Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ὁ Ὅσιος
Γρηγόριος»,
ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου
Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους 1986
Ὁ παπα-Ματθαῖος, κατὰ κόσμον Ἰωάννης
Μητσόπουλος, γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Γορτυνίας τοῦ νομοῦ Ἀρκαδίας τῆς
Πελοποννήσου, Καρδαρίτσι ὀνομαζόμενο, τὸ ἔτος 1905, ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς μὲν ἀλλὰ
εὐσεβεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Αἰκατερίνη. Ἦταν τὸ πρωτότοκο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ παιδιά
τους. Πολλὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς του δὲν μᾶς ἔχουν
διασωθεῖ, παρὰ μόνο ὅτι στὴν ἐφηβική του ἡλικία ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι
καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ὅπου ἔκανε τὸν πλανόδιο μικροπωλητή,
γιὰ νὰ ἐξοικονομεῖ τὰ πρὸς τὸ ζῆν. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀπὸ τότε μέσα στὴ νεανική
του ψυχὴ ὑπεκαίετο ὁ πόθος γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωή.
Καὶ σὲ μία στιγμή, κατὰ τὸ ἔτος
1927, ἐγκαταλείπει τὰ πάντα, τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου τερπνὰ καὶ ἠδέα, καὶ
παίρνει τὸν δρόμο γιὰ τὸ Ἁγιώνυμο Ὅρος μὲ τὰ συγκοινωνιακὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ὅταν ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὁδήγησε τὰ βήματά του καταρχᾶς στὴν Ἱερὰ Σκήτη Ἁγίου
Παντελεήμονος τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε σὲ ἕνα Γέροντα καὶ ἔλαβε
τὴ λεγόμενη ρασοευχή. Δὲν ἔμεινε ὅμως γιὰ πολὺ ἐκεῖ, παρὰ μόνο δύο χρόνια, καὶ
κατόπιν πῆγε καὶ κοινοβίασε στὴ Μονὴ Καρακάλλου, ὅπου καὶ διήνυσε ὅλη τὴν ὑπόλοιπη
μοναχική του ζωὴ μέχρι τὸ τέλος του. Ἡγούμενος τότε στὴ Μονὴ Καρακάλλου ἦταν ὁ
φημισμένος σὲ ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ τὴν ἀρετὴ του παπα-Κοδράτος. Τὴν ἐποχὴ
ἐκείνη οἱ περισσότεροι πατέρες τῆς Μονῆς εἶχαν Μικρασιατικὴ καταγωγή. Ἡ ὑπακοή
του στὸν Ἡγούμενο Κοδράτο καὶ ἡ ἀγωνιστικότητά του, ὅπως μᾶς ἔλεγαν ἄλλοι
παλαιοὶ...
πατέρες τῆς Μονῆς, ἦταν ὑποδειγματική. Ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο παπα-Κοδράτο ἔλαβε
τὸ μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ μετονομάσθηκε Ματθαῖος.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἡγουμένου
Κοδράτου, ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ ἀρχιμανδρίτη Παύλου, χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ἱερέας,
τὸ ἔτος 1940, ἀπὸ τὸν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἐφησυχάζοντα Μητροπολίτη
Μιλητουπόλεως Ἰερόθεο. Ἔκτοτε δὲν σταμάτησε τὴν θεία Λειτουργία· λειτουργοῦσε
καθημερινὰ ἐπὶ 45 ὁλόκληρα χρόνια, μέχρι τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.
Εἶχε τόσο πόθο καὶ ἐπιθυμία νὰ
λειτουργεῖ κάθε μέρα, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδιανόητο νὰ περάσει μία μέρα ποὺ νὰ μὴ
λειτουργήσει. Καὶ ὅταν δὲν εἶχε ἐφημερία στὸ Καθολικό, πήγαινε σὲ κάποιο
παρεκκλήσι τῆς Μονῆς. Μᾶς ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι «ἔπαιρνε
καιρό», ὅπως λέγεται, γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία, μόλις ἄρχιζε τὸ πρῶτο ψαλτήρι στὸν
Ὄρθρο. Ἤθελε νὰ μνημονεύει πολλὰ ὀνόματα στὴν προσκομιδὴ καὶ μνημόνευε ὅσο
γινόταν περισσότερα. Εἶχε μπροστά του παλιὰ βιβλία τῆς Μονῆς τὰ λεγόμενα
«παρρησίαι», ποὺ περιέχουν ὀνόματα κτιτόρων, δωρητῶν, ἀφιερωτῶν καὶ ἄλλων
χριστιανῶν ἀπὸ παλιὰ χρόνια, καὶ τὰ μνημόνευε κάθε ἡμέρα. Βέβαια δὲν προλάβαινε
νὰ τελειώσει ὅλο τὸ βιβλίο σὲ μία μέρα, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ποὺ σταματοῦσε
τὴ μνημόνευση, συνέχιζε τὴν ἄλλη ἡμέρα. Ὅποιος χριστιανὸς πάλι τοῦ ἔδινε ὀνόματα
γιὰ νὰ τὰ μνημονεύσει, τὰ κρατοῦσε, μέχρι ποὺ ἔλιωνε τὸ χαρτὶ τῶν ὀνομάτων ἀπὸ
τὴ χρήση. Στὰ παρεκκλήσια ποὺ πήγαινε νὰ λειτουργήσει, ἔπαιρνε μαζί του καὶ τὰ
χαρτιὰ μὲ τὰ ὀνόματα.
Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς
ζωῆς του, ποὺ εἶχε σταματήσει νὰ ἐφημερεύει στὸ Καθολικό τῆς
Μονῆς λόγω μεγάλης βαρηκοΐας, καὶ πάλι δὲν σταμάτησε νὰ λειτουργεῖ, παρὰ
πήγαινε σὲ ἕνα παρεκκλήσι ἐντός τῆς Μονῆς, στὸν ἅγιο Παντελεήμονα.
Λυπήθηκε πολὺ τότε ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συνεχίσει ἄλλο τὴν ἐφημερία στὸ
Καθολικό. Κάποια μέρα τοῦ λέει ἕνας ἀδελφός: «Γέροντα, τόσα χρόνια ἔχετε ἐφημέριος
–43 χρόνια εἶχε τότε ὡς ἱερέας–, τόσα χρόνια λειτουργεῖτε κάθε μέρα, τώρα νὰ
σταματήσετε γιὰ νὰ ξεκουρασθεῖτε». Καὶ ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς
θὰ λειτουργῶ, μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς». Καὶ πράγματι συνέχισε νὰ λειτουργεῖ,
καὶ μόνο μία ἑβδομάδα πρὶν τὴν κοίμησή του, ποὺ λόγω ἀσθένειας ἦταν κλινήρης,
σταμάτησε τὴ Θεία Λειτουργία.
Παρ’ ὅλο ποὺ λειτουργοῦσε
καθημερινά, δὲν εἶχε ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ Μυστήριο. Μέχρι τὴ τελευταία Λειτουργία
του διατηροῦσε ἐκεῖνον τὸν πρῶτο ζῆλο καὶ τὴν πρώτη εὐλάβεια ποὺ εἶχε ὡς νέος ἱερέας.
Φαίνεται ὅτι τὴ Θεία Λειτουργία τὴ ζοῦσε, γιατί χαρακτηριστικό του ἦταν ὅτι δὲν
βιαζόταν ποτὲ νὰ τελειώσει γρήγορα. Δὲν εἶχε γίνει γι’ αὐτὸν ἡ Θεία Λειτουργία
μία τυπολατρία. Κάποτε τὸν ρωτήσαμε γιατί θέλει νὰ μνημονεύει τόσα πολλὰ ὀνόματα
στὴν προσκομιδὴ καὶ μᾶς ἀπάντησε μὲ τὴν συνήθη ἁπλότητά του: «Γιὰ νὰ ὠφελοῦνται
ψυχές».
Σὲ ὁλόκληρη τὴ μοναχική του ζωὴ
στὸ κελὶ του τὸν χειμώνα δὲν ἄναβε σόμπα, ὅσα κρύα, χιόνια καὶ παγωνιὲς καὶ ἂν ἔκανε.
Μόνο στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του δέχθηκε νὰ τοῦ ἀνάβουν φωτιὰ
στὸ κελὶ του οἱ πατέρες. Ἀκόμη καὶ στὸ παρεκκλήσι ποὺ πήγαινε καὶ λειτουργοῦσε,
ποτὲ μέχρι τὴν τελευταία λειτουργία του δὲν ὑπῆρχε σόμπα.
Μάλιστα σὲ ἐκεῖνο τὸ κελὶ ποὺ ἔμενε
δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοποθετηθεῖ σόμπα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀκριβῶς οἱ πατέρες τὸν
εἶχαν παρακαλέσει νὰ ἀλλάξει κελὶ καὶ νὰ μεταφερθεῖ στὸ διπλανό, ὅπου ὑπῆρχε
σόμπα ἕτοιμη ἀπὸ τὶς κτιστές. Αὐτὸς δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο νὰ ἀλλάξει,
διότι, καθὼς ἔλεγε, σ’ ἐκεῖνο τὸ κελὶ τὸν εἶχε βάλει ὁ Γέροντάς του ἀπὸ τότε ποὺ
εἶχε κοινοβιάσει στὸ Μοναστήρι. Μὲ τὶς πολλὲς παρακλήσεις τῶν πατέρων καὶ τοῦ Ἡγουμένου
δέχθηκε καὶ ἄλλαξε κελί.
Γενικὰ ἦταν βιαστὴς καὶ ἐγκρατὴς
μοναχός. Ἀπέφευγε ἐπίσης συστηματικὰ τὴν ἀργολογία, τὰ σχόλια γιὰ πρόσωπα καὶ
καταστάσεις καὶ τὴν κατάκριση. Δὲν ἀργολογοῦσε μὲ κανέναν. Καὶ ἂν κανεὶς ἤθελε
νὰ συζητήσει μαζί του, ἦταν λιγόλογος, ἀρκούμενος στὰ ἀπαραίτητα. Ποτὲ δὲν τὸν ἀκούσαμε
νὰ κατηγορήσει ἢ νὰ κατακρίνει κανένα. Γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶχε καλοὺς
λογισμούς. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν παπα-Ματθαῖο ἦταν καλοὶ καὶ ἅγιοι, γιατί ἦταν
ὁ ἴδιος καλός. Χαιρόταν μάλιστα ὑπερβολικά, ὅταν ἔβλεπε τοὺς νέους πατέρες τῆς
Μονῆς καὶ γενικὰ κάθε νέο μοναχό. Πολλὲς φορὲς μάλιστα ἀπὸ τὴ χαρὰ του ἄφηνε τὸν
ἑαυτὸ του ἐλεύθερο νὰ ξεσπάσει σὲ διάφορες φράσεις ἐγκωμιαστικὲς γι’ αὐτούς.
Εἶχε ἐπίσης σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν ἀρετὴ
τῆς ξενιτείας. Σὲ ὅλη τὴν μοναχική του ζωὴ δὲν εἶχε ἐξέλθει στὸν κόσμο οὔτε γιὰ
λόγους ἀσθενείας, οὔτε γιὰ νὰ πάει στὴν πατρίδα του. Οὔτε στὶς Καρυὲς δὲν
πήγαινε.
Ἦταν πολὺ ταπεινὸς καὶ ἀνεξίκακος.
Ἂν κάποτε ἐρχόταν σὲ διένεξη ἢ διαφωνία μὲ κάποιον ἀδελφό, ἀμέσως ἔσπευδε νὰ τοῦ
βάλει μετάνοια, ἔστω καὶ ἂν ἦταν κατὰ πολὺ νεότερος ὁ ἄλλος ἀδελφός, μὴ
προσπαθώντας νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό του.
Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες
στὴ Μονὴ μας γίνεται συλλείτουργο. Μία Κυριακή, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ φορέσει τὰ ἄμφια
ὁ παπα-Ματθαῖος, ὁ βηματάρης τοῦ ἔδωσε ὡς συνήθως ἕνα στιχάριο, τὸ ὁποῖο ὁ παπα-Ματθαῖος
δὲν τὸ ἤθελε καὶ ἤθελε νὰ φορέσει ἕνα ἄλλο. Στὴν ἐπιμονὴ του παπα-Ματθαίου ὁ
βηματάρης ὑποχώρησε καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ στιχάριο ποὺ ἤθελε. Ὁ παπα-Ματθαῖος τὸ
φόρεσε καὶ ἐν συνέχεια τὰ ὑπόλοιπα ἄμφια καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν προσκομιδὴ
γιὰ νὰ μνημονεύσει ὀνόματα. Ὅταν τελείωσε τὴ μνημόνευση τῶν ὀνομάτων, εἶδαν οἱ
συλλειτουργοὶ ἱερεῖς ὅτι ἐξεδύθη πάλι ὅλη τὴν ἱερατικὴ στολή, γιὰ νὰ φορέσει τὸ
στιχάριο ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔδινε στὴν ἀρχὴ ὁ βηματάρης. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς μπορεῖ
νὰ καταλάβει κανεὶς πόσο λεπτὴ συνείδηση εἶχε.
Μὲ τὰ διοικητικὰ ζητήματα τῆς Μονῆς
ποτὲ δὲν εἶχε ἀναμιχθεῖ. Ποτὲ δὲν θέλησε νὰ ἐκλεγεῖ Προϊστάμενος, ὥστε νὰ εἶναι
ἀπερίσπαστος στὶς πνευματικές του ἐντρυφήσεις καὶ γιατί δὲν ἀγαποῦσε τὰ ἀξιώματα.
Παλαιότερα, ὅταν τὸ Μοναστήρι δὲν εἶχε Ἡγούμενο, ἡ Πατριαρχικὴ Ἐξαρχία ποὺ
βρισκόταν τότε στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶχε κατέλθει στὴ Μονὴ Καρακάλλου νὰ συζητήσει μὲ
τοὺς πατέρες γιὰ τὸ θέμα τῆς Ἡγουμενίας. Κάλεσε τότε ἡ Ἐξαρχία καὶ τὸν παπα-Ματθαῖο
στὸ συνοδικό τῆς Μονῆς ὅπου βρισκόταν, γιὰ νὰ τὸν προτείνει γιὰ Ἡγούμενο.
Ὁ παπα-Ματθαῖος τότε σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν Ἐξαρχία
εἶπε: «Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ἀναλάβω Ἡγούμενος, μόνο νὰ λειτουργῶ θέλω…». Ἔβαλε
μετάνοια στὴν Ἐξαρχία καὶ ἔφυγε ταπεινὰ ἀπὸ τὴν αἴθουσα.
Μία ἑβδομάδα πρὶν τὴν κοίμησή του
ἔπεσε στὸ κρεββάτι ἀπὸ ἀσθένεια τῆς κοιλιακῆς χώρας. Δὲν μποροῦσε νὰ φάει
τίποτε, οὔτε καὶ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελί του. Τοῦ εἶπαν οἱ πατέρες νὰ τὸν πάνε στοὺς
ἰατρούς, ἀλλὰ δὲν ἤθελε. Νόμιζε καὶ εἶχε τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ γιατρευόταν. Ἀλλ’ ὅμως
εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ τὸν καλοῦσε κοντά Του, γιὰ νὰ τὸν ἀναπαύσει ἀπὸ
τοὺς κόπους του. Τὸ βράδυ τῆς προηγούμενης ἡμέρας τῆς κοιμήσεώς του εἶχε φοβεροὺς
πόνους. Ἔκανε ὅμως μεγάλη ὑπομονή. Καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ πρωί, ξημερώνοντας 5
Δεκεμβρίου 1985, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου, παρέδωσε τὴν ἁγία του
ψυχὴ εἰς χείρας Θεοῦ, τὸν ὁποῖο πόθησε καὶ ἀγάπησε ἐκ νεότητος.
Πρόθεση καὶ σκοπὸς τῶν ὅσων ἀνωτέρω
ἀναφέρθηκαν δὲν ἦταν ἄλλος, παρὰ νὰ διατηρήσουμε ἔστω καὶ μ’ αὐτὰ τὰ λίγα
στοιχεῖα τὸ μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ ἱερομονάχου Ματθαίου Καρακαλληνοῦ, ὁ ὁποῖος
στάθηκε γιὰ μᾶς τοὺς νεότερους μορφὴ ἄκρας ταπεινώσεως, ὑπόδειγμα λειτουργοῦ,
παράδειγμα κοινοβιάτη μοναχοῦ, ἀσκητῆ προσευχομένου, φιλαγίου καὶ φιλοθέου. Εἴθε
ὁ βίος του νὰ γίνει παράδειγμα καὶ πηγὴ ἔμπνευσης γιὰ ὅλους τούς νεότερους ἀδελφούς
τοῦ
Ἁγιωνύμου Ὅρους. Ἂς εἶναι τὸ μνημόσυνό του αἰώνιο. Μορφὲς ὅπως τοῦ παπα-Ματθαίου
θὰ παραμένουν μεταξὺ τῶν ἀλησμόνητων ἁγιορείτικων μορφῶν.
Ι.Π.Κ.
Κοινωνία Ὀρθοδοξίας
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2016/09/1905-1985.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου