Μοναχὸς Τρύφων ἐρημήτης τῆς Καψάλας + 1978.
Εἶχε ἀκούσει γι᾿ αὐτόν ὁ μακαριστός τώρα Γέρο-Παΐσιος καί τόν εἶχε ἐπισκεφθῆ. Ἀπ᾿ αὐτόν λοιπόν ἐμάθαμε κι ἐμεῖς γιά τήν ἀσκητική του ζωή ἐδῶ στόν ῾Ιερόν Τόπον τῆς Παρθένου Μαρίας.
Θεωρήσαμε ἀναγκαῖο νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅσα μᾶς εἶπε γι᾿ αὐτό τό πετεινό τοῦ οὐρανοῦ ὁ Γερο-Παΐσιος γιά νά μή ἁρπαχθοῦν τά τόσα ψυχωφελῆ ἀσκητικά του κατορθώματα ἀπό τήν μανία τοῦ πανδαμάτορος χρόνου καί ριφθοῦν στήν ἄβυσσο τῆς λήθης.
Γεννήθηκε στήν Ρουμανία. Ἀρχάς τοῦ αἰῶνος μας, ἦλθε στό ῞Αγιον ῎Ορος, μαζί μέ ἄλλους συμπατριῶτες του. Ἐγκατεστάθηκε στά κελλιά τῆς Καψάλας, τῆς ἐρημικῆς περιοχῆς πού ἐκτείνεται μεταξύ τῶν Μονῶν Παντοκράτορος καί Σταυρονικήτα. Ἐκεῖ ἔζησε περί τά 40 χρόνια, τελείως μόνος του, δηλαδή χωρίς συνοδεία καί τήν βοήθεια κάποιου ὑποτακτικοῦ. Ἐκοιμήθη τό Δεκαπενταύγουστο τοῦ 1978.
῾Ο Γέρων Τρύφων, συνέχισε νά λέγῃ ὁ π. Παῒσιος, εἶχε τελείαν ἐγκατάλειψι καί περιφρόνησι πρός τόν ἑαυτό του. Ἐπί 20 χρόνια ἐφοροῦσε μόνο ἕνα ζωστικό, ἕνα ράσο, ἕνα σκοῦφο καί ἕνα παντελόνι. ῎Επλενε τό παντελόνι, καί ἐσκέπαζε τήν γυμνότητά του μέ τό ζωστικό του. ῎Επλενε τό ζωστικό του καί ἔμενε μέ τό παντελόνι.῞Οταν ἔκανε πολύ κρύο ἤ ἔβρεχε πολύ, δέν ἔπλενε τό παντελόνι του, διότι ἦτο ἀδύνατο σέ λίγες ὧρες νά στεγνώσῃ. ῎Ετσι τό φοροῦσε ἐπί μῆνες, παρότι ἐμύριζε ἀπό ἀκαθαρσία. ῾Υπέφερε μέ Ἰώβειο ὑπομονή, ὅλες τίς στερήσεις στήν ζωή του, γιά τήν ἀπόκτησι τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν.
Στά τελευταῖα 20 χρόνια του, τυφλώθηκε σχεδόν τελείως καί ἀπό τά δύο του μάτια. Δέν δέχθηκε ὅμως νά γηροκομηθῇ καί ἐξυπηρετηθῇ ἀπό καμμία Καλύβη ἤ Μοναστήρι. Τό Καλυβάκι του ἦτο κτισμένο μέ πλίθους καί γιά στέγη εἶχε τσίγκους. Ἐκεῖ μέσα ζοῦσε ὡσάν ἐξόριστος μή ἔχοντας σχέσεις, γνωριμίες καί συναντήσεις μέ ἄλλους ἁγιορεῖτες Πατέρες.
Ἐκεῖ ζοῦσε τίς οὐράνιες ἐπισκέψεις τῶν ῾Αγίων, καί ροφοῦσε σάν τήν μέλισσα τό μέλι τῆς ἡσυχίας καί τῶν ἀρετῶν. Ἐπί 40 χρόνια ἐπάλεψε μέ τήν σάρκα, τόν διάβολο καί τά πάθη του, καί ἐξῆλθε νικητής. ῾Ο Χριστός τόν ἐχαρίτωσε, τοῦ ἔδωσε χαρίσματα καί ἰδιαίτερα τό χάρισμα τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀπαθείας. Δέν ἐνοιάζετο γιά τίποτα, παρά μόνο πῶς νά ἀπολαμβάνῃ τήν μετά τοῦ Θεοῦ ἐπικοινωνία. Ἀπό τήν στέγη ἔμπαιναν νερά, διότι εἶχαν σαπίσει οἱ τσίγκοι. Δέν ἐφρόντισε ὅμως ποτέ νά τούς ἀντικαταστήσῃ, διότι ἐν οὐρανοῖς εἶχε τόν νοῦν καί τό πολίτευμα.
Πολλές φορές ὁ μακαριστός π. Παῒσιος, τοῦ ἐπρότεινε νά τοῦ φτιάξῃ τήν στέγη του. Μάλιστα κάποτε τόν ἐρώτησε: «Ποῦ κοιμᾶσαι εὐλογημένε, ὅταν ἔρχεται κακοκαιρία καί βροχές;»
Δέν πειράζει ἡ βροχή τόν γέρο-Τρύφωνα. ῞Οταν στάζῃ ἀπό τήν μιά πλευρά, κοιμᾶμαι ἀπό τήν ἄλλη. Δέν χρειάζεται νά μοῦ φτιάξῃς τίποτα. Καλά εἶναι ἔτσι. ῎Αχ, ἀλλοίμονό μου, στόν Οὐρανό ἐφρόντισα νά φτιάξω τήν Καλύβη μου;
Δίπλα καί ἔξω ἀπό τό Καλυβάκι του, εἶχε ἀνοίξει ἕνα λάκκο γιά νά μαζεύῃ ἐκεῖ τά βρόχινα νερά. ῾Οπότε ὁ π. Παῒσιος, τόν ἐρώτησε μίαν ἡμέρα: «Γέρο-Τρύφων θά πέσῃς καμμιά ἡμέρα μέσα σ᾿ αὐτό τό πηγάδι, ὅταν πᾶς νά βγάλῃς νερό, ἐφ᾿ ὅσον δέν βλέπεις καλά. ῎Αν πέσῃς μέσα, μετά ποιός θά σέ βγάλῃ;
῾Ο Θεός δέν ἀφήνει τόν Τρύφωνα νά πέσῃ στό πηγάδι. ῎Αν πέσω μέσα, θά μέ βγάλῃ ἔξω ὁ Θεός.
Ο παπᾶ-Ξενοφῶν, Ρουμᾶνος ἀσκητής γείτονάς του, πολλές φορές τόν παρακαλοῦσε, νά ἔλθῃ στό κελλί του νά μένουν μαζί γιά νά τόν βοηθήσῃ. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπαντοῦσε: «῾Ο Γέρο-Τρύφων, παπᾶ-Ξενοφῶν, ἄφησε γονεῖς, ἀδέλφια πατρίδα, συγγενεῖς, φίλους, ἄφησε τόν κόσμο καί ἔγινε Μοναχός. ῞Ολα αὐτά τά ἄφησε για νά τόν οἰκονομήσῃ ὁ παπᾶ-Ξενοφῶν, ἤ ὁ Θεός; ῎Οχι, ὁ Τρύφων δέν δέχεται οἰκονομίες. Θά μείνῃ στό Κελλί του μέχρι τόν θάνατόν του.
Μπορῶ νά ἔρχωμαι νά σέ βλέπω; Νά σοῦ φέρνω ψωμί, ἐλιές, χόρτα βραστά καί παξιμάδι;
-Νά ἔρχεσαι, ὄχι γιά πολλή ὥρα. Λίγο καί μετά νά φεύγῃς. Μία φορά στίς δύο ἑβδομάδες νά ἔρχεσαι. Δέν θέλω νά βλέπω ἀνθρώπους συχνά, διότι μοῦ φεύγουν ὁ Χριστός καί οἱ ῎Αγγελοί μου.
῾Ο π. Παῒσιος τόν ἐρώτησε: ῞Οταν δέν ἔρχεται ὁ παπᾶ-Ξενοφῶν νά σοῦ φέρῃ λίγο φαγητό, τότε ἐσύ τί τρώγεις;
-Ἐγώ εἶμαι προβατίνα. Τρώγω χόρτα. Σκύβω κάτω καί τρώγω.
Εἶχε τόση ταπείνωσι καί περιφρόνησι στό σῶμα του, ὡσάν νά μιλοῦσε γιά κάποιου ἄλλου τό σῶμα καί τήν ζωή.
῾Η ἀδιάλειπτη προσευχή τόν ἀνεβίβαζε σέ δυσθεώρητα ὕψη. Τό πρόσωπό του ποτέ δέν ἦτο τό ἴδιο. Πάντοτε ἐδέχετο ἀλλοιώσεις καί προσετίθετο Χάρις ἐπάνω στήν Χάρι.
Ἐπειδή ἔφθασε στήν μακαρία ἀπάθεια, ζοῦσε πλέον σάν μικρό παιδάκι, χωρίς πονηρία καί πολυπραγμοσύνη. ῾Απλότης στήν ὁμιλία του, ἁπλότης στό περπάτημά του, στήν συμπεριφορά του, σ᾿ ὅλη τήν διαγωγή του.
῞Οταν κάποια φορά, λόγῳ ἐργασίας στό κῆπο του, φάνηκε μέρος τοῦ σώματός του, ἀμέριμνος ἐκουβέντιαζε μέ τόν π. Παῒσιο, χωρίς νά ντραπῇ. Οὔτε σκέφθηκε ὅτι θά μποροῦσε νά σκανδαλίσῃ τόν ἄλλον ἀδελφό. Σκέπασε τήν γυμνότητά του φυσιολογικά, ὡσαν νά μή συνέβαινε τίποτε.
Λίγους μῆνες πρίν πεθάνῃ, τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας νεαρός Μοναχός, ὁ π. Δ. Ἰδού τί μοῦ διηγήθηκε ὅταν ἐπέστρεψε:
Ἐκεῖ στήν Καψάλα, ζῆ κι ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ π. Τρύφων. Μένει σ᾿ ἕνα Καλύβι, χωρίς στέγη καί μόνο στόν διάδρομο προστατεύεται ἀπό τήν βροχή. Δέν ἔχει οὔτε κρεβάτι, οὔτε καρέκλα, οὔτε τραπέζι. Γύρω ἀπό τήν αὐλή του εἶδα πεταμένα πολλά κονσερβοκούτια. Προφανῶς ἀπό κάπου τά ἐμάζεψε γιά νά δημιουργοῦν τήν ἐντύπωσι οἱ διαβαίνοντες ἀπ᾿ ἐκεῖ ἀδελφοί, Μοναχοί καί λαϊκοί, ὅτι αὐτός τρώγῃ ψάρια καί ἄλλα παστοποιημένα τρόφιμα.
Ἐλάχιστα κουρελιασμένα ροῦχα τά εἶδα νά εἶναι ἁπλωμένα στό πεζούλι του. Μέσα σέ λίγο διάστημα τόν ἐπεσκέφθηκα τρεῖς φορές. Κάνει τόν σαλό, ἀλλά μέσα στά ἀσυνάρτητα πού λέγει, σοῦ πετάει καί μερικές ἀλήθειες, δι᾿αὐτό χρειάζεται νά προσέχῃ κανείς, ὅταν ὁμιλῇ, διότι θά πῇ καί μεγάλες ἀλήθειες καί ἀποκαλύψεις μέ λόγια συνεσκιασμένα.
Ἐμένα μοῦ εἶπε ὅλα τά προβλήματά μου, καί τί πρέπει νά κάνω γιά νά τά ξεπεράσω, χωρίς φυσικά ἐγώ νά τοῦ ἐξιστορήσω τίποτα ἀπ᾿ αὐτά. Ἐπίσης μοῦ εἶπε, ἀπό ποιές σωματικές ἀσθένειες πάσχω, ὅτι δηλαδή ἔχω τό στομάχι μου, πόνους στά χέρια μου καί στήν μύτη μου ἰγμουρίτιδα.
῞Οταν τήν πρώτη φορά τόν ἐπισκέφθηκα μέ ἄλλους δύο Ἀδελφούς, καθόταν ἔξω στήν αὐλή του. Εἶχε τυλίξει τήν γυμνότητά του μ᾿ ἕνα ροῦχο, ἐνῶ στό κεφάλι του φοροῦσε μία κάλτσα. Τόν ἐχαιρέτισα.
-Εὐλογεῖτε, Γέροντα.
-῾Ο Κύριος.
Ἐνῶ μᾶς εἶδε, σηκώθηκε σιγά σιγά, διότι εἶναι γεροντάκι καί περπατῶντας μ᾿ ἕνα μπαστούνι προχώρησε πρός τήν καλύβα του μουρμουρίζοντας. ῎Ελεγε τά ἑξῆς, ὅπως τόν ἀκούσαμε ἀκολουθῶντας τον.
Ἐγώ δέν ξέρω τίποτα. Ὅλα τά γράφουν τά βιβλία. ῾Ο Μοναχός πρέπει νά κάνῃ 300 μετάνοιες. ῏Ηλθε ὁ ληστής καί μοῦ τίς ἔκλεψε. Μέ κλειστά παράθυρα, πῶς μπῆκε ὁ ληστής καί μ᾿ ἔκλεψε;
῾Ο παπᾶ-Ξενοφῶν, Ρουμᾶνος ἀσκητής γείτονάς του, πολλές φορές τόν παρακαλοῦσε, νά ἔλθῃ στό κελλί του νά μένουν μαζί γιά νά τόν βοηθήσῃ. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπαντοῦσε: «῾Ο Γέρο-Τρύφων, παπᾶ-Ξενοφῶν, ἄφησε γονεῖς, ἀδέλφια πατρίδα, συγγενεῖς, φίλους, ἄφησε τόν κόσμο καί ἔγινε Μοναχός. ῞Ολα αὐτά τά ἄφησε για νά τόν οἰκονομήσῃ ὁ παπᾶ-Ξενοφῶν, ἤ ὁ Θεός; ῎Οχι, ὁ Τρύφων δέν δέχεται οἰκονομίες. Θά μείνῃ στό Κελλί του μέχρι τόν θάνατόν του.
Μπορῶ νά ἔρχωμαι νά σέ βλέπω; Νά σοῦ φέρνω ψωμί, ἐλιές, χόρτα βραστά καί παξιμάδι;
-Νά ἔρχεσαι, ὄχι γιά πολλή ὥρα. Λίγο καί μετά νά φεύγῃς. Μία φορά στίς δύο ἑβδομάδες νά ἔρχεσαι. Δέν θέλω νά βλέπω ἀνθρώπους συχνά, διότι μοῦ φεύγουν ὁ Χριστός καί οἱ ῎Αγγελοί μου.
῾Ο π. Παῒσιος τόν ἐρώτησε: ῞Οταν δέν ἔρχεται ὁ παπᾶ-Ξενοφῶν νά σοῦ φέρῃ λίγο φαγητό, τότε ἐσύ τί τρώγεις;
-Ἐγώ εἶμαι προβατίνα. Τρώγω χόρτα. Σκύβω κάτω καί τρώγω.
Εἶχε τόση ταπείνωσι καί περιφρόνησι στό σῶμα του, ὡσάν νά μιλοῦσε γιά κάποιου ἄλλου τό σῶμα καί τήν ζωή.
῾Η ἀδιάλειπτη προσευχή τόν ἀνεβίβαζε σέ δυσθεώρητα ὕψη. Τό πρόσωπό του ποτέ δέν ἦτο τό ἴδιο. Πάντοτε ἐδέχετο ἀλλοιώσεις καί προσετίθετο Χάρις ἐπάνω στήν Χάρι.
Ἐπειδή ἔφθασε στήν μακαρία ἀπάθεια, ζοῦσε πλέον σάν μικρό παιδάκι, χωρίς πονηρία καί πολυπραγμοσύνη. ῾Απλότης στήν ὁμιλία του, ἁπλότης στό περπάτημά του, στήν συμπεριφορά του, σ᾿ ὅλη τήν διαγωγή του.
῞Οταν κάποια φορά, λόγῳ ἐργασίας στό κῆπο του, φάνηκε μέρος τοῦ σώματός του, ἀμέριμνος ἐκουβέντιαζε μέ τόν π. Παῒσιο, χωρίς νά ντραπῇ. Οὔτε σκέφθηκε ὅτι θά μποροῦσε νά σκανδαλίσῃ τόν ἄλλον ἀδελφό. Σκέπασε τήν γυμνότητά του φυσιολογικά, ὡσαν νά μή συνέβαινε τίποτε.
Λίγους μῆνες πρίν πεθάνῃ, τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας νεαρός Μοναχός, ὁ π. Δ. Ἰδού τί μοῦ διηγήθηκε ὅταν ἐπέστρεψε:
Ἐκεῖ στήν Καψάλα, ζῆ κι ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ π. Τρύφων. Μένει σ᾿ ἕνα Καλύβι, χωρίς στέγη καί μόνο στόν διάδρομο προστατεύεται ἀπό τήν βροχή. Δέν ἔχει οὔτε κρεβάτι, οὔτε καρέκλα, οὔτε τραπέζι. Γύρω ἀπό τήν αὐλή του εἶδα πεταμένα πολλά κονσερβοκούτια. Προφανῶς ἀπό κάπου τά ἐμάζεψε γιά νά δημιουργοῦν τήν ἐντύπωσι οἱ διαβαίνοντες ἀπ᾿ ἐκεῖ ἀδελφοί, Μοναχοί καί λαϊκοί, ὅτι αὐτός τρώγῃ ψάρια καί ἄλλα παστοποιημένα τρόφιμα.
Ἐλάχιστα κουρελιασμένα ροῦχα τά εἶδα νά εἶναι ἁπλωμένα στό πεζούλι του. Μέσα σέ λίγο διάστημα τόν ἐπεσκέφθηκα τρεῖς φορές. Κάνει τόν σαλό, ἀλλά μέσα στά ἀσυνάρτητα πού λέγει, σοῦ πετάει καί μερικές ἀλήθειες, δι᾿αὐτό χρειάζεται νά προσέχῃ κανείς, ὅταν ὁμιλῇ, διότι θά πῇ καί μεγάλες ἀλήθειες καί ἀποκαλύψεις μέ λόγια συνεσκιασμένα.
Ἐμένα μοῦ εἶπε ὅλα τά προβλήματά μου, καί τί πρέπει νά κάνω γιά νά τά ξεπεράσω, χωρίς φυσικά ἐγώ νά τοῦ ἐξιστορήσω τίποτα ἀπ᾿ αὐτά. Ἐπίσης μοῦ εἶπε, ἀπό ποιές σωματικές ἀσθένειες πάσχω, ὅτι δηλαδή ἔχω τό στομάχι μου, πόνους στά χέρια μου καί στήν μύτη μου ἰγμουρίτιδα.
῞Οταν τήν πρώτη φορά τόν ἐπισκέφθηκα μέ ἄλλους δύο Ἀδελφούς, καθόταν ἔξω στήν αὐλή του. Εἶχε τυλίξει τήν γυμνότητά του μ᾿ ἕνα ροῦχο, ἐνῶ στό κεφάλι του φοροῦσε μία κάλτσα. Τόν ἐχαιρέτισα.
-Εὐλογεῖτε, Γέροντα.
-῾Ο Κύριος.
Ἐνῶ μᾶς εἶδε, σηκώθηκε σιγά σιγά, διότι εἶναι γεροντάκι καί περπατῶντας μ᾿ ἕνα μπαστούνι προχώρησε πρός τήν καλύβα του μουρμουρίζοντας. ῎Ελεγε τά ἑξῆς, ὅπως τόν ἀκούσαμε ἀκολουθῶντας τον.
Ἐγώ δέν ξέρω τίποτα. Ὅλα τά γράφουν τά βιβλία. ῾Ο Μοναχός πρέπει νά κάνῃ 300 μετάνοιες. ῏Ηλθε ὁ ληστής καί μοῦ τίς ἔκλεψε. Μέ κλειστά παράθυρα, πῶς μπῆκε ὁ ληστής καί μ᾿ ἔκλεψε;
῎Εστρεψε τό βλέμμα του. Μέ ἐκύτταξε καί συνέχισε τίς σαλότητές του. Ἀδελφέ μου, μή τά καταπίνῃς ὅλα κάτω. Τό βόδι πίνει πίνει, ἀλλά μετά σκάζει. Πρόσεχε. Ἐγώ ἐξουσιάζω τά σύμπαντα. Πετάω ἐπάνω ἀπό τήν Ἀγγλία, Γαλλία καί ἀλλοῦ, ὅπου θέλω. Πηγαίνω καί στήν Κύπρο. Τότε μ᾿ ἐκύτταξε γλυκά καί χαμογέλασε. Μοῦ εἶπε τήν πατρίδα μου, στήν ὁποία γεννήθηκα καί μεγάλωσα, τήν Κύπρο.
Σ᾿ ἄλλη μου ἐπίσκεψι μέ κάποιον, τόν ἐχαιρέτισα καί τόν ἐρώτησα.
-Τί κάνεις;
-Πολεμάω, ἀδελφέ μου.
Μετά μοῦ εἶπε μέ σαλό τρόπο: Νά πᾶς νά πῇς σ᾿ ὅλους, "εὐλόγησον". ῎Αφησέ τους. Μή προσέχῃς ἐσύ τί λέγουν.
Πράγματι εἶχα πειρασμό μέ κάποιον ἀδελφό τῆς Μονῆς, καί ἐκεῖνος μοῦ ἔδιδε τίς ἀπαντήσεις, χωρίς ἐγώ νά τοῦ ἀποκαλύψω τίποτε. Μάλιστα μοῦ εἶπε καί τό διακόνημα αὐτοῦ του ἀδελφοῦ. Μοῦ ἀποκάλυψε τό δικό μου διακόνημα, καί μοῦ ὑπέδειξε ἰδανικούς τρόπους ἐκτελέσεώς του. ῞Ο,τι ἤθελα νά τόν ἐρωτήσω, τοῦ ὑπέβαλα τίς ἐρωτήσεις μέ τό μυαλό μου, καί ἐκεῖνος ἄρχισε μέ πολλές σαλότητες νά μοῦ ἀπαντᾶ σ᾿ αὐτά πού ἤθελα.
Ἐπῆγα καί τρίτη φορά κοντά, μέ συνοδεία τριῶν Χριστιανῶν. Αὐτός στεκόταν στήν ἴδια τοποθεσία καί μέ τήν ἴδια πάντα ἐνδυμασία. Ἐκύτταζε μόνο ἐμένα, λές καί δέν ὑπῆρχον ἄλλοι γύρω μου. Μέ συμβούλευε πνευματικά. Νά, μοῦ ἔλεγε, ἀγάπη, ὑπακοή καί ταπείνωσις. Νά μή στενοχωριέσαι γιά τό πρόβλημά σου. Θά στείλω ἐγώ ἄνθρωπο νά μιλήσῃ στόν Γέροντά σου, γιά νά χαρῇ καί ἡ μητέρα σου, πού σέ κοιτάζει ἀπό ψηλά καί σέ καμαρώνει.
Πράγματι ἡ μητέρα μου ἔχει πεθάνει ἀπό χρόνια καί ἐκεῖνος τά ἤξερε ὅλα. Μέ εἶχε καταπλήξει μέ τά ὑπερφυσικά χαρίσματα πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός.
Ἀπεκάλυψε καί στούς λαϊκούς Χριστιανούς ἀρκετά ἀπό τά προβλήματά τους. Δέν μέ συνεκίνησαν μόνον τά προγνωστικά καί προορατικά του χαρίσματα, ἀλλά καί οἱ νουθεσίες του. ῎Αν ἦταν πλανεμένος, ὅπως μερικοί τόν ἀποκαλοῦν, πῶς ἦτο δυνατόν νά μοῦ δίνῃ σωστές πνευματικές συμβουλές;
῾Ο ὑποτακτικός ἑνός Γέροντος γείτονός του, ἐπῆγε ἐξ ἀγάπης κινούμενος, νά τοῦ βάλῃ δύο λαμαρίνες στόν διάδρομο, γιά νά φυλάγεται ἀπό τήν βροχή.
Ὁ Γέρο-Τρύφων, ἀντί ν᾿ ἀπαντήσῃ, μέ τήν στάσι του ἀπέδειξε ὅτι τοῦ εἶναι περιττές οἱ λαμαρίνες. Ἀπό τό πρωῒ μέχρι τό βράδυ ἐστάθηκε ἐκείνη τήν ἡμέρα ὄρθιος κάτω ἀπό τόν διάδρομο, ἀκουμπισμένος στό ραβδί του. Τόν ἐρώτησε ὁ νεαρός Μοναχός, γιατί στέκεται ἔτσι, ὁ ἀσκητής ἀπήντησε: «μελετῶ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ».
Γιά νά βεβαιωθῶ καλλίτερα, συνέχισε ὁ π. Δ. ἐρώτησα ἀκόμη ἕνα γείτονά του ζηλωτή Μοναχό, γιά τό ποιόν αὐτοῦ τοῦ ἀσκητοῦ. Μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο. Τί νά σοῦ πῶ. Δέν τόν ἄκουσα ποτέ νά κατακρίνῃ. ῞Οταν θέλῃ λίγο παξιμάδι, ἔρχεται καί μοῦ λέγει: "Δός μου λίγο παξιμάδι καί θά σοῦ φέρω χόρτα».
῎Αλλοτε μοῦ ἔλεγε: «ράψε μου τό ζωστικό καί θά σοῦ σκάψω τόν κῆπο». Ποτέ δέν ἐπῆρε καί δέν ἐζήτησε κάτι χωρίς νά τό ἀνταποδώσῃ. Εἶναι σχεδόν πάντα ἔγκλειστος, καί δέν ξέρουμε ποῦ κοινωνάει.
Ἐγώ, εἶπε ὁ π. Δ. ἐρώτησα τόν ἀσκητή, ποῦ κοινωνεῖ καί μοῦ ἀπήντησε: Ποῦ ξέρεις ἀδελφέ μου, μπορεῖ νά εἶμαι καί παπᾶς.
Εἰς ἄλλον Ἀδελφό ὅπου τόν ἐπισκέφθηκε, τοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «῎Εχω διακόνημα. Φεύγω διά τήν Ἀθήνα. Πήγαινε, πήγαινε τώρα.
Καί διερωτῶμαι. Μήπως ἀνήκει στήν ὁμάδα τῶν 12 γυμνῶν ῾Αγιορειτῶν ῾Αγίων; Διότι ἡ ἀκτημοσύνη καί τό ντύσιμό του, κάτι τέτοιο ἀφήνουν νά νοηθῇ.
Κατόπιν ἔπαθε γάγγραινα στό πόδι καί ὁ γείτονάς του τόν ἐπῆρε καί τόν μετέφερε στόν ἰατρόν. Ἐκεῖ ὁ ἀσκητής ἄρχισε τίς σαλότητές του, λέγοντας ἀσυνάρτητα πράγματα. Καί χωρίς νά ξέρῃ τόν ἰατρόν, γυρίζει καί τοῦ λέγει: «Παναγιώτη, ἐσύ κάνε ὅ,τι ξέρῃς, καί τ᾿ ἄλλα θά τά κάνῃ ἡ Παναγία.
῾Ο ἰατρός τά ἔχασε. ῎Επρεπε νά τόν πάῃ ἔξω, διότι ἦτο πολύ πιθανόν νά τοῦ κόψουν τό πόδι. ῾Ο Γέρο-Τρύφων ἀρνήθηκε, καί ἐπέστρεψε στό Καλυβάκι του. ῾
Ο ἰατρός τοῦ ἔδωσε μόνο μία ἀλοιφή γιά τήν πληγή, γιά νά μή τόν ἐνοχλοῦν οἱ μυῖγες. Τό ἄλλο πρωῒ τόν ἐπεσκέφθη ὁ γείτονάς του Μοναχός, νά ἰδῇ τί κάνει ὁ ἀσκητής. Εἶχε βάλει ἕνα ἀγριόχορτο ἐπάνω στήν πληγή, καί σέ λίγες ἡμέρες εἶχε τελείως θεραπευθεῖ.
Ἐδῶ ἐτελείωσε ἡ ἐξιστόρησις αὐτῶν τῶν θαυμαστῶν γεγονότων ἀπό τόν Μοναχό π. Δ., ὁ ὁποῖος εἶχε τήν καλωσύνη καί μοῦ τά εἶπε.
῾Ο Γέρων-Τρύφων, ἐκοιμήθη τόν ὕπνο τοῦ δικαίου, κουλουριασμένος σάν τό φίδι στήν γωνιά τοῦ Καλυβιοῦ του μέσα στά πολυχρόνια κουρέλια του.
Τό λείψανό του ἔμεινε ἐκεῖ 15 ἡμέρες, χωρίς νά γνωρίζῃ κανείς τήν ὁσιακή κοίμησί του. Τόσο ἀπόκοσμος καί ἐγκαταλελειμένος ἦταν ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά τόσο πολύ ἑνωμένος μέ τόν Θεό καί τό οὐράνιο κόσμο. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου