Μιλᾶμε γιά τήν φαντασία, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἕνα σημαντικό κεφάλαιο γιά τήν πνευματική ζωή, σχολιάζοντας τό ἀντίστοιχο κεφάλαιο πού ἔχει γράψει ὁ π. Σωφρόνιος: «Τά εἴδη τῆς φανατασίας καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον της»[1]. Γενικῶς ἰσχύει αὐτό πού μᾶς ἔχουν πεῖ οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ φαντασία εἶναι τό ὄχημα τῶν δαιμόνων. Καί θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά σταυρώσει τήν φαντασία του, δηλαδή νά τήν ἀπενεργοποιήσει, γιατί εἶναι μία -μετά τήν πτώση- δύναμη τῆς ψυχῆς, μπῆκε στόν ἄνθρωπο, δόθηκε στόν ἄνθρωπο, ἀλλά δέν βοηθάει στήν προσευχή οὔτε στήν πνευματική ζωή, ἀντίθετα τήν ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος καί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πλανηθεῖ.
Λέει ὁ π. Σωφρόνιος: «Ὁ ἡσυχαστής μοναχός, πού ἀγωνίζεται κατά τῆς φαντασίας, ἡ ὁποία διαστρεβλώνει τήν πνευματική ζωή, συναντιέται μέ ποικιλόμορφες ἐκδηλώσεις της. Αὐτές μποροῦν νά ταξινομηθοῦν μέ διάφορους τρόπους. Ὁ γέροντας», ὁ Ἅγιος Σιλουανός δηλαδή, «τίς συνόψιζε στίς τέσσερις μορφές πού ἐκθέσαμε παραπάνω, μορφές πού τοῦ ἔδιναν τή δυνατότητα νά ἐκφράσει τήν οὐσία τοῦ προβλήματος»[2]. Μιλήσαμε τήν προηγούμενη φορά καί τήν προ-προηγούμενη γιά τίς τέσσερις μορφές φαντασίας. Ἡ πρώτη μορφή εἶναι οἱ χονδρές φαντασίες, πού συνδέονται μέ τά σαρκικά πάθη. Τό πρῶτο εἶδος φαντασίας. Τό δεύτερο εἶδος φαντασίας εἶναι αὐτό πού λέμε ὀνειροπόληση ἤ ρεμβασμός. Τό τρίτο εἶδος φαντασίας εἶναι αὐτό πού λέγεται «δημιουργική φαντασία» καί χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς ἐπιστήμονες γιά νά συλλάβουνε τήν λύση κάποιου τεχνικοῦ προβλήματος (παραδείγματος χάριν). Καί τό τέταρτο εἶδος φαντασίας εἶναι αὐτό πού ὀνομάζεται «θεολογική δημιουργία», τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἀπό κάποιους θεολόγους μέ σκοπό νά βροῦνε τόν Θεό. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτός ὁ σωστός δρόμος. Καί τά τέσσερα εἴδη εἶναι ἀπορριπτέα, (τό εἴπαμε καί τίς προηγούμενες φορές), διότι καί τά τέσσερα ἐμποδίζουν τήν καθαρή προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ὁ τρόπος γιά νά δεῖ κανείς τόν Θεό, γιά νά βρεῖ τόν Θεό, γιά νά καθαριστεῖ ἡ καρδία καί νά γίνει πλέον ὁ ἄνθρωπος «νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν».
«Ἡ πρώτη φαντασία», τό πρῶτο εἶδος φαντασίας, «ἀναφέρεται γενικά στόν ἀγώνα κατά τῶν παθῶν» καί πρέπει νά καταπολεμηθεῖ ὁπωσδήποτε. Εἶναι οἱ χονδρές φαντασίες, πού μᾶς φέρνουνε οἱ πονηροί δαίμονες ἤ τίς φτιάχνει καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δυστυχῶς, πού συνδέονται μέ τά σαρκικά πάθη. «Τό δεύτερο εἶδος φαντασίας», πού εἴπαμε εἶναι ὁ ρεμβασμός, ἡ ὀνειροπόληση, πού ἀφήνει κανείς τήν φαντασία του νά ἐργάζεται ἔτσι, νά ρεμβάζει, «χαρακτηρίζει», αὐτό τό εἶδος φαντασίας, «ὅσους προσεύχονται μέ τόν πρῶτο τρόπο»[3]. Εἴχαμε μιλήσει γιά τούς τρεῖς τρόπους προσευχῆς, ὅπως τούς λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός. Ὁ πρῶτος τρόπος εἶναι αὐτός ὁ τρόπος ὁ ὁποῖος συνδέεται μέ τήν φαντασία. Ἐπειδή ὁ νοῦς εἶναι ἀδύναμος, ὁ ἄνθρωπος κάνει μιά προσευχή μέ φαντασίες. Φαντάζεται διάφορα, τόν Θεό κ.λ.π. ἤ καταστάσεις πού νομίζει ὅτι εἶναι πνευματικές, ἀλλά εἶναι φανταστικές. Τό δεύτερο εἶδος προσευχῆς εἶναι ἡ προσευχή ἡ ὁποία συνδέεται μέ τήν διάνοια, μέ τόν ἐγκέφαλο, μέ τήν σκέψη, μιά ἐγκεφαλική προσευχή, μιά λογική προσευχή, καί τό τρίτο εἶδος προσευχῆς, πού εἶναι καί τό ἀνώτερο καί τό καλύτερο καί τό σπουδαιότερο, εἶναι ἡ καρδιακή προσευχή, πού ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μέ τήν καρδιά χωρίς φαντασία καί ὄχι μέ τόν ἐγκέφαλο, μέ τήν διάνοια, ἀλλά καρδιακά. Τό πρῶτο εἶδος, λοιπόν, προσευχῆς, πού εἴπαμε εἶναι ἡ φαντασιώδης προσευχή, αὐτό τό εἶδος συνδέεται μέ τίς φαντασίες..
«Σέ αὐτή τή μορφή φαντασίας ἀνάγεται καί ἡ γνωστή μέθοδος τῆς «μελέτης», (meditation, πού τό λένε καί οἱ ξένοι), τό ὁποῖο ὁπωσδήποτε εἶναι κάτι πολύ ἐπικίνδυνο, νά φτιάχνει ὁ ἄνθρωπος δηλαδή μέ τήν φαντασία του εἰκόνες, ὁλόκληρα σενάρια πολλές φορές φτιάχνει, ὁλόκληρες ἱστορίες. «Χρησιμοποιώντας τήν φαντασία του ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ στόν νοῦ του ἐποπτικές εἰκόνες ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄλλες ἱερές σκηνές». Αὐτό λέγεται «μελέτη», (meditation) καί εἶναι μία φαντασιώδης προσευχή.
«Σ’ αὐτή τήν διαδικασία καταφεύγουν συνήθως οἱ ἀρχάριοι ἤ οἱ ἄπειροι ἀσκητές», αὐτοί πού δέν ἔχουν πείρα. «Ὅποιος κάνει μιά τέτοια «φαντασιώδη» προσευχή δέν κλείνει τόν νοῦ του στήν καρδιά γιά χάρη τῆς ἐσωτερικῆς νήψεως, ἀλλά προσηλώνοντάς τον στήν ἐποπτική πλευρά τῶν θείων, ὅπως ὁ ἴδιος φαντάζεται, εἰκόνων, ὁδηγεῖ τόν ἑαυτό του σέ κατάσταση ψυχικῆς διεγέρσεως, πού σέ περίπτωση ἐντατικῆς συγκεντρώσεως μπορεῖ νά φθάσει ὥς τήν ἰδιότυπη παθολογική ἔκσταση»[4]. Ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά σκέφτεται λ.χ. τήν βάφτιση τοῦ Χριστοῦ καί νά φτιάχνει μέ τήν φαντασία του τό πῶς ἐκεῖνος νομίζει πώς ἔγινε ἡ βάφτιση. Κι ἄν ἐπιμείνει πολύ σ’ αὐτό τό πράγμα, μπορεῖ νά φτάσει καί σέ παθολογική κατάσταση, σέ ἔκσταση. Καί νομίζει ὅτι αὐτό ὅλο εἶναι θεϊκό, ἐνῶ δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό. Εἶναι πλάσμα δικό του, δημιούργημα τῆς φαντασίας του. Καί ἄν τό ἀφήσει πολύ ἀνεξέλεγκτο, γίνεται καί παθολογικό.
«Χαίρεται γιά τά «ἐπιτεύγματά» του ὁ ἄνθρωπος», αὐτοευχαριστεῖται θά λέγαμε, αὐτοϊκανοποιεῖται μέ αὐτά πού φτιάχνει μέ τήν φαντασία του, «ἀφοσιώνεται σ’ αὐτές τίς καταστάσεις, τίς καλλιεργεῖ, τίς θεωρεῖ πνευματικές, ὑψηλές καί ὀφειλόμενες στήν ἐνέργεια τῆς Χάρης». Προσέξτε, τί πλάνη μπορεῖ νά μπεῖ στόν ἄνθρωπο! Ἐνῶ εἶναι κάτι πού φτιάχνει μόνος του, νομίζει ὅτι εἶναι ἐνέργεια τῆς Χάρης, τοῦ Θεοῦ. «Ἔχει τήν ἰδέα πώς καί ὁ ἴδιος εἶναι ἅγιος καί θεωρός τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί τέλος φθάνει σέ παραισθήσεις», παραισθήσεις, δηλαδή (ὑπάρχει αὐτός ὁ ὅρος καί στήν ἰατρική) νομίζεις ὅτι βλέπεις κάτι, ἐνῶ εἶναι κάτι ἄλλο! Βλέπεις ἄς ποῦμε τό μικρόφωνο καί νομίζεις ὅτι εἶναι κανένα δέντρο, κανένας καρπός δέντρου! Αὐτό θά πεῖ παραίσθηση, ἄλλο ὑπάρχει καί ἄλλο βλέπουμε. Ἐνῶ ψευδαίσθηση εἶναι νά μήν ὑπάρχει τίποτα καί νά ἔχεις τήν αἴσθηση ὅτι ὑπάρχει κάτι. Μέ τήν φαντασιώδη αὐτή προσευχή καί διαδικασία μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος σέ παραισθήσεις «καί ψυχικές ἀσθένειες, ἤ στήν καλύτερη περίπτωση», στήν πιό ἐλαφριά περίπτωση, «μένει ἐν τῇ πλάνῃ περνώντας τήν ζωή του σέ ἕναν φανταστικό κόσμο»[5] καί ζεῖ μία φαντασιώδη, «φανταστική» θά λέγαμε, πνευματική ζωή καί ὄχι ἀληθινή πνευματική ζωή. Μιά πνευματική ζωή πού τήν φτιάχνει ὁ ἴδιος μέ τήν φαντασία του.
«Ἡ τρίτη καί ἡ τέταρτη μορφή φαντασίας», εἴπαμε ἡ τρίτη εἶναι ἡ λεγόμενη «δημιουργική φαντασία», χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς ἐπιστήμονες, καί ἡ τέταρτη, ἡ λεγόμενη «θεολογική δημιουργία», αὐτές οἱ δύο μορφές φαντασίας, «μποροῦμε νά ποῦμε πώς βρίσκονται στή βάση ὅλου τοῦ ὀρθολογιστικοῦ πολιτισμοῦ», τοῦ δικοῦ μας, τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κατεξοχήν βασισμένος στήν λογική, στόν ὀρθολογισμό. Δέν ἔχει ὁ πολιτισμός μας καθόλου καρδιά. Εἶναι ἕνας ψυχρός πολιτισμός, πού βασίζεται μόνο στή λογική, στά μαθηματικά, ἕνα καί ἕνα κάνουν δύο, καί ἀγνοεῖ τήν καρδιά. Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι πού ὑποτάσσονται καί ἐγκολπώνονται αὐτό τό πνεῦμα, γίνονται ψυχροί ἄνθρωποι, ψυχροί ἐγκληματίες, ψυχροί ἐκτελεστές, ψυχροί τεχνοκράτες, γιατί δέν ὑπάρχει καθόλου καρδιά σ’ αὐτόν τόν πολιτισμό πού ἔχουμε φτιάξει, τόν δυτικό πολιτισμό. Βασίζεται μόνο στή λογική. Ἐνῶ ἀντίθετα, βλέπετε, ὁ πολιτισμός τοῦ λεγόμενου Βυζαντίου, ἐπειδή εἶχε μέσα τήν πνευματικότητα, τήν νοερά προσευχή, εἶναι ἄλλο πράγμα. Ὑπῆρχε ἡ φιλανθρωπία, ὑπήρχε ἡ πνευματική ἐργασία πού ὁ ἕνας βοηθοῦσε τόν ἄλλον ν’ ἀνέβει πνευματικά καί ὑπήρχε καί ἡ τεχνολογία. Ὑπῆρχε ὑψηλή τεχνολογία στό λεγόμενο Βυζάντιο! Ἀλλά δέν ἔμεναν μόνο σ’ αὐτό. Ὑπῆρχε αὐτός ὁ συγκερασμός καρδιᾶς καί λογικῆς, πού εἶναι τό ἄριστο. Καί ἀκόμα βέβαια ἀνώτερος πολιτισμός εἶναι ὅταν κυριαρχήσει πλήρως ἡ καρδιά, ὁ καρδιακός πολιτισμός ἄν θέλετε, ὅπου πλέον ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ΄ εἰκόνα καί γίνεται καί καθ’ ὁμοίωση, πραγματοποιεῖ καί τό καθ’ ὁμοίωση.
Στό τρίτο λοιπόν καί τό τέταρτο εἶδος φαντασίας βασίζεται ὁ σύγχρονος ὀρθολογιστικός πολιτισμός. «Γι’ αὐτό ἡ ἀπόσπαση ἀπό αὐτές», τίς φαντασίες τοῦ τρίτου καί τέταρτου εἴδους, «εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολη γιά τόν μορφωμένο ἄνθρωπο»[6]. Ὁ «μορφωμένος» -μᾶλλον παραμορφωμένος εἶναι- ἔχει μάθει νά λειτουργεῖ μ’ αὐτές τίς φαντασίες, μέ τή λεγόμενη «δημιουργική φαντασία», καί ὁ θεολόγος μέ αὐτή τήν φαντασία πού προσπαθεῖ μέσω αὐτῆς νά βρεῖ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί οἱ μορφωμένοι ἄνθρωποι εἶναι δύσκολο ν’ ἀποκολληθοῦν ἀπό αὐτά καί γι’ αὐτό εἶναι δύσκολο νά κάνουν νοερά προσευχή. Ἔλεγε ἕνας Γέροντας ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, ἡγούμενος, πού εἶχε πολλούς μοναχούς ὑποτακτικούς, καί μορφωμένους καί ἀμόρφωτους.. οἱ μορφωμένοι, λέει, πᾶνε σάν τίς χελῶνες, οἱ ἀμόρφωτοι πᾶνε σάν τούς λαγούς στήν νοερά προσευχή! Δηλαδή εἶναι προτέρημα νά μήν εἶσαι μορφωμένος τελικά! Νά μήν εἶσαι παραμορφωμένος(!), γιά νά προκόψεις στήν πνευματική ζωή, γιατί ἔχεις λιγότερη ὑπερηφάνεια σέ τελευταία ἀνάλυση. Ἡ φαντασία φέρνει ὑπερηφάνεια. Καί σέ βάζει σέ ἕναν τέτοιο τρόπο σκέψης καί προσευχῆς πού δέν εἶναι εὔκολο νά ἀποκολληθεῖς μετά, γιά νά κάνεις τήν σωστή προσευχή, τήν καρδιακή προσευχή, πού δέν ἔχει καθόλου φαντασία (καί αὐτή εἶναι καί ἡ σωστή προσευχή).
«Ἡ ἀπόσπαση ἀπό αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας», πού εἴπαμε εἶναι συνυφασμένες μέ τόν πολιτισμό, «εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολη γιά τόν μορφωμένο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος βλέπει σ’ αὐτόν τόν πολιτισμό τόν πνευματικό του πλοῦτο»[7]. Νομίζει ὅτι εἶναι καί κάτι πολύ σπουδαῖο αὐτό πού ἔχει, οἱ γνώσεις, ἡ ὅλη δόμηση ἡ πολιτισμική πού τήν ἔχει προσλάβει μέσα του καί τό θεωρεῖ κάτι πολύ σπουδαῖο, ἐνῶ εἶναι κάτι πολύ φτωχό, πολύ φτηνό, πολύ γήινο. Γι’ αὐτό καί ὁ Μέγας Βασίλειος, πού ἤτανε πανεπιστήμονας, γιά τήν ἐποχή του μιλοῦσε ἀπαξιωτικά γιά τίς γνώσεις του. Ἔλεγε «ἡ τιμία μοι κόπρος», ἡ πολύτιμή μου κοπριά! Ἔτσι χαρακτήριζε τίς γνώσεις του καί τήν ἐπιστήμη του, ὁ ὁποῖος -σημειῶστε- ὅτι ἤξερε 7-8 ἐπιστῆμες πολύ καλύτερα ἀπ’ ὅσο ξέρει κάποιος μία μόνο!
«Ἡ ἀποταγή αὐτή», τῆς φαντασίας δηλαδή ἀπό αὐτόν τόν «μορφωμένο», «εἶναι ἀσυγκρίτως δυσκολότερη ἀπό τήν ἀποταγή ἀπό τόν ὑλικό πολιτισμό». Τί θέλει νά πεῖ ἐδῶ ὁ Γέροντας; Ὅτι εὔκολα ἀφήνει κανείς τίς ἀνέσεις του, τό σπίτι του, τό σαλόνι του, τά κομπιοῦτερ του καί πάει στό μοναστήρι, ἀποτάσσεται τόν πολιτισμό, ἀλλά δύσκολα ἀποτάσσεται τήν φαντασία. Ὁ μοναχός πρέπει δηλαδή, πού θά πάει στό μοναστήρι, νά ἀποταχθεῖ καί ἀπό αὐτά. Ἀλλά καί ὁ χριστιανός γενικότερα. Μπορεῖ νά μήν τά ἀφήσει τοπικά, οὔτε τά τεχνολογικά ἐπιτεύγματα, οὔτε τή ζωή ἐντός τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλά τροπικά, μέ τόν τρόπο δηλαδή τῆς ζωῆς του, πρέπει νά εἶναι ἀποκολλημένος, ὁ κάθε χριστιανός, ὄχι μόνο ὁ ἀσκητής, καί ἀπό τήν τεχνολογία, ἀπό τόν πολιτισμό αὐτόν πού εἴπαμε εἶναι λογικοκρατούμενος, καί ἀπό τήν φαντασία πού συνδέεται μέ αὐτόν τόν πολιτισμό.
«Ὅποιος προσεύχεται μέ τόν τρίτο τρόπο», δηλαδή τόν καρδιακό τρόπο προσευχῆς, «ξέρει πόσο ὀδυνηρή εἶναι αὐτή ἡ ἀποταγή»[8], τί ἀγώνας χρειάζεται δηλαδή γιά νά ἀποταχθεῖ κανείς ἀπό τίς φαντασίες. Καί δέν μιλᾶμε γιά τό πρῶτο καί τό δεύτερο εἶδος, δηλαδή τίς φαντασίες τίς σαρκικές ἤ τίς φαντασίες τῆς περιπλάνησης, τοῦ ρεμβασμοῦ, ἀλλά τό τρίτο καί τέταρτο εἶδος, τήν προσέγγιση δηλαδή τῶν διαφόρων προβλημάτων μέσω τῆς φαντασίας ἤ καί τοῦ Θεοῦ.
«Μᾶς ἔτυχε νά παρατηρήσουμε ἕνα παράδοξο φαινόμενο», λέει ὁ π. Σωφρόνιος. «Ἀνάμεσα στούς ἁπλούς καί ὀλιγογράμματους ἀσκητές πού ἀγάπησαν τήν νοερά προσευχή συναντᾶται συχνότερα ἡ ἀνάβαση σέ μεγαλύτερο ὕψος καί καθαρότητα παρά ἀνάμεσα στούς μορφωμένους, οἱ ὁποῖοι στή συντριπτική τους πλειοψηφία παραμένουν στόν δεύτερο τρόπο προσευχῆς»[9]. Ὁ π. Σωφρόνιος ἦταν πνευματικός στό Ἅγιο Ὄρος σέ πολλά μοναστήρια καί γνώριζε πάρα πολλούς μοναχούς. Ὁπότε ἔχει βαρύτητα αὐτό πού λέει. Αὐτοί πού ἤτανε ἁπλοί καί ὀλιγογράμματοι, ἀνέβαιναν πολύ ψηλότερα σέ σχέση μέ τούς μορφωμένους στήν νοερά προσευχή, στήν καρδιακή προσευχή.
«Ὅσοι ἔχουν βαθειά θρησκευτική καί ἀσκητική διάθεση κατανοοῦν πολύ γρήγορα ὅτι τό τρίτο εἶδος τῆς φαντασίας», ἡ λεγόμενη ὅπως εἴπαμε δημιουργική φαντασία, «ἀποτελεῖ στροφή πρός τή γῆ. Εἶναι ἐξόφθαλμη λοιπόν ἡ ἑτερογένειά της στήν προσευχή καί κατά τήν ὥρα τῆς νοερᾶς ἡσυχίας γίνεται ἁπλός ὁ ἀγώνας ἐναντίον της»[10]. Καταλαβαίνει αὐτός πού ἔχει διάθεση νά πλησιάσει τόν Θεό ὅτι τό νά ἐγκλωβιστεῖ σ’ αὐτή τήν λεγόμενη «δημιουργική φαντασία», τόν κολλάει στή γῆ. Ὁπότε τήν καταπολεμάει.
«Ἀλλιῶς συμβαίνει ὅμως μέ τό τέταρτο εἶδος», τήν λεγόμενη «θεολογική δημιουργία», πού ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά θεολογήσει μέσω φαντασίας, «ἡ ὁποία αὐτή ἡ φαντασία μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἐξαιρετική λεπτότητα καί νά παρουσιαστεῖ ὡς ζωή, ἀκόμα καί ὡς ζωή κοντά στόν Θεό. Ἡ βασική σπουδαιότητα τοῦ θέματος γιά τήν ἀσκητική μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀσχοληθοῦμε μέ αὐτό κάπως περισσότερο»[11]. Ὁπότε θά μᾶς μιλήσει τώρα γι’ αὐτό τό τέταρτο εἶδος φαντασίας, τήν λεγόμενη «θεολογική δημιουργία» καί πῶς πρέπει ν’ ἀγωνιστοῦμε σ’ αὐτό.
«Σέ ὅσους προσεύχονται μέ τόν πρῶτο τρόπο», μέ φαντασιώδη προσευχή δηλαδή, «ἐπικρατεῖ ἡ ρεμβάζουσα φαντασία. Ἐνῶ σέ ὅσους προσεύχονται μέ τόν δεύτερο τρόπο», δηλαδή μέ τό μυαλό, τήν σκέψη, τήν λογική, «κυριαρχεῖ ὁ πειρασμός νά κατορθωθοῦν τά πάντα μέ τήν ὁδό τῆς λογικῆς. Σέ αὐτούς ἡ ζωή συγκεντρώνεται στόν ἐγκέφαλο. Ὁ νοῦς τους δέν εἶναι ἑνωμένος μέ τήν καρδιά, ἀλλά ὁρμᾶ συνεχῶς πρός τά ἔξω καί ἀγωνίζεται νά κατακτήσει τό σύμπαν μέ τήν νόηση. Κατέχοντας μιά ὁρισμένη πνευματική πείρα, ἀνεπαρκή ὅμως ἀκόμα, προσπαθοῦν «μέ τόν νοῦ τους» νά συμπληρώσουν τά κενά αὐτῆς τῆς πείρας καί νά εἰσχωρήσουν διανοητικῶς στά μυστήρια τῆς Θείας ὑπάρξεως. Ἔτσι εἰσχωροῦν ἀναπόφευκτα στίς θεωρίες τους μερικά στοιχεῖα, γεννήματα φανταστικῆς ἐνέργειας»[12]. Δηλαδή μέ τή λογική, μέ τήν σκέψη, προσπαθοῦν νά καλύψουν τά κενά πού ἔχουνε, τά πνευματικά τους κενά. Ὁπότε μπαίνουνε καί φανταστικά στοιχεῖα μέσα στήν προσευχή τους καί μέσα στήν ὅλη τους θεολογία.
«Ἡ ἰδεώδης σφαίρα, στήν ὁποία κινοῦνται τότε, ἄν ἔχουν καί μεγάλα διανοητικά προσόντα, τούς δίνει μιά «φαινομενική» ὑπεροχή ἔναντι τῶν ἄλλων, πού ἐπιδεινώνει ἀκόμη πιό πολύ τήν αὐτοπεποίθησή τους»[13] καί καταλήγουν νά εἶναι φιλόσοφοι, θά λέγαμε, καί ὄχι αὐθεντικοί θεολόγοι. Γιατί μέ τή λογική προσπαθοῦν νά προσεγγίσουνε τόν Θεό καί νά συμπληρώσουνε τά κενά τους, τά θεολογικά κενά τους μέ βάση τή φαντασία.
«Ὁ ὀρθολογιστής θεολόγος οἰκοδομεῖ τό σύστημά του, ὅπως οἰκοδομεῖ ὁ ἀρχιτέκτονας ἕνα ἀνάκτορο ἤ ἕναν ναό, χρησιμοποιώντας ὡς οἰκοδομικά ὑλικά ἐμπειρικές καί μεταφυσικές ἔννοιες»[14]. Ὅπως κάνει ἕνας φιλόσοφος δηλαδή, παίρνει τίς ἔννοιες καί φτιάχνει ἕνα οἰκοδόμημα μέ βάση τήν λογική. Ἀλλά στόν Θεό δέν ἰσχύει πάντα ἡ λογική. Ἄς ποῦμε ἕνα καί ἕνα δέν κάνει πάντα δύο∙ μπορεῖ νά κάνει καί ἕνα! Ὅπως στόν Χριστό ἔχουμε τήν Θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση, δύο τέλεια πράγματα, τά ὁποῖα γίνονται ἕνα! Ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει ἕνα ἀξίωμα στήν λογική πού λέει: δύο τέλεια ἕνα δέν μποροῦν νά γίνουν. Νά ὅμως πού στόν Χριστό γίνονται! Ὁ Χριστός εἶναι καί τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος καί δέν εἶναι δύο πρόσωπα, εἶναι ἕνα πρόσωπο. Ἄρα ἔχουμε μία ὑπέρβαση τῆς λογικῆς. Γι’ αὐτό ἕνας πού πάει νά θεολογήσει μέ τήν λογική, σίγουρα θά κάνει λάθη.
«Φροντίζει -ὁ ὀρθολογιστής θεολόγος- ὄχι τόσο γιά τή συμφωνία τῆς ἰδεώδους οἰκοδομῆς του μέ τήν ἀντικειμενική ἀλήθεια τοῦ εἶναι, ὅσο γιά τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν ἁρμονική ἀκεραιότητα τοῦ συστήματός του ἀπό λογική ἄποψη»[15]. Τέτοιος ἦταν ὁ Βαρλαάμ. Δέν προσπαθοῦσε νά βρεῖ τήν ἀλήθεια πραγματικά, ἀλλά νά φτιάξει ἕνα σύστημα τό ὁποῖο νά εἶναι λογικό σύστημα. Καί σ’ αὐτό ἔχει πέσει (τό λάθος) ὅλη ἡ δυτική θεολογία, ἡ λεγόμενη «σχολαστική θεολογία». Προσπάθησαν μέσω τῆς λογικῆς νά ἑρμηνεύσουνε τήν θεολογία καί τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Καί ἔφτιαξαν ἕνα ὁλόκληρο σύστημα λογικῆς, ὅτι ὁ Θεός προσβλήθηκε τάχατες ἀπό τήν παρακοή πού κάναμε ἐμεῖς στόν παράδεισο καί ἔπρεπε νά «πάρει τό αἷμα Του πίσω» καί ἔπρεπε κάποιος νά θυσιαστεῖ καί ἐπειδή δέν ἦταν κανένας ἄξιος ἀπό τούς ἀνθρώπους, βρῆκε ὁ Θεός τόν Υἱό Του, Τόν θυσίασε γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ Θεία Δικαιοσύνη.. Ἀπό λογική ἄποψη ἄν τό δεῖ κανείς, λέει «λογικό εἶναι»! Ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια αὐτή! Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ φαντασία. Προσπάθησαν μέσω τῆς φαντασίας νά φτιάξουν ἕνα λογικό οἰκοδόμημα, πού νά στέκει λογικά. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια!
«Πολλοί μεγάλοι ἄνθρωποι, ὅσο παράδοξο καί ἄν εἶναι αὐτό, δέν μπόρεσαν νά ἀντισταθοῦν στόν οὐσιαστικά ἀφελῆ αὐτόν πειρασμό, πού κρυμμένη ἀρχή του εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια»[16]. Πίσω ἀπό ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια νά οἰκοδομήσουμε ἕνα λογικό σύστημα θεολογίας, κρύβεται ὑπερηφάνεια. Νά μᾶς θαυμάσουν οἱ ἄλλοι δηλαδή, νά ποῦνε, πώ.. τί μεγάλος θεολόγος εἶσαι.. τί μεγάλος διανοητής εἶσαι.. σκεπτόμενος ἄνθρωπος, ἐρευνητής, στοχαστής! Καί κατήντησε ἡ θεολογία, δυστυχῶς καί στίς μέρες μας, νά εἶναι μία στοχαστική διαδικασία, μιά φιλοσοφία ἤ μιά τεχνολογία καί ὄχι μιά ἀληθινή θεολογία, δηλαδή λόγος γιά τόν Θεό.
«Τά γεννήματα τῆς εὐφυΐας τοῦ διανοητικοῦ θεολόγου εἶναι γι’ αὐτόν πολύτιμα, ὅπως εἶναι γιά τή μάνα ἀγαπημένα τά παιδιά της, ὁ καρπός τῆς κοιλίας της. Ἀγαπᾶ τήν δημιουργία του σάν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, γιατί ταυτίζεται μαζί της, περικλείεται στή σφαίρα της. Σέ τέτοιες περιπτώσεις δέν μπορεῖ νά τόν βοηθήσει καμιά ἐξωτερική ἐπέμβαση. Κι ἄν δέν ἀποκολληθεῖ μόνος του ἀπό αὐτό πού νομίζει γιά πλοῦτο του, δέν θά φθάσει ποτέ στήν καθαρή προσευχή καί τήν ἀληθινή θεωρία»[17]. Εἶναι μπλεγμένος μέσα στά γρανάζια τῆς λογικῆς καί τῶν προϊόντων τῆς λογικῆς, τά ὁποῖα τά ἀγαπάει ὅπως λέει ἐδῶ, ὅπως ἀγαπάει ἡ μάνα τά παιδιά της, καί αὐτοθαυμάζεται.
«Πολλοί θεολόγοι-φιλόσοφοι, οὐσιαστικῶς ὀρθολογιστές, ἀνεβαίνουν σέ μιά ὑπερλογική, θά λέγαμε, σφαίρα διανοήσεως. Αὐτή ἡ σφαίρα ὅμως δέν εἶναι ἀκόμα ὁ Θεῖος κόσμος. Περικλείεται στά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης κτιστῆς φύσεως καί αὐτή της ἡ ἰδιότητα τήν κάνει ἐφικτή στό λογικό σύμφωνα μέ τή φυσική τάξη τῶν πραγμάτων.
Οἱ ἐνοράσεις τοῦ νοῦ τους δέν χωροῦν στά πλαίσια τοῦ ὑποκειμένου σέ νόμους συλλογισμοῦ, στήν τυπική δηλαδή λογική, ἀλλά μπαίνουν στή σφαίρα τῆς μεταλογικῆς καί τοῦ ἀντινομικοῦ συλλογισμοῦ. Καί σ’ αὐτό ὅμως παραμένουν οὐσιαστικά ἀποτέλεσμα διανοητικῆς ἐργασίας»[18]. Δηλαδή, λέει τώρα μέ ἁπλά λόγια ὁ π. Σωφρόνιος, ὅτι αὐτοί οἱ θεολόγοι πού προσπαθοῦν μέ βάση τήν λογική νά ἀνεβαίνουν σέ μιά σφαίρα -λέει- λίγο παραπάνω ἀπό τήν σφαίρα τῆς λογικῆς, ἀλλά πάλι ὅμως παραμένουνε στό κτιστό, στό γήινο, δέν πᾶνε στόν Θεό. Δέν εἶναι αὐτή ἡ δημιουργία τους ἡ ἀλήθεια γιά τόν Θεό.
«Ἡ ὑπέρβαση τοῦ στενοῦ ὑποκειμένου σέ νόμους ὀρθολογισμοῦ ἀποτελεῖ ἔνδειξη ὑψηλῆς διανοητικῆς καλλιέργειας, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμα ἡ «ἀληθινή πίστη» καί ἡ αὐθεντική θεωρία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, πού ἔχουν πολλές φορές ἀξιόλογες ἱκανότητες γιά λογική διανόηση, ἐξαιτίας ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν ἱκανοτήτων καί τελείως συνεπεῖς πρός αὐτές φτάνουν στήν ἐπίγνωση τῆς σχετικότητας τῶν νόμων τῆς ἀνθρώπινης διανοήσεως καί ἀντιλαμβάνονται πώς εἶναι ἀδύνατον νά περιληφθεῖ ὅλο τό εἶναι μέσα στά ἀτσάλινα πλέγματα τῶν λογικῶν συλλογισμῶν»[19]. Καταλαβαίνουνε, ἄν ἔχουνε καί κάποια προσόντα περισσότερα ἔτσι διανοητικά, ὅτι ἡ λογική εἶναι ἀνεπερκής. Ἀλλά καί αὐτό ἀκόμα δέν τούς πάει στόν Θεό, τό νά συλλάβουν δηλαδή τήν ἀνεπάρκειά τους.
«Αὐτή ἡ ἐπίγνωσή τους τούς ἀνεβάζει σέ θεωρία πού ὑπερβαίνει τήν τυπική λογική, ἀλλά καί τότε βλέπουν μόνο τήν ὡραιότητα τοῦ νοῦ πού κτίστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Καί ἐπειδή, ὅσοι πρωτομποῦν σ’ αὐτή τήν σφαίρα τῆς «σιωπῆς τοῦ νοῦ», αἰσθάνονται «μυστικιστικό δέος», νομίζουν πώς ἡ θεωρία τους εἶναι πείρα μυστικῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, ἐνῶ στήν πραγματικότητα μένουν ἀκόμα μέσα στά ὅρια τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως.
Οἱ κατηγορίες πού χρησιμοποιεῖ ὁ νοῦς-λογικό σέ παρόμοιες καταστάσεις βγαίνουν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῶν χωροχρονικῶν διαστάσεων καί δίνουν στόν θεατή τους τό αἴσθημα μιᾶς αἰώνιας σοφίας. Αὐτά εἶναι τά τελευταῖα ὅρια, πού μπορεῖ νά φθάσει ὁ διανοούμενος νοῦς μέσα ἀπό τόν δρόμο τῆς φυσικῆς ἀναπτύξεως καί αὐτογνωσίας του, πού εἶναι δυνατόν νά πάρει τήν μορφή μιᾶς φωτόμορφης αὐτοθεωρίας. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, ἀνεξάρτητα ἀπό τό πῶς θά ἑρμηνευθεῖ καί ποιά δογματική διατύπωση θά λάβει, εἶναι οὐσιαστικά ἐμπειρία «πανθεϊστικῆς» τάξεως»[20]. Δηλαδή πάλι μένει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό γήινο καί στό ἀνθρώπινο. Αὐτά εἶναι τά ὅρια, μέχει ἐκεῖ μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος, νά δεῖ τήν ἀνεπάρκειά του καί νά δεῖ ἀπό τήν ἄλλη μεριά καί τόν νοῦ του καί τήν ὡραιότητα τοῦ νοῦ πού εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ.
«Φθάνοντας «μέχρι συντελείας φωτός μετά σκότους»[21], ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν νοερά ὀμορφιά του, τήν ὁποία πολλοί θεώρησαν σάν Θεότητα. Τό φῶς πού φαίνεται εἶναι φῶς, ὄχι ὅμως τό Φῶς τό Ἀληθινό», πού δέν ἔχει καθόλου σκότος μέσα του, «ἀλλά τό φυσικό φῶς τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού κτίστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ»[22]. Δηλαδή βλέπει ὁ ἄνθρωπος τό φυσικό φῶς πού ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο πού λέγεται νοῦς. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ὁ Θεός. Καί μερικοί μέ τήν διανόηση φτάνουν νά δοῦν αὐτό τό φῶς τοῦ νοῦ τους, ἀλλά δέν εἶναι σωστό νά ποῦμε ὅτι αὐτό εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι, αὐτό εἶναι τό φυσικό φῶς πού ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Γιατί καί ὁ νοῦς ἔχει ἕνα φῶς δικό του, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ὁ Θεός.
«Αὐτό τό φῶς τοῦ νοῦ, πού ἀξιολογικά ὑπερέχει ἔναντι τοῦ φωτός ὁποιασδήποτε ἄλλης ἐμπειρικῆς γνώσεως, μπορεῖ βασίμως νά ὀνομαστεῖ σκότος, γιατί εἶναι τό «κενό» τῆς ἀπεκδύσεως καί δέν ὑπάρχει σέ αὐτό ὁ Θεός. Καί ἀξίζει σ’ αὐτή τήν περίπτωση, περισσότερο ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη, νά θυμηθοῦμε τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Σκόπει οὖν μή τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί»[23]»[24]. Πρόσεξε, μήπως τό φῶς πού ἔχεις μέσα σου εἶναι σκοτάδι. Καί πότε εἶναι σκοτάδι τό φῶς τοῦ νοῦ; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μένει μόνο σ’ αὐτό καί δέν πάει στόν Θεό, πού εἶναι τό ἀληθινό Φῶς, τό ὁποῖο δέν ἔχει καθόλου σκοτάδι.
«Ἡ πρώτη κοσμική προϊστορική καταστροφή, ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου», αὐτή εἶναι ἡ πρώτη κοσμική καταστροφή, «πού ἔγινε ἄρχοντας τοῦ σκότους, ἦταν ἀποτέλεσμα αὐτοερωτικῆς θεωρίας τῆς ὡραιότητάς του· θεωρίας, πού κατέληξε σέ αὐτοθέωση»[25]. Δηλαδή ὁ ἄγγελος, ὁ Ἑωσφόρος ἦταν ἄγγελος, ἦταν ἀρχάγγελος, αὐτοερωτεύθηκε, λέει ὁ π. Σωφρόνιος. Εἶδε δηλαδή τό φῶς τοῦ ἑαυτοῦ του, πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός καί αὐτοθεώθηκε. Θέλησε νά αὐτοθεωθεῖ καί νά πεῖ «ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός.. Τόσο ὡραῖος πού εἶμαι, ἀξίζω νά εἶμαι Θεός!». Δυστυχῶς ἔτσι γίνεται καί μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους. Γινόμαστε, ὅπως λέει στόν Μέγα Κανόνα, αὐτείδωλα. Θαυμάζουμε τόν ἑαυτό μας, ναρκισσευόμαστε, θεοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί αὐτό εἶναι τό ἔσχατο σκότος.
«Μιλᾶμε μέ ψυχρή καί ἀσύνδετη γλώσσα, ὅμως αὐτός πού στάθηκε στούς πνευματικούς αὐτούς χώρους ἴσως πεῖ: Πράγματι, φοβερό… Ποῦ βρίσκεται, λοιπόν, ἡ ἐγγύηση γιά τήν ἀληθινή κοινωνία μέ τόν Θεό καί ὄχι γιά τήν πλανεμένη, φιλοσοφική, πανθεϊστική κοινωνία;»[26]. Λέει τώρα ὁ π. Σωφρόνιος, πόσο εἶναι δύσκολο δηλαδή κανείς νά προσεγγίσει τόν Θεό! Βλέπετε πόσες πλάνες ὑπάρχουν μέσω τῆς φαντασίας! Καί ὁ διάβολος ἐξαπατήθηκε πάλι καί ὁ ἴδιος μέσα ἀπό αὐτή τήν φαντασία. Γι’ αὐτό καί πλανᾶ κι ἐμᾶς μέσω τῆς φαντασίας.
«Ὁ μακαριστός Ἅγιος Σιλουανός μᾶς βεβαίωνε κατηγορηματικά πώς τέτοια ἐγγύηση, ὑποκείμενη στόν λογικό μας ἔλεγχο, εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς». Θέλεις ἕνα κριτήριο γιά νά δεῖς ἄν ὄντως βρῆκες τόν Θεό; Τό κριτήριο, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός, εἶναι νά δεῖς ἄν ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς σου. Ὄχι ἄν βλέπεις φῶτα, ἄν ἔχεις φαντασίες θεϊκές ἄς ποῦμε, ὁράσεις καί τέτοια. Τό κριτήριο εἶναι αὐτό: ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς σου; Τότε ἔχεις βρεῖ τόν Θεό. «Ἔλεγε: «Ὁ Κύριος εἶναι πράος καί ταπεινός καί ἀγαπᾶ τό πλάσμα Του», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «καί ἐκεῖ ὅπου εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ θά εἶναι ἐξάπαντος ἡ ταπεινή ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς καί ἡ προσευχή γιά τόν κόσμο. Καί ἄν δέν ἔχεις αὐτή τήν ἀγάπη, τότε παρακάλεσε καί θά σοῦ τήν δώσει ὁ Κύριος, πού εἶπε: «Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καί εὑρήσετε»[27]»[28]. Αὐτό νά ψάξεις. Κι ἄν δέν τήν ἔχεις αὐτή τήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς, νά ζητήσεις ἀπό τόν Κύριο νά στή δώσει! Ἐδῶ βλέπετε σήμερα πόσο οἱ ἄνθρωποι, ὄχι τούς ἐχθρούς τους δέν ἀγαπᾶνε, οὔτε τούς φίλους τους δέν ἀγαπᾶνε! Πολλές φορές δέν ὑπάρχει οὔτε ἡ φυσική ἀγάπη στούς γονεῖς καί τά παιδιά, στά παιδιά καί τούς γονεῖς, ἤ στά παιδιά μεταξύ τους, τά ἀδέλφια μεταξύ τους. Πόσο μακριά εἴμαστε;
«Κανείς ἄς μήν τολμᾶ νά ὑποτιμήσει τοῦτο τό «ψυχολογικό» κριτήριο», δηλαδή τό κριτήριο τῆς ἀγάπης γιά τούς ἐχθρούς. «Γιατί μιά τέτοια ψυχική κατάσταση εἶναι ἀποτέλεσμα ἀληθινῆς Θεϊκῆς ἐνέργειας. Ὁ Θεός πού σώζει, σώζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, ἔτσι πού ὄχι μόνο ὁ νοῦς-πνεῦμα, ἀλλά καί τά ψυχικά συναισθήματα καί τό λογικό καί αὐτό τό σῶμα, τά πάντα καθαγιάζονται ἀπό τόν Θεό»[29]. Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἅγιες σκέψεις, ἔχει καί ἅγια συναισθήματα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί γιά τούς ἐχθρούς του. Καί ἔχει καί ἁγιασμένη λογική. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).
[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
[15] Ὅ.π.
[16] Ὅ.π.
[17] Ὅ.π.
[18] Ὅ.π.
[19] Ὅ.π.
[20] Ὅ.π.
[21] Ἰώβ 26, 10.
[22] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[23] Λουκ. 11, 35.
[24] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[25] Ὅ.π.
[26] Ὅ.π.
[27] Ματθ. 7, 7.
[28] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.
[29] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου