Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:
Μέ
τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ
Γέροντα, συνεχίζουμε
νά μιλᾶμε, σύμφωνα πάντα μέ τούς Πατέρες
καί τήν Ἁγία Γραφή, γιά τό κεφαλεῶδες
πάθος, τή φιλαυτία. Ἐπιγραμματικά νά
σᾶς θυμίσω, ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ
ἐμπαθής καί ἄλογη φιλία πρός τό σῶμα,
ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Φίλαυτος
εἶναι αὐτός πού ἀγαπάει ὑπερβολικά
τόν ἑαυτό του, οὐσιαστικά τόν λατρεύει.
Ὅταν ἡ προσοχή τοῦ ἀνθρώπου φεύγει
ἀπό τόν Θεό καί δέν ἐνδιαφέρεται νά
ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, οὔτε νά κάνει τό
θέλημά Του, τότε στρέφεται πρός τόν
ἑαυτό του καί κυρίως πρός τό σῶμα του,
πού θέλει διαρκῶς νά τό ἱκανοποιεῖ.
Τό σῶμα ζητάει τήν ἀνάπαυση, τήν ἄνεση
καί τήν καλοπέραση.
Γι’ αὐτό, ἀπό τή
φιλαυτία γεννιοῦνται οἱ τρεῖς
γενικότατοι λογισμοί: τῆς γαστριμαργίας,
τῆς φιλαργυρίας -ἡ
ὁποία ἐξασφαλίζει αὐτές τίς ἀνέσεις-
καί τῆς κενοδοξίας. Τό
ἀποτέλεσμα τῆς φιλαυτίας εἶναι ὁ
χωρισμός ἀπό τόν Θεό, ἀπό τούς ἄλλους
καί ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ὁ ἄνθρωπος
νομίζει ὅτι ἐπειδή κλείνεται στόν
ἑαυτό του, ἐνδιαφέρεται γιά αὐτόν,
ἀλλά οὐσιαστικά διασπᾶ τόν ἑαυτό του,
τίς ἐσωτερικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί
ζεῖ μιά ‘σχιζοφρένεια’.
Καλεῖται,
λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος νά πολεμήσει αὐτό
τό πάθος, αὐτήν τήν τάση νά ἱκανοποιεῖ
τίς ἐγωιστικές του ἐπιθυμίες. Βέβαια
εἶναι ἀπό τίς πιό δύσκολες ἐντολές,
τό νά πολεμάει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος συνεχῶς
τίς ἐγωιστικές του ἐπιθυμίες, νά
καταδιώκει ἀδιάκοπα τόν ἑαυτό του καί
νά στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ὁ πιό μεγάλος καί δύσκολος ἐχθρός δέν
εἶναι ὁ διάβολος, οὔτε ὁ κόσμος, ἀλλά
ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας. Ἄν δέν ἀρνηθοῦμε
τίς ἐγωιστικές ἐπιθυμίες καί τά θελήματά
μας, δέ μποροῦμε νά προσευχόμαστε καθαρά
στόν Κύριο καί νά λέμε: «Γενηθήτω τό
θέλημά Σου» γιατί ἔχουμε δικά μας
θελήματα. Ἄν δέ μπορέσουμε νά ἀπαρνηθοῦμε
τή μεγάλη ἰδέα, πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό
μας, δέ θά μπορέσουμε νά κατακτήσουμε
τό ἀληθινό μεγαλεῖο, πού εἶναι ὁ Θεός.
Ἄν δέν ἀρνηθοῦμε τήν ἐλευθερία μας,
δέ θά γευθοῦμε τήν ἀληθινή ἐλευθερία,
ὅπου μόνο μία θέληση κυριαρχεῖ, ἡ
θέληση τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἐκεῖνος πού
εἶναι πραγματικά ἐλεύθερος, εἶναι ὁ
Θεός. Κάνοντας κάποιος λοιπόν τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ, ἀρνούμενος τό δικό του θέλημα,
αὐτός γίνεται πραγματικά ἐλεύθερος.
Τό
μυστικό τῶν Ἁγίων εἶναι τοῦτο: «Μήν
ἐπιθυμεῖς κανενός εἴδους ἐγωιστική
ἐλευθερία καί θά σοῦ δοθεῖ ἡ πραγματική
ἐλευθερία». Ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι
ἄν ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τόν ἑαυτό
του εἶναι ἐλεύθερος, ἀλλά οὐσιαστικά
εἶναι δοῦλος τοῦ ἐγωισμοῦ του. Ἐνῶ
ὁ ἄνθρωπος πού ἀρνεῖται αὐτήν τήν
ἐγωιστική ἐλευθερία, ἀρνούμενος τό
θέλημά του καί κάνοντας τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ, τότε κερδίζει τήν πραγματική
ἐλευθερία. Γιατί ὅταν κάνει ὑπακοή,
τότε ἐλευθερώνεται ἀπό τά πάθη, τότε
ἔρχεται τό ἅγιο
Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καί ἐκεῖ ὑπάρχει
ἐλευθερία, «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ
ἐλευθερία» (Β΄Κορ. 3,17). Ὅπου εἶναι τό
Ἅγιο Πνεῦμα, ἐκεῖ ὑπάρχει ἀληθινή
ἐλευθερία, ἀλλιῶς ὁ ἄνθρωπος νιώθει
συνεχῶς δέσμιος καί φυλακισμένος καί
νιώθει ἀσφυκτικά μέσα του καί γύρω του.
Θέλει νά φύγει καί νά ἀποδράσει ἀπό τή
φυλακή τῶν παθῶν του.
Βλέπετε
οἱ διαφημίσεις προτείνουν ἕνα ταξίδι,
μιά ‘ἀπόδραση’. Δέν λένε ὅμως τήν
ἀλήθεια, γιατί δέν τήν ξέρουν. Ὅσο μακριά
κι ἄν πᾶς καί στό πιό μακρινό νησί, ἄν
δέν ἐλευθερωθεῖς ἀπό τά πάθη σου, πάλι
θά νιώθεις φυλακισμένος. Τά πάθη εἶναι
αὐτά πού δεσμεύουν τήν ἐλευθερία τοῦ
ἀνθρώπου, τά ἐγωιστικά θελήματα, ἡ
φιλαυτία. Χρειάζεται μεγάλος κόπος γιά
νά καταπολεμήσει κανείς τά ἐγωιστικά
του θελήματα.
Πῶς
γίνεται νά καταπολεμήσει κανείς τά
ἐγωιστικά του θελήματα, νά πολεμήσει
οὐσιαστικά τόν ἑαυτό του;
«Πόλεμος
ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου σημαίνει νά
ἀπαρνιέσαι, τόσο τίς μικρές, ὅσο καί
τίς μεγάλες σου ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες».
Οἱ ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν «νά ἀρχίζουμε
ἀπό τά μικροπράγματα». «Γιατί», λέει ὁ
ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, «πῶς θά μπορέσεις
νά σβήσεις μιά μεγάλη φωτιά, προτοῦ
μάθεις νά σβήνεις πρῶτα μιά μικρή»;
Λένε
οἱ ἅγιοι Πατέρες: «Θέλεις νά ἀπελευθερωθεῖς
ἀπό ἕνα μεγάλο πάθος; Νίκα τίς μικρές
ἐπιθυμίες. Μή νομίζεις πώς τό ἕνα εἶναι
δυνατόν νά χωριστεῖ ἀπό τό ἄλλο. Οἱ
ἐπιθυμίες καί τά πάθη εἶναι δεμένα τό
ἕνα μέ τό ἄλλο σάν τούς κρίκους μιᾶς
ἀλυσίδας». Σοῦ λέει, ἄς ποῦμε, ὁ
λογισμός νά φᾶς λίγο ἀκόμα, ἐνῶ ἐσύ
ξέρεις ὅτι ἔχεις ἤδη χορτάσει. Ἄν
ἀρνηθεῖς αὐτήν τή μικρή ἐπιθυμία, πού
εἶναι εὔκολο, μαθαίνεις σιγά-σιγά νά
ἀρνεῖσαι τό θέλημά σου. Ἔτσι θά φτάσεις
στό σημεῖο νά κόβεις καί τίς μεγάλες
ἐπιθυμίες σου.
«Ἑπομένως,
δέ θά σοῦ ἀποδώσει μεγάλα πράγματα τό
νά προσβάλλεις μόνο τά μεγάλα ἐλαττώματα
καί τίς κακές συνήθειές σου, πού δύσκολα
ὑποτάσσονται, χωρίς νά καταπολεμᾶς
συγχρόνως καί τίς μικρές ‘ἀθῶες’
ἀδυναμίες σου π.χ. τή λιχουδιά γά τά
γλυκίσματα, τή φλύαρη διάθεση, τήν
περιέργειά σου, τή βιασύνη σου. Στό
τέλος-τέλος, ὅλες μας οἱ ἐπιθυμίες,
μικρές καί μεγάλες, χτίζονται στό ἴδιο
θεμέλιο, τήν ἀχαλίνωτη συνήθεια νά
ἱκανοποιοῦμε μόνο τό ἐγωιστικό μας
θέλημα». Πρέπει νά ἀρνηθοῦμε αὐτό τό
θεμέλιο. Ἔτσι δέν θά ἔχουμε ἐπιθυμίες,
παρά μόνο αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. «Καί
γιατί αὐτό θά πεῖ κανείς»; Γιατί νά
κόψουμε τό θέλημά μας; Γιατί, ἀπό τή
στιγμή πού ἔγινε ἡ πτώση, ἔχουμε λάθος
ἐπιθυμίες, τό θέλημά μας εἶναι
διεφθαρμένο. Μετά τό προπατορικό
ἁμάρτημα, ἡ θέλησή μας κατευθύνεται
ἀποκλειστικά σέ ὅ,τι ἱκανοποιεῖ τό
ἐγώ μας, σέ καθετί ἐγωιστικό, δηλαδή
στή φιλαυτία μας. Ἔχει διαφθαρεῖ ἡ
θέλησή μας, γι’ αὐτό καί ὁ ἀγώνας μας
ἔχει σάν στόχο του αὐτήν τή διεφθαρμένη
βούλησή μας. Πρέπει νά τήν πολεμήσουμε,
νά τήν ἀρνηθοῦμε αὐτήν τή θέληση. Αὐτό
πρέπει νά τό κάνουμε ἀκούραστα, χωρίς
διακοπή.
«Θέλεις
π.χ. νά ρωτήσεις γιά κάτι ὄχι ἄξιο λόγου;
Μή ρωτᾶς. Ἐπιθυμεῖς νά πιεῖς δύο
φλυτζάνια καφέ; Πιές ἕνα. Θέλεις νά
κάνεις μιά ἐπίσκεψη, πού αίτία της ἔχει
μιά διάθεση κουτσομπολιοῦ; Μήν τήν
κάνεις. Αὐτό σημαίνει νά κηρύξεις διωγμό
ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ σου.
Ἐκεῖνος πού πρέπει νά διωχθεῖ δέν
εἶναι ὁ ἄλλος, ὅπως νομίζουμε, ἀλλά
ὁ ἑαυτός μας. Ἔτσι, μέ τή βοήθεια τοῦ
Θεοῦ, πάντοτε ἐπιβάλλεις σιωπή στήν
κραυγαλέα σου κακή θέληση.
Ἴσως
ὅμως σοῦ δημιουργεῖται μιά ἀπορία.
Εἶναι τόσο ἀπαραίτητο αὐτό; Οἱ ἅγιοι
Πατέρες ἀπαντοῦν μέ μιά ἐρώτηση:
«Νομίζεις πώς μπορεῖς πραγματικά νά
γεμίσεις ἕνα δοχεῖο μέ καθαρό νερό
προτοῦ ἀδειάσεις τό ἀκάθαρτο νερό,
πού ἤδη ὑπάρχει; Ἤ μπορεῖς νά ὑποδεχτεῖς
ἕναν πολύ ἀγαπητό σου φιλοξενούμενο
σ' ἕνα δωμάτιο, πού εἶναι γεμάτο μέ
σκουπίδια καί παλιοπράματα; Ὄχι φυσικά.
«Ὅποιος ἐλπίζει, ὅτι θά μπορέσει νά
δεῖ τόν Κύριο, ἁγνίζει ἑαυτόν, καθῶς
Ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι» (Ἰωαν. Α΄ 3,3).
Δηλαδή
δέν μπορεῖς νά βάλεις μέσα σου τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἀρνηθεῖς τό δικό σου
θέλημα. Δέν μπορεῖς νά ἔχεις καί δικό
σου θέλημα καί νά θέλεις νά κάνεις καί
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτά σίγουρα εἶναι
ἀντίθετα. Ὁ Θεός θέλει νά βγαίνουμε
ἀπό τό ἐγώ μας καί νά μοιάζουμε σέ
Αὐτόν, πού εἶναι Ἀγάπη. Νά στρεφόμαστε
στόν Θεό καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους,
πού εἶναι παιδιά Του. Ἄν λοιπόν δέ
βγάλουμε τήν ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχουμε
πρός τόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά
ἀγαπήσουμε οὔτε τόν Θεό, οὔτε τόν
συνάνθρωπο. Γι’ αὐτό, εἶναι ἀπαραίτητο
νά πολεμήσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά
καθαρίσουμε τήν καρδιά μας.
«Ἄς
πετάξουμε ὅλα τά παλιοπράματα, πού
εἶναι στοιβαγμένα μέσα της. Ἄς σκουπίσουμε
τό λερωμένο πάτωμα, ἄς καθαρίσουμε τά
παράθυρα κι ἄς τά ἀνοίξουμε γιά νά μπεῖ
φῶς καί καθαρός ἀέρας στό δωμάτιο, πού
ἐτοιμάζουμε τό κατάλυμα τοῦ Κυρίου
μας». Αὐτό τό δωμάτιο εἶναι ἡ καρδιά
μας καί ἐκεῖ μέσα δέν πρέπει νά ὑπάρχουν
βρωμιές, δηλαδή ἐγωισμός καί φιλαυτία.
«Καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἄς ντυθοῦμε μέ
καθαρά ροῦχα, γιά νά μή μᾶς μολύνει πιά
ἡ μούχλα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί
δοῦμε τόν ἑαυτό μας ἐκβαλλόμενον ἔξω
ἀπ’ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
«Μακάρι
ὅλα αὐτά νά γίνουν ὁ κόπος τῆς κάθε
στιγμῆς καί τῆς κάθε ὥρας τῆς ζωῆς
μας». Αὐτός ὁ ἐχθρός, ὅπως εἴπαμε,
χρειάζεται ἕναν ἀμείλικτο συνεχή
διωγμό. «Μέ τόν τρόπο αὐτό πραγματοποιοῦμε,
ὅ,τι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ
μέ τό στόμα τοῦ ἀπόστολου Ἰακώβου νά
κάνουμε: ‘ἁγνίσατε καρδίας’ (Ἰακ.
4,8)». Ὅσο ἡ καρδιά ἔχει ἐγωιστικές
ἐπιθυμίες, εἶναι βρώμικη καί ὅσο εἶναι
βρώμικη δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ τόν Θεό.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού δέν μποροῦμε
νά κάνουμε σωστή προσευχή, τό ὅτι ἔχουμε
λογισμούς, θελήματα. Τήν ὥρα πού πᾶμε
νά προσευχηθοῦμε, μᾶς ἔρχονται στό
μυαλό ὅλα αὐτά τά ἐγωιστικά θελήματα,
τά ὁποῖα δέν μᾶς ἀφήνουν νά κάνουμε
σωστή προσευχή.
Ὁ
ἀπόστολος Παῦλος λέει: «καθαρίσωμεν
ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός
καί πνεύματος (Β΄ Κορ. 7,1). «Ἔσωθεν γάρ
ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ
διαλογισμοί οἱ κακοί ἐκπορεύονται,
μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί,
πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια,
ὀφθαλμός πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία,
ἀφροσύνη· πάντα ταῦτα τά
πονηρά ἔσωθεν ἐκπορεύεται καί κοινοῖ
τόν ἄνθρωπον» (Μαρκ. 7,21-23), λέει ὁ Κύριος.
Καί προτρέπει πάλι τόν Φαρισαῖο:
«καθάρισον πρῶτον τό ἐντός τοῦ ποτηρίου
καί τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καί τό
ἐκτός αὐτῶν καθαρόν» (Ματθ. 23,26). Δέν
ἀρκεῖ νά ἔχουμε μιά ἐξωτερική καλή
συμπεριφορά, πού νά μᾶς δείχνει ὅτι
εἴμαστε κάπως ταπεινοί, ἀλλά νά
καθαρίσουμε τήν καρδιά μας ἀπό τά
ἐγωιστικά θελήματα.
«Ἀκολουθώντας
τήν προτροπή τοῦ Κυρίου καί ἀρχίζοντας
ἀπό τό ἐσωτερικό μας, ἄς θυμώμαστε πώς
δέν καθαρίζουμε τήν καρδιά γιά μᾶς τούς
ἴδιους. Δέ στολίζουμε καί δέν περιποιούμαστε
τό δωμάτιο γιά τή δική μας ἀπόλαυση,
ἀλλά γιά νά μπορέσει νά τό χαρεῖ ὁ
φιλοξενούμενος. Κάθε μας σκέψη γυρίζει
στόν φιλοξενούμενο, δηλαδή στόν Κύριο.
Κι ὅταν αὐτός ἔρθει, ἀποσυρόμαστε γιά
νά ἡσυχάσει. Φυσικά δέν περιμένουμε
γιά αὐτήν τή φιλοξενία πληρωμή». Εἶναι
πολύ μεγάλη μας τιμή νά ἔρθει ὁ Κύριος
καί νά κατοικήσει μέσα στήν καρδιά μας.
Ὅμως δέν πρόκειται νά ἔρθει ὅσο ὑπάρχει
ἡ φιλαυτία.
Ὑπάρχουν
τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων, λέει ὁ
ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθάτος: «Οἱ σαρκικοί,
πού θέλουν νά ζοῦν μόνο καί μόνο γιά νά
ἱκανοποιοῦν τόν ἑαυτό τους, ἔστω κι
ἄν χρειαστεῖ νά βλάψουν ἄλλους». Δέν
τούς ἐνδιαφέρει γιά τούς ἄλλους. «Οἱ
ψυχικοί, πού θέλουν νά ζοῦν γιά τόν
ἑαυτό τους καί γιά τούς ἄλλους καί
τέλος οἱ πνευματικοί, πού θέλουν νά
ἀρέσουν μόνο στό Θεό, ἔστω κι ἄν αὐτό
ἀποβαίνει σέ βάρος τους».
«Ἡ
πρώτη κατηγορία βρίσκεται χαμηλότερα
ἀπ' αὐτό πού λέμε ‘ἀνθρώπινη φύση’.
Ἡ δεύτερη κατηγορία ἀποτελεῖ τούς
συνηθισμένους ἀνθρώπους καί ἡ τρίτη
κατηγορία εἶναι αὐτῶν πού ζοῦν ‘ὑπέρ
φύσιν’. Ἡ ζωή αὐτή πού ζοῦν, εἶναι ἡ
ἐν Χριστῷ ζωή». Σ’ αὐτήν τήν κατηγορία
πρέπει νά φτάσουμε καί ὄχι νά μείνουμε
στή δεύτερη, στήν ὁποία ἀνήκουν οἱ
περισσότεροι ἄνθρωποι.
«Ὁ
πνευματικός ἄνθρωπος σκέφτεται
πνευματικά. Προσδοκία του εἶναι νά
μπορέσει νά ἀπολαύσει τή χαρά ἐκείνη
πού νιώθουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ‘ἐπί
ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι’ (Λουκ.
15,7). Καί ὁ ἁμαρτωλός αὐτός νά μήν εἶναι
ἄλλος, παρά αὐτός ὁ ἴδιος». Αὐτός
προσπαθεῖ νά φτάσει στήν τέλεια μετάνοια.
«Αὐτά τά συναισθήματα πρέπει νά σέ
διακατέχουν καί μέ αὐτή τήν ἐλπίδα νά
ἐργάζεσαι, τῆς ὁλοκληρωμένης μετάνοιας,
γιατί ὁ Κύριος μᾶς ἔχει δώσει τήν
ἐντολή νά εἴμαστε ‘’τέλειοι, ὥσπερ
ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
τέλειός ἐστιν’’ (Ματθ. 5,48) καί νά
ζητοῦμε ‘πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ’ (Ματθ.
6,33)».
«Ἑπομένως,
μή σταθεῖς οὔτε στιγμή», προκειμένου
νά νικήσεις τή φιλαυτία. «Μή θελήσεις
νά ξεκουραστεῖς προτοῦ νεκρώσεις
ἐκεῖνο τό κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ σου πού
σέ ὑποτάσσει στή σαρκική σου φύση», στό
σῶμα σου. Μάθε νά ἀνιχνεύεις κάθε σημάδι
τῆς παρουσίας τῆς σάρκας μέσα σου καί
καταδίωκέ την χωρίς ἔλεος, γιατί ‘’ἡ
γὰρ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος,
τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός’’ (Γαλ.
5,17)». Ἡ φίλαυτη διάθεση εἶναι ἡ φιλόσαρκη
διάθεση. Ἀπό ἐκεῖ πρέπει κανείς νά
ξεκινήσει γιά νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό ὅλα
τά πάθη, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε ἡ φιλαυτία
εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν.
Τό
κομβικό σημεῖο πού πολεμᾶμε καί μ’
αὐτό φεύγει ἡ φιλαυτία εἶναι τό νά
ξεριζώσουμε τήν ἐπιθυμία πού ἔχουμε
μέσα μας γιά ἀπόλαυση, ἄνεση καί σωματική
καλοπέραση. Εἶναι γραμμένο στό Εὐαγγέλιο
ὅτι πρέπει νά ψάξουμε καί νά βροῦμε τή
στενή ὁδό, «τήν ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν»
(Ματθ. 7,14). Ἐπίσης ὅτι θά χρειαστεῖ νά
ἀγωνιστοῦμε γιά νά μποῦμε ἀπό τή στενή
πύλη. Πολλοί, λέει ὁ Κύριος, θά ζητήσουν
νά μποῦν καί δέν θά μπορέσουν (Λουκ.
13,24). Δέν εἶναι δύσκολο νά καταλάβουμε
τί θέλει νά πεῖ ὁ Κύριος. Ἡ ἐξήγηση
βρίσκεται ἀκριβῶς στήν ἀπροθυμία μας
νά καταδιώξουμε καί νά κυνηγήσουμε τόν
ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Τόν ἑαυτό μας τόν
κανακεύουμε, δέ θέλουμε νά τὀν ζορίσουμε.
Αὐτό πρέπει ὅμως νά κάνουμε. Γι’ αὐτό
εἶπε ὁ Κύριος ὅτι εἶναι στενή ἡ πύλη
καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός καί λίγοι εἶναι
αὐτοί πού τή βρίσκουν. Γιατί εἶναι
λίγοι; Διότι, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος,
οἱ πολλοί δέ θέλουν νά ζοριστοῦν. Εἶναι
ράθυμοι, εἶναι φίλαυτοι.
«Ἴσως
κατορθώνουμε νά περιορίσουμε ὡς ἕνα
βαθμό τά μεγάλα μας ἐλαττώματα. Δέν
προσέχουμε ὅμως τά μικρά. Ἀντίθετα τά
ἀφήνουμε ἐλεύθερα καί μεγαλώνουν
ἀνεμπόδιστα. Δέν εἴμαστε κλέφτες, οὔτε
ἅρπαγες, οὔτε ἄδικοι. Ἐν τοῦτοις,
φλυαροῦμε εὐχαρίστως καί ἴσως καί γιά
πράγματα πού δέν πρέπει νά κάνουμε οὔτε
κουβέντα». Αὐτό μᾶς σκοτώνει καί δέ
μᾶς ἀφήνει νά περάσουμε τήν πύλη, πού
εἶναι στενή και τεθλιμμένη. «Μπορεῖ
νά μή φᾶμε τό φαγητό μας γιά λόγους
αὐτοκυριαρχίας, ἀλλά πίνουμε πάρα πολύ
καφέ ἤ τσάι στή θέση τοῦ φαγητοῦ». Ἔτσι
ἔρχεται ὁ πονηρός καί μᾶς σερβίρει
ἕνα ὑποκατάστατο καί τό δεχόμαστε,
πιστεύοντας ὅτι εἶναι ἀσήμαντο. «Ἡ
καρδιά παραμένει γεμάτη ἀπό ἐπιθυμίες.
Οἱ ρίζες τοῦ κακοῦ δέν ξεριζώθηκαν
ἀπό μέσα μας. Περιπλανιόμαστε μέσα σέ
πυκνές λόχμες, πού ἀπ' αὐτές εἶναι
γεμάτη ἡ γῆ τῆς ψυχῆς μας». Δυστυχῶς
πολλές φορές, ἐμεῖς πού λεγόμαστε
χριστιανοί, τό ζοῦμε αὐτό τό πράγμα
καί τό μεταδίδουμε στά παιδιά μας.
Πιστεύουμε πώς ἀρκεῖ νά προσέχουμε
μόνο τά βασικά καί ὄχι τά μικρά. Κι ὅμως
τά μικρά εἶναι πού δέ μᾶς ἀφήνουν νά
ἑνωθοῦμε μέ τόν Κύριο. Διότι ἡ καρδιά
παραμένει βρώμικη, οἱ ρίζες εἶναι μέσα.
Ἄν δέν ξεριζώσουμε τά πάθη, ἄν δέ φύγουν
ἀπό μέσα τελείως καί οἰ μικρές ἐπιθυμίες,
δέν θά μπορέσουμε νά ἐλευθερωθοῦμε
καί νά ἑτοιμάσουμε θέση γιά τόν Κύριο
μέσα στήν καρδιά μας.
«Κάνε
ἀκάθεκτη ἐπίθεση ἐναντίον τῆς φιλαυτίας
σου, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ρίζα κάθε κακοῦ
πού συμβαίνει μέσα σου. Ἄν μποροῦσες
νά δεῖς καθαρά, θά διέκρινες ἀμέσως,
ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι
γιά τό κακό αὐτό, ἐπειδή δέν θέλουμε
νά καταλάβουμε πώς στήν πραγματικότητα
ὁ πόλεμος ἐναντίον τῆς φιλαυτίας εἶναι
ὅ,τι καλύτερο γιά τή σωτηρία μας. Ἐπειδή
ὅμως εἶσαι φίλαυτος, γι' αὐτό δέν
στρέφεις μέσα σου τό βλέμμα σου. Μόνο
περιποιεῖσαι τόν ἑαυτό σου· γι' αὐτό
εἶναι τόσο στενός ὁ ὁρίζοντάς σου. Ἡ
ἀγάπη σου εἶναι περιορισμένη σέ σένα
τόν ἴδιο. Ἐλευθέρωσέ την καί θά δεῖς
ὅτι τό κακό θά φύγει ἀπό μέσα σου».
Εἶναι
αὐτό πού λέγαμε ὅτι πρέπει νά κινηθοῦμε
πρός τόν Θεό ἀγαπητικά. Νά ἐπιθυμήσουμε
αὐτήν τήν ἀπόλαυση, πού εἶναι ὁ ἴδιος
ὁ Θεός. Τότε εὔκολα θά ἀπαλλαχθοῦμε
ἀπό αὐτές τίς γήινες ἀπολαύσεις, πού
εἶναι φίλαυτες καί ἐγωιστικές.
«Πίεσε
τή βλαβερή μαλθακότητά σου καί τήν
ἐπιθυμία σου νά ζεῖς μέ ραθυμία».
Δυστυχῶς καί τά παιδιά τά μαθαίνουμε
νά ζοῦν μέ μαλθακότητα. Δέν τά μαθαίνουμε
νά ζορίζονται, νά ἀσκοῦνται, νά
σκληραγωγοῦνται, γιατί ἔτσι ζοῦμε κι
ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Αὐτό ὅμως προξενεῖ
πολύ μεγάλη βλάβη καί μᾶς κάνει νά ζοῦμε
μέ ραθυμία. Ἡ ραθυμία εἶναι ὁ πρῶτος
καί μεγάλος μας ἐχθρός, ὁ ὁποῖος δέ
μᾶς ἀφήνει νά περάσουμε τή στενή πύλη
καί τήν τεθλιμμένη ὁδό, πού ὁδηγεῖ στή
ζωή.
«Χτύπα
την σκληρά τή ραθυμία ἀπ' ὅλες τίς
μεριές. Κατάπνιξε τήν ἐπιθυμία σου γιά
ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις. Μήν τήν ἀφήνεις
νά ἀναπνεύσει. Μάθε νά εἶσαι αὐστηρός
στόν ἑαυτό σου καί τίς κακές του
ἐπιθυμίες. Ὅλα ἀποκτοῦν δύναμη μέ τή
συχνή ἐπανάληψη, ὅμως πεθαίνουν, ὅταν
δέν τούς δίνεται τροφή». Ἐδῶ εἶναι
πάλι ἕνα κομβικό σημεῖο. Εἶναι ἡ δύναμη
τῆς συνήθειας. Ὅταν συνηθίσεις τόν
ἑαυτό σου στήν ἄσκηση καί τή σκληραγωγία,
τότε πιό εὔκολα τό κάνεις καί τό αὐξάνεις.
Ὅσο δέν τό συνηθίζεις καί παραμένεις
ἀργός, τόσο βουλιάζεις καί χάνεσαι μέσα
σ’ αὐτήν τή δίνη τῆς μαλθακότητας.
«Πρόσεξε
ἐπίσης πολύ μήπως κλείνεις βέβαια τήν
πόρτα στά μεγάλα κακά, ἀλλά ἀφήνεις
συγχρόνως ἀνοιχτά τά παράθυρα γιά νά
ξαναγλιστρήσει μέσα σου ἡ κακή συνήθεια
μέ ἄλλη μορφή. Τί θά σέ ὠφελήσει π.χ. ἄν
ἀρχίζεις νά κοιμᾶσαι σέ σκληρό κρεβάτι
κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά βαριέσαι νά κάνεις
μιά μικροεξυπηρέτηση; Ἤ τί πετυχαίνεις
ἄν κόβεις τό τσιγάρο, ἀλλά ἀφήνεις
ἀχαλίνωτη τή γλώσσα σου; Ἤ δέν εἶσαι
φλύαρος, ἀλλά διαβάζεις ἐρεθιστικά
μυθιστορήματα; Ἤ δέ διαβάζεις μυθιστορήματα
τῆς κακιᾶς ὥρας, ἀλλά ἀφήνεις ἀδέσποτη
τή φαντασία σου νά τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ;
Ὅλα αὐτά εἶναι κατά βάθος διαφορετικές
ὄψεις τοῦ ἴδιου φαινομένου, δηλαδή
τῆς ἀχόρταγης ἐπιθυμίας σου νά
ἱκανοποιήσεις τήν ἀνάγκη ἀπολαύσεων
ἐγωιστικῶν».
«Εἶναι
ἀνάγκη λοιπόν νά προχωρήσεις μέσα σου
καί νά ξεριζώσεις τήν κακή ἐπιθυμία
γιά νά προχωρεῖς καλά, γιά νά αἰσθάνεσαι
καλά, γιά νά 'σαι εὐχαριστημένος. Πρέπει
νά μάθεις ν’ ἀγαπᾶς τόν κόπο, τήν
κούραση, τόν πόνο, τή δυσκολία. Ἔχεις
καθῆκον νά ἐφαρμόζεις τίς ἐντολές τοῦ
Κυρίου, νά μή ματαιολογεῖς, νά μή
κομψεύεσαι, ν’ ἀκοῦς τούς πνευματικούς
σου ὁδηγούς, νά μήν ἐπιτρέπεις νά σέ
κυριεύουν σαρκικές ἐπιθυμίες, νά μή
θυμώνεις, κ.ο.κ. Ὅλες αὐτές οἱ ἐντολές
δέν μᾶς δόθηκαν χωρίς λόγο, οὔτε πρέπει
νά τίς παραθεωροῦμε σάν νά μήν ὑπῆρχαν
καθόλου. Μᾶς δόθηκαν γιά νά τίς ἐκτελοῦμε.
Διαφορετικά δέν θά μᾶς καλοῦσε ὁ Κύριος
νά τίς ἐφαρμόσουμε. ‘’Εἴ τις θέλει
ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν’’
(Ματθ. 16,24) εἶπε» καί ἀφήνει τό ζήτημα
στήν ἐλεύθερη ἐκλογή τοῦ καθενός καί
στήν προσωπική του προσπάθεια. Αὐτή ἡ
ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι
οὐσιαστικά ἀπάρνηση τῆς φιλαυτίας
μας Δέν ἀναγκάζει ὁ Κύριος κανέναν νά
ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί τή φιλαυτία
του. Ὅποιος ὅμως τό κάνει, αὐτός εἶναι
καί ὁ μαθητής Του, ἀλλιῶς δέ μπορεῖ
νά εἶναι κάποιος μαθητής Του.
Λέει
ὁ ἅγιος Παΐσιος ὅτι δέν πρέπει νά
προσκυνᾶμε τήν ἀνάπαυση. Δυστυχῶς ὁ
σύγχρονος ἄνθρωπος προσκυνάει τήν
ἀνάπαυση καί πιστεύει ὅτι ἔτσι θά ἔχει
τή χαρά, τή μακαριότητα καί τήν εὐτυχία.
Αὐτό εἶναι ἐντελῶς λάθος. Φαίνεται
μάλιστα κατεξοχήν στά παιδιά καί στούς
νέους, πού ἔχουν τά πάντα, σωματικά,
ἔχουν μεγάλη ἄνεση κι ὅμως εἶναι
γεμάτα μέ ἀνία, μέ ἀκηδία καί μέ βαρεμάρα.
Ρώτησαν
τόν Γέροντα Παΐσιο:
- Ὅταν,
Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορῶ νά δουλέψω,
αὐτή εἶναι ἡ ἀντοχή μου», ἀπό φιλαυτία
τό λέω;
- Ὅσο
κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· ὅσο
δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Ἐκτός πού
διώχνει τή μούχλα μέ τή δουλειά, βοηθιέται
καί πνευματικά.
Ὅταν
δηλαδή κανείς ἀγαπήσει τόν κόπο καί
τόν πόνο, πού ἔχει μέσα της κάθε ἐργασία,
κάθε διακόνημα, τότε ξεπερνάει τή
φιλαυτία του. Τότε κάνει πράγματα πού
νόμιζε ὅτι δέν μπορεῖ νά τά κάνει. Γιατί
πάρα πολλές φορές δειλιάζουμε. Λέει
πάλι ἡ Γράφή: «λογισμοί γάρ θνητῶν
δειλοί» (Σοφ.Σειρ. 9,14).
«Ὁ
σκοπός εἶναι νά φθάση νά χαίρεται ὁ
ἄνθρωπος περισσότερο ἀπό τήν κακοπάθεια
παρά ἀπό τήν καλοπέραση. Ἂν ξέρατε πῶς
ζοῦν μερικά γεροντάκια ἐκεῖ στό Ἅγιον
Ὅρος, ἀλλά καί τί χαρά νιώθουν!
Νά,
ἕνα γεροντάκι, πού ἔμενε μόνο του ἕνα
χιλιόμετρο πιό πέρα ἀπό τό Καλύβι μου,
τί αὐταπάρνηση εἶχε! Τό Καλύβι του ἦταν
ψηλά, σέ ἕνα πολύ ἀπότομο μέρος, καί τό
καημένο ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπό τό
μονοπάτι γιά νά πάη σέ ἕνα ἄλλο γεροντάκι
πιό κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι. Ἤθελαν
νά τό πάρουν στό γηροκομεῖο, ἀλλά δέν
δεχόταν καί ὅλοι μετά ἔλεγαν: ‘αὐτός
εἶναι πλανεμένος’, γιατί καθόταν μόνος
του ἐκεῖ.
Μιά
μέρα πού ἦρθε στό Καλύβι, μοῦ εἶπε γιά
ποιόν λόγο δέν ἤθελε νά φύγει: Ὅταν
ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τό Καλύβι τους
δέν εἶχε ναό καί ἐκεῖνος παρακαλοῦσε
τόν Γέροντά του νά κάνουν ναό. ‘‘Ἂς
κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικά ὁ Γέροντάς
του, ἀλλά μετά δέν πρέπει ποτέ νά φύγης
ἀπό ‘δῶ, γιατί θά μένη στό Ἱερό ὁ
Φύλακας Ἄγγελος καί δέν κάνει νά τόν
ἀφήσης μόνον’’. Τότε αὐτός τοῦ
ὑποσχέθηκε ὅτι θά μείνη γιά πάντα στό
Καλύβι καί ἔτσι ἔκαναν τόν ναό. Τελευταία
εἶχε γκρεμισθεῖ καί τό Κελλί του καί
ἔμενε μέσα στήν ἐκκλησία· κοιμόταν σέ
ἕνα στασίδι. Τέτοια αὐταπάρνηση!
Εἶχα
φροντίσει νά ἔχει μερικά ροῦχα, γιά νά
ἀλλάζει τουλάχιστον, γιατί ὑπέφερε
ἀπό τά ἔντερα καί εἶχε κοψίματα. Μία
μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστό γιατρό νά
πάει νά τόν δεῖ. Πῆγε μέ ἕναν ἄλλον,
χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν
ἄνοιξαν, τόν βρῆκαν πεθαμένο στό στασίδι
πού ἔμενε, σκεπασμένο μέ μιά κουβέρτα.
Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ!
Ἡ
σκληρότητα στή ζωή μας για τήν ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ φέρνει στήν καρδιὰ τήν
τρυφεράδα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονές
γεννιοῦνται ἀπό τίς σωματικές ὀδύνες.
Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα καί ἔλαβαν
πνεῦμα. Μέ ἱδρώτα καί κόπο πῆραν τή
Χάρη. Πέταξαν τόν ἑαυτό τους καί τόν
βρῆκαν στά χέρια τοῦ Θεοῦ».
Μέ
τήν ἔκφραση αὐτή ὁ Γέροντας ἐννοεῖ
νά πετάξουμε τή φιλαυτία.
«Πολύ
μέ συγκίνησε τό συναξάρι τῶν Ἁγίων
Ἀσκητῶν τοῦ Σινᾶ. Πέντε χιλιάδες
ἀσκητές ἔζησαν στό Σινᾶ καί πόσοι
ἄλλοι στό Ἅγιον Ὄρος! Χίλια χρόνια
πόσοι Πατέρες ἁγίασαν! Ἀλλά καί οἱ
Ὁμολογητές καί οἱ Μάρτυρες τί τράβηξαν!
Καί ἐμεῖς γκρινιάζουμε γιά τήν παραμικρὴ
ταλαιπωρία. Ζητᾶμε νά ἀποκτήσουμε
χωρίς κόπο τήν ἁγιότητα. Σπανίζει ἡ
αὐταπάρνηση. Οὔτε ἐμεῖς οἱ μοναχοί
δέν καταλάβαμε ὅτι ‘’τά καλά κόποις
κτῶνται’’ καί ἔχουμε τήν ἐπιείκεια
στόν ἑαυτό μας· δικαιολογοῦμε τόν
ἑαυτό μας καί βρίσκουμε ἐλαφρυντικά
γιά τό καθετί. Ἀπὸ ‘κεῖ ξεκινάει τό
κακό. Καί ὁ διάβολος βρίσκει δικαιολογίες
γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά τά χρόνια
περνᾶνε.
Γι’
αὐτό νά μή ξεχνιώμαστε· νά θυμόμαστε
καί λίγο ὅτι ὑπάρχει καί θάνατος. Μιά
πού θά πεθάνουμε, νά μήν προσέχουμε καί
τόσο πολύ τό σῶμα· ὄχι νά μήν προσέχουμε
καί νά παθαίνουμε ζημιές, ἀλλά νά μήν
προσκυνοῦμε τήν ἀνάπαυση».
Δέν
λέει ὁ Γέροντας νά παραμελεῖς τελείως
τό σῶμα σου καί νά ἀρρωσταίνεις, ἀλλά
νά μήν προσκυνᾶς τήν ἀνάπαυση.
- Γέροντα,
ἔχω τόν λογισμό μήπως δέν φταίει ἡ λίγη
ἀντοχή μου πού κουράζομαι εὔκολα, ἀλλά
κάτι ἄλλο.
- Ναί, ἄν
ὑπῆρχε ἡ θεία φλόγα μέσα σου, τότε ὅλα
θά ἦταν διαφορετικά.
Λέει
ὁ Γέροντας ὅτι, ἄν εἶχε τήν ἀγάπη πρός
τόν Θεό, δέν θά κουραζόταν τόσο εὔκολα.
- Γέροντα,
πῶς θά ἀποκτήσω αὐτή τή θεία φλόγα;
- Ἄν
ξεχνᾶς τόν ἑαυτό σου καί σκέφτεσαι
τούς ἄλλους.
Ὁ
ἄνθρωπος δέν κουράζεται, ἄν αγαπήσει
τούς ἄλλους καί τόν Θεό καί μπορεῖ τότε
νά κάνει πάρα πολλά πράγματα.
- Μοῦ
φαίνεται δύσκολο νά τό κάνω πάντοτε
αὐτό.
- Τουλάχιστον
προσπάθησε νά σκέφτεσαι καί νά φροντίζεις
τούς ἄλλους, ὅπως σκέφτεσαι καί
φροντίζεις τόν ἑαυτό σου. Ἔτσι, σιγά-σιγά
θά φθάσεις νά ἀδιαφορεῖς γιά τόν ἑαυτό
σου, μέ τήν καλή ἔννοια καί νά σκέφτεσαι
πάντα τούς ἄλλους. Καί τότε βέβαια θά
σέ σκέφτεται καί ὁ Θεός, θά σέ σκέφτονται
καί οἱ ἄλλοι. Μόνο νά μήν τό κάνεις, γιά
νά σέ σκέφτονται οἱ ἄλλοι.
Ὅταν
δηλαδή κανείς σκέφτεται τούς ἄλλους,
τότε λύνονται καί τά δικά του προβλήματα.
Ὁ Θεός βλέποντας τό δόσιμο πού κάνουμε
πρός τόν ἄλλον, τά τακτοποιεῖ ἔτσι τά
πράγματα, ὥστε νά λύνονται καί τά δικά
μας προβλήματα καί οἱ δυσκολίες.
- Τελικά,
Γέροντα, αὐτό πού μέ βασανίζει εἶναι
ὁ ἑαυτός μου.
- Ναί,
βρέ παιδί μου, πέταξε τόν ἑαυτό σου. Ἄν
πετάξεις τόν ἑαυτό σου, μετά θά πετᾶς.
Τί τόν κρατᾶς τόν ἑαυτό σου γιά τόν
ἑαυτό σου;
Αὐτό
μᾶς θυμίζει τό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς
πού λέει: «οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν ἠγοράσθητε
γάρ τιμῆς» (Α΄Κορ. 6,19-20). Δέν ἀνήκετε
στόν ἑαυτό σας. Ἔχετε ἀγορασθεῖ μέ τό
τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Χριστιανοί
δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας, οὔτε
μποροῦμε νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε μέ
τόν ἑαυτό μας. Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια
λέει ὁ Γέροντας νά πετάξουμε τόν ἑαυτό
μας. Ἐννοεῖ νά διακονοῦμε τούς ἄλλους
καί μόνιμα νά σκεφτόμαστε τούς ἄλλους.
Τότε θά ἔχουμε πραγματική χαρά.
«Τό
κομμάτι τῆς ἀγάπης πού κρατᾶς γιά τόν
ἑαυτό σου, τό ἀφαιρεῖς ἀπό τήν
ὁλοκληρωτική ἀγάπη πού πρέπει νά ἔχεις
γιά τούς ἄλλους».
Ἐδῶ
ἀρχίζουν οἱ διχασμοί. Ἀγαπᾶμε τούς
ἄλλους, ἀλλά ἀγαπᾶμε καί τόν ἑαυτό
μας. Ὁ Θεός ὅμως δέν θέλει νά ζοῦμε
ἔτσι διχαστικά.
- Γέροντα,
πῶς θά πετάξω τόν ἑαυτό μου;
- Ὅσο
μπορεῖς, νά βγάζεις τόν ἑαυτό σου ἔξω
ἀπό τίς ἐνέργειές σου καί νά βάζεις
μέσα τούς ἄλλους. Προσπάθησε αὐτό πού
θέλεις γιά τόν ἑαυτό σου νά τό δίνεις
στούς ἄλλους. Νά δίνεις, νά δίνεις, χωρίς
νά ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου. Ὅσο θά
δίνεις, τόσο θά παίρνεις, γιατί ὁ Θεός
θά σοῦ δίνει ἄφθονη τή Χάρη Του καί τήν
ἀγάπη Του. Θά σέ ἀγαπάει πολύ, καθώς κι
ἐσύ πολύ θά Τόν ἀγαπᾶς, γιατί θά πάψεις
νά ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου, ὁ ὁποῖος σοῦ
ζητάει νά τρέφεσαι ἀπό τόν ἐγωισμό καί
τήν ὑπερηφάνεια καί ὄχι ἀπό τή Χάρη
τοῦ Θεοῦ πού δίνει ὅλες τίς βιταμίνες
στήν ψυχή καί τή θεία ἀλλοίωση στή σάρκα
καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀκτινοβολεῖ.
Ἔτσι
λειτουργοῦμε δυστυχῶς, ὅταν εἴμαστε
φίλαυτοι. Σκεφτόμαστε ἄν δέν φᾶμε, ἄν
δέν κοιμηθοῦμε καί δέν προσέξουμε τόν
ἑαυτό μας, θά διαλυθοῦμε. Ἀντίθετα ὁ
θεραπευμένος ἄνθρωπος μέσα στήν
Ἐκκλησία, πού εἶναι φιλόΘεος καί
φιλάνθρωπος, δέν τρέφεται ἀπό ὅλα αὐτά,
ἀλλά ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀνοίγεται
στούς ἄλλους καί παίρνει τή Χάρη τοῦ
Θεοῦ, ἡ ὁποία λέει ὁ Γέροντας ἔχει
ὅλες τίς βιταμίνες καί δυναμώνει τήν
ψυχή. Ἔτσι λειτουργοῦσαν πρίν τήν
πτώση. Μετά τήν πτώση, τήν παρακοή δηλαδή,
ἔγινε ἡ ἀντιστροφή καί ἡ ψυχή ἀπομυζᾶ
-ρουφᾶ- τό σῶμα καί τό σῶμα ἀπομυζᾶ
τήν κτίση καί καταλήγουμε στό οἰκολογικό
πρόβλημα. Ἡ ψυχή προσπαθεῖ νά ζήσει
ἀπό τά ὑλικά καί τό σῶμα, ὁ ἄνθρωπος,
μπαίνει σάν ληστής μέσα στή φύση καί
βιώνουμε μιά δυστυχία.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
θεραπευθεῖ, ὁ Θεός τρέφει τήν ψυχή καί
ὁ ἄνθρωπος ἀλλοιώνεται μέ τή θεία
ἀλλοίωση καί ἀλλοιώνεται καί τό σῶμα
του καί ὁ ἄνθρωπος ἀκτινοβολεῖ. Τότε
ἡ ψυχή δέν ψάχνει γιά ὑλική τροφή.
Θυμηθεῖτε τόν ἄφρονα πλούσιο πού ἔλεγε:
«ψυχή μου, ἔχεις πολλά ἀγαθά», λές καί
θά χορτάσει ἡ ψυχή μέ τά ὑλικά ἀγαθά.
Κατά βάθος ὅμως αὐτό φρονεῖ ὁ φίλαυτος,
ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος.
«Θά εὔχομαι
πολύ γρήγορα νά τά νιώσεις ὅλα αὐτά,
γιά νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό βάσανο τῆς
φιλαυτίας».
- Μπορεῖ,
Γέροντα, νά ἀγωνίζομαι νά ἀπαλλαγῶ
ἀπ’ τή φιλαυτία μου καί πάλι νά ἔχω
τόν ἑαυτό μου σέ ὅ,τι κάνω;
- Πῶς
ἀγωνίζεσαι; Τόν πετᾶς τόν ἑαυτό σου;
Ὅ,τι εἶναι σιχαμερό τό πετάει κανείς.
Πρέπει ὅμως νά καταλάβει ὅτι εἶναι
σιχαμερό.
Ἄμα δέν
τό σιχαθεῖ, δέν τό πετάει. Θέλω νά πῶ
καί τόν παλαιό σου ἄνθρωπο, γιά νά τόν
πετάξεις, πρέπει νά τόν σιχαθεῖς. Μέ
μουδιασμένα πράγματα δέν γίνεται
προκοπή.
Ὁ
Γέροντας βλέπετε πόσο ἀποφασιστικός
εἶναι. Κι ἐμεῖς πρέπει νά μισήσουμε
τή φιλαυτία, γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό
αὐτή.
- Γέροντα
μέ πειράζει ἡ συνείδηση, ὅταν οἰκονομάω
τόν ἑαυτό μου. Σκέφτομαι πῶς οἱ ἅγιοι
βίαζαν τόν ἑαυτό τους;
- Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος ξεπερνάει τά ὅρια τῆς
ἀντοχῆς του ἀγωνιζόμενος ταπεινά μέ
φιλότιμο, τότε εἰσέρχεται σέ αὐτόν
θεία δύναμη, ὑπερφυσική.
- Γέροντα
ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος λέει «μή ζητήσεις
σωματική ἀνάπαυση ἄν δέν σοῦ τή δώσει
αὐτήν ὁ Κύριος». Τί ἐννοεῖ;
- Θέλει
νά πεῖ νά μήν κοιτάζει κανείς τό χουζούρι
του, τό βόλεμά του. Αὐταπάρνηση χρειάζεται
πρῶτα και ὕστερα ἔρχονται πολλές θεῖες
δυνάμεις. Ὅταν ὑπάρχει αὐταπάρνηση,
τότε δίνει ὁ Θεός τή Χάρη του. Ἄν ὁ
ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τό πνεῦμα τῆς
θυσίας, τότε δέχεται τή θεία βοήθεια,
τόν οἰκονομάει ὁ Θεός. Ἀνάλογη μέ τή
θυσία καί τήν προσευχή, πού κάνει κανείς
γιά τόν συνάνθρωπό του, εἶναι καί ἡ
βοήθεια πού λαμβάνει ἀπό τόν Θεό.
Μιά
φορά πού πήγαινα ἀργά τό ἀπόγευμα ἀπό
τή μονή Σταυρονικήτα στό καλύβι τοῦ
παπα-Τύχωνα (τό ἐτοίμαζα τότε, τό 1968,
γιά νά μείνω ἐκεῖ), μέ σταμάτησε κάποιος
πού εἶχε πολλά προβλήματα. Στάθηκα
ὄρθιος φορτωμένος μέ τόν ντορβά γεμάτο
πράγματα καί τόν ἄκουγα. Ψιχάλιζε
κιόλας. Νύχτωσε κι ἐκεῖνος ἔλεγε κι
ἔλεγε συνέχεια. Ψιχάλα - ψιχάλα εἴχαμε
γίνει μούσκεμα.
Κάποια
στιγμή μοῦ ἦρθε ὁ λογισμός «πῶς θά
βρῶ τό καλύβι; Νύχτα, λάσπη, τό μονοπάτι
δύσκολο, δέν ἔχω καί φακό». Ἀλλά πῶς
νά τόν διακόψω»;
Βλέπετε;
Τόν άφηνε νά μιλάει καί εἶχε ξεχάσει
τόν ἑαυτό του ὁ ἅγιος Παΐσιος.
«Τόν
ρώτησα ποῦ θά μείνει, μοῦ εἶπε σέ ἕνα
κοντινό Κελλί. Σταθήκαμε λοιπόν ἐκεῖ
μέχρι τά μεσάνυχτα. Μόλις χωρίσαμε καί
πῆρα τό μονοπάτι, γλίστρησα καί ἔπεσα
μέσα στά βάτα. Τά παπούτσια ἔφυγαν κάτω,
ὁ τουρβᾶς πιάστηκε στά κλαδιά, τό
ζωστικό μαζεύτηκε στό λαιμό. Δέν ἔβλεπα
τίποτε. Ὁπότε εἶπα: ‘Καλύτερα ἄς μείνω
ἐδῶ καί ἄς ἀρχίσω τό Ἀπόδειπνο. Θά
κάνω καί τό Μεσονυκτικό καί τόν Ὄρθρο,
θά φωτίσει καί θά βρῶ τό Κελλί μου. Ἄραγε
αὐτός ὁ καημένος θά βρεῖ τόν δρόμο
του’;»
Βλέπετε
τήν αὐταπάρνησή του; Δέν σκέφτηκε τόν
ἑαυτό του καί τό πῶς θά περνοῦσε ἐκεῖ
τή νύχτα. Σκέφτηκε πάλι τόν Θεό, τίς
προσευχές καί τόν συνάνθρωπό του. Ἔχει
ἀρνηθεῖ τή φιλαυτία του.
Ἄρχισε λοιπόν νά κάνει τό
Ἀπόδειπνο.
- Μόλις
ἔφθασα στό «Ἐλέησόν με ὁ Θεός κατά τό
μέγα ἔλεός σου», ξαφνικά, ἕνα φῶς, σάν
προβολέας, φώτισε ὅλον τόν λάκκο τῆς
Καλιάγρας! Βρῆκα τά παπούτσια καί
ξεκίνησα. Ὅλο τό μονοπάτι ἦταν μέσα
στό φῶς. Ἔφθασα στό Καλύβι, βρῆκα καί
τό κελειδί ἀπό τό λουκέτο, πού ἦταν τόσο
μικρό καί τό εἶχα βάλει σέ τέτοιο μέρος
πού, καί μέρα νά ἦταν, δύσκολα θά τό
ἔβρισκα. Μπῆκα μέσα, ἄναψα τά καντήλια
στό ἐκκλησάκι καί τότε χάθηκε ἐκεῖνο
τό φῶς. Δέν χρειαζόταν ἄλλο!...».
Βλέπετε
πῶς ἐνεργεῖ ὁ Θεός σέ ἕναν ἄνθρωπο
πού ἔχει ἀρνηθεῖ τή φιλαυτία του; Τοῦ
δίνει τό Ἄκτιστο Φῶς, πού εἶναι μιά
ἐμπειρία θεώσεως. Τότε μόνο μπορεῖ
κανείς νά προσεγγίσει τόν Θεό, ὅταν
ἀρνηθεῖ τελείως τόν ἑαυτό του.
- ..........(ἐρώτηση).
Πρέπει
νά εἴμαστε σκληροί μέ τόν ἑαυτό μας
καί ὄχι μέ τούς ἄλλους. Ἐμεῖς συνήθως
εἴμαστε σκληροί καί αὐστηροί μέ τούς
ἄλλους καί ὄχι μέ τόν ἑαυτό μας. Οἱ
ἅγιοι Πατέρες ἦταν ἐπιεικεῖς μέ τούς
ἄλλους καί πολύ αὐστηροί στόν ἑαυτό
τους.
Ἄν
θέλετε νά βρεῖτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
κατά κανόνα εἶναι τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό
πού θέλουμε ἐμεῖς.
- ..........(ἐρώτηση).
Τόν
πλησίον δέν μποροῦμε νά τόν ἀγαπήσουμε
σωστά, ὅσο ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας. Τόν
ἀγαπᾶμε ἰδιοτελῶς, ἀφοῦ σκεφτόμαστε
καί τόν ἑαυτό μας. Ἔχουμε σκοπό νά
κερδίσουμε καί κάτι ἀπό μιά σχέση μέ
τόν πλησίον. Πάλι ὅμως σκεφτόμαστε τόν
ἑαυτό μας καί φυσικά δέν μποροῦμε νά
ἀγαπήσουμε καί τόν Θεό. Ὅσο εἴμαστε
φίλαυτοι, δέν μποροῦμε νά εἴμαστε
φιλόΘεοι, οὔτε φιλάνθρωποι. Ἀκόμα καί
μιᾶς μητέρας ἡ ἀγάπη γιά τό παιδί της,
ἡ ὁποία εἶναι πολύ δυνατή, δέν μπορεῖ
νά σώσει. Ἄν ἡ μητέρα εἶναι φίλαυτη,
θά ἀγαπάει καί τό παιδί της φίλαυτα.
Στό πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ της θά ἔχει,
ὅτι τό παιδί της θά εἶναι κοντά της καί
θά τῆς προσφέρει κάτι, ἔστω στά γεράματα.
Ἄρα σκέφτεται καί τόν ἑαυτό της, γιατί
κάπου ἀποβλέπει. Πρέπει νά τό ξεπεράσει
κι αὐτό. Ἡ τέλεια ἀγάπη δέν σκέφτεται
καθόλου τόν ἑαυτό της.
- Ὅταν
οἱ ἄλλοι κοιτάζουν νά σοῦ πάρουν καί
τό ἐλάχιστο πού ἔχεις, τότε τί κάνεις;
Τό δίνεις;
Ἐνεργοῦμε
ἀνάλογα μέ τήν πίστη μας. Ὑπῆρχαν ἅγιοι
πού τά ἔδιναν ὅλα. Εἶχαν ἀκτημοσύνη.
Μακάρι νά ἀπελευθερωθοῦμε τελείως ἀπό
ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά, ἀφοῦ ὅπως ἤρθαμε,
ἔτσι καί θά φύγουμε.
Ὅ,τι
κάνουμε, πρέπει νά τό κάνουμε ἀπό τήν
καρδιά μας. «Ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ
Θεός» (Β΄Κορ. 9,7). Ἀκόμη σέ ἄλλο σημεῖο
λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὁ Θεός
δέ θέλει νά στερούμαστε ἐμεῖς γιά νά
πλεονάσουμε τόν ἄλλον. Νά προσφέρουμε
ἀνάλογα μέ τήν πίστη καί τό φιλότιμο.
Εἶναι ἄλλοι πού δίνουν λίγα, ἄλλοι
πολλά καί ἄλλοι πού τά δίνουν ὅλα.
Ἐπίσης κανείς, νά μή ζητάει τό συμφέρον
του, ἀλλά τό συμφέρον τοῦ ἄλλου, «μηδείς
τό ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου
ἕκαστος» (Α΄Κορ. 10,24). Ὁ καθένας νά
σκέφτεται πῶς θά δώσει χαρά στόν ἄλλον,
πῶς θά τόν ξεκουράσει. Αὐτό εἶναι ὁ
παράδεισος.
- Ὑπάρχει
περίπτωση ἄν πηγαίνουμε κόντρα στό
θέλημά μας, νά ὑπάρξει καί πλάνη;
Πάντα
ὑπάρχει πιθανότητα πλάνης, γι’αὐτό
πρέπει νά ἔχουμε πνευματικό καί νά
ρωτᾶμε. Πολλές φορές ὁ διάβολος πλανάει
ἀπό τά δεξιά καί ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους
σέ ὑπερβολική νηστεία, ἄσκηση κ.ο.κ.
Χρειάζεται λοιπόν νά βρίσκουμε τά μέτρα
μας μέ τήν διάκριση τοῦ πνευματικοῦ
μας.
Πρίν
πάρουμε ὁποιαδήποτε ἀπόφαση πρέπει
νά κάνουμε προσευχή καί τήν ὥρα πού
προσευχόμαστε νά προσπαθοῦμε νά μήν
ἔχουμε κανένα θέλημα. Νά ἀπενεργοποιοῦμε
τά θελήματά μας. Καί στό τέλος τῆς
προσευχῆς θά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός. Ἐπίσης
πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε καί τή λογική.
Λέει ὁ π. Παΐσιος, ὅτι οἱ ἄνθρωποι
σήμερα οὔτε προσεύχονται, ἀλλά οὔτε
καί σκέφτονται καί κάνουν παράλογα
πράγματα. Ἑπομένως, πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε
καί τήν προσευχή καί τή λογική.
Καί τή
λογική ὁ Θεός τήν ἔδωσε γιά νά τή
χρησιμοποιοῦμε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ πίστη
ὑπερβαίνει τή λογική. Ἄν πᾶμε σύμφωνα
μέ τή λογική τοῦ κόσμου θά κάνουμε
λάθος. Πρέπει νά πᾶμε μέ τή λογική τοῦ
Θεοῦ, μέ τή λογική τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς
πίστεως.
Ἡ λογική
τοῦ κόσμου σοῦ λέει, γιά παράδειγμα,
νά πεῖς ψέματα, ἐνῶ τοῦ Θεοῦ νά πεῖς
τήν ἀλήθεια. Ἐκεῖ φαίνεται ἄν ὄντως
ἐμπιστευόμαστε τόν Θεό, ἄν Τόν πιστεύουμε.
- Ὅταν
λέτε νά δίνουμε, τό μυαλό μας πηγαίνει
κυρίως σέ ὑλικά πράγματα. Ἄν πονάει ὁ
ἕνας καί προσεύχεται γιά τόν ἄλλον,
αὐτό εἶναι ἀνώτερο ἤ κατώτερο ἀπό τό
νά δίνει ὑλικά;
Ἄν
πονάει καί προσεύχεται εἶναι ἀνώτερο
καί τό καλύτερο εἶναι νά τό κάνει χωρίς
νά τό ξέρει ὁ ἄλλος. Τό μεγαλύτερο
δόσιμο εἶναι ἡ Χάρις, πού στέλνεις στόν
ἄλλον δῶρο, ὅταν προσεύχεσαι γιά
ἐκεῖνον. Κανένα ὑλικό δῶρο δέν ἔχει
ἀξία μπροστά στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού θά
τοῦ στείλεις μέ τήν προσευχή. Αὐτή
εἶναι πνευματική ἐλεημοσύνη, ἡ ὀποία
εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν ὑλική καί
μποροῦμε ὅλοι νά τήν προσφέρουμε. Ὑλική
ἴσως κάποιος νά μή μπορεῖ. Νά ἀγαπήσουμε
ὅλους τούς ἄλλους, νά πονέσουμε καί νά
προσευχηθοῦμε γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
Νά
προσευχηθοῦμε ὄχι μόνο γιά τούς ζῶντες,
ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους, τούς
ὁποίους ξεχνᾶμε. Ἐκεῖνοι ὅμως ἔχουν
πάρα πολύ ἀνάγκη ἀπό πνευματική
ἐλεημοσύνη, δηλαδή ἀπό προσευχή. Οἱ
κεκοιμημένοι εἶναι οὐσιαστικά
φυλακισμένοι καί δέν μποροῦν νά βοηθήσουν
τόν ἑαυτό τους καί περιμένουν τίς δικές
μας προσευχές. Ὁ Θεός πάρα πολύ χαίρεται
ὅταν προσευχόμαστε καί γιά τούς
ζωντανούς, ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους.
Ἡ προσευχή μας θά βοηθήσει πραγματικά,
γιατί ἀκόμα δέν ἔχει γίνει ἡ Δευτέρα
Παρουσία καί δέν ἔχει ληφθεῖ ἡ τελική
ἀπόφαση. Θά πρέπει νά προσευχόμαστε
πάρα πολύ γιά τούς κεκοιμημένους γιατί
μποροῦμε μέ τήν προσευχή μας νά τούς
βγάλουμε ἀκόμα κι ἀπό τήν κόλαση.
Ἔτσι
θά ἔχουμε κι ἐμεῖς μιά ἐλπίδα νά
προσευχηθοῦν καί οἱ ἄλλοι γιά ἐμᾶς.
Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό προσευχή.
- Μέσα
στή Θεία Λειτουργία, σέ ποιό σημεῖο
προσευχόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους;
Κατεξοχήν
προσευχόμαστε μετά τόν Καθαγιασμό. Ὅταν
πεῖ ὁ Ἱερέας «ἐν πρῶτοις μνήσθητι
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν», τότε μποροῦμε
νά προσευχηθοῦμε καί γιά τούς
κεκοιμημένους. Βέβαια καί στήν προσκομιδή
δίνουμε τά ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων
καί τά μνημονεύει ὁ Ἱερέας. Σέ κάποια
μοναστήρια καί Ἐκκλησίες ὅταν χτυπάει
τό καμπανάκι, τότε πάλι μνημονεύουμε
ὀνόματα ζώντων καί κεκοιμημένων. Τότε
καί ὁ Ἱερέας τά προσκομίζει.
Στό
Μεσονυκτικό ἐπίσης προσευχόμαστε πολύ
γιά τούς κεκοιμημένους.
- Ἡ
κενοδοξία μοιάζει μέ τή φιλαυτία;
Ἡ
φιλαυτία, κατά τούς Πατέρες, εἶναι ἡ
ἄλογη ἀγάπη στό σῶμα μας. Δηλαδή
ὑπερβολική, ἄρρωστη, λανθασμένη ἀγάπη.
Ἡ σωστή ἀγάπη εἶναι ὅταν ζοῦμε ἐν
Χριστῶ. Ὅταν οὐσιαστικά ἀρνούμαστε
τόν ἑαυτό μας καί κάνουμε τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Ἡ κενοδοξία εἶναι παιδί τῆς
φιλαυτίας. Ὅταν ἔχουμε φιλαυτία, ἔχουμε
τούς λογισμούς: τῆς φιλαργυρίας, τῆς
κενοδοξίας καί τῆς φιλαργυρίας, αὐτά
πού μᾶς ἐξασφαλίζουν μιά σωματική
καλοπέραση.
- Τί
μπορεῖς νά κάνεις ἄν ἔχεις δίπλα σου
ἕναν ἄνθρωπο μέ ὅλα αὐτά τά πάθη;
Μπορεῖς
νά τόν ἀγαπήσεις. Ἄν τόν ἀγαπήσεις, θά
τόν ἀντέξεις. Ἄν τόν ἀγαπήσεις, δέν θά
τόν κατακρίνεις. Ἡ κατάκριση εἶναι
ἁμαρτία. Τό παθαίνουμε πολλές φορές.
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε τόν ἄλλον,
ἀλλά τήν πλάνη του, τήν ἀρρώστια του.
Ὅταν βλέπεις ἕναν καρκινοπαθή, τόν
κατακρίνεις; Ὄχι. Τοῦ συμπαραστέκεσαι,
τόν φροντίζεις, τόν πηγαίνεις γιά
θεραπεῖες. Τόν ἀγαπᾶς. Ἔτσι καί αὐτόν
τόν φίλαυτο θά πρέπει νά τόν συμπονέσουμε.
Κι αὐτός ἔχει ἕναν καρκίνο πνευματικό.
Ὁ ἄλλος εἶναι κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ
μας, «ἐσμέν ἀλλήλων μέλη» (Ἐφ. 4,25), λέει
ὁ Ἀπόστολος. Ἔτσι πρέπει νά βλέπουμε
τούς ἄλλους. Ὅταν ἀρρωστήσει τό χέρι
μας ἤ τό πόδι μας, τό κόβουμε καί τό
πετᾶμε;
Ἐμεῖς
ἔχουμε τόν νεκρό μέσα μας καί θά
ἀσχοληθοῦμε μέ τόν νεκρό πού ἔχει ὁ
ἄλλος στό σπίτι του; Κατακρίνουμε λοιπόν
μόνο τόν ἑαυτό μας.
Δέν
προλάβαμε νά ποῦμε λίγα λόγια γιά τήν
ὑπερηφάνεια. Λέει ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὅτι
ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τό ἐπιτελεῖο, τό
ἀρχηγεῖο ὅλων τῶν παθῶν. Ἄν λοιπόν
τή νικήσει κανείς, τότε γκρεμίζει ὅλο
τό στρατηγεῖο, τό εὔκρατο κλίμα στό
ὁποῖο ἀναπτύσσονται ὅλα τά πάθη. Ὅταν
κόβει κανείς τήν ὑπερηφάνεια, κόβει
τίς προϋποθέσεις ὅλων τῶν παθῶν. Γι’
αὐτό καί οἱ Πατέρες τή χαρακτήρισαν
«ἀκέφαλο». Δέν ἔχει ἀπό πάνω της κανένα
κεφάλι. Ἄν κανείς δέν προσέξει τήν
κενοδοξία, μετά πάει στήν ὑπερηφάνεια
καί μετά τρελαίνεται, τό ἑπόμενο
σκαλοπάτι, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου