(Λουκ. 11,34 :41)
«Γιά ἕνα διάστημα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅταν ἦταν ἀκόμα μικρό παιδί, ἀρχάριος στά Καυσοκαλύβια, γιά ἕνα διάστημα «ἐπέρασα ἕναν πειρασμό. Ἤμουνα ἐκεῖ πολύ χαρούμενος καί ἐνθουσιασμένος ἀπό τή ζωή μου ἐκεῖ. Γιά ἕνα διάστημα ὅμως στήν ἀρχή ἐπέρασα ἕναν πειρασμό. Ἄρχισα νά σκέφτομαι τούς γονεῖς μου, τούς εἶχα πονέσει, τούς λυπόμουνα πού δέν ἤξεραν πού βρισκόμουνα. Σκεπτόμουνα καί ἕναν ξάδελφό μου τῆς ἡλικίας μου». Τοῦ ἔφερνε δηλαδή ὁ πονηρός λογισμούς φιλοσυγγένειας. «Μοῦ γεννήθηκε, λοιπόν, ἡ ἐπιθυμία νά πάω γιά λίγο στό χωριό μου καί νά τόν φέρω τόν ἐξάδελφό μου στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ζήσει καί αὐτός αὐτή τήν ὡραία ζωή. Ἔνιωθα ὅτι εἶχα χρέος νά τόν φέρω στόν Χριστό. Ἀλλά δέν ἔλεγα τίποτα στόν Γέροντά μου. Ἄρχισα λοιπόν νά μήν ἔχω ὄρεξη γιά φαγητό, νά κιτρινίζω στό πρόσωπο, νά μελαγχολῶ. Ὁ Γέροντας τό πρόσεξε. Μέ κάλεσε μιά ἡμέρα καί μοῦ λέει μέ στοργή. - Τί ἔχεις, παιδί μου; Τί σοῦ συμβαίνει; Τοῦ τά εἶπα ὅλα. Αὐτό ἦταν, ἐλευθερώθηκα! Ὁ πειρασμός πέρασε, ἦρθε πάλι ἡ ὄρεξη, ἡ χαρά πλημμύρισε τήν καρδιά μου»[1]. Ὁ διάβολος δηλαδή, ὅσο ὁ μικρός Πορφύριος δέν ἀποκάλυπτε τούς λογισμούς του, χαιρόταν καί ἐργαζόταν μέσα του τό κακό του ἔργο. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ μικρός Πορφύριος ἐξαγορεύτηκε τούς λογισμούς του στόν Γέροντά του ἐξαφανίστηκε ὁ πειρασμός τοῦ διαβόλου.
«Συνέχισα μέ τήν ὑπακοή στούς Γέροντές μου. Ἔλαμψε τό πρόσωπό μου∙ ἔγινα πιό ὡραῖος. Ἐνῶ πρῶτα ἤμουν ἀδύνατος, μετά ἔγινα ὡραῖος καί τό πρόσωπό μου ἔγινε ἀγγελικό». Καί πράγματι ὁ Ἅγιος ἔβλεπε καί στό πρόσωπό του καί στήν ψυχή του αὐτή τήν ἀλλαγή, τή μεταβολή ὅπως τήν ἔλεγε, τή μεταστοιχείωση πού κάνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. «Ἄρχισα», λέει, «νά νηστεύω πιό πολύ καί πιό πολύ νά ἀγωνίζομαι, ἀλλά καί πιό μεγάλη τρέλα εἶχα καί ἐνθουσιασμό. Ἐπιθυμοῦσα νά βρίσκομαι στήν ἐκκλησία συνεχῶς καί ἤθελα νά κάνω ὅ,τι ἤθελαν οἱ Γέροντες γιά νά τούς εὐχαριστήσω». Τούς γονεῖς του πλέον δέν τούς σκεφτότανε. «Μόνο στήν προσευχή μου -λέει- τούς εἶχα, νά τούς σώσει ὁ Κύριος. Πρίν τούς λαχταροῦσα. Μετά λαχταροῦσα τούς Γέροντές μου. Τούς ἐμνημόνευα τούς γονεῖς μου, ἀλλά διαφορετικά∙ μόνο μέ ἀγάπη Χριστοῦ»[2] καί ὄχι -ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος- μέ τήν ἀνθρώπινη ἀγάπη. Καί ἔτσι νίκησε τόν πειρασμό μέ τήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, μέ τήν ἐξομολόγηση.
Γιατί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀποκαλύπτει τούς λογισμούς του στόν πνευματικό του ὁδηγό. «Ὅλοι οἱ λογισμοί», λέει ὁ Γέροντας Ἀρσένιος Μπόκα, «χρειάζεται νά λέγονται στήν ἐξομολόγηση, πρίν νά γιγαντωθοῦν καί νά νικήσουν στόν νοῦ. Μετά τήν ἐξαγόρευσή τους χάνεται ἡ βασανιστική δύναμή τους πάνω στόν ἄνθρωπο καί στόν νοῦ. Ὅπως δέν θέλεις νά κρατήσεις ἕναν σκορπιό στό στῆθος σου, ἔτσι μήν κρατᾶς τόν κακό λογισμό στήν καρδιά σου». Ἐάν κόβουμε τούς λογισμούς, θά κοπεῖ καί ἡ ἁμαρτία. Μήν τρέφεις ὑπερβολικά τό σῶμα σου καί οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοί θά ἐλαττωθοῦν στήν καρδιά σου. Καί ἄν κόψουμε τούς λογισμούς, θά κόψουμε καί τά πάθη μας.
«Οἱ λογισμοί», ἔλεγε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, «εἶναι δαιμόνια, δαιμονική ἐνέργεια. Ὅπως ὑπάρχουν ἄνθρωποι τούς ὁποίους εἶναι ἀδύνατο νά πείσεις μέ ὁτιδήποτε, ἔτσι καί χειρότερα ἀκόμη συμβαίνει μέ τά δαιμόνια. Ἄν συνδιαλέγεσαι μέ τούς λογισμούς, ἄν ἀντιστέκεσαι σέ αὐτούς, θά τούς ἀναγκάσεις στήν καλύτερη περίπτωση νά ἀποχωρήσουν γιά κάποιο σύντομο διάστημα. Ἔπειτα ὅμως αὐτά πάλι ἐπίμονα καί ἀνένδοτα προτείνουν τό δικό τους. Ἐπαναλαμβάνοντας ἀκατάπαυστα καί ἀνόητα τό ἴδιο, μέχρις ὅτου παγιδεύσουν τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία. Ὅταν πετύχουν στό ἕνα, συνεχίζουν νά περιπλέκουν τόν ἄνθρωπο παραπέρα, ὡσότου τόν ὁδηγήσουν στόν ὄλεθρο. Γι' αὐτό πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἐνεργεῖτε ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες. Παραδοθεῖτε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μήν ἀρχίζετε ὁποιοδήποτε διάλογο μέ τούς λογισμούς. Κάθε λογισμός πού διαταράσσει τήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς καί σπέρνει ταραχή στήν ψυχή προέρχεται ἀπό τόν ἐχθρό. Γι' αὐτό νά ἀπορρίπτετε ἀποφασιστικά κάθε ἐχθρικό λογισμό»[3], λέγει ὁ πατήρ Σοφρώνιος.
Ἄν ὁ λογισμός σοῦ λέει «κλέψε» καί ἐσύ ὑπακούσεις, δίνεις μέ αὐτό τόν τρόπο στό δαιμόνιο ἐξουσία πάνω σου. Ἄν ὁ λογισμός σοῦ λέει «φάε πολύ, ὥσπου νά χορτάσεις» καί ἐσύ φᾶς πολύ, τότε πάλι σέ ἐξουσιάζει τό δαιμόνιο. Ἔτσι, ἄν ὁ λογισμός κάθε πάθους σέ νικᾶ, θά καταντήσεις κατοικία δαιμόνων. Ἄν ὅμως ἀρχίσεις μέ τήν πρέπουσα μετάνοια», μέ τήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν δηλαδή, μέ τήν ἐξομολόγηση, «νά ἀποκαλύπτεις τούς λογισμούς σου, τότε θά ἀρχίσουν νά τρέμουν οἱ δαίμονες καί θά ἀναγκαστοῦν νά φύγουν».
«Ὅποιος δέν μπορεῖ νά εἶναι προσεκτικός στούς λογισμούς του», ἔλεγε ὁ Γέροντας Ἀρσένιος Μπόκα, «δέν μπορεῖ νά προοδεύσει στήν χριστιανική ζωή. Σώζονται αὐτοί, στούς ὁποίους ὁ σατανᾶς δέν μπορεῖ νά ὑποτάξει τόν νοῦ τους. Ἡ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, ἡ ἐξομολόγηση, εἶναι ἡ θεληματική καί εἰλικρινής ὁμολογία τῶν λογισμῶν καί γενικότερα τῶν ἁμαρτημάτων πού διαπράχθηκαν χωρίς ντροπή καί δισταγμό, ἀλλά μέ αὐτομεμψία καί συντριβή καρδίας, ἐνώπιων τοῦ προσώπου πού ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὁρίσει γιά τήν συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν». Λέει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος: «Γιά νά εἶναι ἀληθινή καί ἀποτελεσματική πρέπει νά εἶναι ἑκούσια καί εἰλικρινής, γιατί ἡ βεβιασμένη καί ἀνειλικρινής ἐξομολόγηση εἶναι ἄκαρπη, καθώς δέν ἀποτελεῖ γνήσια ὑπαγόρευση τῆς καρδιᾶς, ἔκφραση μεταμέλειας καί φανέρωση τοῦ πόθου γιά θεραπεία»[4].
Ἡ ἐξομολόγηση πρέπει νά γίνεται χωρίς ντροπή καί δισταγμό, ἀλλά μέ θάρρος καί αὐτοκατάκριση. Γιατί τό θάρρος εἶναι ἐκδήλωση ἀποστροφῆς πρός τήν ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ ντροπή δείχνει τήν ἔλλειψη θάρρους. Αὐτός πού δέν ἐξομολογεῖται τίς ἁμαρτίες του, βρίσκεται διαρκῶς κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς καί μακριά ἀπό τόν Θεό, γι' αὐτό καί ἡ ψυχή του θλίβεται καί πονᾶ. Ἡ ἀνώμαλη ἠθική κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στόν ἁμαρτωλό, ὁ ἀδιάκοπος ἔλεγχος, προξενεῖται ἀπό τήν συναίσθηση τῆς ψυχῆς πού ἀναγνωρίζει τήν ἁμαρτία της καί ζητᾶ ἀνακούφιση. Ἡ ψυχή ἀναζητᾶ τήν ἐξομολόγηση γιατί γνωρίζει τή θεία ἐντολή, γιατί κατάλαβε ὅτι αὐτή εἶναι τό μόνο μέσο συμφιλιώσεως καί συνδιαλλαγῆς μέ τόν Θεό. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, μέ τήν ἐξομολόγηση κόβονται τά πάθη.
«Γιά νά νιώσεις ἀνάπαυση», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «πρέπει νά πετάξεις τά σκουπίδια ἀπό μέσα σου μέ τήν ἐξομολόγηση, μέ τήν ἐξαγόρευση ὅλων τῶν λογισμῶν σου. Ἀνοίγοντας ὁ ἄνθρωπος τήν καρδιά του στόν πνευματικό, λέγοντας τά ἁμαρτήματά του, ταπεινώνεται, καί ἔτσι ἀνοίγει τήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἔρχεται πλούσια ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἐλευθερώνεται. Ἄν ὅμως βλέπεις ὅτι δέν ἔχεις γαλήνη ἀλλά στενοχώρια, νά ξέρεις ὅτι ὑπάρχει μέσα σου κάτι ἀτακτοποίητο καί πρέπει νά τό βρεῖς γιά νά τό διορθώσεις.
Κάνεις ἄς ὑποθέσουμε ἕνα σφάλμα, στεναχωριέσαι ἀλλά δέν τό ἐξομολογεῖσαι. Σοῦ συμβαίνει μετά ἕνα εὐχάριστο γεγονός καί νιώθεις χαρά. Αὐτή ἡ χαρά σκεπάζει τήν στενοχώρια γιά τό σφάλμα σου καί σιγά-σιγά τό ξεχνᾶς∙ δέν τό βλέπεις, ἐπειδή καπακώθηκε ἀπό τήν χαρά. Ἀλλά ἐκεῖνο ἐσωτερικά δουλεύει. Πρίν ἀπό τήν ἐξομολόγηση ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σκοτισμένος ἀπό τίς ἁμαρτίες, δέν βλέπει καθαρά. Μέ τήν ἐξομολόγηση, μέ τήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν, φεύγει ἡ ὁμίχλη καί καθαρίζει ὁ ὁρίζοντας. Γι' αὐτό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ὅσους ἔρχονται νά συζητήσουμε ἕνα θέμα, ἄν δέν ἔχουν ἐξομολογηθεῖ ποτέ, τούς στέλνω πρῶτα νά ἐξομολογηθοῦν καί μετά νά ἔρθουν νά μιλήσουμε. Μερικοί μοῦ λένε, Γέροντα, ἀφοῦ ἐσύ μπορεῖς νά καταλάβεις τί πρέπει νά κάνω γιά αὐτό τό θέμα, πές μου! Καί νά καταλάβω ἐγώ τί πρέπει νά κάνεις, τούς λέω, δέν θά καταλάβεις ἐσύ τί θά σοῦ πῶ! Γι' αὐτό πήγαινε πρῶτα νά ἐξομολογηθεῖς καί ὕστερα ἔλα νά συζητήσουμε. Γιατί πῶς νά ἐπικοινωνήσεις καί νά συνεννοηθεῖς μέ ἕναν ἄνθρωπο ὅταν βρίσκεται σέ ἄλλη συχνότητα; Μέ τήν ἐξομολόγηση πετάει ὁ ἄνθρωπος ἀπό μέσα του ὅ,τι ἄχρηστο ἔχει καί καρποφορεῖ πνευματικά.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος, δέν ὁμολογεῖ στήν ἐξομολόγηση τήν ἀλήθεια στόν πνευματικό, δέν τοῦ ἀποκαλύπτει τό σφάλμα του, γιά νά μπορέσει νά τόν βοηθήσει, παθαίνει ζημιά∙ ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ ἄρρωστος κάνει μεγάλο κακό στήν ὑγεία του, ὅταν κρύβει τήν πάθησή του»[5]. Ἄς ἔχουμε λοιπόν καί ἐμεῖς τό θάρρος νά ἐξαγορευόμαστε τούς λογισμούς, νά προδίδουμε τόν σατανᾶ καί ἔτσι νά ἀπαλλασσόμαστε ἀπό τίς δαιμονικές ἐνέργειες.
«Ἄν σέ ἐνοχλοῦν ρυπαροί λογισμοί, νά μήν τούς κρύψεις, ἀλλά ἀμέσως πές τους στόν πνευματικό σου πατέρα καί ἔλεγξέ τους. Γιατί ὅσο κρύβει ὁ ἄνθρωπος τούς λογισμούς του, τόσο πληθαίνουν καί ἀποκτοῦν δύναμη. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ἕνα φίδι, ἐάν βγεῖ ἀπό τήν φωλιά, ἀμέσως φεύγει, ἔτσι καί ὁ πονηρός λογισμός, ὅταν φανερώνεται, ἀμέσως χάνεται. Καί ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἕνα σκουλήκι στό ξύλο, ἔτσι καί ἕνας πονηρός λογισμός καταστρέφει τήν καρδιά. Ἐκεῖνος πού φανερώνει τούς λογισμούς του, γρήγορα θεραπεύεται. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού δέν τούς ἐξαγορεύει, πάσχει ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς ὑπερηφάνειας»[6].
Ὁ σατανᾶς πλέκει σχοινιά. Ὅσο ἐσύ τοῦ δίνεις λωρίδες, αὐτός πλέκει. Ὅταν προδίδουμε τόν πονηρό μέ τήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν, τότε ἐξαφανίζεται καί ἡ ψυχή μας εἰρηνεύει καί δέχεται τήν Θεία Χάρη καί μπορεῖ ἔτσι νά θεραπευτεῖ. Ὅταν ἕνα κάρβουνο πέσει πάνω μας, ἀμέσως τό ἀποτινάσσουμε. Τό ἴδιο νά κάνουμε μέ τίς κακές σκέψεις καί μέ τούς κακούς λογισμούς, γιατί μποροῦν νά μᾶς προξενήσουν μεγάλες πυρκαγιές μέ ἀνεπανόρθωτες ζημιές».
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[3] Ἀγώνας Θεογνωσίας, Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (Σαχάρωφ), Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου (Ἔσσεξ Ἀγγλίας), 2006.
[4] Ἅπαντα, Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Τόμος ΣΤ΄.
[5] Χαριτωμένες Διδαχές, με παραβολές και παραδείγματα, Γέροντος Παϊσίου, ἐκδόσεις «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη, 2003.
[6] Μικρός Εὐεργετινός, Παῦλος μοναχός Εὐεργετινός, Ἱ.Μ. Παρακλήτου, 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου