«Βλέπετε μή πλανηθῆτε»[1], λέγει ὁ Κύριος, ἐγείροντάς μας ἐκ τῆς ραθυμίας μας καί παρακινώντας μας σέ πνευματικό ἀγῶνα καί σέ ἀγάπη πρός Αὐτόν. Νήψις, ἐγρήγορσις, προσοχή καί προσευχή εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα μᾶς ὁδηγοῦν στήν μετάνοια τήν συνεχή, στήν σωτηρία τήν αἰώνιο. Ὅλα αὐτά μᾶς ὁδηγοῦν στήν ταπείνωση καί στήν μέθεξη τῆς Θείας Χάριτος, πού εἶναι καί ἡ ἕνωσίς μας μέ τόν Χριστό καί ἡ σωτηρία μας. Γιά νά εἶναι κανείς σέ ἕνωση μέ τόν Θεό, θά πρέπει νά εἶναι σέ ἐγρήγορση πνευματική, νά μήν πλανᾶται ἀπό ἑτεροδιδασκαλίες καί νά μήν ὑποκύπτει στά πάθη, νά εἶναι ταπεινός.
«Νά εἴμαστε σέ ὅλα ταπεινοί», λέγει καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «στή σκέψη, στά λόγια, στήν συμπεριφορά. Ποτέ νά μήν παρουσιαστοῦμε στόν Θεό καί νά ποῦμε «ἔχω ἀρετές»[2]. Ὁ Θεός δέν θέλει τήν ἀρετή μας». Ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ Θεός θέλει νά ἑνωθοῦμε μαζί Του ἀπό ἀγάπη καί νά πάρουμε, νά μετάσχουμε στήν δική Του ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι συνεχής, διαρκής, αἰωνία.
Εἴτε ἁμαρτάνουμε εἴτε δέν ἁμαρτάνουμε, ὁ Θεός πάντοτε μᾶς ἀγαπᾶ. Ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτος, εἶναι πάντοτε ἀγάπη, καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλός καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι κακός. Δέν περιορίζεται ὁ Θεός ἀπό τίποτε καί ποτέ δέν σταματάει νά μᾶς ἀγαπάει. Ὅταν καί ἐμεῖς ἑνωθοῦμε μαζί Του, τότε τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη. Οἱ ἀρετές, ὅταν πραγματοποιοῦνται αὐτονομημένα καί ὄχι ἀπό ἀγάπη στόν Θεό καί ὄχι μέ σκοπό τήν ἕνωση μέ τόν Θεό, τότε ἐμποδίζουν τόν ἄνθρωπο νά πλησιάσει τόν Θεό.
Γι' αὐτό, λέγει ὁ Ὅσιος, ὁ Θεός δέν θέλει τήν ἀρετή μας, ἀλλά θέλει ἐμᾶς τούς ἴδιους. Δέν θέλει ἐξωτερικές θυσίες καί ἐξωτερικές τυπικές συμπεριφορές, ἀλλά θέλει τήν καρδιά μας καί τήν θέλει καθαρή. Καί αὐτό θά γίνει ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ταπεινό φρόνημα καί ἀγωνιστική διάθεση καί προαίρεση ἀγαθή, ὥστε νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
«Πάντα νά παρουσιάζεσαι στόν Θεό», λέει ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «ὡς ἁμαρτωλός. Χωρίς ὅμως ἀπελπισία, ἀλλά θαρρών εἰς τό ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας Του. Ἀρκεῖ νά βροῦμε τό μυστικό. Τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη στόν Χριστό καί ἡ ταπείνωση. Ὁ Χριστός θά μᾶς δώσει τήν ταπείνωση. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας νά Τόν ἀγαπήσουμε. Ἄς Τόν παρακαλοῦμε πολύ νά μᾶς ἀγαπήσει Ἐκεῖνος καί νά μᾶς δώσει τόν ζῆλο νά Τόν ἀγαπήσομε κι ἐμεῖς»[3]. Μέ αὐτό πού λέει ὁ Ὅσιος, δέν ἐννοεῖ ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἀγαπᾶ. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἄπειρη ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐκχέεται πρός ὅλους, ἀλλά ἐμεῖς δέν αἰσθανόμαστε αὐτή Του τήν ἀγάπη καί δέν Τοῦ ἐπιτρέπουμε νά μᾶς ἐλεήσει ὅταν παραμένουμε μακράν Του, ὅταν δέν τηροῦμε τό ἅγιο θέλημά Του, ὅταν θέλουμε νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τό δικό μας θέλημα.
«Ἅμα θέλεις νά φιλοσοφήσεις», λέει ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «ὅλα θά τά ρίχνεις στόν κακό ἑαυτό σου καί θά ταπεινώνεσαι πάντοτε». Ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος δέν θά κατηγορεῖς τούς ἄλλους ἀνθρώπους, οὔτε θά τά βάζεις μέ τόν Θεό γιά ὁτιδήποτε κακό σοῦ συμβαίνει. «Εἶναι ταπείνωση νά πιστεύεις ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί. Κι ἄν ἀκούεις γιά κάποιον κάτι ἀρνητικό, νά μήν τό πιστεύεις», λέει ὁ Ὅσιος. «Ὅλους νά τούς ἀγαπάεις καί νά μήν σκέπτεσαι γιά κανέναν κακό καί γιά ὅλους νά προσεύχεσαι»[4]. Ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος, «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν»[5]. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει τόν Θεό καί τόν πλησίον δέν βάζει κακούς λογισμούς γιά τούς ἄλλους.
«Ἡ καρδιά τοῦ κενόδοξου δέν μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ. Ὅταν τόν ἐλέγχουν ἤ τόν νουθετοῦν, ἀντιλέγει ἔντονα. Ἐνῶ ὅταν τόν ἐπαινοῦν καί τόν κολακεύουν φέρεται ἄπρεπα». Στόν ἀντίποδα τοῦ ταπεινοῦ στέκεται ὁ ὑπερήφανος, ὁ κενόδοξος, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει πίστη στόν ἑαυτό του, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. «Ὅ,τι καί νά τοῦ πεῖς, ἐννοεῖ νά ὑπερηφανεύεται περισσότερο», λέει ὁ Ὅσιος. «Ἀσχολεῖται καί περιστρέφεται γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἀντίθετα ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ κι ἐξομολογεῖται», δηλαδή εἶναι ὁ ταπεινός, «βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του. Ὅταν ἐξομολογηθεῖ, δέν γυρνάει πίσω. Ὁ κενόδοξος τήν ψυχή του τήν ἀποξενώνει ἀπό τήν αἰώνια ζωή. Τελικά, ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα!», λέει ὁ Ὅσιος. «Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνουμε κάτι γιά νά ἐπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά. Ὅ,τι κάνουμε, νά τό κάνουμε γιά νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, ἀνιδιοτελῶς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς ὑπερηφάνεια, χωρίς ἐγωισμό»[6].
Ὁ Ἅγιος πάντοτε τόνιζε ὅτι ἡ ἀγάπη μας θά πρέπει νά εἶναι ἀνιδιοτελής, καί μάλιστα ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό. Νά πηγαίνουμε στόν Θεό ἀπό ἀγάπη καί μόνο σέ Αὐτόν καί ὄχι συμφεροντολογικά, ὄχι προσπαθώντας νά «χρησιμοποιήσουμε» τόν Θεό καί νά ἐκμεταλλευτοῦμε τήν ἀγάπη Του.
«Νά εἶσαι ψάλτης», λέει ὁ Ὅσιος, «στήν ἐκκλησία, στό μοναστήρι. Νά ἔχεις φωνή πολύ ἀγγελική καί νά ψάλλεις στόν Θεό, χωρίς νά ξέρεις ὅτι τόσοι ἄνθρωποι σέ ἀκοῦνε, δηλαδή χωρίς νά τό σκέπτεσαι. Γίνεται; Δέν γίνεται εὔκολα. Εἶναι δύσκολο αὐτό. Γι' αὐτό πολλοί ψάλτες ἐπλανήθησαν. Κατά κανόνα, ὅλοι οἱ καλοί ψάλτες ἔχουν μεγάλο ἐγωισμό. Ὄχι βέβαια ὅλοι, ἀλλά οἱ περισσότεροι. Ὅταν ἔχεις ὅμως ταπείνωση, ἔστω καί ἄν ψάλλεις ὡραῖα κι ἄν διαβάζεις ὡραῖα, δέν ἐπηρεάζεσαι ἀπό ἐκείνους πού σέ ἀκοῦνε. Θά μοῦ πεῖς, κι ἄν ψάλλεις ὡραῖα κι ἄν διαβάζεις ὡραῖα καί τ' ἀκούει ὁ γέροντάς σου; Τίποτα δέν εἶναι αὐτό, ἅμα ἔχεις ταπείνωση.
«Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ», ἔλεγε ὁ Ὅσιος, «νά γίνουμε καλοί»[7]. Τήν κατάσταση τῆς Θείας Χάριτος δέν τήν ζεῖ πάντοτε στήν ἴδια ἔνταση ὁ ἄνθρωπος», ἔλεγε πάλι ὁ Ὅσιος, «ὄχι, ἀλλά ἄν τήν ἔχει γευτεῖ, ὁ νοῦς του εἶναι συνέχεια ἐκεῖ. Σάν μιά σόμπα ἠλεκτρική, πού ἀνάβει ὅταν τό καλώδιο εἶναι στήν πρίζα. Διαβάζει ὁ ἄνθρωπος, μιλάει, ἀλλά μέσα του, πού τόν ζωογονεῖ, ἔχει τήν ἱερά ἀγάπη, «ἐν ἡ τά πάντα ζῆ καί κινεῖται»[8]. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ταπεινός, ὁ ἀκενόδοξος, πού ἀγωνίζεται πνευματικά, ζεῖ σέ ἄλλοτε ἄλλο βαθμό αὐτή τήν ἔνταση τῆς θείας ἀγάπης, τῆς θείας Χάρης, τῆς θείας ἐνεργείας ἡ ὁποία τόν θερμαίνει, τόν ζεσταίνει πνευματικά, τόν κατακλύζει, τόν γεμίζει, τόν πληρώνει. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[9]...τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, θλῖψις ἤ στενοχώρια ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος, ἤ μάχαιρα;»[10]. Τίποτε δέν μπορεῖ νά χωρίσει τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶ τόν Θεό ἀπό τήν ἀγάπη του πού εἶναι ὁ Θεός. Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ ζωή», ἔλεγε ὁ Ὅσιος Πορφύριος, «ἔδινε στόν Ἀπόστολο Παῦλο θεῖο ἐνθουσιασμό. Νά δεῖτε πῶς μίλησε γιά τόν Χριστό ὅταν τόν συνέλαβαν! «Ἀγρίππας δέ πρός τόν Παῦλον έφη. Ἐπιτρέπεταί σοι ὑπέρ σέ αὐτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τήν χεῖρα ἀπελογεῖτο...»[11]. Αὐτό ἦταν κήρυγμα θεϊκό. Πολύ ὡραῖο καί ὡραία ἀπολογία. Καί τούς ἔπεισε τούς ἀκροατές. Ἦταν δυνατόν νά μήν τούς πείσει, ἀφοῦ εἶχε τόν Θεό μέσα του; Εἶχε θεῖο ἐνθουσιασμό. «Ἐκτεινας τήν χεῖρα, ἀπελογεῖτο...»[12]. Ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ θεία μέθη, κινεῖ καί τά χέρια καί τά μάτια καί τά πάντα»[13]. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή, λέει ὁ Ὅσιος, συνεπαίρνεται ὁλόκληρος ἀπό τήν Θεία Χάρη, τήν θεία ἐνέργεια, ὅταν εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, καί πλέον γίνεται ἐνεργούμενος ὑπό τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ὁ Χριστός κατευθύνει τό σῶμα του καί τήν ψυχή του, ἐμπνέει τίς κινήσεις του καί τά λόγια του.
«Στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα ἅγια. Τί ἔλεγαν γιά τούς Ἀποστόλους τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς; «Μεμεστωμένοι γλεύκους εἰσί»[14]. Ὅταν μεθοῦσαν οἱ ἅγιοι μέ τή θεία μέθη ἀπό τήν ἀγάπη τους πρός τόν Θεό, ἄνοιγαν τά χέρια σέ σχῆμα σταυροῦ καί ἀτένιζαν τόν οὐρανό καί ἡνοῦντο μέ τό θεῖο.
Ὅταν ἔλθει ἡ χάρις, ὅλα εἶναι εὔκολα. Κινεῖσαι ὅπου σέ κινεῖ. Δέν μπορεῖς νά κάνεις ἀλλιῶς. Δηλαδή κάνεις αὐτό πού σοῦ ἐμπνέει αὐτή. Δέν μπορεῖς νά θυμώσεις, δέν μπορεῖς νά μισήσεις, δέν μπορεῖς νά βλάψεις κανένα. Ὁ αἰχμάλωτος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθίσταται ἀνίκανος τοῦ μισεῖν». Δέν μπορεῖ νά μισήσει κανέναν ἄνθρωπον αὐτός πού εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό, πού μετέχει στήν θεία ἐνέργεια, πού γεύεται τήν θεία ἀγάπη καί ὁ ἴδιος ἔχει ἀγαπήσει τόν Θεό. Ὁ κατειλημμένος ὑπό τοῦ Χριστοῦ καθίσταται ἀνίκανος τοῦ ποιεῖν κάθε κακό. Ἀντίθετα ὁ κατειλημμένος ὑπό τοῦ πονηροῦ πνεύματος καθίσταται ἀνίκανος τοῦ ἀγαπᾶν». Δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, πού δέν ἔχει βρεῖ τόν Θεό, πού ἔχει ἀφήσει τόν ἑαυτό του ἕρμαιο καί τόν ἔχει κάνει κατοικητήριο τῶν δαιμόνων.
Ὅταν ὁ σατανᾶς κυριαρχήσει μέσα στόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἀφήνει νά κάνει ἀλλιῶς. Κυριαρχεῖ μέσα του ἕτερος νόμος. Δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει, δέν μπορεῖ νά εἶναι ταπεινός, δέν μπορεῖ νά εἶναι καλός. «Βλέπω δέ», λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου, ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καί αἰχαμλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου»[15]. Ὁ σατανᾶς θέλει νά καταστρέψει τόν ἄνθρωπο ψυχικά. Θέλει τήν ἐξόντωσή του. Ἐνῶ ἡ θεία Χάρις τόν προστατεύει καί ὁ Πανάγιος Τριαδικός Θεός μας μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό αὐτή τήν κυριαρχία, τήν αἰχμαλωσία τήν δαιμονική. Καί ἡ ἀπελευθέρωση γίνεται μέ τήν μετάνοια, μέ τήν ἐγρήγορση τήν πνευματική, μέ τήν καλή προαίρεση, τήν κίνηση πρός τόν Θεό, μέ τήν προσπάθεια νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί νά ταπεινωθοῦμε. Καί τότε «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ»[16]; Ποιός μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀγαποῦσε καί μᾶς ἀγαπᾶ καί θά μᾶς ἀγαπᾶ αἰώνια; Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀπό φιλότιμο, ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά νά μήν λυπήσει τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος τόν ἀγαπᾶ πάντοτε.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Λουκ. 21, 8.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[4] Ὅ.π.
[5] Α΄Κορ. 13, 5.
[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[7] Ὅ.π.
[8] Γαλ. 2, 20.
[9] Γαλ. 2, 20.
[10] Ρωμ. 8, 35.
[11] Πράξ. 26, 1.
[12] Ὅ.π.
[13] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[14] Πράξ. 2, 13.
[15] Ρωμ. 7, 23.
[16] Ρωμ. 8, 35.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου