παρομοιάσεις μὲ τὸ φῶς τοῦ αὐγερινοῦ, ἢ μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς σελήνης, ἢ μὲ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ὅλα αὐτὰ εἶναι πολὺ φτωχὰ γιά νά μᾶς κάνουν νά φανταστοῦμε τή δόξα ἐκείνη, καὶ περισσότερο ὑπολείπονται στή σύγκριση μὲ τὸ ἀληθινὸ φῶς, ἀπ’ ὅσο διαφέρει ἡ βαθιὰ νύχτα ἢ τὸ ἀπαίσιο σκοτάδι ἀπὸ ἕνα κατάλαμπρο μεσημέρι. Αὐτὰ μᾶς παρέδωσε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ θεσπέσιος διδάσκαλος, ποὺ ἔμαθε καὶ διδάχτηκε ἀπὸ τὴν πεῖρα».
Αὐτὰ λοιπόν, κι ἀκόμη περισσότερα, διηγήθηκε ὁ ἀδελφός πού ἔμενε κοντὰ στόν ἀββᾶ Φιλήμονα. Ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὸ ποῦ θά πῶ, ποιός δέν θὰ θαυμάσει, πού εἶναι μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ταπεινοφροσύνης του; Γιατὶ ἐνῶ εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ πολὺν χρόνο τὴν ἱερωσύνη καὶ εἶχε ἐγγίσει τὰ οὐράνια, τόσο μὲ τὸ βίο του, ὅσο καὶ μὲ τή γνώση του, ἀπέφευγε τόσο πολὺ τὸ μέγεθος τῶν Θείων ἱερουργιῶν, ὥστε στά πάμπολλα χρόνια τῶν ἀγώνων του, δέν τόλμησε σχεδὸν νά πλησιάσει τὴν ἁγία Τράπεζα.
Ἀλλὰ καὶ τὰ ἅγια μυστήρια, ἂν καὶ ζοῦσε μὲ τόση αὐστηρότητα, δέν μεταλάμβανε, ὅταν τύχαινε νά συναντηθεῖ μὲ ἀνθρώπους. Ὅταν δὲ ἔμελλε νά μεταλάβει τὰ Θεῖα μυστήρια, ἐξιλέωνε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ μὲ προσευχὲς καὶ ψαλμωδίες καὶ ἐξομολογήσεις, γιατὶ ἔνοιωθε φρίκη ὅταν ἄκουε τή φωνή τοῦ Ἱερέα νά λέει: «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις». Γιατὶ ἔλεγε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη ἁγίους Ἀγγέλους καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Βασιλεὺς τῶν Δυνάμεων εἶναι παρών καὶ ἱερουργεῖται μυστικὰ καὶ μέσα στίς καρδιὲς μας μεταβάλλεται σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Πρέπει ἐμεῖς μὲ ἁγνότητα καὶ καθαρότητα καὶ βγαίνοντας κατὰ κάποιο τρόπο ἀπὸ τή σάρκα, χωρὶς κανένα ἀπολύτως δισταγμὸ καὶ ἐνδοιασμὸ νά τολμοῦμε νά κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, γιά νά γίνουμε μέτοχοι τοῦ φωτισμοῦ πού προέρχεται ἀπὸ αὐτά. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἔβλεπαν τοὺς ἀγγέλους πού τοὺς παρακολουθοῦσαν, γι’ αὐτὸ καὶ φύλαγαν τοὺς ἑαυτοὺς των μὲ σιωπή, χωρὶς νά συνομιλοῦν μὲ κανένα».
Ἀκόμη ἔλεγε καὶ τοῦτο: Ἂν ἦταν ἀνάγκη νά πουλήσει τὸ ἐργόχειρό του ὁ ἴδιος, γιά νά μὴν ἐπακολουθήσει ἀπὸ τή συζήτηση κανένα ψεῦδος, ἢ ὅρκος, ἢ περιττολογία, ἢ καμμιὰ ἄλλη ἁμαρτία, ὑποκρινόταν ὅτι εἶναι μωρός. Καὶ ὁ καθένας πού ἤθελε νά ἀγοράσει, ἔπαιρνε ἀπ’ αὐτὸν καὶ τοῦ ἔδινε ὅ,τι ἤθελε. Ὡς ἐργόχειρο εἶχε τὸ πλέξιμο μικρῶν καλαθιῶν. Δεχόταν εὐχαρίστως ὅ,τι τοῦ ἔδιναν, χωρὶς διόλου νά μιλάει, ὁ πραγματικὰ φιλόσοφος αὐτὸς ἄνθρωπος.
http://www.imaik.gr/?p=398#more-398
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου