[Μᾶρκ. 6,30: 45]
«Ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «πρέπει νά εἶναι λεπτή, νά εἶναι εὐαίσθητη, νά εἶναι αἰσθηματική, νά πετάει, ὅλο νά πετάει, νά ζεῖ μέσα στά ὄνειρα. Νά πετάει μές στ' ἄπειρο, μές στ' ἄστρα, μές στά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, μές στή σιωπή. Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής. Αὐτό εἶναι! Πρέπει νά πονάεις. Ν' ἀγαπάεις καί νά πονάεις. Νά πονάεις γι' αὐτόν πού ἀγαπάεις. Ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιά τόν ἀγαπημένο. Ὅλη νύχτα τρέχει, ἀγρυπνεῖ, ματώνει τά πόδια, γιά νά συναντηθεῖ μέ τόν ἀγαπημένο. Κάνει θυσίες, δέ λογαριάζει τίποτα, οὔτε ἀπειλές, οὔτε δυσκολίες, ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό εἶναι ἄλλο πράγμα, ἀπείρως ἀνώτερο»[1].
Λέει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Πορφύριος σέ αὐτά τά λόγια, πόσο σπουδαῖο πράγμα εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει ψυχή εὐαίσθητη, νά ἔχει ψυχή καλλιεργημένη, νά ἔχει αὐτοθυσία, νά ξεπερνάει τήν φιλαυτία του, τήν φιληδονία του καί ὅλα τά ἄλλα πάθη καί νά ἀγωνίζεται νά ἀγαπήσει τόν Χριστό. Καί τότε κανένα κόπο καί καμιά θυσία δέν θά τσιγκουνευτεῖ, δέν θά λογαριάσει.
«Καί ὅταν λέμε ἀγάπη, δέν εἶναι οἱ ἀρετές πού θ' ἀποκτήσουμε ἀλλά ἡ ἀγαπῶσα καρδιά πρός τόν Χριστό καί τούς ἄλλους. Τό καθετί ἐκεῖ νά τό στρέφουμε». Βλέπουμε πῶς ὁ Ἅγιος -καί σέ ἄλλη περίπτωση μᾶς τό εἶχε πεῖ- πῶς ὁ Ἅγιος μᾶς διδάσκει νά φεύγουμε ἀπό τήν τυπική τήρηση τῶν ἐντολῶν καί νά ἀγαπήσουμε πραγματικά μέ ὅλη μας τήν καρδιά τόν Κύριο. «Βλέπουμε μία μητέρα νά ἔχει τό παιδάκι της στήν ἀγκαλιά, νά τό φιλάει καί νά λαχταράει ἡ ψυχούλα της; Βλέπουμε νά λάμπει τό πρόσωπό της, πού κρατάει τό ἀγγελούδι της; Ὅλα αὐτά ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τά βλέπει, τοῦ κάνουν ἐντύπωση καί μέ δίψα λέει: «Νά εἶχα κι ἐγώ αὐτή τή λαχτάρα στόν Θεό μου, στόν Χριστό μου, στήν Παναγίτσα μου, στούς ἁγίους μου!». Νά, ἔτσι πρέπει ν' ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, τόν Θεό. Τό ἐπιθυμεῖς, τό θέλεις καί τό ἀποκτᾶς μέ την Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς, ὅμως, ἔχουμε φλόγα γιά τό Χριστό; Τρέχουμε, ὅταν εἴμαστε κατάκοποι, νά ξεκουρασθοῦμε στήν προσευχή, στόν Ἀγαπημένο ἤ τό κάνουμε ἀγγάρια καί λέμε: «Ὦ, τώρα ἔχω νά κάνω προσευχή καί κανόνα...»; Τί λείπει καί νιώθουμε ἔτσι; Λείπει ὁ θεῖος ἔρως. Δέν ἔχει ἀξία νά γίνεται μιά τέτοια προσευχή. Ἴσως μάλιστα κάνει καί κακό.
Ἄν στραπατσαριστεῖ ἡ ψυχή καί γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστός τίς σχέσεις, διότι ὁ Χριστός «χοντρές» ψυχές δέ θέλει κοντά Του. Ἡ ψυχή πρέπει πρῶτα νά συνέλθει, γιά νά γίνει ἄξια τοῦ Χριστοῦ, νά μετανοήσει «ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά»[2]. Μέ τή μετάνοια φεύγει αὐτό τό σκληρό, αὐτή ἡ χοντρότητα πού ὑπάρχει στή ψυχή.
«Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή θά φέρει τόν ἁγιασμό. Ὄχι νά λέεις, «πᾶνε τά χρόνια μου χαμένα, δέν εἶμαι ἄξιος» κ.λπ., ἀλλά μπορεῖς νά λέεις, «θυμᾶμαι κι ἐγώ τίς μέρες τίς ἀργές, πού δέ ζοῦσα κοντά στόν Θεό...».... Καί στή δική μου τή ζωή κάπου θά ὑπάρχουν ἄδειες μέρες. Ἤμουνα δώδεκα χρονῶν, πού ἔφυγα γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Δέν ἦταν αὐτά χρόνια; Μπορεῖ βέβαια νά ἤμουν μικρό παιδί, ἀλλά ἔζησα δώδεκα χρόνια μακράν τοῦ Θεοῦ. Τόσα πολλά χρόνια!... Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στό βιβλίο του Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν: «Πᾶσα γάρ ἐργασία σωματική τε καί πνευματική, μή ἔχουσα πόνον ἤ κόπον, οὐδέποτε καρποφορεῖ τῷ ταύτην μετερχομένῳ, ὅτι βιαστῇ ἐστίν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί «βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν»[3], βίαν εἰπών τήν τοῦ σώματος ἐν πᾶσιν ἐπίπονον ἄσκησιν»[4]»[5].
Ἡ ἄσκηση ἡ σωματική πάντα πρέπει νά συνοδεύει τόν Χριστιανό γιά νά γίνεται δεκτικός τῆς Χάριτος, δεκτικός τῆς θείας ἐνέργειας. «Ὅταν ἀγαπάεις τόν Χριστό, κάνεις κόπο, ἀλλά εὐλογημένο κόπο. Ὑποφέρεις, ἀλλά μέ χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αὐτά εἶναι πόθος, θεῖος πόθος. Καί πόνος καί πόθος καί ἔρωτας καί λαχτάρα καί ἀγαλλίαση καί χαρά καί ἀγάπη. Οἱ μετάνοιες, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία εἶναι κόπος, πού γίνεται γιά τόν Ἀγαπημένο. Κόπος, γιά νά ζεῖς τόν Χριστό. Ἀλλ' αὐτός ὁ κόπος δέν γίνεται ἀναγκαστικά, δέν ἀγανακτεῖς. Ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια, δημιουργεῖ μεγάλο κακό καί στό εἶναι σου καί στήν ἐργασία σου. Τό σφίξιμο, τό σπρώξιμο φέρνει ἀντίδραση. Ὁ κόπος γιά τόν Χριστό, ὁ πόθος ὁ ἀληθινός, εἶναι Χριστοῦ ἀγάπη, εἶναι θυσία, εἶναι ἀνάλυσις. Αὐτό ἔνιωθε καί ὁ Δαβίδ: «Ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου»[6]. Ποθεῖ μέ λαχτάρα καί λιώνει ἡ ψυχή μου ἀπ' τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τοῦ Δαβίδ ταιριάζει μέ τόν στίχο τοῦ Βερίτη πού μ' ἀρέσει: «Συντροφιά μέ τόν Χριστό λαχτάρησα νά ζήσω, ὡς νά φθάσει κι ἡ στερνή στιγμή νά ξεψυχήσω».
Χρειάζεται προσοχή καί προσπάθεια γιά νά κατανοεῖ κανείς αὐτά πού μελετάει καί νά τά ἐνστερνίζεται. Αὐτός εἶναι ὁ κόπος πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Στήν κατάνυξη, στή ζέση, στά δάκρυα, θά μπεῖ μέσα χωρίς νά κοπιάσει. Αὐτά ἀκολουθοῦν, εἶναι δῶρα Θεοῦ. Ὁ ἔρωτας θέλει προσπάθεια; Μέ τήν κατανόηση τῶν τροπαρίων καί κανόνων καί τῶν Γραφῶν ἕλκεσαι εὐφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στήν ἀλήθεια εὐφραινόμενος. «Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου»[7], ὅπως λέει ὁ Δαβίδ. Ἔτσι αὐθόρμητα μπαίνεις στήν κατάνυξη, ἀναίμακτα». Μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, πῶς μποροῦμε νά γίνουμε λεπτές, εὐαίσθητες ψυχές καί ἀγαπητικές γιά τόν Θεό λόγο καί γιά τόν πλησίον.
«Ἐγώ ὁ καημένος», λέει ὁ Ἅγιος, «ἐπιθυμῶ ν' ἀκούω τά λόγια τῶν Πατέρων, τῶν ἀσκητῶν, τά λόγια τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης». Γιατί βέβαια ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἁπλά λόγια, ἀλλά ἔχουν μέσα τους ἀποθησαυρισμένη καί τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Σ' αὐτά», λέει ὁ Ἅγιος, «θέλω νά ἐντρυφῶ. Αὐτά καλλιεργοῦν τόν θεῖο ἔρωτα. Τά ἐπιθυμῶ καί προσπαθῶ, ἀλλά δέν μπορῶ. Ἀρρώστησα καί «τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής»[8]. Δέν μπορῶ νά κάνω μετάνοιες. Τίποτα. Ἐπιθυμῶ, ἔχω ζῆλο καί ἔρωτα νά εἶμαι στό Ἅγιον Ὄρος καί νά κάνω μετάνοιες, νά προσεύχομαι, νά λειτουργῶ καί νά εἶμαι μ' ἕναν ἀκόμη ἀσκητή. Εἶναι καλύτερα νά εἶναι δύο. Τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[9]»[10].
Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Κύριο γιά τό Ἱερό Του Εὐαγγέλιο καί γιά τούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μέ τά λόγια τους μᾶς φωτίζουν. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀποβάλλει τήν σκληροκαρδία. «Παρακαλεῖτε ἑαυτούς καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν -λέει στήν πρός Ἑβραίους- ἄχρις οὗ τό σήμερον καλεῖται, ἵνα μή σκληρυνθῇ ἐξ ὑμῶν τις ἀπάτῃ τῆς ἁμαρτίας»[11]. Ἐσεῖς καθημερινά, λέει, νά προτρέπετε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅσο διαρκεῖ ἡ παροῦσα ζωή, γιά νά μήν ἐξαπατήσει κανέναν ἀπό σᾶς ἡ ἁμαρτία καί τόν κάνει σκληρόκαρδο. Πρέπει νά παρακινοῦμε στήν ἀρετή, στήν θεία ἀγάπη, στόν θεῖο ἔρωτα, ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιά νά μήν σκληρύνει ἡ καρδία μας.
«Οὐκ ἐπίστανται ἔλεον καί πίστιν τέκτονες κακῶν, ἐλεημοσύναι δέ καί πίστεις παρά τέκτοσιν ἀγαθοῖς»[12], λέει στίς Παροιμίες, στό δέκατο τέταρτο κεφάλαιο. Δηλαδή σχεδιάζοντες καί ἐπιδιώκοντες τό κακό, δέν γνωρίζουν τήν εὐσπλαχνία καί τήν εὐθύτητα. Εὐσπλαχνία ὅμως καί τιμιότης καί ἀξιοπιστία ὑπάρχουν στούς ἐργάτες τοῦ καλοῦ. «Ὁ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖς»[13], λέει πάλι στίς Παροιμίες. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι σκληρόκαρδος καί ἀμετανόητος ἀποφεύγει νά συναντηθεῖ μέ τούς ἀγαθούς ἀνθρώπους, γιατί καί μόνο ἡ ὄψη τους τόν ἐλέγχει. «Ὁ δέ σκληρός τὴν καρδίαν ἐμπεσεῖται κακοῖς»[14], λέει πάλι στίς Παροιμίες. Ὁ σκληροκάρδιος καί θρασύς θά περιπέσει σέ πολλές συμφορές.
«Καρδία σκληρά κακωθήσεται ἐπ᾿ ἐσχάτων. Καρδία σκληρά βαρυνθήσεται πόνοις, καί ὁ ἁμαρτωλός προσθήσει ἁμαρτίαν ἐφ᾿ ἁμαρτίαις»[15]. Δηλαδή, ὁ σκληρός καί θρασύς κατά τήν καρδία στό τέλος θά καταστραφεῖ ἄν δέν μετανοήσει, λέγει στή Σοφία Σειράχ. Καί στήν συνέχεια λέγει, «Ἀνθρωπος ἐσκληρυμμένος καί ἐγωπαθής θά καταβαρυνθεῖ μέ πολλές ταλαιπωρίας καί ὁ ἁμαρτωλός θά προσθέτει συνεχῶς τήν μιά ἁμαρτία ἐπάνω σέ ἄλλες ἁμαρτίες. Ἡ ἀναισθησία, λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐμπαθή προσκόλληση σέ ἕνα πάθος προκαλοῦν τήν σκληροκαρδία. Ἡ σκληροκαρδία δέ κάποτε προκαλεῖται καί ἀπό τόν χορτασμό τῆς κοιλίας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, ἐκδ. Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, Χανιά, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Ματθ. 18, 22.
[3] Ματθ. 11, 12.
[4] Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν, Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1978.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[6] Ψαλμ. 83, 3.
[7] Ψαλμ. 4, 8.
[8] Ματθ. 16, 41.
[9] Ματθ. 18, 20.
[10] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[11] Ἑβρ. 3, 13.
[12] Παρ. 14, 22.
[13] Παρ. 17, 20.
[14] Παρ. 28, 14.
[15] Σοφ.Σειρ. 3, 26-27.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου