«Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν»[1], «ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, καί ὑμεῖς ἦτε»[2]. Τό σωστό εἶναι νά λέμε: «Χριστέ μου, ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη Σου∙ ἀρκεῖ νά ζῶ στήν ἀγάπη Σου»[3]. Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος εἶχε ξεπεράσει τό στάδιο, ἤ τήν βαθμίδα πιό σωστά τοῦ δούλου καί δέν τηροῦσε τίς ἐντολές ἀπό φόβο μήν πάει στήν κόλαση. Εἶχε ξεπεράσει καί τήν βαθμίδα τοῦ ἐμπόρου, δηλαδή δέν ἔκανε ὑπακοή στόν Θεό γιά νά πάρει ὡς ἀνταπόδοση ἐμπορικά, ἀνταλλακτικά, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀγαποῦσε τόν Θεό, καί ὅ,τι ἔκανε, τό ἔκανε ἀπό ἀγάπη ἀνιδιοτελή γιά τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ τέλεια βαθμίδα τῶν ἁγίων καί αὐτό εἶναι ὁ δικός μας στόχος, νά ἀγαπᾶμε χωρίς νά σκεφτόμαστε τήν ἀνταπόδοση. Νά ἀγαπᾶμε καί τόν Θεό καί τόν πλησίον ἀνιδιοτελῶς.
«Ἐγώ ὁ καημένος», ἔλεγε ὁ Ἅγιος, «τί νά σᾶς πῶ... εἶμαι πολύ ἀδύνατος. Δέν ἔχω κατορθώσει ν' ἀγαπήσω τόσο πολύ τόν Χριστό, νά Τόν λαχταρήσει ἡ ψυχή μου. Αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι πολύ πίσω. Ἔτσι τό αἰσθάνομαι. Δέν ἔχω φθάσει ἐκεῖ πού θέλω, δέν ζῶ αὐτή τήν ἀγάπη. Ἀλλά δέν ἀποθαρρύνομαι. Ἐμπιστεύομαι τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Λέω στόν Χριστό: «Τό ξέρω, δέν εἶμαι ἄξιος. Στεῖλε με ὅπου θέλει ἡ ἀγάπη Σου. Αὐτό ἐπιθυμῶ, αὐτό θέλω. Στή ζωή μου πάντα Σέ λάτρευα».
Ὅταν ἤμουν ἄρρωστος βαριά καί θά ἔφευγα γιά τούς οὐρανούς, δέν ἤθελα νά σκέφτομαι τίς ἁμαρτίες μου», λέει ὁ Ὅσιος. «Ἤθελα νά σκέφτομαι τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου μου, τοῦ Χριστοῦ μου, καί τήν αἰώνια ζωή. Δέν ἤθελα νά ἔχω φόβο. Ἤθελα νά πάω στόν Κύριο καί νά σκέπτομαι τήν ἀγαθότητά Του, τήν ἀγάπη Του. Καί τώρα, πού πλησιάζει τό τέλος τῆς ζωῆς μου, δέν ἔχω ἄγχος, ἀγωνία, ἀλλά σκέπτομαι ὅτι, ὅταν παρουσιασθῶ στή Δευτέρα Παρουσία καί μοῦ πεῖ ὁ Χριστός: «ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μή ἔχων ἔνδυμα γάμου;»[4], θά σκύψω τό κεφάλι καί θά πῶ: «ὅ,τι θέλεις, Κύριέ μου, ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη Σου. Τό ξέρω, δέν εἶμαι ἄξιος. Στεῖλε με ὅπου θέλει ἡ ἀγάπη Σου. Γιά τήν κόλαση εἶμαι ἄξιος. Καί στήν κόλαση νά μέ βάλεις, ἀρκεῖ νά εἶμαι μαζί Σου. Ἕνα θέλω, ἕνα ἐπιθυμῶ, ἕνα ζητῶ, νά εἶμαι μαζί Σου, ὅπου καί ὅπως θέλεις Ἐσύ»»[5]. Καί ἐπειδή ὁ Κύριος εἶναι παρών καί στήν κόλαση, ἀφοῦ εἶναι «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν», ἐφόσον θά ἀγαπᾶμε τόν Κύριο, ὅπου καί ἄν εἴμαστε, θά εἴμαστε καλά. Ἄλλωστε παράδεισος καί κόλαση εἶναι ἀντίστοιχα, ὁ Χριστός καί ἡ μή ἀγάπη πρός τόν Χριστό.
«Προσπαθῶ νά δοθῶ στήν ἀγάπη», λέει ὁ Ὅσιος, «καί στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἔχω τή συναίσθηση τῆς ἀμαρτωλότητος, ἀλλά ζῶ μέ τήν ἐλπίδα. Εἶναι κακό ν' ἀπελπίζεσαι, διότι ὁ ἀπελπισμένος πικραίνεται καί χάνει τήν προθυμία καί τή δύναμή του». Ὁ ἀπελπισμένος εἶναι αὐτός πού ἀχρηστεύεται ἀπό τόν διάβολο καί δέν ἀγωνίζεται πλέον. Γι' αὐτό καί ἡ ἀπελπισία εἶναι πάντα δαιμονική καί ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ὑποκύπτει σέ αὐτόν τόν λογισμό. «Αὐτός πού ἐλπίζει, προχωρεῖ πρός τά ἐμπρός. Ἐπειδή αἰσθάνεται ὅτι εἶναι φτωχός, προσπαθεῖ νά πλουτίσει. Τί κάνει ὁ φτωχός; Ὅταν εἶναι ἔξυπνος, προσπαθεῖ νά βρεῖ ἕναν τρόπο νά πλουτίσει»[6]. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος παραδέχεται τήν ἀτέλειά του, τήν ἀμαρτωλότητά του, τήν ἀναξιότητά του καί δέν ἀπελπίζεται, ἀγωνίζεται γιά νά εὐαρεστήσει στόν Θεό καί πλουτίζει πνευματικά.
«Παρόλο πού νιώθω ἔτσι ἀδύναμος», λέει ὁ Ὅσιος, «καί δέν ἔχω κατορθώσει αὐτό πού ποθῶ, ἐν τούτοις δέν ἀπελπίζομαι. Μέ παρηγορεῖ ὅτι δέν παύω ἀπό τό νά προσπαθῶ διαρκῶς. Ὅμως δέν κάνω αὐτό πού θέλω. Κάνετε προσευχή γιά μένα. Τό θέμα εἶναι ὅτι δέν μπορῶ ν’ ἀγαπήσω ἀπόλυτα τόν Χριστό χωρίς τή Χάρη Του. Ὁ Χριστός δέν ἀφήνει νά ἐκδηλωθεῖ ἡ ἀγάπη Του, ἄν ἡ ψυχή μου δέν ἔχει κάτι πού νά Τόν τραβήξει. Κι ἴσως αὐτό τό κάτι μοῦ λείπει. Γι' αὐτό παρακαλῶ τόν Θεό καί λέγω: «Πολύ ἀδύναμος εἶμαι, Χριστέ μου. Μόνον Ἐσύ θά κατορθώσεις μέ τή Χάρη Σου νά μ' ἀξιώσεις ἔτσι, σάν τόν Ἀπόστολο Παῦλο πού χαιρόταν καί καυχιόταν, νά λέγω κι ἐγώ μαζί του: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[7].
Μ' αὐτά ἀσχολοῦμαι. Προσπαθῶ νά βρίσκω τρόπους ν' ἀγαπήσω τόν Χριστό. Δέν χορταίνεται αὐτή ἡ ἀγάπη. Ὅσο ἀγαπάεις τόν Χριστό, τόσο νομίζεις ὅτι δέν Τόν ἀγαπάεις κι ὅλο λαχταράεις περισσότερο νά Τόν ἀγαπήσεις. Χωρίς, ὅμως, νά τό καταλαβαίνεις, πηγαίνεις πιό ψηλά, πιό ψηλα!»[8]. Γιατί βέβαια ἡ ἀγάπη στόν Θεό δέν ἔχει τέλος, καί ὅσο ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά ἀγαπήσει τόν Θεό, ὅσο προσπαθεῖ τελειότερα νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τόσο καί ἀνεβαίνει πνευματικά.
Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε νά Τόν ἀγαπᾶμε παραπάνω ἀπό κάθε ἄνθρωπο. «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος καί ὅς οὐ λαμβάνει τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστιν μου ἄξιος»[9]. Ἀξίζει κάθε κόπος καί κάθε σταύρωση γιά τόν Χριστό. Καί αὐτός ὁ ὁποῖος πραγματικά ἀγαπάει τόν Χριστό, σταυρώνεται ὡς πρός τόν κόσμο, ὡς πρός τόν κακό ἑαυτό του καί ἀποξενώνεται ἀπό τόν διάβολο. Καί πάλι ὁ Κύριος μᾶς δείχνει τήν ἀγάπη Του καί μᾶς τιμάει ὑπερβαλλόντως, καί μᾶς λέγει ὅτι, ἐάν τηροῦμε τό θέλημά Του, αὐτός γίνεται καί ἀδελφός καί ἀδελφή μας καί ἐμεῖς εἴμαστε γιά Αὐτόν καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ: «ὅστις γάρ ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστίν»[10].
Ἄς ἀγωνιστοῦμε καί ἐμεῖς, μέ τήν πρεσβεία τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καί πάντων τῶν Ἁγίων, νά ἀγαπήσουμε τόν Κύριο, πού εἶναι ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, πού εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, καί πού Αὐτός εἶναι τό πρότυπο μέ τό ὁποῖο κατασκευαστήκαμε, ἀφοῦ εἴμαστε φτιαγμένοι κατ' εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί καλούμαστε νά μοιάσουμε σέ Αὐτόν καί νά γίνουμε ὅ,τι εἶναι καί Αὐτός κατά φύση, νά γίνουμε καί ἐμεῖς κατά Χάρη.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἰωάν. 14, 2.
[2] Ἰωάν. 14, 3.
[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[4] Ματθ. 22, 12.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[6] Ὅ.π.
[7] Γαλ. 2, 20.
[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[9] Ματθ. 10, 37-38.
[10] Ματθ. 12, 50.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου