Κάνει μεγάλη εντύπωση στον αναγνώστη των Ομιλιών των Μεγάλων Πατέρων του 4ου μ. Χ. αιώνος, του λεγομένου χρυσού αιώνος της Εκκλησίας, με πόση δύναμη ψυχής και αυστηρότητα λόγου απευθύνονται στους πλουσίους και ζητούν από αυτούς να ασκήσουν ελεημοσύνη για τους φτωχούς, να αδειάσουν τα γεμάτα βαλάντιά τους στα χέρια των φτωχών και πεινασμένων της εποχής και περιοχής τους. Άλλωστε οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες και Οικουμενικοί διδάσκαλοι είχαν ξεκινήσει την εν Χριστώ πορεία τους και την αφιέρωσή τους με τη διανομή της περιουσίας τους στους «εν ανάγκαις όντας» πλησίον ευρισκομένους αδελφούς τους, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού στον πλούσιο νεανίσκο: «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησον σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21).
Ομιλούν λοιπόν και λένε οι άγιοί μας, ότι τα χρήματα που περισσεύουν από τους έχοντες και κατέχοντες τον πλούτο και τη γη, ανήκουν στους πεινασμένους και δεν είναι πλέον δικά τους. Τους ονομάζουν μάλιστα «καθ΄ υπερβολήν λόγου» - ενίοτε και κυριολεκτικά ισχύει – κλέφτες, διότι στερούν τα χρήματα αυτά - ή τα έχουν πάρει - από αυτούς που βρίσκονται σε δύσκολη θέση.
Ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος αποκαλεί την Ελεημοσύνη «Βασίλισσα των αρετών» συμπληρώνοντας ότι αυτή έχει τόση δύναμη ώστε μόλις εμφανισθεί στην άλλη ζωή, μετά θάνατον, θα ανοίξουν όλες οι Πύλες του Παραδείσου, για να περάσει πρώτη. Παίρνοντας δε κείμενα από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη υπογράμμιζε τα αγαθά, πνευματικά και υλικά, αποτελέσματα της ελεημοσύνης, και σ΄αυτή τη ζωή, προσπαθώντας να πείσει τους πλουσίους να γίνουν μεταδοτικοί με «πάσαν απλότητα». Καυτηρίαζε τέλος την πολυτέλεια και τη σπατάλη της βασιλικής αυλής και των επισήμων, οι οποίοι είχαν φτάσει στο σημείο να έχουν και χρυσά δοχεία νυκτός (ουροδοχεία).
Είναι χαρακτηριστικό επίσης το πατερικό κείμενο που λέγει ότι μετά από τη λήξη συνεχιζόμενης ανομβρίας σε μία περιοχή και την επέλευση της εκούσιας και ειρηνικής βροχής του Θεού, οι μόνοι που δεν χαιρόντουσαν ήταν οι «μαυραγορίτες» που είχαν αποθηκευμένα αγαθά, ενώ την ίδια στιγμή οι πτωχοί πανηγύριζαν.
Οι άγιοι Πατέρες βίωναν καθημερινά, ως πνευματικοί ηγέτες και επίσημη – διοικούσα Εκκλησία, το μαρτύριο του λαού, ο οποίος λαός ζητιανεύοντας χτύπαγε τις θύρες της Εκκλησίας και απελπιστικά ζητούσε λίγο ψωμί να κορέσει την πείνα του. Αυτό το σπαραξικάρδιο φαινόμενο δεν άφηνε σε επανάπαυση τους πνευματικούς πατέρες, οι οποίοι συνεχόμενοι από τα παθήματα των μελών της Εκκλησίας, πάσχιζαν να βρούνε τρόπους να ανακουφίσουν τις δοκιμασίες των ανθρώπων, συμπάσχοντας οι ίδιοι με την ταλαιπωρία των παιδιών τους. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.
Και σήμερα η Εκκλησία μας στην δύσμοιρη Ελλάδα δέχεται καθημερινά τις απέλπιδες εκκλήσεις των φτωχών και πεινασμένων, δικών μας και ξένων, και «επομένη τοις αγίοις πατράσιν» προσπαθεί να θρέψει με τα συσσίτιά της τις στρατιές των ανέργων και αναγκαιμένων και να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους για επιβίωση. Με το εθελοντικό της στράτευμα, τους Καλούς Σαμαρείτες της, άνδρες και γυναίκες, σε όλη την Ελλάδα, οργανώνει την ποιμαντική της διακονία, χάρη στην οποία δεν έχει καταλυθεί ακόμη η αξιοπρέπεια κάποιων οικογενειών και δεν έχουν βγεί στο δρόμο - ή και στο πεζοδρόμιο - κάποια απεγνωσμένα και καταδικασμένα από τις κρατικές επιλογές και πολιτικές πλάσματα του Θεού. Η αγωνία της όμως είναι που θα βρεθούν κάθε μέρα τα χρήματα ώστε να επαρκέσει να ανταποκριθεί στο βασανιστικό μαρτύριο της πείνας. Κάνει έκκληση λοιπόν στους πλουσίους της σήμερον να λύσουν το πουγγί τους και να λυτρωθούν από το άγχος του περισσεύματος δίνοντας τα αναγκαία χρήματα και υλικά αγαθά.
Το έργο αυτό της Εκκλησίας είναι πολύ σημαντικό. «Το ψωμί για τους ίδιους τους πεινασμένους είναι υλική υπόθεση, ενώ για τους ποιμένες προσωπικά αποτελεί ηθική υποχρέωση». Γεννάται όμως ένα ερώτημα: και η άλλη τροφοδοσία, η υπόθεση του λόγου, η προσφορά της αλήθειας, η διάκριση των ιδεολογικών ρευμάτων, η διακονία της πνευματικής ελευθερίας του λαού μας που βομβαρδίζεται κυριολεκτικά από ένα ιδεολογικό ολοκληρωτισμό; Μικρότερο έργο και μικρότερη υποχρέωση για την Εκκλησία είναι αυτή η υπόθεση; Ασφαλώς όχι. Συχνά και πιο αναγκαίο, οπωσδήποτε όμως παράλληλο προς το πρώτο, που πρέπει αμφότερα ομοιόβαθμα να διακονούνται και να υπηρετούνται. Πιο πολύ σήμερα.
Διότι σήμερα ζούμε και υφιστάμεθα ένα ιδεολογικό ολοκληρωτισμό, όπου οι έννοιες έχουν ισοπεδωθεί και η όποια διαφορετική φωνή θεωρείται απαράδεκτη και εξοστρακιστέα. Αυτός δε ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της σύγχρονης κουλτούρας, ιδεολογίας, ορολογίας και συμβολισμών, δεν επιδέχεται κριτική και τείνει να γίνει παγκόσμιος, στο πνεύμα της παγκοσμιοποιήσεως της πολιτικής, οικονομίας, διασκέδασης. Υπάρχουν και επιβάλλονται πλέον ιδέες στο παγκόσμιο και εσωτερικό σκηνικό, που πάσχουν ως προς την ορθότητά τους από επιστημονική, ψυχολογική ή θρησκευτική άποψη, κι όμως σήμερα αυτές αποτελούν αναντίρρητα δόγματα για τον δυτικό κόσμο και αξιώματα για τη ζωή και τον πολιτισμό.
Οι λεγόμενες δεξαμενές σκέψεως, το περιεχόμενο της παιδείας, η πολιτική θεωρία και πράξη, η οικονομία ως θεωρητική κατεύθυνση, τα φιλοσοφικά θεμέλια και οι θρησκευτικές αρχές του δυτικού κόσμου, η οικονομική δραστηριότητα πάνω στα πράγματα, εδράζονται σε συγκεκριμένες βάσεις καθολικά αποδεκτές, στις οποίες κάθε αντιτιθέμενος προσλαμβάνει τον χαρακτηρισμό του αιρετικού και ανεπιθύμητου.
Απαγορεύεται σήμερα στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, και διά νόμου, και υπέχει ποινική ευθύνη, όποιος το κάνει, δηλ. να αμφισβητήσει έστω επ΄ ολίγον το «Ολοκαύτωμα». Να σχολιάσει δυσμενώς την ομοφυλοφιλία. Να αρνηθεί τη θεωρία της Εξελίξεως του Δαρβίνου, να μιλήσει για Δημιουργό Θεό, σε αντίθεση με τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης. Είναι δε αδιανότητο για τους δυτικούς λαούς να θέσουν εν αμφιβόλω το διαζύγιο, τον πολιτικό γάμο, την έκτρωση, την ελεύθερη συμβίωση, τον γάμο των ομοφύλων ζευγαριών, τη χειροτονία γυναικών και κυρίως τη μοναδική και καθοριστική θέση του Πάπα στο πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό πεδίο. Αυτά όλα βασιζόμενα στην αρχή της Ε.Ε. και στην αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων έρχονται ραγδαία κι δω.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν το χρέος της Εκκλησίας όχι μόνο να δώσει ψωμί στους πεινασμένους, αλλά να τους προφυλάξει από τα δηλητήρια και τά σκουπίδια της Δύσεως. Είναι κρίμα να εγκαταλείπουν οι Ορθόδοξοι Έλληνες, πιεζόμενοι από το βρώμικο πέλμα των ευρωπαίων εταίρων, το Ευαγγέλιο και την Ορθοδοξία, την πίστη και την Εκκλησία, «πηγήν ύδατος ζωής» και να προσπαθούν να ξεδιψάσουν σε «συντετριμμένα φρέατα».
Η Εκκλησία λοιπόν μαζί με τα καταστήματα δωρεάν ρουχισμού και τα κοινωνικά παντοπωλεία, με τα συσσίτια και τα επιδόματά της, με όποιες εταιρείες απασχόλησης προσωπικού κι αν ιδρύσει, οφείλει από την υψηλή σκοπιά του θείου λόγου να μιλήσει στον σύγχρονο άνθρωπο για τις αιώνιες αρχές της Πίστεως, για την τιμιότητα του γάμου και την αγιότητα της οικογενείας, για την ηθική ζωή και τον σεβασμό στην αγέννητη ζωή, για την φυσιολογική χρήση του γενετησίου ενστίκτου και την εκ του μηδενός από τον Θεό δημιουργία του κόσμου και των ανθρώπων, μάλιστα «εξ ενός ζεύγους».
Δεν μπορεί να κάνει πίσω η Εκκλησία σε θέματα πίστεως και διδασκαλίας και να αρνηθεί τον εαυτό της και την ιστορία της ούτε να αφήσει τα τέκνα της στο σκοτάδι της παραπληροφόρησης και της συγχύσεως. Πρέπει να πεί όλη την αλήθεια και για το φαινόμενο του παπισμού και του Βατικανού. Σαφώς δε να μη φοβηθεί τον φασιστικό νόμο της «εχθροπάθειας», που πάει να περάσει το Ελληνικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, αλλά να ορθοτομήσει τον λόγο της αλήθειας προς κάθε κατεύθυνση. Να εξακτινώσει το κήρυγμα και την εξομολόγηση μέχρις εσχάτου της ελληνικής γης και πέραν αυτής και να μοιράσει σε όλους τους Έλληνες, σε όλα τα σπίτια, από μια Ορθόδοξη Κ. Διαθήκη και μια Ελληνική Σημαία.
Αυτή η ιδεολογική όσμωση και ομογενοποίηση, αυτό το νέο σύστημα πίστεως και ηθικής τάξεως που πάει να διαμορφωθεί στον σύγχρονο κόσμο, χάριν των μεταναστών και των εθνικών και γενετήσιων μειονοτήτων και προσανατολισμών, δεν είναι αποδεκτή από την καθ΄ ημάς Ανατολή, αδικεί την πλειονότητα των Χριστιανών, αδικεί την αλήθεια και συνιστά αχαριστία προς την Εκκλησία του Χριστού που τόσα πρόσφερε στην Ανθρωπότητα. Συγχρόνως αδικεί και τον άνθρωπο, που του στερεί την αλήθεια, η οποία τρέφει την ψυχή και το πνεύμα και διαμορφώνει ένα νέο είδος ανθρώπου, με νέο ήθος, βασισμένο στις παραπάνω ξεπερασμένες και αντιευαγγελικές θεωρίες.
Σε λίγο θα έχουμε μια καινούρια κοινωνία αγνώριστη όπου ερχόμαστε από το πουθενά, πάμε στο τίποτα, θα ζούμε με νόμο το δίκαιο του ισχυροτέρου, με κέντρο όχι τον Θεάνθρωπο, αλλά τον άνθρωπο και με βασικό εργαλείο πνευματικότητας τον διαλογισμό και όχι την προσευχή. Σα να λέμε - σύμφωνα με το κυρίαρχο δόγμα της Ν. Εποχής - ότι δεν υπάρχει προσωπικός Θεός, αλλά ότι θεοί είμαστε εμείς. Όταν όμως δεν υπάρχει Θεός τότε όλα επιτρέπονται. Εκεί θα φτάσουμε αν η Εκκλησία δεν πεί τη διαφωνία της στην ισοπεδωτική επέλαση αυτού του ιδεολογικού ολοκληρωτισμού.
Χριστιανική Εστία Λαμίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου