ΟΜΙΛΙΑ
Ζ΄
Οἱ
πόλεμοι
δέν
εἶναι
κακοί.
Ὁ
πόλεμος δέν σημαίνει καταστροφή· εἶναι
ἕνα ἐρέθισμα, γιά νά ξυπνήσουμε, γιά
νά ἀντισταθοῦμε, γιά νά στεφανωθοῦμε,
γιά νά μᾶς ἐπαινέσουν οἱ ἄγγελοι στόν
ἄλλο κόσμο. Ἡ δουλειά, τό μεροκάματο
δέν κάνει κακό στόν ἐργάτη, ἀλλά μᾶλλον
τοῦ γεμίζει τήν τσέπη ἀπό χρήματα. Κι
ἐμεῖς, ἄν θέλουμε νά πλουτίσουμε
ψυχικά, νά δεχώμεθα τούς πειρασμούς σάν
πόλεμο, σάν ἐρέθισμα, γιά νά παλέψουμε
μέ τόν κακό δαίμονα τοῦ πάθους, τῆς
ἀδυναμίας, γιά νά νικήσουμε καί χάριτι
Θεοῦ νά προχωρήσουμε. Διότι ἄν δέν
νικήσουμε ἕνα πειρασμό, θά μᾶς δέρνη
σ᾿ ὅλη τήν ζωή μας. Θά τόν σέρνουμε ἀπό
πίσω μας σάν ἕνα βρώμικο ἀντικείμενο.
Γι᾿ αὐτό ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ἔρχωνται
οἱ πόλεμοι· γιά νά νικήσουμε καί νά
ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τά ἄτιμα πάθη πού
βρωμίζουν τήν ψυχή. Ὁ καθένας μας τό
αἰσθάνεται αὐτό, ὅταν ἕνα πάθος τόν
πολεμᾶ, διότι αἰσθάνεται τή βρωμιά τοῦ
πάθους, τοῦ διαβόλου. Ἐνῷ ὅταν εἶναι
ἀπηλλαγμένος, καθαρός καί ἁγνός,
αἰσθάνεται τήν εὐωδία τῆς καθαρότητος
καί ἁγνότητος.
Ὅπως μέ ἕνα ροῦχο πού
φοράει ὁ ἄνθρωπος καί εἶναι βρώμικο,
μυρίζει ἐπάνω του, τό βλέπει, τό
συχαίνεται, δέν νοιώθει καλά καί θέλει
νά τό ἀποβάλη. Ὅταν ὅμως τό πλύνη, τό
σιδερώση καί τό φορέση καί μυρίζει
σαπούνι, καθαρότητα, τό χαίρεται καί
δέν θέλει νά τό βγάλη. Ἔτσι καί μέ τά
πάθη νοιώθουμε ψυχικά.
Ὅταν
δέν βιάζεται ὁ ἄνθρωπος, ἡ ζωή του
εἶναι τυραννισμένη, γιατί ὑποφέρει
ἀπό τό ἔνοχον τῆς συνειδήσεως γιά τήν
ὑποχώρησι καί νοιώθει δυστυχισμένος
μέσα του. Ἐνῷ ὅταν ἀγωνίζεται, νοιώθει
εὐτυχία, νοιώθει χαρά, νοιώθει ὅτι
πράγματι ἡ πνευματική ζωή περικλείει
μέσα της ζωντάνια θείας χάριτος.
Θά
πρέπει νά προσπαθήσουμε νά ἐφαρμόσουμε
αὐτό πού μέ συμβούλεψε ὁ Γέροντάς μου
κατ᾿ ἀρχάς. Προσπαθεῖστε κι ἐσεῖς
γιά τό δικό σας ὄφελος, γιά τήν δική σας
μεγάλη ἐπιτυχία, τήν ἐπιτυχία τοῦ
οὐρανοῦ, ὅσο εἶναι δυνατόν νά μή
λυπήσετε τόν Θεό παρακούοντας στίς
συμβουλές καί στίς ἐντολές πού σᾶς
δίνω. Ἐγώ δέν ἔχω κανένα ὄφελος εἴτε
ἀπό τήν πρόοδο, εἴτε ἀπό τήν ἀποτυχία
σας. Ἐγώ εἶμαι ἁπλῶς κοντά σας, νά σᾶς
βοηθῶ δωρεάν, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ,
νά προχωρήσετε, νά φθάσετε νά γνωρίσετε
τόν Θεό, ὅπως ἔχει. Ἕνας δάσκαλος
πληρώνεται καί εἶναι ἀναγκασμένος νά
διδάσκη καί νά ὑπομένη κάποιες ἀταξίες
τῶν παιδιῶν. Ἀλλά ἐδῶ δέν ἔχουμε τό
ἴδιο· ἐδῶ ὅλα γίνονται δωρεάν, ὅλα
γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη
τοῦ πλησίον. Ὅ,τι λέγεται σάν ἐντολή
καί σάν νουθεσία, εἶναι ἁπλῶς καί μόνον
γιά νά ὠφεληθῆτε, νά νικήσετε τόν
πειρασμό καί τά πάθη καί νά φθάσετε στόν
Θεό.
Ἑπομένως
εἶναι μεγάλο κέρδος σας τό νά «ποντάρετε»
σ᾿ αὐτό καί νά πῆτε: «Πρέπει νά
ἀγωνισθῶ, νά μή λυπήσω τόν Θεό διά τοῦ
Γέροντος, ἀλλά νά εὐχαριστήσω τόν Θεό
ἐφαρμόζοντας αὐτά τά ὁποῖα νουθετοῦμαι
ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει
μπῆ σ᾿ ἕνα πολύ δύσκολο ζυγό γιά τήν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί γιά τήν ἀγάπη τήν
δική μας. Ἄς προσπαθήσω νά τόν ἀναπαύσω,
γιά νά ἀναπαύσω τόν Θεό, νά μέ δῆ
προχωρημένο πνευματικά, νά μέ βλέπη νά
ἀγωνίζωμαι, νά ἀντικρούω σωστά, κι ἄς
ἔχω τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μου· κι
αὐτό εἶναι μεγάλο κατόρθωμα».
Ἕνας
πνευματικός ἄνθρωπος λοιπόν, ἕνας
ὁδηγός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καλά τά
πράγματα, ὅταν βλέπη νά ἀγωνίζεται
ἕνας ὑποτακτικός του, ξέρει ὅτι μετά
ἀπό τόν ἀγῶνα, ὁπωσδήποτε θά δεχθῆ
τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἀποκλείεται νά μή
δεχθῆ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Καί κατά
κάποιον τρόπον προβλέπει καί πόση Χάρι
θά πάρη.
Λοιπόν
κακό δέν εἶναι τό ὅτι ἔχουμε πολέμους,
κακό εἶναι, ὅταν ἐμεῖς δέν ἀντιπολεμοῦμε
καλά. Νά βρεθοῦμε ἀγωνιζόμενοι, νά
χτυπᾶμε τά πάθη, νά ἐξομολογούμεθα
εἰλικρινά, νά μήν ἔχουμε κρατούμενα
μέσα στήν ψυχή μας, διότι αὐτά τά
κρατούμενα γίνονται σφῆνα, ἀπό ὅπου
χώνεται ὁ διάβολος μέσα στήν ψυχή καί
ἀπό κεῖ κάνει τό ἀνατίναγμα, τήν
κατάρρευσι τοῦ πνευματικοῦ σπιτιοῦ
τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν ἔπεσαν ἄνθρωποι στόν
πνευματικό ἀγῶνα, ἦταν γιατί μέσα τους
ἄφησαν κατάλοιπα. Δέν εἶχαν στήν ζωή
τους εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι, δέν ἔκαναν
βαθειά τομή στήν ψυχή τους, δέν ἔβγαλαν
καί τίς παραμικρές ρίζες πού εἶναι
βαθειά ριζωμένες μέσα στήν καρδιά, δέν
φάνηκαν εἰλικρινεῖς ἀπέναντι τοῦ
Θεοῦ καί τοῦ Γέροντος· δέν φρόνησαν
σωστά, παραφρόνησαν καί γι᾿ αὐτό ἔγινε
τό ναυάγιο κι ἔπεσε τό οἰκοδόμημά τους.
Ὁ
ὑποτακτικός, ὅταν εἶναι εἰλικρινής
ἀπέναντι τοῦ Γέροντος κατά πάντα, δέν
εἶναι δυνατόν νά πέση. Κι ἄν καμμιά
φορά ζαλιστῆ ἐπάνω στόν ἀγῶνα, αὐτό
εἶναι πολύ φυσικό. Καί ὁ Χριστός μας
σηκώνοντας τόν Σταυρό, γονάτισε κάτω
ἀπό τό βάρος τοῦ Σταυροῦ καί βρέθηκε
ὁ ἀγαθός Κυρηναῖος πού Τόν ἐλάφρωσε
σηκώνοντάς τον. Ἔτσι κι ἐδῶ· ἐπάνω
στόν ἀγῶνα ἐνδεχομένος νά γλυστρήση
κάποτε, νά ζαλιστῆ, νά ἀκουμπήση λίγο
στόν τοῖχο. Θά τόν πιάση, θά τόν σηκώση
ὁ Γέροντας, θά τοῦ ρίξη λίγο νερό
δροσερό, θά τόν συνεφέρη, θά τόν χτυπήση
στίς πλάτες, θά τοῦ πῆ: «Προχώρα,
μή φοβᾶσαι». Ἰδού,
τόν βλέπεις κατόπιν νά προχωράη πρός
κατάληψιν τοῦ ὑψώματος.
Γι᾿
αὐτό εἶναι μεγάλη εὐλογία Θεοῦ νά
πετύχη ὁ ἄνθρωπος ἕναν ὁδηγό στήν ζωή
του, διότι βρίσκει, μπορῶ νά πῶ, τόν
μεγαλύτερο θησαυρό καί τήν μεγαλύτερη
ἀσφάλεια. Ὅταν κανείς δέν εἶναι ἀσφαλής
σέ κάτι πού ἐπιχειρεῖ, εἶναι ἀποτυχημένος.
Ἄν δέν ἔχη ἀσφάλεια στήν ζωή του, εἶναι
ξεκάρφωτος, εἶναι ἑτοιμόρροπος, ἀνά
πᾶσαν στιγμήν εἶναι σέ ἐπικίνδυνη
θέσι. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού ἔχει ἀσφάλεια
εἶναι σίγουρος. Τήν ἀσφάλεια ὁ
ὑποτακτικός τήν ἔχει, ὅταν βρῆ
πνευματικό ὁδηγό, πού γνωρίζει τόν
δρόμο, καί πιστεύει, ὅτι ἐφ᾿ ὅσον τόν
γνωρίζει, κι ἐκεῖνον θά τόν ὁδηγήση
μέ σιγουριά στό τέλος. Καί τό τέλος ποιό
εἶναι; Εἶναι νά πετύχη, νά βρῆ τόν Θεό.
Κι ὅταν βρῆ κανείς τόν Θεό, βρῆκε τό
πᾶν, βρῆκε τήν ἀπέραντη εὐτυχία του,
ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος πού δέν γνώρισε τόν
Θεό, εἶναι δυστυχής.
Εἴμεθα
παιδιά τοῦ Θεοῦ καί δέν γνωρίζουμε
ποιός εἶναι ὁ Θεός μας. Ἔχουμε Οὐράνιον
Πατέρα καί δέν τόν γνωρίζουμε στήν
πραγματικότητα. Τόν πιστεύουμε ὅτι
εἶναι Πατέρας μας, ἀλλά ἡ καρδιά δέν
τό ὁμολογεῖ, δέν τό ἔχει γευθῆ, τά
ψυχικά μάτια δέν τόν ἔχουν ἰδῆ αὐτόν
τόν Πατέρα. Ἄν βλέπαμε ποιόν Πατέρα
ἔχουμε, σάν τρελλοί θά φωνάζαμε, ἀπό
μιά ἀπέραντη εὐτυχία γιά ἕνα εὕρημα
μεγίστης ἀξίας. Εἴμεθα παιδιά ἑνός
φοβεροῦ Πατέρα, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι
αὐτός ὁ Πατέρας εἶναι φοβερός στόν
πλοῦτο καί στά χαρίσματα. Ὅσο κανείς
ἐπιχειρεῖ νά μιλήση γι᾿ αὐτόν τόν
Πατέρα χάνει τά λόγια του. Ὅπως πλησιάζει
ἕνα φῶς κι ὅσο τό πλησιάζει, τά μάτια
του θαμπώνουν, τυφλώνονται ἀπό τό φῶς
καί δέν βλέπει τίποτε, ἔτσι ἀκριβῶς,
ὅσο πλησιάζει κανείς τόν Θεό, χάνει
πλέον τά λόγια του, δέν μπορεῖ νά μιλήση
γι᾿ Αὐτόν. Εἶναι μεγάλη δυστυχία νά
ἔχουμε ἕναν τέτοιον Πατέρα κι ἐμεῖς
νά εὑρισκώμεθα σέ τόση πνευματική
φτώχεια, σέ τόση ψυχική δυστυχία, νά μή
νοιώθουμε τήν ἀγάπη Του καί τήν εὐτυχία
Του.
Μά,
γιατί πλασθήκαμε; Δέν μᾶς ἔπλασε ὁ
Θεός, ἁπλῶς διότι θέλησε νά δείξη ὅτι
ἔχει τήν δύναμι νά φτιάξη ἀνθρώπους,
δημιουργήματα. Μᾶς ἔφερε στό εἶναι,
γιά νά εἴμαστε ὄντα, πού θά νοιώθουν
τήν εὐτυχία Του καί θά ἀπολαμβάνουν
τόν ἑαυτόν Του. Ἔπλασε μακάρια πλάσματα
καί δημιουργήματα, γιά νά εὐτυχοῦν.
Ὅμως ἐμεῖς χάσαμε τόν προορισμό μας
μέ τήν παρακοή πού τοῦ κάναμε καί φθάσαμε
νά παραγνωρίσουμε τελείως τόν φισικό
Πατέρα καί νά ἀγαποῦμε τόσα ἄλλα
πράγματα καί τόν Θεό νά μή Τόν ἀγαποῦμε
καθόλου. Ἐάν ἀγαπούσαμε τόν Θεό, θά
φυλάγαμε τίς ἐντολές Του.
Αὐτή,
λοιπόν, ἡ ὑπακοή στόν ἐκπρόσωπο τοῦ
Θεοῦ, αὐτή ἡ ψυχική ἀνάπαυσί του ἔχει
σάν σκοπό τήν ἀσφάλεια γιά τόν ὑποτακτικό,
γιά τήν καθοδήγησί του πρός τήν ἀνεύρεσι
τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τήν ἀνεύρεσι τῆς
πανευτυχίας του. Ἑπομένως ἡ ἀξία τῆς
εὑρέσεως ἑνός ὁδηγοῦ εἶναι ἀπεριόριστη·
καί ὅταν κανείς ἔχη συνειδητοποιήσει
ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε αὐτόν τόν ὁδηγό,
ἀλλά βλέπει ὅτι ἀκόμη δέν κατώρθωσε
νά τόν ἐκτιμήση, νοιώθει πολύ μειονεκτικά
μέσα του. Αὐτή ὅμως ἡ ἀναγνώρισι θά
τοῦ δώση τήν δύναμι νά ἀνανεύση, νά
σηκωθῆ, νά ξυπνήση καί νά ἀναλάβη ἕναν
καινούργιο ἀγῶνα γιά νά τακτοποιήση
αὐτήν τήν ἐκκρεμότητα, διότι δέν
γνωρίζει τήν ὥρα καί τήν στιγμή τῆς
ἀναχωρήσεως.
Ἐπί
παραδείγματι, νουθετεῖ ὁ ὁδηγός, ὁ
Γέροντας:
«Παιδί
μου, νά λές τήν προσευχή· νά μή ξεχνᾶς
καθόλου τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, λέγε το,
μνημόνευέ το· κι ἄν δέν μπορῆς νοερῶς,
πές το μέ τό στόμα σιγανά, μέ λίγη φωνούλα,
νά ἀκούγεται ἡ προσευχή. Δέν θά τήν
καταλαβαίνης στήν ἀρχή, θά φεύγη ὁ
νοῦς, θά γυρίζη ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλά ἀπό
τό νά ἀργολογῆς ἤ νά σκέφτεσαι ὅ,τιδήποτε
ἄλλο, εἶναι καλύτερα νά λέγεται ἡ εὐχή.
Καί ὁ πειρασμός τήν ἀκούει τήν εὐχή,
ἀλλά κι ἕνας ἀδελφός δίπλα σου ὠφελεῖται,
κι αὐτός πού ἴσως νά σκεφτόταν ἕνα
ἄσχετο πρᾶγμα. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐργαζώμεθα
ἤ κάνουμε ὅ,τιδήποτε, νά ψιθυρίζουμε
τήν εὐχούλα.
Ὅταν
ἔλεγε τήν εὐχή μία κοπέλλα ἀπό τήν
Μικρά Ἀσία, ἔβλεπε τόν ἄγγελό της δίπλα
της. Ὅταν δέν τήν ἔλεγε, δέν τόν ἔβλεπε.
Αὐτό τῆς ἔδωσε τήν ὤθησι νά λέη τήν
προσευχή καί κατώρθωσε νά τή λέη συνέχεια,
γιά νά εἶναι ὁ ἄγγελος δίπλα της».
Νά,
μιά συμβουλή τοῦ Γέροντος, μιά ὑπακοή,
πού μποροῦμε νά κάνουμε, γιά νά ἀναπαύσουμε
τήν ψυχή του. Ἔτσι γίνεται καί μέ τίς
ἄλλες νουθεσίες καί κατηχήσεις πού
γίνονται ἐδῶ.
Ἐπίσης
νά πολεμοῦμε τούς λογισμούς μας. Ὅταν
ἔρθη ἡ εἰκόνα ἡ ἁμαρτωλή, πού φέρνει
ὁ σατανᾶς, ἀπό κάτι πού γνωρίσαμε, πού
ἀκούσαμε, πού εἴδαμε, πρόσωπο, πρᾶγμα,
εἴδωλο καί μᾶς ἐρεθίζη τό πάθος, νά τή
διώχνουμε ἀμέσως. Μόλις ἀντιληφθοῦμε
ὅτι πηγαίνει αὐτός ὁ ζωγράφος ὁ κακός
νά ζωγραφίση μέ τά πινέλλα του αὐτήν
τήν εἰκόνα, τό εἴδωλο, ἀμέσως ἐμεῖς
μέ τήν προσπάθεια νά τόν διώχνουμε, νά
τοῦ πετᾶμε τά πινέλλα καί τά χρώματά
του πέρα, νά μή προφθαίνη νά κάνη εἰκόνα,
καί παράλληλα ἡ προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ ἐλέησόν με» καί ἡ προσοχή θά
εἶναι ἡ καλή ἀρχή γιά νά μπῆ τό καλό
θεμέλιο.
Τά
πάθη ξεκινοῦν ἀπό τίς πέντε αἰσθήσεις
καί στήν συνέχεια ἀπό τήν φαντασία τοῦ
ἀνθρώπου. Ὅποιος ἐπιμελήθηκε τήν
φαντασία του καί τήν προφύλαξε ἀπό τίς
εἰκόνες τίς ἁμαρτωλές, τελείωσε τό
θέμα του· ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ
πρόοδος. Καθάρισε τήν φαντασία του;
Καθάρισε τούς λογισμούς του μέ τόν Θεό
καί τόν διάβολο. Οἱ νηπτικοί Πατέρες
ἐδῶ ἔδωσαν τήν μεγαλύτερη προσοχή. Τό
ἐπίκεντρο τῆς νηπτικῆς ἐργασίας εἶναι
τό φανταστικό τοῦ νοός. Ὅταν ὁ νοῦς
καθαρισθῆ ἀπό τίς εἰκόνες καί τίς
φαντασίες, ἔχει προετοιμάσθῆ γιά νά
δεχθῆ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν θέλουμε
κάτι νά ζωγραφίσουμε, καθαρίζουμε καλά
αὐτό τό χαρτί, αὐτό τό ξύλο, ἀπό ὅ,τι
μουτζοῦρες ἔχει ἐπάνω, τό κάνουμε
λευκό, καί μετά παίρνουμε τό σχέδιο καί
τό μολύβι κι ἐρχίζουμε νά σχεδιάζουμε
αὐτό πού θέλουμε. Ἔτσι πρῶτα θά
καθαρίσουμε, Χάριτι Θεοῦ, τόν νοῦ μας
καί τότε ὁ Θεός θά μᾶς δώση τό σχέδιο.
Τότε ὁ Θεός μέ τήν βοήθειά Του κι ἐμεῖς
μέ τή θέλησί μας, θά μπορέσουμε νά
ζωγραφίσουμε εἰκόνες θεῖες μέσα στόν
νοῦ καί τήν ψυχή μας.
Ἄς
προσπαθήσουμε, Πατέρες μου, νά ἀγωνισθοῦμε
λίγο περισσότερο. Εἶναι πολύ ἁπλό τό
θέμα, ἀλλα χρειάζεται προσπάθεια ἀπό
μέρους μας κι ὁ Θεός εἶναι ἕτοιμος. Οἱ
ἅγιοι στόν οὐρανό πρεσβεύουν, μᾶς
προσεύχονται, γιατί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ
μᾶς βοήθησε νά βρεθοῦμε στόν δικό τους
δρόμο. Πέρασαν κι αὐτοί πειρασμούς,
θλίψεις, «σκαμπανεβάσματα».
Ἔχουν
τεράστια πεῖρα καί γνωρίζουν πώς εἴμαστε
ἀδύναμοι ἐμεῖς οἱ σημερινοί ἄνθρωποι
στό νά ἀγωνισθοῦμε καλά. Γι᾿ αὐτό μᾶς
προσεύχονται ἐπάνω καί παρακαλοῦν τόν
Θεό νά μᾶς βοηθήση νά μή χάσουμε τόν
σκοπό καί τόν προορισμό μας.
Ἄς
ἐλπίσουμε, ὅτι ἐφ᾿ ὅσον ἔχουμε τίς
πρεσβεῖες καί τίς προσευχές τῶν ἁγίων
μας, θά μᾶς βοηθήσουν ὁ Θεός κι αὐτοί,
νά βάλουμε ἔστω καί τώρα καλή ἀρχή.
Ἀμήν!
Τέλος
καί
τῷ
Θεῷ
δόξα!
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“ Ἡ τέχνη
τῆς σωτηρίας”
Γέροντος
Ἐφραίμ
Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις
Ἱερᾶς
Μονῆς
Φιλοθέου
Ἅγιον
Ὄρος
Τόμος
α΄
Κεντρική
διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου