Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Frank Schaeffer:
«ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ
ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ»
Ἐκδ. «Μακρυγιάννης», Κοζάνη 2000
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
Ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος ὡς φερέφωνο τοῦ ἀναγεννημένου Προτεστάντη ἀναζητεῖ κι αὐτὸς γιὰ τὰ προβλήματά του ἄμεσα λύσεις, τοῦ τύπου τῶν «ἀναγεννημένων». Ἀντὶ νὰ ἀντικρύσουν τὴν ζωὴ ὡς ἕνα μακροχρόνιο ἀγώνα καὶ πολὺ περισσότερο ὡς ἕνα ταξίδι θυσίας μὲ στόχο τὴν ἐπίτευξη ἑνὸς πνευματικοῦ σκοποῦ, ὁ φιλελεύθερος καὶ ὁ συντηρητικὸς Προτεστάντης μοιράζονται τὴν ἴδια ἀντίληψη γιὰ τὸν κόσμο καὶ δεσμεύονται ἐξ ἴσου γιὰ τὴν εὑρεία καὶ ἄμεση ἀμερικανικὴ τακτοποίηση τῶν πάντων. Ὁ ἕνας προσβλέπει στὴν κυβέρνηση καὶ ὁ ἄλλος στὸν Ἰησοῦ. Κανένας τους ὅμως δὲν φαίνεται πρόθυμος νὰ ἀκολουθήσει τὸν δύσκολο καὶ ἰσόβιο δρόμο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Ὅλοι ζητοῦν ἄμεσα ἀποτελέσματα. Γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ οἱ δεξιοὶ ἀμερικανοὶ ρωμαιοκαθολικοὶ ἐπίσκοποι, οἱ ἀριστεροὶ συντηρητικοὶ Προτεστάντες, οἱ ἀθεϊστὲς ἰουδαῖοι ἢ οἱ μαχητικοὶ ὁμοφυλόφιλοι, ὅλοι φαίνεται νὰ συναντῶνται στὴν κοινὴ ἀφοσίωσή τους στὰ καλὰ αἰσθήματα καὶ στὴν κοινωνικὴ καὶ ὑλιστικὴ «πρόοδο». Ὅλοι αὐτοὶ συμφωνοῦν ὅτι ἡ πρόοδος μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ πολιτικὰ ἢ νομικὰ μέσα ἢ ἁπλῶς μὲ μία ἄμεση ἀναγεννητικὴ ἀλλαγὴ τῆς καρδιᾶς, μὲ μία μεταστροφὴ πρὸς τὴν ἀμερικανικὴ θρησκεία τῆς αὐτοεκτίμησης, τῆς αὐτογνωσίας καὶ τῆς «διεκδίκησης τῶν δικαιωμάτων».
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ἡ διδασκαλία τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας περιέχει μία πολὺ διαφορετικὴ θεώρηση γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς ἀπὸ ἐκείνη τῶν συγχρόνων μας. Ἡ
Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ὕπαρξής μας εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τὸν
Θεὸ καὶ ὄχι ἡ οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη, ἡ ἀνακατανομὴ τοῦ πλούτου ἢ ἔστω τὰ
καλὰ αἰσθήματα. Ἡ ἱστορικὴ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι τὰ μυστήρια εἶναι ὄχι
ἁπλῶς ἀντικείμενα διαλέξεων ἢ ὑπόμνηση τῆς ἀλήθειας χωρὶς περιεχόμενο,
ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἐνεργοποημένη. Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς, διδάσκει ἡ
Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ἡ εὐημερία· εἶναι ὁ ἀγιασμός[1]. Αὐτὸς ὁ σκοπός, ὅπως ἔχουμε διδαχθεῖ, δὲν εἶναι ἡ αὐτογνωσία ἀλλὰ ἡ ἀνακαίνιση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ. Τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί,
ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ μποροῦμε ἐλεύθερα νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, αὐτὸ
ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας[2].
Ὁ
Λακτάντιος (250-317 μ.Χ.), πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, γράφει: «Εἶναι
γεγονὸς ὅτι δημιουργηθήκαμε μὲ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση, ὅτι θὰ ἐκπληρώσουμε
τὸ χρέος τῆς λατρείας, ποὺ κατὰ λόγο δικαιοσύνης ὀφείλεται στὸν Θεό,
διότι αὐτὸς μᾶς ἔφερε στὴν ὕπαρξη, καὶ ἀκόμη ὅτι θὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ θὰ
ἀκολουθήσουμε μόνον αὐτόν. Συνδεόμαστε δηλαδὴ στενὰ μὲ τὸν Θεὸ μὲ τὸν
δεσμὸ τῆς εὐσέβειας…
Ὁ
κόσμος δημιουργήθηκε γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ
γεννηθοῦμε ἐμεῖς. Γεννηθήκαμε λοιπόν, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ γνωρίσουμε
τὸν Θεό, ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ ἐμᾶς. Ἔτσι γνωρίζουμε ὅτι
μποροῦμε νὰ τὸν λατρεύουμε. Καὶ πάλι λατρεύουμε τὸν Θεὸν οὕτως ὥστε νὰ
μποροῦμε νὰ λάβουμε τὴν ἀθανασία ὡς ἀνταμοιβὴ στοὺς κόπους μας, διότι ἡ
λατρεία τοῦ Θεοῦ συνεπάγεται πράγματι μεγάλους κόπους. Ὕστερα πάλι
ἀποζημιωνόμαστε μὲ τὴν ἀμοιβὴ τῆς ἀθανασίας, ὥστε, ἐφ’ὅσον γίνουμε ὅπως
οἱ ἄγγελοι, νὰ μποροῦμε νὰ λατρεύουμε τὸν ὕψιστο Θεὸ Πατέρα καὶ Κύριο
γιὰ πάντα καὶ νὰ μποροῦμε νὰ εἴμαστε στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ
εἶναι τὸ γενικὸ συμπέρασμα· αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς δημιουργίας»[3].
Ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀμετάβλητη Πίστη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,
διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἀνιδιοτελὴς λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζεται
μυστηριακὰ σὲ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς ζωῆς, ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα αὐτῆς.
Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς δὲν εἶναι ἡ ἀλλαγὴ πρὸς τὴν κοινωνικὴ ἀγαθότητα, γιὰ
νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἀνθρώπινη «τελειότητα». Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ
ἀναγνωρίσουμε ὅτι στὴν οὐσία της ἡ ζωὴ εἶναι πρωταρχικὰ μυστηριακὴ καὶ
ὄχι πολιτική. Καὶ ἔτσι συμπεραίνουμε ὅτι στὴν πραγματικότητα οἱ
χριστιανικὲς πολιτικὲς ἰδέες γιὰ τὴν ἐλευθερία ἢ τὴν δικαιοσύνη χάνουν
τὸ νόημά τους, ἐὰν γίνουν αὐτοσκοπὸς καὶ ἐὰν ἀπομονωθοῦν ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ
ἱστορικό, θρησκευτικὸ καὶ ἠθικὸ θεμέλιο, στὸ ὁποῖο στηρίζονται οἱ ἠθικὲς ἀρχὲς μὲ μηνύματα ποὺ ξεπερνοῦν τὰ ἁπλὰ ἀτομικὰ συμφέροντα[4].
Ἡ ζωή, ὅπως κατανοεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ἕνα ζωντανὸ καὶ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο. Ἐὰν τὸ πιστεύουμε αὐτό, οἱ ἰδέες μας γιὰ τὴν ζωή μας, τὴν κοινωνία καὶ τὰ πολιτικὰ πράγματα θὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ἡ μεταστροφή, κοσμικὴ ἢ θρησκευτική, πρὸς τὸν ὀρθὸ τρόπο σκέψης καὶ τὴν αὐτοπραγμάτωση ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο νόημα τῆς ζωῆς.
[1] Βλ. Matthew the Poor, The Communion of Love (Crestwood, NY, 1984), ἰδιαίτερα τὸ κεφάλαιο 5, σ. 79-84.
Σημ. Μεταφρ.: Ὁ Ματθαῖος ὁ Πτωχὸς εἶναι Κόπτης συγγραφέας. Ἂν καὶ τὰ ὅσα
γράφει γιὰ τὸ συγκεκριμένο θέμα εἶναι ὀρθά, πρέπει νὰ διευκρινισθεῖ ὅτι
ὁ ἴδιος ποὺ ἀποδέχεται καὶ ἐκφράζει τὶς θέσεις τῶν Ἀντιχαλκηδονίων δὲν
μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς διδάσκαλος τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ὅλη του
διδασκαλία νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία.
[2] «Ὁ κόσμος εἶναι ὁ κόσμος τῆς πτώσεως, ἐπειδὴ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών», Alexander Schmemann, For the Life of the World (Grestwood, NY, 1963), σ. 16.
[3] Lactantius, On the Divine Institutions (304 μ.Χ.), στὸ βιβλίο, The Faith of the Early Fathers τ. 2, μετ. W.A. Jurgens (Collegeville, MN, 1970), σ. 266-268.
[4] «Ἐὰν
δὲν ὑπάρχει ἀναφορὰ (στὴν ὑπερβατικὴ θρησκευτικὴ ἀλήθεια) πέρα ἀπὸ τὸν
βασιλιὰ καὶ τὸ δικαστήριο, ὁ νόμος εἶναι σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἰδιότροπος»,
Richard John Neuhaus, The Naked Pablic Square, σ. 256.
http://christianvivliografia.wordpress.com/
http://paterikos.blogspot.com/2012/05/frank-schaeffer.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου