Λέγαμε
μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ κάποια πράγματα σχετικά μέ τό
ἐρώτημα, ἄν ὑπάρχουν προβλήματα ἀμιγῶς
ψυχολογικά καί ἄλλα πού τά λέμε πνευματικά
καί ἄν μπορεῖ ἕνας Χριστιανός νά
προσλάβει κάτι ἀπό αὐτές τίς λεγόμενες
ψυχοεπιστῆμες:ψυχολογία, ψυχοθεραπεία
καί ψυχιατρική.
Εἴχαμε
πεῖ πώς οἱ ὅροι εἶναι παραπλανητικοί.
Ἡ ψυχιατρική εἶναι ἡ ἐπιστήμη πού
ἀσχολεῖται μέ τό νευρικό σύστημα,
ἑπομένως θά ἔπρεπε νά λέγεται
νευροϊατρική, νευρολογία. Οἱ ψυχίατροι
ἀσχολοῦνται μέσω τῆς ἐπιστήμης τους
μέ τούς ἱστούς, τά νευρικά κύτταρα, τούς
νευροδιαβιβαστές καί τίς δυσλειτουργίες
πού ὑπάρχουν καί προσπαθοῦν νά τίς
διορθώσουν μέ τά φάρμακα πού δίνουν.
Αὐτό εἶναι σωστό. Ὁ ὅρος
ὅμως εἶναι παραπλανητικός, γιατί, ὅταν
κάποιος ἀκούει τήν λέξη «ψυχο-ιατρική»,
πηγαίνει ἐκεῖ γιά νά θεραπευτεῖ ἡ
ψυχή του. Ἡ ψυχή ὅμως εἶναι ἀόρατη καί
συνεπῶς δέν μπαίνει στό μικροσκόπιο
καί ὁ μόνος πού μπορεῖ νά τήν προσεγγίσει
εἶναι ὁ Θεός -ὡς Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί
τῶν σωμάτων πού λέμε στίς εὐχές- καί
τό σῶμα Του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἕνας
ἀκόμα παραπλανητικός ὅρος εἶναι ὁ
ὅρος «ψυχολογία» πού δέν ἰσχύει, γιατί
ψυχολογία σημαίνει λόγος γιά ψυχή, ἀλλά
οἱ ἴδιοι οἱ ψυχολόγοι ἀρνοῦνται τήν
ὕπαρξη τῆς ψυχῆς. Ὁπότε γιά ποιά ψυχή
μιλᾶνε; Οὐσιαστικά εἶναι ἕνας λόγος
γιά συμπεριφορές, δηλαδή πῶς θά βοηθηθεῖ
ἕνας ἄνθρωπος στό νά διορθώσει τήν
συμπεριφορά του.
Ὁ
ὅρος «ψυχοθεραπεία» εἶναι διαφορετικός
ἀπό τόν ὅρο «ψυχιατρική» -ἄσχετα ἄν
μερικοί ψυχίατροι κάνουν καί ψυχανάλυση-
ἀλλά ὑπάρχουν πολλές ἀκόμα παρόμοιες
«μέθοδοι» θεραπείας τῆς ψυχῆς. Οἱ
ἄνθρωποι αὐτοί δηλαδή διατείνονται
ὅτι θεραπεύουν τήν ψυχή, τό ὁποῖο δέν
ἰσχύει, γιατί καί οἱ ἴδιοι δέν γνωρίζουν
τίποτα γιά τήν ψυχή. Ἄν ψάξει κάποιος
στά βιβλία τους, θά διαπιστώσει ὅτι δέν
ὑπάρχει κανένας ὅρος σ’ αὐτά γιά τήν
ψυχή. Ὑπάρχει μόνο ἕνας περιφερειακός
ὁρισμός, πού ἀναφέρεται στίς ἐκδηλώσεις
καί στίς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς. Οἱ
Πατέρες ὅμως μιλᾶνε ξεκάθαρα γιά τό
ὅτι ἡ ψυχή ἔχει καί οὐσία. Ἄν ἤθελαν
νά εἶναι ἔντιμοι αὐτοί οἱ ἐπιστήμονες,
θά ἔπρεπε τουλάχιστον νά ἔχουν μελετήσει
καί τούς Πατέρες -μία βιβλιογραφία 2000
ἐτῶν- οἱ ὁποῖοι ἀκριβῶς ἀναφέρονται
στήν ψυχή δίνοντας καταπληκτικούς
ὁρισμούς (Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος,
Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός).
Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἀναφέρει
ὅτι ἡ ψυχή εἶναι οὐσία, ἁπλή, ἀόρατη,
νοερά, ἔχει νοερά ἐνέργεια, καί πάνω
σ’ αὐτήν τήν οὐσία τῆς ψυχῆς, ἔρχεται
τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ πάνω
ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν
ὁποία ἡ ψυχή εἶναι ἄρρωστη. Ὅλη ἡ
ἀρρώστια μας -τά λεγόμενα ψυχολογικά-
ὁφείλεται στό ὅτι δέν ἔχει κοινωνία
ἡ ψυχή μας μέ τήν Χάρη. Λέει ὁ π. Πορφύριος
«ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τά δίνει ὅλα». Ὅλα
ὅσα χρειάζεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, τά
παίρνει ἀπό τήν Χάρη. Ὅπως σωματικά ὁ
κάθε ἄνθρωπος, ἄν δέν φάει φαγητό θά
πέσουν οἱ ἄμυνες καί θά ἀρρωστήσει,
ἔτσι καί ἡ ψυχή, ἄν δέν «φάει», θά
ἀρρωστήσει. Καί τί τρώει ἡ ψυχή; Ἐπειδή
ἀκριβῶς εἶναι νοερά, ἄυλη, εἶναι
εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει νά μετέχει
στίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ, διαφορετικά
θά ἀρρωστήσει. Ὅσο ἐπιμένει κάποιος
νά μήν παίρνει τίς ἐνέργειες τοῦ
Χριστοῦ, ὅσα χάπια κι ἄν πάρει, σέ ὅσους
ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές
κι ἄν πάει, ὅσες ψυχαναλύσεις κι ἄν
κάνει, θά συνεχίσει νά εἶναι ἄρρωστη
ἡ ψυχή του.
Ὑπάρχουν
δύο θεραπευτικές τομές πού μᾶς δίνουν
οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ψυχή
μας. Ἡ μία θεραπευτική τομή εἶναι ἡ
ἀέναη κίνηση πού πρέπει νά ἔχει ἡ ψυχή
πρός τόν Θεό. Λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὅτι
ἡ ψυχή ἔχει μέσα της τήν τάση νά κινηθεῖ
πρός τόν Θεό. Ὅσο δέν κινεῖται πρός τόν
Θεό, ἀλλά κινεῖται ὁριζόντια, παραμένει
ἄρρωστη. Ὅσο δηλαδή ἡ ψυχή δέν
προσεύχεται, δέν κάνει ὑπακοή στόν
Χριστό, δέν πιστεύει οὐσιαστικά στόν
Χριστό, δέν κόβει τά πάθη της, δέν
νηστεύει, δέν ἐγκρατεύεται, δέν ἔχει
αὐτήν τήν συνεχή κίνηση πρός τόν Θεό,
παραμένει ἄρρωστη. Κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο
αὐτή ἡ κίνηση κάποια στιγμή σταματάει
καί φτάνει ὁ ἄνθρωπος σέ μία ἀτρεψία,
σέ μία κατάσταση δηλαδή ὅπου ἔχει ὑγεία
καί δέν θέλει νά γυρίσει πίσω, νά
ξαναρρωστήσει. Αὐτό τό σημεῖο ὁ Ἅγιος
Μάξιμος τό ὁνομάζει «ἔκσταση», πού
εἶναι στάση καί κίνηση συγχρόνως, ἀφοῦ
ἄν κάποιος κινεῖται πρός τόν Θεό, δέν
ἔχει τέρμα, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος.
Στόν
Παράδεισο καί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
δέν πρόκειται νά σταματήσουμε. Ὁ ἄνθρωπος
ἀρχίζει ἀπό αύτήν τήν ζωή αὐτήν τήν
κίνηση, τήν μετάνοια καί αὐτή ἡ πορεία
συνεχίζεται στήν αἰωνιότητα. Προσέξτε!
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει ἀπό αὐτήν τήν ζωή
ν’ ἀρχίσει αὐτήν τήν κίνηση, γιατί
στήν ἄλλη ζωή, στόν Ἅδη δέν θά μπορέσει
νά μετανοήσει, «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι
μετάνοια». Ὁπότε αὐτή ἡ ζωή εἶναι πολύ
κρίσιμη. Ἀνάλογα μέ τήν γωνία πού κάποιος
θά ἀνοιχτεῖ σ’ αὐτή τήν ζωή, μέ αὐτή
τήν γωνία θά συνεχίσει νά ἀνοίγεται
στήν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ ὀ ἄνθρωπος
συνεχῶς θά μεταβαίνει ἀπό δόξα σέ δόξα
καί ἀπό δύναμη σέ δύναμη καί ἀπό ἔκπληξη
σέ ἔκπληξη καί ἀπό χαρά σέ μεγαλύτερη
χαρά, ὅπως λέει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος.
Αὐτός θά εἶναι ὁ Παράδεισος.
Ἡ
δεύτερη θεραπευτική τομή κατά τόν Ἅγιο
Μάξιμο καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ
εἶναι ὅτι ἡ ψυχή μέσα της ἔχει κίνηση
πρός ἡδονή πρός τόν Θεό, δηλαδή εἶναι
φτιαγμένη ἡ ψυχή μας γιά νά φτάσει στήν
ὑπέρτατη ἡδονή, νά φτάσει στόν Θεῖο
Ἔρωτα. Εἶναι λοιπόν καίριο τό νά
γνωρίζουμε τίς προδιαγραφές τῆς ψυχῆς
μας, σύμφωνα μέ ὅσα λένε οἱ Ἅγιοι
Πατέρες. Ἡ ψυχή μας εἶναι φτιαγμένη
γιά νά κινεῖται πρός τόν Θεό καί γιά νά
Τόν ἀγαπήσει. «Εἶναι ἀπαίτηση τῆς
ψυχῆς μας νά ἀγαπήσει τόν Θεό», λέει
ἔτσι ὠμά ὁ π. Πορφύριος. Ὅσο κάποιος
δέν ἱκανοποιεῖ αὐτήν τήν ἀπαίτηση
τῆς ψυχῆς, εἶναι ἄρρωστος. Ὅπως ὁ
ἄνθρωπος, ἄν δέν ἱκανοποιεῖ τήν ἀπαίτηση
τοῦ σώματος νά φάει ἤ να κοιμηθεῖ, θά
ἀρρωστήσει, ἔτσι κι ἄν δέν ἱκανοποιήσει
τήν ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς νά ἐρωτευτεῖ
τόν Θεό, θά εἶναι ἄρρωστος. Θά ἀναζητάει
τίς ἡδονές στά ὁριζόντια μεγέθη, στό
φαγητό καί γενικά στίς ἡδονές ἀπό τήν
σάρκα καί ἀπό ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ ἀμαρτία.
Εἶναι ἡ λάθος ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς.
Ὁ ἄνθρωπος τότε γεμίζει μέ πλῆθος
ἡδονῶν καί ἁμαρτιῶν, οἱ ὁποῖες πρέπει
νά ἐξουδετερωθοῦν.
Εὐτυχῶς
ὅμως ὀ Θεός δέν μᾶς ἐγκατέλειψε, μᾶς
ἔδωσε τό φάρμακο - ἀντίδοτο γιά τό
δηλητήριο πού πήραμε ἀπό τίς λάθος
ἡδονές καί τά κτίσματα. Τό φάρμακο εἶναι
ἡ ὀδύνη, ὁ πόνος. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος
πρέπει νά κάνει ἄσκηση, προσευχή,
νηστεία, ἀγρυπνία, μετάνοιες, γιά νά
μπορέσει νά ἐξουδετερώσει τό δηλητήριο,
ὥστε νά ἀποκτήσει τίς ἀπελευθερωτικές
δυνάμεις γιά νά μπορέσει νά ἀρχίσει
τήν κίνηση πρός τόν Θεό καί νά Τόν
ἀγαπήσει. Γιατί ὅσο κάποιος εἶναι
δουλωμένος σέ αὐτές τίς ἡδονές τῶν
αἰσθήσεων, ὅσο εἶναι δουλωμένος στά
πάθη του, δέν μπορεῖ νά κινηθεῖ καί νά
ἀγαπήσει τόν Θεό. Πρέπει νά «νεκρωθεῖ
ὁ παλαιός ἄνθρωπος» (Κολ. 3,5), ὅπως λέει
καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, νά νεκρωθοῦν
τά πάθη.
Ὅλα
αὐτά οἱ ψυχοθεραπευτές τά ἀγνοοῦν
καί δέν ἀπενοχοποιοῦν τούς ἀνθρώπους.
Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τόν ἄνθρωπο
σέ παραδοχή τῶν λαθῶν του, σέ μετάνοια
καί ἐξομολόγηση. Ἡ πρώτη καί ἀρχική
κίνηση πού κάνει ὁ ἄνθρωπος λοιπόν
εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση.
Ὅσο δέν τήν κάνει κανείς αὐτήν τήν
ἀρχή, δέν θεραπεύεται. Ἄν πάει τώρα σέ
κάποιον χριστιανό ψυχίατρο, θά τόν
στείλει στόν Πνευματικό, ἄν δέν εἶναι
ὅμως χριστιανός θά τοῦ δώσει χάπια, μέ
τά ὁποῖα βέβαια δέν θά γίνει τίποτα,
γιατί τά χάπια δέν θεραπεύουν τήν ψυχή.
Ὅλοι
οἱ ἄνθρωποι γεννιόμαστε μέ μία ἀρρώστια
πού τήν κληρονομοῦμε ἀπό τούς προγόνους
μας. Ἡ ἀρρὠστια ἔγκειται στό ὅτι
δυσλειτουργεῖ καί εἶναι ἄρρωστη ἡ
ψυχή μας, ἡ ὁποία ἔχει οὐσία καί
ἐνέργεια. Αὐτή ἡ ἐνέργεια πού οἱ
Πατέρες τήν ὀνομάζουν «νοερά ἐνέργεια»,
δέν λειτουργεῖ σωστά, εἶναι σκοτισμένη
καί βρώμικη καί πρέπει νά καθαριστεῖ.
Ὅσο δέν καθαρίζεται καί ἡ καρδιά εἶναι
σκοτισμένη καί ἡ διάνοια γιατί ἡ ψυχή
ἐνεργεῖ καί στά δύο. Ἡ διάνοια, ὁ
ἐγκέφαλος εἶναι σάν ἕναν ὑπολογιστή
πού χρειάζεται κάποιον χειριστή. Ἄν
αὐτός ὁ χειριστής δέν ξέρει τά
προγράμματα, τότε θά χειριστεῖ λανθασμένα
τόν ὑπολογιστή.
Γι’
αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος, ὅσο εἶναι στήν
ἁμαρτία, δέν λειτουργεῖ σωστά καί ὡς
πρός τήν λογική του κάνοντας παράλογα
πράγματα, ἀλλά καί ὡς πρός τήν καρδιά
του, τά συναισθήματα καί τίς ἐπιθυμίες
του. Γι’ αὐτό λέει καί ὁ Χριστός μας
ὅτι «ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται πάθη,
πονηροί λογισμοί..» (Ματθ. 15,19). Ἡ ἀρρώστια
μας λοιπόν εἶναι ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι
ἄρρωστη, τό κατ’ εἰκόνα εἶναι
μουντζουρωμένο καί οἰ ἐνέργειες ἐπίσης
εἶναι ἄρρωστες. Ἔτσι δέν πηγαίνει φῶς
στήν περιφέρεια.
οὔτε στήν διάνοια, οὔτε στήν καρδιά.
Δυσλειτουργοῦν αὐτά τά δύο συστήματα
καί ὁ ἐγκέφαλος, ἡ διάνοια καί ἡ καρδιά,
τήν ὁποία ὀνομάζουν οἱ Πατέρες νοῦ,
ὅταν ἡ νοερά ἐνέργεια λειτουργεῖ στήν
καρδιά. Ὁ νοῦς μας δηλαδή εἶναι
σκοτισμένος. Ὑπάρχει ἕνα βραχυκύκλωμα
ἀνάμεσα στήν καρδιά καί στόν νοῦ, ἕνα
μπέρδεμα, μία εἰσδοχή λογισμῶν ἀπό
τήν διάνοια στήν καρδιά.
Ὅπως,
ὅταν γίνεται βραχυκύκλωμα, σαπίζουν
τά καλώδια καί περνάει ρεῦμα ἀπό τό
ἕνα καλώδιο στό ἄλλο καί τινάζεται ὅλο
τό ἠλεκτρολογικό σύστημα καί παίρνει
φωτιά, ἔτσι ἔχει γίνει καί μέσα μας.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀμετανόητος,
ὑπάρχουν μέσα του λογισμοί ἀπό τήν
διάνοια πού δέν πρέπει νά ὑπάρχουν.
Κανονικά στήν φυσιολογική κατάσταση,
μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅτι, ἡ καρδιά
πρέπει νά εἶναι κενή ἀπό λογισμούς. Ἡ
μόνη σκέψη πού πρέπει νά ὑπάρχει στήν
καρδιά εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τό
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ἡ
καρδιά καί ἡ νοερά ἐνέργεια πού
λειτουργεῖ ἐκεῖ εἶναι ὄργανο
θεογνωσίας, γιά νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος
καί νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό.
Μέσα
λοιπόν στήν καρδιά μπαίνουν λογισμοί
ἀπό τόν ἐγκέφαλο. Ὁ ἐγκέφαλος αὐτούς
τούς λογισμούς τούς προσλαμβάνει ἀπό
το περιβάλλον, ἀπό ὅλα τά ἐρεθίσματα
τοῦ περιβάλλοντος. Αὐτά μπαίνουν καί
στήν καρδιά καί ἔτσι ἀρρωσταίνουμε,
ἀφοῦ ὑγεία σημαίνει ἡ καρδιά νά εἶναι
καθαρή, νά μήν μπαίνει μέσα τίποτα.
Ἡ
Ἐκκλησία μέ τήν θεραπευτική τῶν Πατέρων
μᾶς λέει πώς πρέπει νά θεραπευτοῦμε,
νά διορθωθεῖ τό βραχυκύκλωμα αὐτό, νά
σταματήσουν νά κατεβαίνουν δηλαδή
λογισμοί ἀπό τήν διάνοια στήν καρδιά.
Ὅταν οἰ λογισμοί κατέβουν στήν καρδιά,
ὁ ἄνθρωπος γίνεται δοῦλος τοῦ
περιβάλλοντος καί μπερδεύει τόν Θεό μέ
τό περιβάλλον κι ἔτσι δημιουργεῖται
ἡ εἰδωλολατρία. Γιατί, ὅπως εἴπαμε, ἡ
καρδιά εἶναι ὄργανο θεογνωσίας, εἶναι
φτιαγμένη νά κοιτάζει πρός τόν Θεό. Ὅταν
μπαίνουν λογισμοί ἀπό τό περιβάλλον,
ὁ ἄνθρωπος ὑποδουλώνεται στό περιβάλλον,
κάνει θεό τά κτίσματα καί καταλήγει
στήν εἰδωλολατρία.
Ἡ
Ἐκκλησία δίνει τήν θεραπεία μέ τήν ἐξομολόγηση, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή
-πού κάνει ἑκούσια ὁ καθένας- καί μέ
τήν ὅλη θεραπευτική, πού μέ μία λέξη
λέγεται «ἡσυχαστική ζωή». Ἄν δέν τά
κάνει ὁ ἄνθρωπος αὐτά, δέν λύνει τό
βραχυκύκλωμα, κρατάει βρώμικη τήν καρδιά
του καί δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Ὁ
Χριστός μας ἄλλωστε τό εἶπε «μακάριοι
οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν
Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Ὅσο ἡ καρδιά
μας ἔχει λογισμούς ἀπό τή διάνοια, οἱ
ὁποῖοι προέρχονται ἀπό τό περιβάλλον,
δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό καί δέν μπορεῖ
ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει αὐτήν τήν ὁλοκληρωμένη
πίστη.
Στήν
σημερινή ἐποχή πολύ ἐξόφθαλμα οἱ
ἄνθρωποι ταλαιπωροῦνται ἀπό τούς
λογισμούς. Ὅλοι οἱ Γέροντες τό ξέρουν
αὐτό καί λένε πώς γιά νά ἀπελευθερωθεῖ
ὁ ἄνθρωπος ἀπό τούς λογισμούς, πρέπει
νά τούς προδώσει, νά ταπεινωθεῖ, νά
ἐξομολογηθεῖ καί νά μπεῖ στήν θεραπευτική
τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅλοι
αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού ταλαιπωροῦνται
καί ἀχρηστεύονται ἀπό αὐτά πού ἡ
ψυχολογία ὀνομάζει ἔμμονες ἰδέες, ἄν
ἔμπαιναν μέσα στήν θεραπευτική τῆς
Ἐκκλησίας καί καθάριζαν τήν καρδιά
τους μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί μέ
ὅλο αὐτό τό «θεραπευτικό πακέτο» -ἀλλά
μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὅχι αὐτονομημένα-
θά θεραπεύονταν.
Ὅταν
ρώτησαν τόν π. Παΐσιο πῶς μπορεῖ νά
θεραπευτεῖ κάποιος, ὅταν ἔχει ἕναν
λογισμό, μιά ἰδέα ὅτι πάσχει ἀπό κάτι,
ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Γιά νά βοηθηθεῖ
αὐτός ὁ ἄνθρωπος, πρῶτον, πρέπει νά
ἔχει Πνευματικό. Δεύτερον, νά ἔχει
ἐμπιστοσύνη στόν Πνευματικό καί τρίτον,
νά τοῦ κάνει ὑπακοή. Θά πεῖ τόν λογισμό
του στόν Πνευματικό κι ἐκεῖνος θά τοῦ
πεῖ: ‘Σ’ αὐτό μήν δίνεις σημασία,
ἐκεῖνο πρόσεξέ τό κτλ’. Ἄν δέν ἔχει
ἐμπιστοσύνη καί δέν ὑπακούει, δέν
μπορεῖ νά τοῦ φύγει ὁ λογισμός».
Δυστυχῶς
συμβαίνει κι αὐτό. Πηγαίνουμε στόν
Πνευματικό καί δέν τοῦ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη.
Πηγαίνουμε ἁπλῶς γιά νά κάνουμε μία
συζήτηση μέ κάποιον ἤ γιά νά ἀκούσουμε
μιά ἀκόμα ἄποψη. Μά ἄν πάει κανείς νά
ἀκούσει μία ἄποψη, φυσικά δέν θά γίνει
καλά. Μετά θά ἀκούσει κι ἄλλες ἀπόψεις
ἀπό ψυχολόγους, ψυχιάτρους, συγγενεῖς,
φίλους... Ἔτσι ὅμως θά δημιουργήσει ἕνα
τεράστιο μπέρδεμα μέσα του. Ἄν ὅμως
δέν πάει στόν Πνευματικό ἔχοντας τόν
λογισμό ὅτι οὐσιαστικά κάνει ὐπακοή
στόν Θεό, τότε δέν μπορεῖ νά γίνει καλά.
Ὁ π. Πορφύριος λέει πώς ὑπάρχει περίπτωση
ὀ ἄνθρωπος νά γίνει καλά καί πάλι νά
μήν τό πιστεύει, ὅτι ἔγινε καλά, γιατί
ἀκριβῶς ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό
του, παρά στόν Πνευματικό του.
Ἔλεγε
ὁ π. Παΐσιος: «Ἕνας νέος πού ζεῖ
ἀκατάστατα, ἔχει ψυχολογικά προβλήματα
καί ταλαιπωρεῖται, ἔρχεται μέ μάτια
κατακόκκινα ἀπό τό τσιγάρο καί ζητάει
νά τόν βοηθήσω. Ἔχει καί μία ψευτοευλάβεια.
Ζητάει νά τοῦ δώσω τήν εἰκόνα ἀπό τό
τέμπλο γιά εὐλογία καί μπαίνει μέσα
στό κελί μέ τσιγάρο. ‘’Βρέ -τοῦ λέω- τά
μάτια σου ἀπό τό τσιγάρο ἔγιναν
κατακόκκινα σάν τοῦ λυσσασμένου σκυλιοῦ.
Οὔτε οἱ γέροι δέν καπνίζουν ἐδῶ μέσα,
ἐγώ λιβανίζω ἐδῶ πέρα’’. Τό δικό του
αὐτός! Ἔρχεται καί ζητάει βοήθεια καί
δέν βγαίνει ἀπό τόν λογισμό του. ‘’Γιατί
δέν μέ κάνεις καλά;’’ μοῦ λέει. ‘’Θέλεις
νά γίνεις καλά μέ μαγικό τρόπο, χωρίς ὁ
ἴδιος νά κάνεις καμιά προσπάθεια. Ἐσύ
δέν εἶσαι γιά θαῦμα, τοῦ λέω. Δέν ἔχεις
τίποτε. Πιστεύεις στόν λογισμό σου’’.
Ἄν ἔκανε ὑπακοή, θά βοηθιόταν. Ἔχω
προσέξει ὅτι, ὅποιος ἀκούει (ὑπακούει),
τάκ-τάκ προχωράει καί πάει καλά. Καί
αὐτός καί οἱ δικοί του μετά, εἶναι
ἥσυχοι».
Συνεχίζοντας
ὁ Γέροντας λέει κάτι ἐξωφρενικό γιά
τήν ψυχιατρική λογική, ἀναφερόμενος
σέ ἕναν ἄλλον, πού κι αὐτός ἔπασχε ἀπό
τόν λογισμό του. «Ἀκόμη καί ἄν αὐτό
πού ἔλεγε αὐτός πού ἔπασχε ἀπό τόν
λογισμό του ἦταν σωστό καί ὁ ἄλλος τοῦ
ἔλεγε: ‘Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι, ἔτσι
εἶναι, καί ἔκανε ὑπακοή στό λάθος τοῦ
ἄλλου, πάλι θά ἔπαιρνε Χάρη, καί μάλιστα
μεγάλη Χάρη, γιατί ταπεινώθηκε». Δηλαδή
πᾶς στόν Πνευματικό σου καί ἐνῶ εἶσαι
ὄντως ἄρρωστος, σοῦ λέει δέν ἔχεις
τίποτα. Ἄν τό πιστέψεις αὐτό θά πάρεις
πολύ χάρη γιατί ταπεινώνεσαι. Αὐτό
βέβαια μέ τήν κοσμική λογική εἶναι
παράλογο, ὁ Θεός ὅμως λέει: «στούς
ταπεινούς δίνω χάρη, ἐνῶ στούς ὑπερήφανους
ἀντιτάσσομαι» (Ἰακ. 4,6). Ἰσχύει γενικότερα
ὅτι ἀκόμα καί λάθος νά σοῦ πεῖ ὁ
Πνευματικός, ἄν κάνεις ὑπακοή, θά βγεῖ
κάτι καλό, θά βγεῖς κερδισμένος. Ὅταν
κανείς ὑπακούει μιμεῖται τόν Χριστό,
γιατί ὁ Χριστός συνεχῶς ὑπήκουε στόν
Πατέρα του καί λέει «ἦρθα νά κάνω ὄχι
τό θέλημά μου, ἀλλά τό θέλημα τοῦ
πέμψαντός με» (Λουκ. 22,42). «Πόσοι
βασανίζονται ἔτσι χρόνια, ἐπειδή
πιστεύουν στόν λογισμό τους καί δέν
ἀκοῦνε! Ὅσα καί νά τούς πεῖς, ὅσα καί
νά τούς κάνεις, ὅλα τά παίρνουν ἀνάποδα.
Καί δέν εἶναι ὅτι πίστεψε κανείς μία
φορά στόν λογισμό του καί τό κακό
σταμάτησε ἐκεῖ, ἀλλά τό κακό αὐξάνει.
Καλλιεργεῖται-καλλιεργεῖται καί μπορεῖ
νά φτάσει στήν τρέλλα».
Οὐσιαστικά,
ὅταν κανείς ἐμπιστεύεται τόν λογισμό
του, εἶναι ἕνας μεγάλος ἐγωισμός. Στήν
«Κλίμακα», ὁ ἅγιος Ἰωάννης λέει ὅτι ἡ
τρέλα ἔρχεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Τό
λέει ξεκάθαρα ὅτι ἀπό τήν κενοδοξία ὁ
ἄνθρωπος πηγαίνει στήν ὑπερηφάνεια
καί ἀπό τήν ὑπερβολή τῆς ὑπερηφάνειας
στήν ἔκσταση, στήν τρέλα. Ξέρει πολύ
καλά τί λέει ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἕνας
ἀπέραντος ἐγωισμός τελικά τόν τρελαίνει
τόν ἄνθρωπο, γιατί ἐμπιστεύεται συνέχεια
τόν λογισμό του καί φυσικά ὁ διάβολος
ἐκμεταλλεύεται αὐτήν τήν πτώση τοῦ
ἀνθρώπου καί τοῦ βάζει καί φαντασίες
στόν νοῦ του.
«Ἔχω
καταλάβει ὅτι ἡ ὑπακοή πολύ βοηθάει»,
λέει ὁ Γέροντας. Ὅταν δηλαδή κανείς
δέν ἐμπιστεύεται τόν λογισμό του καί
ρωτάει τόν Πνευματικό του τί νά κάνει.
Αὐτός λοιπόν ὁ ἄνθρωπος πού κόβει τόν
ἐγωισμό του καί δέν ἐμπιστεύεται τόν
λογισμό του, ἔχει βρεῖ τόν δρόμο γιά
νά θεραπευτεῖ μέ τήν ταπείνωση. Βλέπετε
ἕνας γερο-Παΐσιος, ὅταν ἦταν στήν
Κόνιτσα, εἶχε βρεῖ ἕνα παιδάκι ἀπό
αὐτά τά χαζούλικα στό χωριό, τό ἔβαλε
στό μοναστήρι καί τοῦ ἔκανε ὑπακοή.
Μά θά σκεφτοῦμε «εἶναι δυνατόν ἕνας
μέγας Γέροντας νά κάνει σέ ἔνα χαζούλικο
παιδάκι ὑπακοή!». Κι ὅμως ὁ Γέροντας
ἤξερε πολύ καλά τί ἔκανε. Γιατί, ὅταν
ὑπακούεις, ὅταν ταπεινώνεσαι καί ρωτᾶς,
ἑλκύεις τήν χάρη καί τήν βοήθεια τοῦ
Θεοῦ, ἀποκαθίσταται αὐτή ἡ κοινωνία
μαζί Του. Ἀντίθετα, ὅσο ἐμπιστεύεσαι
τόν ἑαυτό σου, ἀποξενώνεσαι ἀπό τόν
Θεό καί κλείνεσαι στόν ἐγωισμό σου.
Ὅταν γιά παράδειγμα, ὁ σύζυγος ρωτάει
τήν σύζυγο ἤ τό ἀντίστροφο, ἔρχεται ἡ
Χάρις τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ αὐτός πού ρωτάει
νά ξέρει τί πρέπει νά κάνει, ἀλλά, ἄν
ρωτήσει θά πᾶνε πολύ καλύτερα τά
πράγματα. Ἐνῶ, ἄν πράξει αὐτό πού εἶναι
σίγουρος ὅτι εἶναι τό σωστό, χωρίς νά
ρωτήσει, θά δεῖ ὅτι δέν πᾶνε καλά τά
πράγματα, διότι ἐνήργησε μέ ἐγωισμό,
χωρίς νά ρωτήσει τό ἕτερον ἥμισυ, πού
εἶναι πάλι ὁ ἑαυτός του.
«Καί
λίγο μυαλό νά ἔχει κανείς, ἄν κάνει
ὑπακοή, γίνεται φιλόσοφος. Εἴτε ἔξυπνος,
εἴτε κουτός, εἴτε ὑγιής, εἴτε ἄρρωστος
πνευματικά ἤ σωματικά εἶναι κανείς
καί βασανίζεται ἀπό λογισμούς, ἄν κάνει
ὑπακοή, ἐλευθερώνεται. Λύτρωση εἶναι
ἡ ὑπακοή». Γιατί ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ
ἐφαρμοσμένη ταπείνωση. Κι ὅταν ὑπάρχει
ταπείνωση, ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ
«ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Ἰακ. 4,6) καί
ἡ Χάρις τά δίνει ὅλα. Θυμηθεῖτε αὐτό
πού ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος: «Ἐκεῖνο πού
χρειάζεται μόνο ἡ ψυχή μας εἶναι ἡ
Χάρις». Δέν χρειάζεται χάπια, ἀνέσεις,
νά σέ ἀγαπάει ὁ ἄλλος, χρήματα, δόξα
κτλ. Ὁ ἄνθρωπος θέλει μόνο τήν χάρη τοῦ
Θεοῦ πού δέν τήν παίρνει, ὅσο δέν
ταπεινώνεται. Καί δέν γίνεται νά
ταπεινωθεῖ, ὅσο δέν ὑπακούει. Αὐτά
εἶναι μαθηματικά, συνεπαγωγές. Ὅσο ὁ
ἄνθρωπος δέν ταπεινώνεται, δέν θεραπεύεται
καί ταλαιπωρεῖται μέ τούς λογισμούς
του.
Οἱ
ἀναποφάσιστοι ἄνθρωποι ταλαιπωροῦνται.
Δέν μπορούν νά πάρουν μία ἀπόφαση γιατί
ἐμπιστεύονται τόν λογισμό τους καί δέν
ρωτᾶνε. Ἄν δεῖτε ἀναποφάσιστο ἄνθρωπο
εἶναι πολύ ἄρρωστος. Πρέπει ὁ ἄνθρωπος
νά πετάξει ὅλους τούς λογισμούς ἀπό
τήν καρδιά του καί νά ἑνώνεται συνεχῶς
μέ τόν Θεό. Καί ἡ διάνοια ἀκόμα τοῦ
ἀνθρώπου νά παρακολουθεῖ τήν καρδιά,
ἡ ὁποία προσεύχεται στόν Θεό. Νά γίνεται
ἡ συμπροσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού
ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά μας καί κράζει
«Ἀββᾶ ὁ Πατήρ» (Γαλ. 4,6), ὅπως λέει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, μέ τό δικό μας πνεῦμα.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εἶναι στόν Παράδεισο
ἀπό αὐτή τή ζωή.
Λέει
ὁ Γέροντας: «Ὁ μεγαλύτερος ἐγωιστής
εἶναι αὐτός πού ἀκολουθεῖ τούς
λογισμούς του καί δέν ρωτάει κανέναν,
αὐτοκαταστρέφεται. Μπορεί κάποιος νά
εἶναι ἔξυπνος», τετραπέρατος ἀλλά δέν
σώζεται μέ τήν ἐξυπνάδα, «ἄν ἔχει
θέλημα, αὐτοπεποίθηση καί φιλαυτία,
βασανίζεται συνέχεια. Μπερδεύεται
ἄσχημα καί τοῦ δημιουργοῦνται
προβλήματα. Γιά νά βρεῖ τόν δρόμο του,
πρέπει νά ἀνοίξει τήν καρδιά του σέ
κάποιον Πνευματικό καί νά ζητήσει
ταπεινά τήν βοήθειά του. Μερικοί ὅμως
ἀντί νά πᾶνε στόν Πνευματικό, πᾶνε
στόν ψυχίατρο. Ἄν ὁ ψυχίατρος εἶναι
πιστός, θά τούς συνδέσει μέ κάποιον
Πνευματικό. Ἄν ὄχι, θα τούς δώσει μόνο
χάπια. Μόνο ὅμως τά χάπια δέν λύνουν τό
πρόβλημα. Χρειάζονται καί πνευματική
βοήθεια, γιά νά μπορέσουν νά τό
ἀντιμετωπίσουν σωστά καί νά καλυτερέψει
ἡ κατάστασή τους καί νά μήν ταλαιπωροῦνται».
Βεβαίως
χρειάζονται καί τά χάπια μερικές φορές
καί φυσικά δέν ἔχω κάτι προσωπικό μέ
τούς ψυχιάτρους καί ὅλους αὐτούς πού
προσπαθοῦν νά βοηθήσουν ψυχικά τούς
ἀνθρώπους. Ὅμως φέρουν παραπλανητικούς
ὅρους. Οἱ μέν δέν θεραπεύουν ψυχή, ἀλλά
νευρικό σύστημα, οἱ ἄλλοι διορθώνουν
συμπεριφορές καί οἱ ψυχοθεραπευτές
ἔχουν μία ψυχολογική προσέγγιση στό
θέμα. Τό ἄν θεραπεύουν ἤ ὄχι φαίνεται
στήν πράξη, στήν πορεία, πού οἱ ψυχοπαθεῖς
αὐξάνουν καί τά ψυχιατρεῖα γεμίζουν
συνέχεια. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τό ἄν
θεραπεύει ἡ Ἐκκλησία. Ἄν ὁ ἄνθρωπος
ἀκολουθήσει τήν θεραπευτική τῆς
Ἐκκλησίας, θά γίνει Ἅγιος, σέ ὅποιο
μέρος τοῦ κόσμου κι ἄν βρίσκεται. Αὐτό
εἶναι ἐπιστήμη, γιατί ἔχουμε τό ἴδιο
πάντα ἀποτέλεσμα. Ἀντίθετα σ’ αὐτές
τίς ψυχοθεραπεῖες δέν ἔχουμε ποτέ τό
ἴδιο ἀποτέλεσμα, μᾶλλον δέν ἔχουμε
κἄν ἀποτέλεσμα, γιατί τί βγαίνει ἀπό
μιά ἀτέλειωτη κουβέντα!
Συνεχίζει
ὁ Γέροντας: «Ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια
εἶναι τό νά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος στόν
λογισμό του, ὅτι ἔχει κάποια ἀρρώστια.
Ὁ λογισμός αὐτός τοῦ δημιουργεῖ ἄγχος,
τόν κάνει νά στεναχωριέται, νά μήν ἔχει
ὄρεξη γιά φαγητό, νά μήν μπορεῖ νά
κοιμηθεῖ, νά παίρνει φάρμακα καί τελικά
ἀρρωσταίνει, ἐνῶ ἦταν καλά. Ἕνας λ.χ.
ἐνῶ ἔχει καί σωματική καί πνευματική
δύναμη, δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα,
γιατί ἔχει πιστέψει στόν λογισμό πού
τοῦ λέει ὅτι δέν εἶναι καλά, μέ ἀποτέλεσμα
νά σβήνει σωματικά καί πνευματικά. Δέν
εἶναι ὅτι λέει ψέματα. Ἄν ὁ ἄνθρωπος
πιστέψει ὅτι κάτι ἔχει, πανικοβάλλεται,
τσακίζεται καί δέν ἔχει μετά κουράγιο
νά κάνει τίποτα. Ἔτσι ἀχρηστεύεται
χωρίς λόγο».
Κάποτε
ὁ π. Πορφύριος ρώτησε ἕναν γιατρό:
«Μπορεῖ κάποιος γιατρέ νά ἔχει γίνει
καλά ἀπό μία ἀρρώστια καί να μήν τό
ξέρει; Νά! Αὐτός τώρα ἔγινε καλά μέ τήν
χάρη τοῦ Θεοῦ καί δέν τό ξέρει». Στήν
ἀπορία τοῦ γιατροῦ πῶς μπορεί νά
συμβεῖ κάτι τέτοιο, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας
αὐτό πού εἶπε καί ὁ π. Παΐσιος, ὅτι
δηλαδή, ἄν κάποιος θεραπευτεῖ καί
πιστεύει στόν λογισμό του πού τοῦ λέει
τό ἀντίθετο, δέν αἰσθάνεται τήν διαφορά,
νιώθει πάλι ἄρρωστος.
Βλέπετε
τί φοβερό πράγμα εἶναι ὁ λογισμός καί
εἶναι τόσο ἁπλό πράγμα νά τό ἐξομολογηθεῖ
κανείς καί νά φύγει. Ἡ μεγαλύτερη χαρά
τοῦ διαβόλου εἶναι νά μήν ἐξαγορεύει
ὁ ἄνθρωπος τούς λογισμούς του. Νά
κρατάει κρυφά πράγματα καί νά δημιουργεῖ
ἕνα παλιατζίδικο μέσα του, τό ὁποῖο
ἀργά ἤ γρήγορα θά τόν ἐκθέσει. Αὐτά
πού λέει ἡ ψυχολογία «ἀπωθημένα»,
οὐσιαστικά εἶναι ἀνεξομολόγητες
ἁμαρτίες τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἀπό
δαιμονική ἐνέγεια ντρέπεται νά τίς
πεῖ. Ἔτσι μένει ἀθεράπευτος καί μετά
ὁ διάβολος ἔχει δικαιώματα πάνω του.
Ἐνῶ προσπαθεῖ νά κάνει ἕνα βήμα μπροστά
στά πνευματικά ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ,
γιατί δέν τόν ἀφήνει ὁ πονηρός. Φταίει
ὅμως ὁ ἄνθρωπος, γιατί δέν ἔχει ἀφεθεῖ
τελείως στόν Θεό, δέν ἔχει ἀρνηθεῖ τόν
ἑαυτό του. Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅμως
ὅτι «ὅποιος θέλει νά Τόν ἀκολουθήσει,
πρέπει νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί
νά σηκώσει τόν σταυρό του (Ματθ. 16,24). Νά
ἀκολουθήσει τόν Χριστό ἀκόμη κι ἄν
πρόκειται νά ὑποστεῖ θάνατο. Νά ἀγαπήσει
μέ λίγα λόγια τό θεραπευτικό μέσο τῆς
ὀδύνης, πού εἶναι τό ἀντίδοτο τῆς
ἡδονῆς. Ἄν δέν ἀγαπήσεις τήν ταλαιπωρία,
τόν κόπο, τόν πόνο, δέν μπορεῖς νά γίνεις
καλά.
Σήμερα
γιορτάζαμε τήν ἀπόδοση τῆς γιορτῆς
τῆς Πεντηκοστῆς. Τί εἶναι ἡ Πεντηκοστή;
Εἶναι ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ἡμέρα κατά τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα
κατεβαίνει καί συγκροτεῖ τήν Ἐκκλησία
καί θεώνει ἀφενός τούς Ἀποστόλους καί
ἀφετέρου καί ἄλλους ἀνθρώπους πού
βαφτίστηκαν ἐκείνη τήν ἡμέρα. Οὐσιαστικά
ἡ Πεντηκοστή εἶναι μία ἐμπειρία
θεώσεως. Θυμηθεῖτε τό θεραπευτικό σχήμα
τῆς ψυχῆς πού διακρατεῖ στήν ὀρθόδοξη
παράδοση: Κάθαρση – Φωτισμός – Θέωση.
Αὐτός εἶναι ὁ θησαυρός μας καί οὐσιαστικά
αὐτό χαρακτηρίζει τήν Ἐκκλησία καί
τήν διαφοροποιεῖ ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο.
Ὅλα τά ἄλλα δόγματα, οἱ λεγόμενοι
Χριστιανισμοί, Προτεσταντισμός, Παπισμός,
ἔχουν χάσει αὐτήν τήν θεραπευτική,
γιατί ἔχουν χάσει τή σωστή πίστη γιά
τόν Θεό καί γιατί τά μοναστήρια τους τά
ἔκαναν ἱδρύματα (νοσοκομεῖα, σχολεῖα
κλπ). Οἱ θεραπευτές τους, οἱ ἐπίσκοποι
καί οἱ ἱερεῖς, ἔχουν γίνει οὐσιαστικά
κοινωνικοί λειτουργοί. Ἔχουμε λοιπόν
αὐτόν τόν θησαυρό.
Αὐτή
ἡ ραχοκοκκαλιά τῆς παράδοσής μας
ὑπάρχει ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμα.
Ἡ ἐμπειρία τῆς θέωσης ὑπῆρχε καί στόν
Ἀβραάμ ἀκόμα, ἀφοῦ θέωση εἶναι νά
δεῖς τόν Θεό, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά
καί πρίν τόν Ἀβραάμ καί ὁ Νῶε ἦταν
θεωμένος. Μετά τόν Ἀβραάμ ἔχουμε τούς
Πατριάρχες καί τούς Προφῆτες καί τίς
ἐμπειρίες τίς ὁποῖες ἀποκαλοῦμε
δοξασμό ἤ ἀλλιῶς θέωση, ἐννοώντας ὅτι
ὅλοι αὐτοί οἱ ἅγιοι εἶδαν τήν δόξα
τοῦ Θεοῦ.
Δοξάζεται
ὁ Προφήτης, σημαίνει ὅτι βλέπει τήν
δόξα τοῦ Θεοῦ. Δοξάζεται ὁ Ἀπόστολος
σημαίνει ὅτι βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Βλέποντας ὁ Ἀπόστολος τήν δόξα τοῦ
Χριστοῦ, διαπιστώνει ἀπό τήν ἴδια τήν
ἐμπειρία του ὅτι ὁ δόξα τοῦ Χριστοῦ
στήν Καινή Διαθήκη, εἶναι ἡ δόξα τοῦ
Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁπότε ὁ
Χριστός εἶναι ὁ Γιαχβέ, ὁ Ἐλωήμ τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, ἁπλῶς στήν Παλαιά
Διαθήκη εἶναι ἄσαρκος. Ἔχουμε δηλαδή
τήν ἴδια παράδοση μέ τήν Παλαιά Διαθήκη.
Ὅσο γιά τό Πνεῦμα τό Ἅγιο πού εἴπαμε
ὅτι κατέβηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς,
τί εἶναι; Ἐπειδή δέν εἶναι σαφές στήν
Παλαιά Διαθήκη, διαπιστώνεται ἀπό τήν
ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων, γιατί στούς
Ἀποστόλους γίνεται μία ἐπανάληψη τῆς
ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, μέ τή διαφορά
ὅτι τώρα στόν Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ἔχει προστεθεῖ ἡ ἀνθρώπινη
φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔχουμε στούς
Ἀποστόλους τήν ἴδια ἐμπειρία τῆς
θεώσεως πού εἶχαν καί οἱ Προφῆτες στήν
Παλαιά Διαθήκη. Οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι,
ἀς ποῦμε, πού εἶδαν στό ὄρος Θαβώρ τήν
Μεταμόρφωση, οὐσιαστικά εἶδαν τόν Θεό,
εἶχαν μία ἐμπειρία θεώσεως. Εἶδαν τόν
Θεό μεταμορφωμένο μέ κατάλευκα ἱμάτια
νά λάμπει μέσα στήν δόξα του, μέσα στό
ἄκτιστο Φῶς. Μετά τούς Ἀποστόλους
ἔχουμε τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού
εἶχαν κι αὐτοί ἀνάλογη ἐμπειρία. Τό
ἴδιο καί οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἶδαν
τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐμπειρία
τῆς θεώσεως συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ἅγιοι ὅπως ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ,
ὁ π. Παΐσιος, ὁ π. Πορφύριος, ὁ Γέροντας
Ἰωσήφ ὁ Σπηλαιώτης, ὁ Γέροντας Ἐφραίμ
ὁ Κατουνακιώτης καί πολλοί ἄλλοι εἶναι
θεωμενοι ἄνθρωποι πού εἶδαν τό ἄκτιστο
Φῶς. Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς θέωσης λοιπόν
εἶναι ἡ ραχοκοκκαλιά τῆς ὀρθόδοξης
παράδοσης.
Ὅταν
λέμε τήν λέξη παράδοση, ὁ νοῦς μας
πηγαίνει σέ κάτι νεκρό, κάτι πού τό λέμε
πολιτισμό, κουλτούρα, ὅπως τά ἄμφια,
τά κείμενα πού ἔχουμε ἤ τήν βυζαντινή
μουσική. Ὅμως δέν εἶναι αὐτό Ὀρθόδοξη
παράδοση, κυρίως εἶναι τό θεραπευτικό
σχῆμα: Κάθαρση – Φωτισμός – Θέωση.
Εἶναι ἡ μόνη ἰατρική τέχνη πού θεραπεύει
τήν ψυχή καί μεταδίδεται μόνο ἀπό ἕναν
θεωμένο σέ ἔναν ἄλλο θεωμένο, γιατί ὁ
θεωμένος εἶναι αὐτός πού ἔχει φτάσει
στήν πλήρη θεραπεία. Ὅταν κανείς
γιατρευτεῖ μετά μπορεί νά γιατρέψει
καί τούς ἄλλους. Δέν εἶναι ὅπως στά
κοσμικά ὅπου ἄν κάποιος ἄρρωστος γίνει
καλά στό νοσοκομεῖο, ὅταν βγεῖ ἀπό
ἐκεῖ δέν μπορεῖ νά γίνει γιατρός, ἄν
δέν ἔχει σπουδάσει Ἱατρική. Στήν
ὀρθοδοξία γίνεται. Μπορεῖ κάποιος,
ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν εἶναι ἱερέας,
ἄνδρας ἤ γυναίκα, ὅτι κι ἄν εἶναι, ἄν
γίνει καλά, μετά μπορεῖ νά θεραπεύσει
καί ἄλλους, ὥστε νά φτάσουν στήν θέωση.
Γιά νά θεραπευτεῖ κάποιος θά πρέπει νά
κολλήσει σέ κάποιον πού ἔχει ἤδη γίνει
καλά, σέ κάποιον πνευματικό ἄνθρωπο,
πού ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς θέωσης.
Αὐτή
λοιπόν ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἐκτός
ἀπό ραχοκοκκαλιά τῆς ὀρθόδοξης
παράδοσης εἶναι καί τό θεμέλιο τῶν
Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἀλάθητοι οἱ
Ἅγιοι. Οἱ Σύνοδοι εἶναι ἀλάθητοι καί
ἡ Ἐκκλησία. Ἕνας Ἅγιος μεμονωμένος
μπορεῖ νά πεῖ κάτι λάθος, ὅταν ἀς ποῦμε
μιλήσει χωρίς προσευχή. Οἱ Σύνοδοι ὅμως
εἶναι ἀλάθητες γιατί συνέρχεται ἡ
Ἐκκλησία ὡς σῶμα καί οἱ ἄνθρωποι πού
μετέχουν σ’ αὐτές εἶναι θεωμένοι.
Σήμερα ἄς ποῦμε, μπορεῖ νά γίνει μία Σύνοδος
καί μπορεῖ νά κάνει καί λάθος, γιατί
αὐτοί πού θά τήν φτιάξουν μπορεῖ νά
μήν εἶναι θεωμένοι. Ἔτσι θά μᾶς ποῦν
λάθος πράγματα. Δυστυχῶς αὐτό
καλλιεργεῖται. Προωθοῦν κάποιοι νά
κάνουμε ἀκόμα μία «Ἁγία καί Μεγάλη 8η
Οἰκουμενική Σύνοδο», καί νά ἀνατρέψουν
αὐτά πού εἶπαν οἱ προηγούμενες Σύνοδοι
σχετικά μέ τή νηστεία κ.λ.π. Μά εἶναι
δυνατόν νά διαψεύσει κανείς τό Ἅγιο
Πνεῦμα; Δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα μία λέει
τό ἕνα καί μία τό ἄλλο; Ἄν ποῦνε κάτι
τέτοιο, πού νά ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ
τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους
καί μόνο ἀπό αὐτό, καταλαβαίνει κανείς
ὅτι δέν εἶναι σωστή Σύνοδος, γιατί δέν
ἔχει τό θεμέλιο, τήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως. Αὐτοί δηλαδή πού ἔκαναν τήν
Σύνοδο δέν ἔχουν κοινωνία μέ τήν δόξα
τοῦ Θεοῦ, ὁπότε κι αὐτά πού θά ποῦνε
θά εἶναι λάθος. Ἀντίθετα αὐτοί πού
εἶχαν συγκροτήσει τίς ἑπτά Οἰκουμενικές
Συνόδους, εἶχαν αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως. Ἄν δεῖτε ποιοί συμμετεῖχαν
στήν 1η
Οἰκουμενική Σύνοδο πού μᾶς ἔδωσε τά
ἑπτά πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς
πίστεως, ὅλοι ἦταν θεωμένοι ἄνθρωποι,
μάρτυρες, ὁμολογητές, ὅπως ὁ Ἅγιος
Σπυρίδωνας, ὁ Ἅγιος Ὅσιος (πνευματικός
τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου), ὁ Ἅγιος
Νικόλαος, ὁ Ἅγιος Παφνούτιος κ.ἄ., ἦταν
ἄνθρωποι μέ κομμένα χέρια καί βγαλμένα
μάτια ἀπό τούς διωγμούς. Ἔτσι βγῆκαν
αὐτά τά ἀλάθητα δόγματα τῆς Πίστεως
ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶχαν αὐτή τήν
ἐμπειρία.
Αὐτή
ἡ ἐμπειρία τῆς θέωσης εἶναι τό θεμέλιο
καί τοῦ Κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας.
Κανονικό δίκαιο εἶναι οἱ νόμοι καί οἱ
κανόνες πού ρυθμίζουν τά τῆς Ἐκκλησίας,
τήν διοίκηση καί τήν θεραπευτική της,
ποιοί εἶναι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Λέει, γιά παράδειγμα, ὁ Πνευματικός σέ
κάποιον ὅτι γιά κάτι πού ἔκανε θά πρέπει
νά περιμένει κάποιο χρονικό διάστημα
μέχρι νά κοινωνήσει. Αὐτό συμβαίνει,
γιατί ὑπάρχουν Κανόνες πού λένε ὅτι
γιά κάποιο ἁμάρτημα π. χ. ὅπως ἡ μοιχεία,
θά πρέπει νά περιμένει κανείς ἀπό 3-5
χρόνια. Αὐτό τό ἐπιτίμιο δέν εἶναι
τιμωρία, ἀλλά μία θεραπευτική πράξη.
Εἶναι ὅπως, ὅταν πάει κάποιος στόν
γιατρό καί τοῦ λέει, ἄν ἔπαθε φυματίωση,
ὅτι θά χρειαστεῖ νά πάρει ἀντιβίωση
γιά 6 μῆνες. Αὐτό εἶναι τιμωρία; Ὄχι,
τοῦ τό λέει ὁ γιατρός γιά νά γίνει καλά.
Ἔτσι καί μέ τήν ψυχή. Οἱ γιατροί τῆς
ψυχῆς μᾶς λένε ὅτι χρειάζονται 3 χρόνια
τουλάχιστον γιά νά γίνει κάποιος καλά
ἀπό μία μοιχεία. Βεβαίως ὁ Πνευματικός
ἔχει τό δικαίωμα νά μειώσει τό διάστημα,
ἄν κρίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει κάποια
πράγματα γιά νά βοηθήσει στήν θεραπεία.
Ἄν κάνει γιά παράδειγμα πιό πολύ ἀγώνα,
νηστεία, δάκρυα, μετάνοιες κτλ. Ἔτσι
γίνεται πιό γρήγορα καλά ὁ πιστός. Ἄρα,
δέν πρόκειται γιά τιμωρία. Οἱ Κανόνες
λοιπόν αὐτοί εἶναι θεμελιωμένοι σ’
αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς θέωσης πού εἶχαν
οἱ Ἅγιοι καί ἤξεραν πόσο χρόνο χρειάζεται
νά γίνει καλά ἡ ψυχή καί πότε θεραπεύεται.
Αὐτή
ἡ ἐμπειρία τῆς θέωσης εἶναι ἀκόμα
καί τό θεμέλιο τῆς λειτουργικῆς ζωῆς,
τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὅλο αὐτό τό
νυχθήμερο τῶν Ἀκολουθιῶν πού ἔχουμε
στήν Ἐκκλησία: Μεσονυκτικό, Ὅρθρο,
Ὧρες, Ἑσπερινό, Ἀπόδειπνο, Θεία
Λειτουργία -ἄν εἶναι δυνατόν κάθε μέρα,
τό βρήκαμε στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως
πού εἶχαν αὐτοί οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι
κατάλαβαν ὅτι πρωτίστως ἡ ψυχή πρέπει
νά κινεῖται συνεχῶς κατακόρυφα πρός
τόν Θεό μέ τήν προσευχή. Νά κάνει
συγκεκριμένα στίς 00:00 Μεσονυκτικό, στίς
6:00 τήν 1η
Ὥρα καί κατόπιν τόν Ὄρθρο, στίς 9:00 τήν
3η Ὥρα, στίς
12:00 τήν 6η
Ὥρα, στίς 15:00 τήν 9η
Ὥρα, μετά Ἑσπερινό, μετά τό δεῖπνο καί
στή συνέχεια ξανά προσευχή, τό Ἀπόδειπνο.
Ὑπάρχει λόγος πού τό κάνει αὐτό ἡ
Ἐκκλησία κάθε μέρα. Ὅτι κι ἄν γίνει,
σεισμός, πόλεμος, δέν σταματάει ἡ
Ἐκκλησία νά κάνει αὐτό τό τυπικό.
Ἦταν
ἕνας Ἅγιος Γρηγόριος, Πολωνός, Ὀρθόδοξος
ἱερέας στά χρόνια τῆς γερμανικῆς
λαίλαπας κατά τόν Β’ Παγκόσμιο πόλεμο,
τόν ὁποῖο τόν ἔπιασαν οἱ Γερμανοί καί
τόν πῆγαν στό Ἄουσβιτς. Αὐτός εἶχε
κάνει μία πολύ καλή ἐνορία στήν Πολωνία.
Ἐκεῖ παρόλο πού δέν ἦταν στήν ἐνορία
του, συνέχισε ἀνελειπῶς νά κάνει ὅλες
αὐτές τίς ἀκολουθίες, μέ ἤ χωρίς βιβλία.
Πολλοί ἄνθρωποι μέσα στό Ἄουσβιτς
φωτίστηκαν ἀπό αὐτόν τόν Ὀρθόδοξο
Ἱερέα καί τελικά ἔγινε Μάρτυρας.
Ὁ
Χριστιανός ἔχει αὐτήν τήν ἀπέραντη
ἐλευθερία. Δέν ἐξαρτᾶται ἡ κίνησή του
πρός τόν Θεό ἀπό τά ἐξωτερικά δρώμενα.
Ὅπου κι ἄν εἶναι, εἶναι ἐλεύθερος νά
κινηθεῖ πρός τόν Θεό. Αὐτό εἶναι καί
πού τόν θεραπεύει. Γι’ αὐτό λοιπόν τό
θεμέλιο τῆς Λειτουργικῆς ζωῆς εἶναι
πάλι αὐτή ἡ ἐμπειρία πού εἶχαν οἱ
Ἅγιοι, πού μᾶς λένε ὅτι μόνο μέ τήν
ἀδιάλειπτη προσευχή καί τόν Θεῖο ἔρωτα,
μποροῦμε νά γίνουμε καλά. Ὅσο δέν
ἀγαπᾶμε τόν Θεό, ἀλλά ἀγαπᾶμε ἄλλα
πράγματα, οὐσιαστικά γινόμαστε πόρνοι
καί μοιχοί, γιατί βρωμίζουμε τήν καρδιά
μας μέ ἄλλες ἀγάπες. Ὁ Χριστός ὅμως
λέει πώς μᾶς θέλει «ἐξ’ ὅλης τῆς
καρδίας» (Λουκ. 10,27), μᾶς θέλει
δικούς Του. Δέν τό λέει γιατί εἶναι
ἐγωιστής, ἀλλά γιατί ἔτσι εἶναι
πλασμένος ὀ ἄνθρωπος. Πλάστηκε ἀπό
τόν Θεό, ὅχι γιά να ἱκανοποιηθεῖ
ἐγωιστικά Ἐκεῖνος, ἀλλά γιατί μᾶς
ἀγαπάει πάρα πολύ καί θέλει νά κοινωνάει
μαζί μας. Ἀπό ἀγάπη καί ἀπό ἔρωτα ὁ
Θεός βγαίνει ἀπό τόν Ἑαυτό του καί
φτιάχνει ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους. Ἔρωτας
-εἶναι παρεξηγημένη λέξη- σημαίνει
ἔξοδος ἀπό τόν ἑαυτό μας. Δέν σημαίνει
νά πάρεις κάτι, ἀλλά νά δώσεις, νά
ἀδειάσεις, νά συγκαταβεῖς, ὅπως κάνει
ὁ Θεός. Συγκαταβαίνει καί γίνεται
ἄνθρωπος γιά χάρη μας, ἀπό ἄπειρο ἔρωτα
γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι μία θεραπευτική
πράξη συγκατάβασης καί μέγιστης ἀγάπης.
Ἄν
λοιπόν ἕνας σημερινός Ὀρθόδοξος
θεολόγος στηριχθεῖ σ’ αὐτήν τήν
παράδοση: Κάθαρση – Φωτισμό – Θέωση,
ἄν μελετήσει καί περάσει ὁ ἴδιος ἀπό
τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό καί φτάσει
στή θέωση, τότε θά διαπιστώσει αὐτήν
τήν ἀλήθεια. Τότε θά ἔχει τήν σωστή
μέθοδο γιά νά προσεγγίσει τόν Θεό.
Θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού παίρνει
πτυχίο Θεολογίας, ἀλλά αὐτός πού ἔχει
λόγο γιά τόν Θεό. Θεολόγοι καλούμαστε
νά γίνουμε ὅλοι, νά προχωρήσουμε στήν
κάθαρση καί τουλάχιστον στόν φωτισμό.
Κάθαρση
σημαίνει ὁ ἄνθρωπος νά τελειώσει καί
νά μήν τόν ἀπασχολοῦν πλέον τά πάθη
του. Ὅλα αὐτά πού δυσλειτουργοῦν μέσα
μας, ὁ θυμός, οἱ ἐπιθυμίες, οἱ κακίες
κτλ, νά φύγουν καί νά γίνουν κίνηση καί
ἀγάπη πρός τόν Θεό. Δέν καλούμαστε νά
ξεριζώσουμε τίς δυνάμεις πού ἔχει βάλει
ὁ Θεός μέσα μας. Ἄς ποῦμε ὁ θυμός εἶναι
μία δύναμη. Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος δέν
εἶναι δύσμοιρος ἤ κατώτερος ἀπό αὐτόν
πού εἶναι πιό πρᾶος. Ἀντίθετα ἔχει ἕνα
νεῦρο ψυχῆς, πού ἄν τό ἀξιοποιήσει
σωστά, θά τόν βοηθήσει πάρα πολύ νά
ἀνέβει στόν Θεό. Τί γίνεται ὅμως συνήθως;
Ἀντί νά τό χρησιμοποιήσει ἐναντίον
τῶν παθῶν του καί τοῦ διαβόλου καί μέ
τήν ὁρμή αὐτή πού διαθέτει νά κινηθεῖ
πρός τόν Θεό, τό χρησιμοποιεῖ ἐναντίον
τῶν ἄλλων. Ὅταν ὅμως μπεῖ σέ αὐτήν
τήν θεραπευτική τῆς κάθαρσης, τό
χρησιμοποιεῖ σωστά. Ἕνας λοιπόν ἄνθρωπος
πού ἔχει αὐτό τό νεῦρο τῆς ψυχῆς,
προχωράει πολύ γρήγορα πρός τόν Θεό.
Τό
ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά ἄλλα πάθη,
ὅπως τό πάθος τῆς πείνας, τῆς δίψας,
τά ὁποῖα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄρρωστος,
εἶναι διαβλητά, εἶναι ἔνοχα. Τότε ὁ
ἄνθρωπος τρώει καί πίνει παραπάνω ἀπό
ὅσο χρειάζεται καί γίνεται παχύσαρκος
καί ἀλκοολικός. Ὅταν ὄμως ἀποκατασταθεῖ
ἡ λειτουργία τῆς κοινωνίας μέ τήν χάρη
καί δέν ἔρχονται πλέον οἱ λογισμοί ἀπό
τό περιβάλλον νά μποῦν στήν καρδιά,
τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται καλά. Τότε ὁ
ἄνθρωπος βλέπει τό γλυκό καί δέν τό
ἐπιθυμεῖ, γιατί άκριβῶς αὐτός ὀ
λογισμός τῆς διάνοιας, δέν κατεβαίνει
στήν καρδιά. Τότε καί τά πάθη ἀπό διαβλητά
γίνονται ἀδιάβλητα καί τρῶς, πίνεις,
κοιμᾶσαι κτλ, ὅσο χρειάζεται, ὅχι
παραπάνω, ὥστε νά ὁδηγηθεῖς στήν
ἁμαρτία ἀπό τήν ὑπερβολική ἱκανοποίηση
τῶν ἀναγκῶν.
Ἄς
δοῦμε τώρα σχετικά μέ τούς προφῆτες.
Προφήτης στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι
αὐτός πού φανερώνει, πού δείχνει τόν
Χριστό. Ποιός εἶναι προφήτης ὅμως στήν
Καινή Διαθήκη, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦρθε;
Εἶναι οἱ Επίσκοποι, οἰ προϊστάμενοι
τῆς Ἐκκλησίας. Λέει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος
στήν Α’ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή: «οὕς
μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον
ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον
διδασκάλους» (Α΄Κορ. 12,28). Ἔβαλε λοιπόν
ὁ Θεός στήν Ἐκκλησία πρῶτα τούς
ἀποστόλους, δεύτερον τούς προφῆτες,
τρίτον διδασκάλους. Εἶναι αὐτά τά
χαρίσματα πού ἔδωσε ὁ Θεός στήν Ἐκκλησία
ἀπό τήν Πεντηκοστή καί μετά. Μετά ἔχει
κι ἄλλα, τά χαρίσματα ἰαμάτων καί
τελευταῖο πού εἶναι ἡ βάση, εἶναι τά
γένη γλωσσῶν, ἐννοώντας τήν νοερά
προσευχή. Αὐτό τό χάρισμα τό εἶχαν ὅλοι
καί τό ἔπαιρναν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Στήν
πρώτη Ἐκκλησία ὄσοι ἄνθρωποι ἦταν
ἐκτός Ἐκκλησίας κατηχοῦντο, ἄκουγαν
γιά τόν Χριστό, μετανοοῦσαν, ἐξομολογοῦντο
καί τούς διάβαζαν ἐξορκισμούς γιατί
ἦταν ἀβάπτιστοι καί ἔπρεπε νά φύγουν
τά δαιμόνια ἀπό μέσα τους. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἀβάπτιστος, στό κέντρο τῆς καρδιᾶς
του ἔχει δαιμόνια. Γι’ αὐτό καί στά
μωράκια πρίν τά βαφτίσουμε, ὁ ἱερέας
διαβάζει ἐξορκισμούς στήν πόρτα τῆς
Ἐκκλησίας, φυσάει κιόλας γιά νά φύγουν
τά δαιμόνια. Αὐτό λοιπόν τό ἔκαναν,
μπορεῖ καί τρία χρόνια, ὥστε νά βαπτιστεῖ
κάποιος στήν πρώτη Ἐκκλησία. Κάποιος
νονός ἀναλάμβανε προσωπικά τήν κατήχηση
καί ἔδινε ἀναφορά στόν Ἡγούμενο γιά
τό πῶς πάει ὁ κατηχούμενος. Δέν ἦταν
ἁπλό πράγμα νά βαφτιστεῖ κανείς, νά
γίνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁλοκληρωνόταν ἡ κατήχηση ἀπό τόν
Ἐπίσκοπο -τίς τελευταῖες κατηχήσεις
τίς ἔκανε ὁ ἴδιος ὀ Ἐπίσκοπος-
βαπτιζόντουσαν τό Μεγάλο Σάββατο, ὥστε
νά μπορέσουν τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως
νά κοινωνήσουν. Δέν λάμβαναν τό Χρίσμα
τότε. Σήμερα τό δεύτερο μυστήριο εἶναι
τό Χρίσμα, τά κάνουμε μαζί. Ὁ ἱερέας
ὅταν βαφτίσει τό μωρό, τό χρίει καί λέει
«Σφραγίς δωρεᾶς, Πνεύματος Ἁγίου».
Το
βάφτισμα εἶναι γέννηση, σημαίνει ὅτι
ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ὑπάρχει. Μέχρι
τότε δέν ὑπάρχει γιά τόν Θεό, γι’ αὐτό
δέν ἔχει καί ὄνομα. Ἀρχίζουμε νά
ὑπάρχουμε γιά τόν Θεό ὡς πρόσωπα, ἀπό
τήν στιγμή πού βαπτιζόμαστε. Ἡ ἐνέργεια
πού πρέπει νά πάρουμε, γιά νά συνεχίσουμε
νά ὑπάρχουμε, εἶναι τό Χρίσμα, ἡ Χάρις,
τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό χρίσμα τότε τό
παίρνανε μετά ἀπό 50 μέρες, τήν ἡμέρα
τῆς Πεντηκοστῆς, γι’ αὐτό καί τό ἔλεγαν
«confirmation»,
δηλαδή ἐπιβεβαίωση. Αὐτές τίς 50 ἡμέρες
οἱ βαπτισμένοι, πού τότε ἦταν μεγάλης
ἡλικίας, ἔκαναν αὐτήν τήν ἀδιάλειπτη
προσευχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλέησόν με». Τό ἔλεγαν μέσα τους, μέ
τήν καρδιά τους, μέ τό στόμα τους, ὅπως
μποροῦσαν καί ἀναμενόταν στίς 50 ἡμέρες
νά ἐνεργοποιηθεῖ μέσα τους τό Ἅγιο
Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἀναλάμβανε νά κάνει
πλέον μέσα τους τήν νοερά προσευχή.
Ἄκουγαν λοιπόν τό Ἅγιο Πνεῦμα νά λέει
τήν εὐχή μέσα τους, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος «Κράζει μέσα μας ἀββᾶ ὁ Πατήρ».
Σάν ἐπιβεβαίωση λοιπόν αὐτού τοῦ
γεγονότος ἔπαιρναν τό Χρίσμα, πού
ἐπιβεβαίωνε πώς πλέον εἶχαν φωτιστεῖ.
Αὐτός εἶναι ὁ φωτισμός καί ἡ θεραπεία
τῆς ψυχῆς. Ὅταν ἐρχόταν αὐτό, μετά
ἔρχονταν καί τά χαρίσματα. Τό πρῶτο
χάρισμα ἦταν ἀκριβῶς αὐτό, ἡ ἐνεργοποίηση
τοῦ Ἁγίου Πνεῦματος, τά γένη γλωσσῶν.
Ἀπό ἐκεῖ καί μετά εἴχαμε τά ἄλλα
χαρίσματα, μέχρι αὐτό τῶν Ἀποστόλων.
Βέβαια
αὐτά δέν τά ξέρουμε καί αὐτό εἶναι τό
πρῶτο κακό, ἡ ἄγνοια. Λένε μερικοί πώς
κανένας ἱερέας δέν τά ἀνέφερε ποτέ
αὐτά. Δέν φταῖνε ἐκεῖνοι, ἀλλά ἐμεῖς
πού ἔχοντας τήν ἰδέα ὅτι τά ξέρουμε ἤ
ὅτι δέν μᾶς χρειάζονται, δέν ἀσχολούμαστε.
Ξέρουμε αὐτά πού μάθαμε ἀπό τήν
οἰκογένειά μας, ἀπό τό σχολεῖο, ἴσως
καί ἀπό τήν τηλεόραση. Ἔτσι ὅμως δέν
ὠφελούμαστε. Πολλοί ἔχουν
τήν ἀντίληψη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία χρειάζεται
γιά νά ἔχουμε μία καλή θέση ὅταν
πεθάνουμε. Ἐδῶ ὅμως τί θά κάνουμε; Θά
περάσουμε μία ζωή μαύρη γιά νά ἔχουμε
μία καλή μετά θάνατον ζωή; Ὄχι, βέβαια.
Δέν ἀποκαθιστᾶ τόν ἄνθρωπο στήν ἄλλη
ζωή. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γιά νά μᾶς
θεραπεύσει ἐδῶ καί τώρα μέ συγκεκριμένα
πράγματα: κάθαρση - φωτισμό - θέωση.
Οἱ
πρῶτοι Χριστιανοί τά ἤξεραν αὐτά, γι’
αὐτό τους τέσσερις πρώτους αἰῶνες
κανένας ἀπό τούς Πατέρες δέν μιλάει
γιά νοερά προσευχή. Γιατί ἦταν κοινός
τόπος, ἦταν αὐτονόητο καί τό ἔκαναν
ὅλοι. Μετά τόν 4ο
αἰῶνα ἀρχίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος καί οἱ ἄλλοι Πατέρες νά
μιλᾶνε γιά νοερά καί ἀδιάλειπτη
προσευχή, γιατί ἀπό ἐκεῖ καί μετά μπῆκε
ἡ ἐκκοσμίκευση στούς πιστούς. Ἔπαυαν
σταδιακά νά βαστάζουν τό ὄνομα τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέχρι τότε τό ἔκαναν
ὅλοι, γι’ αὐτό καί ἔνιωθαν ἅγιοι.
Γιατί Ἁγιασμός εἶναι τό νά φωτιστεῖς
καί νά δεῖς τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἠ θέωση
εἶναι ἕνα δῶρο πού ὁ Θεός τήν δίνει
σέ αὐτούς πού ἔχουν φτάσει τουλάχιστον
στόν φωτισμό, πού ἀκοῦνε μέσα στήν ψυχή
καί τήν καρδιά τους τό Ἅγιο Πνεῦμα νά
φωνάζει καί νά προσεύχεται. Αὐτή εἶναι
ἡ κατάσταση τῆς ἀτρεψίας, αὐτό πού
ὅπως εἴπαμε ὁ Ἅγιος Μάξιμος τό λέει
ἔκσταση. Εἶναι ἡ στάση πού δέν εἶναι
στάση. Εἶναι ὁ φωτισμός. Φτάνει δηλαδή
σέ ἕνα σημεῖο ὁ ἄνθρωπος πού πλέον
δέν θέλει νά γυρίσει πίσω, γιατί ἀναπαύεται
ἐκεῖ, ἔχει φτάσει στήν θεραπεία. Εἶναι
σάν νά περπατοῦσε ὁ ἄνθρωπος μέχρι
τώρα -πού ἁμάρτανε- μέ τά χέρια καί τώρα
-πού θεραπεύτηκε- νά ἔμαθε ὅτι περπατᾶμε
μέ τά πόδια. Εἶναι δυνατόν νά ξαναγυρίσει
πίσω στά δύσκολα; Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι
τό δύσκολο. Ὅταν ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος
νά κοινωνεῖ μέ τήν χάρη ἀδιάλειπτα
στήν καρδιά του, νά ἀκούει μέσα του τό
Ἅγιο Πνεῦμα νά κράζει «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ»
καί ὅλες τίς ἄλλες προσευχές, τότε
θεραπεύεται.
Τό
Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τόσο ταπεινό, πού
παίρνει τίς δικές μας προσευχές, τίς
κάνει δικές του καί μᾶς διδάσκει Ἐκεῖνο
δικές του προσευχές. Μήν νομίσετε ὅτι
ἡ νοερά προσευχή εἶναι μόνο τό «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ὁ Ἅγιος
Ἰωαννίκιος ἔλεγε ἀδιάλειπτα τήν
προσευχή: «Ἡ Ἐλπίς μου ὀ Πατήρ, καταφυγή
μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό
Ἅγιον». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
ἔκανε νοερά προσευχή λέγοντας συνέχεια:
«Φώτισόν μου τό σκότος». Μπορεῖ ἀκόμη
καί αὐτοσχέδια προσευχή, δικιά μας νά
γίνει νοερά καί νά ἀκοῦμε μετά τόν
Παράκλητο, τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τήν λέει
μέσα μας. Ἀρκεῖ νά τήν κάνουμε συνέχεια.
Ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔλεγε:
Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ
ἀναπνευστέον. Ὁ πολιτισμός μας εἶναι
πολιτισμός τῆς ἀνάσας. Κάθε ἀνάσα νά
εἶναι καί μία εὐχή. Καί πιό συχνή ἀπό
τήν ἀνάσα νά εἶναι ὁ προσευχή μας.
Πρέπει δηλαδή νά μνημονεύεις τόν Θεό,
νά προσεύχεσαι παρά νά ἀνασαίνεις. Οἱ
γιατροί λένε ὅτι κάθε λεπτό παίρνουμε
12-14 ἀνάσες. Ἄρα περισσότερες εὐχές
πρέπει νά λέμε ἀνά λεπτό.
Ἐρ. :
Αὐτή ἡ συνεχής ἐπανάληψη
τῆς νοερᾶς προσευχῆς μήπως εἶναι ἕνας
ψυχαναγκασμός, μία ἀρρώστια;
Ἀπ. :
Εἴδατε πόσο μᾶς ἔχει μπερδέψει ἡ
ψυχολογία... Ὁ ἄνθρωπος τά ἑρμηνεύει
ὅλα μέ τά «γυαλιά πού φοράει»! Ἀλλά δέν
εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Ψυχαναγκασμός
εἶναι νά κατεβαίνουν λογισμοί ἀπό τήν
διάνοια στήν καρδιά καί ὁ ἄνθρωπος νά
ὑποδουλώνεται σ’ αὐτούς τούς λογισμούς
ἀπό τό περιβάλλον. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως
κάνει ἀκριβῶς τό ἀνάποδο. Σταματάει
αὐτήν τήν ροή, περιορίζει τους λογισμούς
στήν διάνοια, στόν ἐγκέφαλο, δέν τούς
ἀφήνει νά πᾶνε στήν καρδιά. Ψυχαναγκαστικός
λέγεται ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει καί
κάνει ὅ,τι τοῦ λέει ὁ λογισμός του. Ἄν
ὅμως ὁ ἄνθρωπος πετάξει αὐτόν τόν
λογισμό, θεραπεύεται. Μόνος του ὅμως
δέν μπορεῖ νά διώξει τούς λογισμούς.
Πρέπει νά ἐξομολογηθεῖ καί νά ἔρθει
ἡ Χάρις. Ἄν δέν τό κάνει, αὐτό μπορεῖ
νά ἔχει ἐπίπτωση στόν ἄνθρωπο καί νά
βλάψει τό νευρικό του σύστημα. Ἐκεῖ
χρειάζονται τά χάπια. Δέν λέμε ὅτι σέ
καμία περίπτωση δέν χρειάζονται τά
χάπια. Τά χάπια θά βοηθήσουν μόνο τό
νευρικό σύστημα καί τούς ἱστούς, δέν
θά θεραπεύσουν ὅμως τήν ψυχή. Γιά νά
θεραπευτεῖ, θά πρέπει νά μπεῖ σ’ αὐτήν
τήν θεραπευτική, νά ἐλέγχει τούς
λογισμούς του, νά βάλει ὡς φρουρό τήν
ἀδιάλειπτη δηλαδή προσευχή, τήν πύρινη
ρομφαία.
Στήν
Φιλοκαλία ἀναφέρεται ὅτι ἡ νοερά
προσευχή μέσα στήν καρδιά, λειτουργεῖ
σάν πύρινη ρομφαία, σάν ἕνα φλεγόμενο
σπαθί πού περιστρέφεται, ὅπως ἔβαλε ὀ
Θεός τό Χερουβείμ στόν Παράδεισο, στήν
πόρτα νά φυλάει νά μήν μπεῖ ὁ Ἀδάμ. Ὄχι
ὅτι δέν ἤθελε νά εἶναι εὐτυχισμένος,
ἀλλά γιατί, ἄν ἔμπαινε ὁ Ἀδάμ μέσα θά
γινόταν αἰώνιο τό κακό, ἡ παρακοή. Ἔτσι
λειτουργεῖ καί αὐτή ἡ ρομφαία μέσα
στήν καρδιά καί κατακαίει ὁτιδήποτε
σάπιο πάει νά μπεῖ ἐκεῖ πέρα. Φρουρεῖ
δηλαδή τήν καρδιά. Μέ τήν ἀδιάλειπτη
προσευχή ἐπιτυγχάνει ὁ ἄνθρωπος αὐτήν
τήν ἐγρήγορση, τή νήψη καί δέν μπαίνουν
τά σκουπίδια καί τά δηλητήρια μέσα στήν
καρδιά.
Ὅποιος
ἔχει αὐτές τίς ἄλλες ἰδέες καί τίς
πιστεύει, συνέχεια τροφοδοτεῖ τήν
καρδιά μέ δηλητήριο καί εἶναι σέ μία
κατάσταση συνεχοῦς λύπης. Ὁ ἄνθρωπος
ἀντίθετα πού προσεύχεται παίρνει μέσα
του τήν Χάρη καί τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος πού εἶναι: «Ἁγάπη, χαρά,
εἰρήνη..» (Γαλ. 5,22). Ὁ ἄνθρωπος αὐτός
στή συνέχεια βοηθάει καί τό περιβάλλον
του στέλνοντας αὐτούς τούς καρπούς,
στέλνοντας τή χαρά πού ζεῖ στό περιβάλλον.
Ἡ Χάρις πού μαζεύει ὁ ἴδιος ἐκπέμπεται
καί πρός τά ἔξω γιατί εἶναι σάν ἕνα
κάτοπτρο πού δέχεται τό φῶς καί τό
ἀντανακλᾶ. Γι’ αὐτό ἕνας ἄνθρωπος
ἁγιασμένος, ἕνας ἄνθρωπος πού προσεύχεται
οὐσιαστικά εἶναι μία Θεοφάνεια, μία
παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καί ὅπου ἐμφανίζεται
ὁ Θεός, διαλύεται ἡ λύπη τοῦ περιβάλλοντος.
Ἐρ. :
Ὅταν ἐπαναλαμβάνω τήν
προσευχή, ποτέ δέν νιώθω χάλια. Ὅταν
ἔχω ὅμως τά ἄλλα τά ψυχοκαταναγκαστικά,
τότε διαλύομαι.
Ἀπ. :
Εἶναι γιατί κοινωνεῖς μέ τήν Χάρη, ὅταν
προσεύχεσαι.
Ἐρ. :
............................
Ἀπ. :
Πρέπει νά ἔχεις Πνευματικό ὁδηγό, ὥστε
νά κάνεις νοερά προσευχή καί νά
προχωρήσεις, ὅπως ἔκαναν καί οἱ πρῶτοι
Χριστιανοί. Γι’ αὐτό δίσταζαν καί νά
βαπτιστοῦν. Ἔτσι βλέπουμε μεγάλους
Πατέρες, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὅτι
βαπτίστηκαν σέ μεγάλη ἡλικία, γιατί
ἤθελαν νά εἶναι βέβαιοι ὅτι ἔχουν
μέσα τους αὐτήν τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Πήγαιναν ἔτσι στούς Πνευματικούς τους
Πατέρες γιά νά ἐξετάσουν τόν ἑαυτό
τους καί νά δοῦν ἄν ὄντως τήν ἔχουν.
Βαπτίστηκαν λοιπόν σέ μεγάλη ἡλικία.
Πῆραν αὐτήν τήν θεραπευτική ἐμπειρία
τῆς θεώσεως ἀπό ἕναν πού εἶχε ἤδη
βαπτιστθεῖ.
Εἶναι
κάτι πολύ συγκεκριμένο, γι’ αὐτό ἡ
Ἐκκλησία ἔχει συγκεκριμένα ρήματα πού
καθαρίζουν τήν καρδιά: «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησόν με». Δέν μπορεῖ νά λέει
ὁ καθένας ὅ,τι θέλει, ἀλλά ὅ,τι τοῦ
πεῖ ὁ Πνευματικός. Μπορεῖ νά συμβουλεύσει
τόν ἄνθρωπο νά διαβάζει Ψαλμούς ἀπό
τό Ψαλτήρι. Στά πρῶτα χρόνια ἡ νοερά
προσευχή γινόταν μέ ψαλμούς ἀπό τό
ψαλτήρι καί ὑπῆρχαν πολλοί πού ἤξεραν
ἀπ’ ἔξω τούς στίχους τοῦ Ψαλτηρίου.
Ἄν μάλιστα κάποιος δέν ἤξερε ἀπ΄ ἔξω
τό Ψαλτήρι, δέν μποροῦσε νά γίνει
Ἐπίσκοπος, γιατί ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι
θεωμένος, εἶναι ὁ ἀρχίατρος καί οἱ
πρεσβύτεροι οἱ γιατροί. Ἄν ὁ ἀρχίατρος
δέν ἔχει θεραπευτεῖ, τί θεραπεία θά
κάνει στούς ἄλλους; Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι
ὁ θεραπευτής τῶν ἰατρῶν, δηλαδή τῶν
πρεσβυτέρων. Πρῶτα λοιπόν πρέπει νά
θεραπευτεῖ ὁ ἴδιος καί μετά νά θεραπεύσει
τούς ἄλλους καί τούς ἰδιῶτες -ὅπως
λέει ὁ ἀπόστολος-, δηλαδή αὐτούς πού
δέν ἔχουν ἀκόμα ἐνταχθεῖ στό σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχουν φτάσει στό
στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, δέν ἔχουν τήν
νοερά προσευχή. Πῶς θά κάνει αὐτούς
μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἄν αὐτός
δέν ἔχει γίνει ἤδη πρῶτα μέλος;
Ἄς
συνεχίσουμε λίγο παρακάτω. Στό 14ο
Κεφάλαιο τῆς Α’ πρός Κορινθίους
ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παῦλου
ἀναφέρεται σαφῶς ὅτι στήν ἐνορία τῆς
Κορίνθου ὑπῆρχαν πολλοί προφῆτες,
δηλαδή πολλοί Χριστιανοί μέ
προφητικό-προορατικό χάρισμα. Γράφει
ὁ Ἀπόστολος: «Νά μιλήσουν οἱ Προφῆτες
σέ ὁμάδες τῶν δύο ἤ τῶν τριῶν» (Α΄Κορ.
14,29). Ὁπότε ὑπῆρχαν τουλάχιστον τρεῖς
προφῆτες, ἴσως καί περισσότεροι, ἕξι
ἤ καί ἑπτά, ὥστε νά μποροῦν νά κάνουν
καί ὁμάδα τῶν δύο ἤ τριῶν. Ἐδῶ οἱ
προφῆτες τῆς Κορίνθου δέν ἦταν ὅλοι
τους Ἐπίσκοποι. Κάποιοι μόνο ἦταν
ἐπικεφαλεῖς.
Ὅμως
τί σημαίνει ὁ ὅρος «προφήτης» τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου; Τό τί σημαίνει φαίνεται
ἀπό ἕνα ἄλλο σημεῖο ὅπου γράφει ὁ
Ἀπόστολος ὅτι δέν ἀποκαλύφθηκε τό
μυστήριο τοῦ Θεοῦ σέ προηγούμενες
γενιές, ὅπως ἀποκαλύφθηκε στή δική
του, ὅπως ἀποκαλύφθηκε δηλαδή «νῦν
τοῖς Ἀποστόλοις καί Προφῆτες» (Ἐφ.
3,5). Ἐδῶ δέν μιλάει γιά τούς
Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς, ἀλλά τῆς Καινῆς
Διαθήκης, τούς Προφῆτες τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτό σημαίνει πρῶτον, ὅτι Ἀπόστολος
εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο ἔχει
ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός ἐν δόξη. Γι’
αὐτό καί στό 15ο
κεφάλαιο τῆς Α’ πρός Κορινθίους,
ἀπαριθμεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅλους
ἐκείνους στούς ὁποίους ἐμφανίστηκε
ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του καί
μετά τήν Πεντηκοστή. Τό πρωταρχικό
γνώρισμα ὁποιουδήποτε Ἀποστόλου δέν
ἦταν μόνο ὅτι ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ,
πρό τῆς Σταυρώσεώς Του, ἀλλά καί τό
γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἀποκαλύφθηκε
ἐν δόξη σ’ αὐτόν μετά τήν Ἀνάστασή
Του. Ἀπόστολος λοιπόν εἶναι αὐτός πού
ἔχει δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ θεωμένος.
Προφήτης εἶναι ἐπίσης αὐτός στόν ὁποῖο
ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός.
Σύμφωνα
μέ τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρειοπαγίτη,
Ἐπίσκοπος εἶναι αὐτός πού ἔχει φτάσει
στήν θέωση. Ἀπό τούς Προφῆτες αὐτούς
τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν προέρχονται
οἱ Ἐπίσκοποι, αὐτοί πού ἔχουν τό
προορατικό χάρισμα. Γιά παράδειγμα, ὁ
π. Πορφύριος θά μποροῦσε κάλλιστα νά
εἶναι ἐπίσκοπος. Ἦρθε καιρός ὅμως
στήν Ἐκκλησία, πού ξέπεσε τόσο πολύ,
ὥστε γινόντουσαν Ἐπίσκοποι ἄνθρωποι
πού δέν θά ἔπρεπε κανονικά νά λένε οὔτε
τό «ἀμήν», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
Δαμασκηνός, ἰδιῶτες δηλαδή, πού ὅχι
μόνο δέν εἶχαν δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά οὔτε εἶχαν τό βασικό χάρισμα τῆς
νοερᾶς προσευχῆς. Ἀπό ἐκεῖ λοιπόν
προέρχονται ὅλες οἱ δυσλειτουργίες
μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
- Γιατί
ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι θεραπευμένος
καί δέν ἀσκεῖ θεραπευτική, πῶς θά
θεραπεύσει τούς ἱερεῖς καί τό ποίμνιό
του;
Ὁπότε
μένουν ὅλοι ἀθεράπευτοι ἱερεῖς καί
ποίμνιο, καί ἀντιμετωπίζουμε αὐτή τήν
ἀγριότητα καί τήν ἐχθρική στάση τοῦ
λαοῦ ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι
ἐξηγεῖται ἡ παράδοση στήν Ἐκκλησία
νά παίρνουν τούς Ἐπισκόπους ἀπό τά
μοναστήρια, γιατί ἀκριβῶς στά μοναστήρια
διατηρήθηκε τό θεραπευτικό σχῆμα:
κάθαρση - φωτισμός - θέωση καί παρήγαγαν
θεραπευμένους ἀνθρώπους, προφῆτες.
Πήγαινε κανείς στόν π. Παΐσιο καί μέ τό
χάρισμα πού εἶχε (προορατικό, διορατικό),
σέ ἀποκαλοῦσε μέ τό ὄνομά σου χωρίς
νά σέ ἔχει δεῖ ποτέ. Πῶς γινόταν αὐτό;
Διότι ἀσκήθηκε, καθαρίστηκε, λύθηκε τό
βραχυκύκλωμα διάνοιας-καρδιᾶς καί
πλέον κοινωνεῖ μέ τόν Θεό καί τό Ἅγιο
Πνεῦμα τοῦ ἀποκαλύπτει ὅ,τι θέλει καί
ὅ,τι χρειάζεται. Αὐτό συμβαίνει μέ τούς
θεωμένους ἀνθρώπους καί «τό Ἅγιο Πνεῦμα
ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8) καί ἀποκαλύπτει
ὅ,τι θέλει στούς δικούς του.
Ἔτσι
λοιπόν στούς πρώτους Χριστιανούς ἔχουμε
τούς λαϊκούς καί τούς κληρικούς. Λαϊκοί
κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι οἱ
ἰδιῶτες, αὐτοί δηλαδή πού ἔχουν μέν
βαπτισθεῖ, ἀλλά δέν ἔχουν ἀποκτήσει
ἀκόμα τήν νοερά προσευχή, δέν ἔχουν
κληθεῖ νά γίνουν Βασίλειον ἱεράτευμα,
νά μποῦν μέσα στή γενική ἱεροσύνη, νά
γίνουν κληρικοί, δηλαδή Θεόκλητοι.
Λαϊκός δηλαδή πού δέν ἔχει καλεσθεῖ
ἀπό τόν Θεό καί δέν ἔχει δεῖ μέσα στήν
καρδιά του τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Δέν ἔχει ἀρχίσει τό Ἅγιο
Πνεῦμα νά προσεύχεται μέσα στήν καρδιά
του. Αὐτός λοιπόν πού εἶχε γίνει ναός
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶχε γίνει
μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, αὐτός
πλεόν παύει νά εἶναι λαϊκός καί ἰδιώτης
καί γίνεται κληρικός καί μπαίνει στό
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό εἶχε πεῖ
ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «οὕς ἔθετο ὁ Θεός
ἐν τῇ Ἐκκλησία» (Α΄Κορ. 12,28) καί
προηγουμένως εἶχε πεῖ «ὑμεῖς ἐστέ
Σῶμα Χριστοῦ» (Α΄Κορ. 12,27). Μᾶς λέει
δηλαδή ὅτι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ
εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν μέσα
τους τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ὅχι οἱ
λαϊκοί, ὄχι ἀπλῶς οἱ βαπτισμένοι.
Προσέξτε τό αὐτό γιατί εἶναι πολύ
βασικό. Καί σήμερα ἔχουμε πολλούς
βαπτισμένους, ἀλλά πόσοι ἀπό αὐτούς
εἶναι σωστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί
δέν ἔχουν ἐκπέσει σάν ξερά κλωνάρια;
Ἕνας Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας λέει πώς,
ἄν δέν πάει ὁ ἄνθρωπος δύο φορές στήν
Ἐκκλησία ἀφορίζεται, ξεπέφτει ἀπό τό
Σῶμα, εἶναι ξερό κλωνάρι.
- Πόσοι
ἀπό τούς Ὀρθόδοξους Ἕλληνες ἐκκλησιάζονται
κάθε Κυριακή;
Οἱ
στατιστικές λένε τό 3%. Πόσοι ἀπό αὐτούς
ἔχουν ζωντανή κοινωνία στήν καρδιά
τους μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔχουν δηλαδή
ἀδιάλειπτη προσευχή; Αὐτοί εἶναι μόνο
μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τά
πράγματα βέβαια στήν Ἐκκλησία δέν
κρίνονται ἀριθμητικά.
Ἄν ὁ
ἄνθρωπος θέλει, ὁ Θεός δέν θά στερήσει
τήν Χάρη Του. Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία
47 χρόνια εἶχε Ἐκκλησία; Μποροῦσε νά
κοινωνήσει; Ὅχι. Ἦταν Ἁγία; Ἦταν
θεραπευμένος ἄνθρωπος; Ἦταν. Ἔβλεπε
συνέχεια τό ἄκτιστο Φῶς καί ἄς μήν
εἶχε κοινωνήσει γιά 47 χρόνια. Τί λέει
ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης; Λέει ὅτι
Κληρικός δηλαδή μέλος τοῦ Σώματος τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι αὐτός πού ἔχει τήν
ἀδιάλειπτη, τήν νοερά προσευχή. Ἄν
φτάσει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτό, τότε εἶναι
θεραπευμένος, κοινωνεῖ μέ τήν Χάρη. Ὁ
Θεός σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο θά στείλει
καί Ἄγγελο ἀκόμα γιά νά κοινωνήσει τά
Ἄχραντα Μυστήρια. Μπορεῖ αὐτός ὀ
ἄνθρωπος νά μήν ἔχει ἕναν χῶρο νά
κοινωνήσει καί νά ἀκούσει τήν Λειτουργία,
ἀλλά ὡς θεραπευμένος, αὐτός κάνει
Λειτουργία μέσα στήν καρδιά του. Ἡ νοερά
προσευχή εἶναι ἡ κύρια καί κατεξοχήν
προσευχή.
Ὑπάρχει ἡ λογική λατρεία καί ἡ νοερά λατρεία.
Ἡ λογική λατρεία εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία,
πού ψάλλουμε στόν Θεό, πού προσευχόμαστε
δηλαδή μέ τόν λόγο καί τήν λογική. Ἀνώτερη
καί ἀπό αὐτήν τήν προσευχή εἶναι ἡ
νοερά, πού εἶναι προσευχή πού γίνεται
μέ τήν καρδιά μας. Ἄν ὁ νοῦς καί ἡ
καρδιά μας δέν εἶναι συγκεντρωμένα
στήν προσευχή, ἀκόμα κι ἄν παρευρεθήκαμε
στή Θεία Λειτουργία, δέν κάναμε κάτι
οὐσιαστικό. Δέν ἔχει καμία ἀξία ἡ
προσευχή ὅταν λέμε κάποια λόγια χωρίς
νά τά αἰσθανόμαστε. Κρίνεται ὁ ἄνθρωπος
ἀπό τό πού εἶναι ὀ νοῦς καί ἡ καρδιά
του. Οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν αὐτήν τήν
ἀδιάλειπτη νοερά λατρεία μέσα στήν
καρδιά τους, συνέχεια κάνουν Θεία
Λειτουργία μέσα στήν καρδιά τους, γι’
αὐτό καί ὀνομάζονται κληρικοί. Κληρικός
δηλαδή δέν εἶναι ὁ παπάς πού κάνει τήν
Θεία Λειτουργία. Καλούμαστε ὅλοι νά
γίνουμε κληρικοί καί νά ἔχουμε μέσα
μας τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού θά προσεύχεται
κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ναοί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, νά συλλειτουργοῦμε μέ τό
Ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτό λέει τό χωρίο
τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «συμμαρτυρεῖ τό
Πνεῦμα, τῷ πνεύματι ἡμῶν» (Ρωμ. 8,16), τό
Ἅγιο Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ στό δικό μας
Πνεῦμα καί βεβαιώνει ὅτι εἶναι μέσα
μας. Συμπροσευχόμαστε καί ἀνταποκρινόμαστε
στίς προσευχές πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Αὐτοί
οἱ ἄνθρωποι μετά μποροῦν νά χειροτονηθοῦν
καί νά γίνουν Κληρικοί καί Ἐπίσκοποι.
Σύμφωνα μέ τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας,
Διάκος μπορεῖ νά γίνει ἕνας ὁ ὁποῖος
ἔχει τελειώσει καί καθαριστεῖ ἀπό τά
πάθη του, ἤ τουλάχιστον ἔχει ἀρχίσει
τήν κάθαρση, δηλαδή κάποιος στόν ὁποῖο
ἀχνοφέγγει ὁ φωτισμός. Παπάς - ἱερέας
εἶναι αὐτός πού ἔχει τελειώσει τελείως
μέ τά πάθη καί ἔχει μπεῖ στήν περιοχή
τοῦ φωτισμοῦ. Ἀρχίζει δηλαδή νά ἀκούει
μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα νά προσεύχεται.
Αὐτός μετά θά κληθεῖ νά θεραπεύσει
ἄλλους ἀνθρώπους, ὁπότε εἶναι ἀπαραίτητο
πρῶτα ὁ ἴδιος νά ἔχει θεραπευτεῖ.
Αὐτός μπορεῖ νά γίνει Ἱερέας. Ἡ Ἐκκλησία
ξέρει ὅτι χρειάζεται κάποιον χρόνο ἡ
θεραπεία τῆς ψυχῆς, γι’ αὐτό βάζει
ὅριο ἡλικίας καί ἐπιτρέπει νά γίνει
κάποιος ἱερέας μετά τά 30. Ἐπίσκοπος
τέλος μπορεῖ νά γίνει αὐτός πού ἔχει
περάσει τόν φωτισμό, ἔχει φτάσει στόν
πλήρη φωτισμό, τό Ἄγιο Πνεῦμα ξεκάθαρα
προσεύχεται μέσα του καί ἔχει ἐμπειρία
θεώσεως, ἔχει δεῖ τό ἄκτιστο Φῶς.
Αὐτά
δέν τά λέει ἡ Ἐκκλησία μας γιά νά μᾶς
ἀπογοητεύσει, ἀλλά γιά νά μᾶς
κινητοποιήσει, νά μᾶς λυτρώσει. Δέν
κρινόμαστε ἀπό ἀριθμητικά μεγέθη. Ὁ
Χριστός δέν ἀπάντησε ἄν εἶναι λίγοι
ἤ πολλοί αὐτοί πού θά σωθοῦν. Εἶπε
μόνο: «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διά τῆς
στενῆς πύλης» (Λουκ. 13,24), γιατί εἶναι
στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός.
- Γιατί
εἶναι λίγοι οἱ σωζόμενοι καί στενή καί
τεθλιμμένη ἡ ὁδός;
Γιατί,
ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
οἱ πολλοί εἶναι ράθυμοι καί δέν
μετανοοῦν.
- Τώρα
εἴπαμε τόσα πράγματα, ἀλλά θά κάνουμε
κάποια ἀντιστροφή νά μετακινήσουμε
τόν νοῦ μας ἀπό τά ὁριζόντια καί νά
τόν βάλουμε νά δουλεύει στόν Θεό, νά
ἔχει αὐτή τήν ἀδιάλειπτη κίνηση πρός
τόν Θεό;
Ἤ πάλι
θά σκεφτοῦμε τά βιοτικά καί θά βαρύνουμε
τίς καρδιές μας; Ὁ Χριστός εἶπε:
«Προσέχετε μήπως βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ
καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καί μέθῃ καί
μερίμναις βιοτικαῖς» (Λουκ. 21,34). Κρεπάλη
καί μέθη εἶναι ἡ καλοπέραση πού μᾶς
τρώει στήν ἐποχή μας καί βιοτικές εἶναι
οἱ μέριμνες πού ἔχουν σχέση μέ θέματα
τῆς καθημερινότητας, πού ἔχουν σχέση
μέ τά ὑλικά πράγματα. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος
βρίσκεται σέ ἕναν κυκεώνα καί βαρύνεται
ἡ καρδιά του, ὁπότε δέν κοιτάζει πρός
τόν Θεό.
Ἐνῶ ὁ
Ἱερός Χρυσόστομος πού ἤθελε νά
θεραπευτεῖ, -παρόλο πού ἡ μητέρα του
τόν καθυστέρησε καί δέν τόν ἄφηνε νά
φύγει- ἔφυγε ὅταν ἀποκοιμήθηκε ἡ
μητέρα του, πῆγε πάνω ἀπό τήν Ἀντιόχεια
σέ ἔνα σπήλαιο καί κάνοντας ὑπακοή σέ
ἕναν Σύρο ἀσκητή, γιά δύο ὁλόκληρα
χρόνια δέν κοιμήθηκε καθόλου. Συνέχεια
24 ὧρες τό 24ωρο ἔκανε προσευχή. Μά γίνεται
αὐτό; Γίνεται. Ἔγερνε γιά λίγο στόν
βράχο, ὄρθιος καί μετά συνέχιζε τήν
προσευχή του. Ἐπίσης, γιά νά πολεμήσει
τό πρωταρχικό κακό, τήν ἄγνοια, μελετοῦσε
συνέχεια τήν Ἁγία Γραφή. Δύο χρόνια
ἦταν ἀρκετά νά γίνει αὐτός πού γνωρίζουμε
καί ἔγινε ἱερέας καί ἔπειτα Πατριάρχης.
Ὁ Θεός τόν ἔκανε, ὀ ἴδιος δέν ἤθελε.
Ἐρ. :
Ὅταν εἴμαστε ἐδῶ νιώθουμε λίγο αὐτά
τό πέταγμα πρός τόν Θεό, ἐνῶ ὅταν
εἴμαστε στό σπίτι, μέ συγγενεῖς, φίλους
κλπ δέν ἔχουμε αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη...
Ἀπ. :
Δυστυχῶς ἐμεῖς γινόμαστε, ὅπως εἴπαμε,
δοῦλοι τοῦ περιβάλλοντος, γιατί οἰ
λογισμοί πού ἔρχονται στήν διάνοια,
κατεβαίνουν καί στήν καρδιά μας. Ὁ
ἄνθρωπος σκέφτεται συνεχῶς τί γνώμη
θά ἔχουν οἱ ἄλλοι γι΄ αὐτόν καί δέν
παίρνει ἀπόφαση νά τά πετάξει ὅλα στόν
ἀέρα, νά μήν τόν ἐνδιαφέρει αὐτό καί
νά κάνει τήν κίνηση πρός τόν Θεό. Δέν
ἔχει αὐτή τήν δύναμη τῆς ψυχῆς διότι
ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀκόμα τό βραχυκύκλωμα
μέσα του καί δέχεται νά κατεβαίνουν οἱ
λογισμοί τῆς διάνοιας στήν καρδιά του.
Ἄν γιά
παράδειγμα κάνει κάποιος μισή ὥρα αὐτήν
τήν ἀπελευθέρωση τῆς καρδιᾶς ἀπό τήν
διάνοια καί δώσει τήν καρδιά του στόν
Χριστό, σιγά-σιγά θά ἀφιερώνει ἀκόμα
περισσότερο χρόνο στόν Χριστό καί δέν
θά ἐνδιαφέρεται πιά γιά τό περιβάλλον,
ἀλλά θά συγκεντρώνει τόν νοῦ του μόνο
στίς πέντε λέξεις: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ
ἐλέησόν με. Ἔτσι ἔρχεται ἡ ὑγεία μέσα
μας καί ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τήν γνώμη
τῶν τρίτων. Τό νά μή σέ νοιάζει ἡ γνώμη
τῶν ἄλλων δέν εἶναι ἀσπλαχνία, οὔτε
περιφρόνηση, ἀλλά ὑγεία. Ἀγαπᾶς τήν
καλή γνώμη, πού σημαίνει ὅτι αὐτό
περνάει στήν καρδιά σου καί αὐτή εἶναι
ἡ ἀρρώστια μας γιατί ἔχεις κι ἄλλες
ἀγάπες. Ἡ καρδιά πρέπει νά ἀγαπάει
μόνο τόν Θεό καί κανέναν ἄλλον. Εἶναι
φιλαυτία τό νά θέλουμε ὁ ἄλλος νά ἔχει
καλή γνώμη γιά μᾶς, νά μή μᾶς ἀπαξιώνει
καί νά μή μᾶς εἰρωνεύεται.
Ὅταν
θεραπευτεῖ ὁ ἄνθρωπος καί κοινωνήσει
μέ τόν Θεό, ἀνοίγεται καί κοινωνεῖ καί
μέ ὅλο τόν κόσμο, ἀφοῦ μέσα στόν Θεό
εἶναι ὅλοι. Ἀγαπώντας τόν Θεό μέ τήν
ἀδιάλειπτη προσευχή, μετά ἀγαπάει ὁ
ἄνθρωπος καί ὅλα τά τοῦ Θεοῦ μέ τόν
σωστό τρόπο. Ἐνώ ὅταν ἔχει φιλαυτία
καί νοιάζεται γιά τήν γνώμη τοῦ ἄλλου,
παραμένει ἄρρωστος καί δέν μπορεῖ νά
κοινωνήσει μέ τόν ἄλλον, γιατί νοιάζεται
γιά τόν ἐαυτό του οὐσιαστικά, ὄχι γιά
τόν ἄλλον. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος άγαπάει
λοιπόν τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά
κοινωνήσει μέ τόν ἄλλον, γιατί ὁ χῶρος
τῆς καρδιᾶς του εἶναι κατειλημμένος
ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Γι’ αὐτό
λέει ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὀ Ἔγκλειστος:
«ἄν ἀδειάσεις ἀπό τόν ἑαυτό σου, τότε
θά δεῖς τόν Θεό». Ἄρα, αὐτοί πού λένε
ὅτι μᾶς ἀγαπᾶνε, λένε ψέματα, ἄν εἶναι
μακρυά ἀπό τόν Θεό. Ἀπό τήν φιλαυτία
ἐλευθερωνόμαστε μόνο ὅταν μποῦμε μέσα
στόν Θεό, δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε
μόνοι μας. Ἄν μποῦμε ὅμως στήν Ἐκκλησία,
ταπεινωθοῦμε καί κάνουμε ὑπακοή, θά
ἔρθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί θά
ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τό ἐγωιστικό
φρόνημα.
Ἐπίσης
μᾶς χρειάζεται διάκριση. Ἡ διάκριση
εἶναι «ἡ μείζων τῶν ἀρετῶν» καί
ἔρχεται μετά τήν ἀγάπη. Ὅπως διαβάζουμε
στήν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Σιναΐτου πού ἔχει 30 σκαλοπάτια, τό πρῶτο
εἶναι ἡ ἀποταγή, τό νά ἀρνεῖται δηλαδή
ὁ ἄνθρωπος τόν κόσμο. Τό τέταρτο
σκαλοπάτι εἶναι ἡ ὑπακοή. Τό ἕβδομο
σκαλοπάτι εἶναι ἡ ἁγνότητα. Τό εἰκοστό
πέμπτο ἡ ταπεινοφροσύνη καί τό τριακοστό
εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ διάκριση ἔρχεται
μετά τήν ἀγάπη! Ἄν κάποιος ἔχει κάνει
ὅλη αὐτή τήν πορεία μπορεῖ νά ἔχει
διάκριση, νά καταλάβει π.χ. ἄν κάτι πού
τοῦ λένε εἶναι ἀλήθεια ἤ ψέμα. Ὁ
ἄνθρωπος μόνος του ὅμως δέν μπορεῖ νά
ἔχει διάκριση, γι’ αὐτό πηγαίνει στόν
Πνευματικό πού ἔχει, στόν ὁποῖο
ταπεινώνεται, ὑπακούει καί βρίσκει τήν
ὑγεία του.
Ἐρ. :
............................
Ἀπ. :
Ὅταν δέν ἔχουμε τόν Πνευματικό μας
κοντά, ἄς ρωτήσουμε καί τό παιδί μας ἤ
ὁποιονδήποτε βροῦμε μπροστά μας παρά
νά ἐμπιστευτοῦμε τόν λογισμό μας. Θά
τό κάνεις ὅμως κατόπιν προσευχῆς καί
μέ ἄφημα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἦταν
ἕνας Ἡγούμενος στό Ἅγιο Ὄρος πού εἶχε
ἕνα μεγάλο πρόβλημα στό μοναστήρι του
καί δέν ἤξερε τί νά κάνει. Ἔκανε λοιπόν
προσευχή καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό μόλις
βγεῖ ἀπό τό μοναστήρι νά φωτίσει τόν
πρῶτο ἄνθρωπο πού θά δεῖ μπροστά του,
νά του πεῖ τί νά κάνει. Τό ἔκανε ὅμως,
μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἄν καί Ἠγούμενος,
ταπεινώθηκε, διέλυσε τόν ἑαυτό του.
Βγῆκε λοιπόν ἀπό τό μοναστήρι καί εἶδε
ἕναν ἄνθρωπο περίεργο, μέ κάτι μούσια
μακρυά, σάν τρελό. Τότε σκέφτηκε «Θεέ
μου αὐτόν μοῦ ἔφερες;». Κι ὅμως μόλις
τόν πλησίασε, πρίν τοῦ πεῖ τό πρόβλημά
του, τήν ἐρώτηση, ὁ ἄνθρωπος αὐτός τοῦ
εἶπε τήν ἀπάντηση. Εἴδατε πῶς ἐνήργησε
ὁ Θεός μέ ἕναν τέτοιο τρελό, πού δέν
τόν ὑπολογίζει κανείς, δέν τόν πιάνει
τό μάτι καί μπορεῖ καί νά τόν κατακρίνουμε
κιόλας. Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε μάθει ὅλα
νά τά κρίνουμε ἐξωτερικά, εἴμαστε
δοῦλοι τοῦ περιβάλλοντος.
Ἐρ. :
............................
Ἀπ. :
Δέν πρέπει νά κρίνουμε τόν ἄλλον. Γιά
παράδειγμα οἱ Φαρισαῖοι παρόλο πού
ἦταν Φαρισαῖοι, ἔλεγαν πολύ σωστά
πράγματα. Εἶπε γι’ αὐτούς ὁ Χριστός:
«ὅσα σᾶς ποῦν, κάντε καί τηρεῖτε, ἀλλά
κατά τά ἔργα τους μήν κάνετε» (Ματθ.
23,3). Χρειάζεται ἑμεῖς νά ἔχουμε ταπείνωση
καί ὁ Θεός θά φροντίσει νά μᾶς δώσει
τίς ἀπαντήσεις πού ψάχνουμε καί ἀπό
ἕναν ἄθεο ἀκόμα.
Ὁ Ἅγιος
Ἐφραίμ ὁ Σύρος, πρίν πάει στήν πόλη,
ἔκανε προσευχή στόν Θεό γιά νά ὠφεληθεῖ
ὅταν πάει ἐκεῖ. Μόλις ἔφτασε, εἶδε
μία πόρνη καί δυσανασχέτησε. Ἡ πόρνη
τόν κοίταζε ξεδιάντροπα, τήν κοίταζε
κι αὐτός γιά ἀρκετή ὥρα καί στό τέλος
τήν ρώτησε πῶς δέν ντρέπεται νά τόν
κοιτάζει ἔτσι. Ἡ πόρνη τότε ἀπάντησε:
«Ἐσύ πρέπει νά ντρέπεσαι, γιατί ἐγώ
πλάστηκα ἀπό ’σένα καί ὁ Θεός εἶπε
ὅτι ἠ ἀποστροφή μου θά εἶναι σέ ’σένα»
(Γεν. 3,16). Ὁ Θεός
ὄντως εἶπε στήν Εὔα ὅτι θά κοιτάζει
τόν ἄνδρα της, ἐνῶ ὁ Ἀδάμ τό χῶμα,
γιατί πλάστηκε ἀπό τό χῶμα. Ἄρα, ἡ
γυναίκα δίδαξε τόν Ἅγιο ὅτι αὐτός
ἔπρεπε νά κοιτάζει στό χῶμα, ἐνῶ ἐκείνη
τόν κοιτοῦσε ὡς ἄνδρα ἀπό τόν ὁποῖο
πλάστηκε. Ὁ Ἅγιος λοιπόν πῆρε ἕνα πολύ
καλό μάθημα ταπεινοφροσύνης ἀπό μία
πόρνη. Αὐτό τό μάθημα ὅμως τό πῆρε
γιατί προηγουμένως εἶχε προσευχηθεῖ
στόν Θεό νά τοῦ στείλει ἕναν ἄνθρωπο
νά τοῦ μάθει κάτι χρήσιμο.
Ἐρ. :
............................
Ἀπ. :
Τό σπουδαιότερο εἶναι τό παράδειγμα.
Τό παιδί βλέπει τούς γονεῖς 24 ὧρες τό
24ωρο γιά τουλάχιστον 11 χρόνια, μέχρι
τήν ἐφηβεία. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά τοῦ
πεῖτε τίποτα. Ἀρκεῖ πού παρακολουθεῖ
ἐσᾶς τί κάνετε. Σᾶς ξέρει πολύ καλύτερα
ἀπό ὅ,τι νομίζετε. Σᾶς ἀντιγράφει. Ἄν
ὁ γονέας εἶναι δοσμένος στήν προσευχή
μέρα-νύχτα καί ἔχει ἀσκήσει τόν ἑαυτό
του νά κακοπαθεῖ, αὐτό θά τό περάσει
καί στό μωρό. Ἄν ὑπάρχει εἰρήνη καί
ἀγάπη μεταξύ τῶν συζύγων, θά περαστεῖ
καί αὐτό στό μωρό καί δέν θά μαλώνει
καί κεῖνο μέ τό ἀδελφάκι του. Τά παιδιά
μαλώνουν πολύ μεταξύ τους, κατά κανόνα,
γιατί βλέπουν τούς γονεῖς νά μαλώνουν.
Ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος: ἄν οἱ γονεῖς
ἐξαγιαστοῦν, θά λυθοῦν ὅλα τά προβλήματα,
ἀκόμη κι ἄν αὐτό δέν γίνει ἀμέσως. Ἄν
τό παιδί ἔχει σωστό βίωμα ἀπό μικρό
ἀπό τούς γονεῖς, ἀκόμα καί ἄν ἀντιδράσει
-γιατί ἔχει αὐτεξούσιο καί μπορεῖ νά
ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία καί
τόν Θεό-, κάποια στιγμή θά ξαναγυρίσει.
Ἄν ὅμως ἀπό μικρό δέν ἔχει πάρει αὐτά
τά βιώματα, μετά οἱ γονεῖς πρέπει νά
κάνουν πολλή προσευχή γιά νά βρεῖ τόν
δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Καθοριστικός
γιά τά παιδιά εἶναι ὁ χρόνος τῆς
ἐγκυμοσύνης, καθώς καί τά τρία πρῶτα
χρόνια. Ἄν αὐτά τά χρόνια χαθοῦν καί
δέν γίνει σωστή ἀγωγή, μετά εἶναι πολύ
δύσκολα τά πράγματα. Τά παιδιά τά
μπαζώνουμε, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος,
μέ ὅλα αὐτά τά στολίδια καί τά χρυσαφικά
πού τους βάζουμε πρίν, ἀλλά καί ἀμέσως
μετά τό βάπτισμα, ὅπως καί μέ ὅλα αὐτά
τά κανακέματα πού ἀκοῦν, τά ὁποῖα
τρέφουν τήν φιλαυτία τους. Τό παιδί
παίρνει τό -μή λεκτικό- μήνυμα ἀκόμη
καί ὅταν ἀκόμα δέν καταλαβαίνει τήν
γλώσσα, ὅτι εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου
καί ὅλοι περιστρέφονται γύρω ἀπό αὐτό.
Ἔτσι τοῦ τρέφουμε τό κυρίαρχο πάθος,
πού εἶναι ἠ φιλαυτία. Μετά ἀναρωτιόμαστε
γιατί εἶναι στριμμένο, ἀντιδραστικό
καί θέλει συνέχεια νά γίνεται τό δικό
του. Ἠ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἐμεῖς
φταῖμε. Ἀργότερα στήν ἐφηβεία αὐτό
τό παιδί γίνεται ὁ χειρότερος ἐχθρός
τοῦ γονιοῦ, γιατί πλέον ὁ γονέας δέν
θά μπορεῖ νά τοῦ κάνει ὅσα τοῦ ζητάει.
Τό παιδί
πρέπει νά μάθει ἀπό μικρό τήν καίρια
ἀγωγή, δηλαδή νά μὴν γίνεται τό θέλημά
του. Ὁ Χριστός τό εἶπε νά ἀπαρνηθοῦμε
τό θέλημά μας. Αὐτό πρέπει τό παιδί νά
τό δεῖ πρῶτα στόν πατέρα πού θά κόβει
τό θέλημά του στήν μάνα καί στήν μάνα
πού θά κόβει τό θέλημά της στόν πατέρα.
Θά βλέπει ὄτι ὁ ἕνας θά κάνει τό θέλημα
τοῦ ἄλλου καί θά ἔχουν γίνει οἱ δύο,
ἕνα.
Ὁ γάμος
εἶναι ἕνα μυστήριο ὅπου οἱ δύο γίνονται
ἕνας. Ἀντίστοιχα καί ἡ Ἁγία Τριάδα
εἶναι ἕνα μυστήριο ὅπου οἱ τρεῖς
εἶναι ἕνας. Δέν εἶναι μόνο μία οὐσία,
ἀλλά καί μία ἐνέργεια, ἕνας νοῦς, μία
θέληση. Αὐτό ὁ Θεός θέλει νά γίνεται
καί στήν οἰκογένεια. Ὁ ἄνδρας καί ἡ
γυναίκα πού εἶναι δύο πρόσωπα τελείως
ἀνεξάρτητα μεταξύ τους νά γίνουν ἕνα,
ὅχι μόνο στήν οὐσία, στό σῶμα καί στήν
ψυχή, ἀλλά καί στό πνεῦμα, πού εἶναι
τό δύσκολο, νά ἔχουν μία ἐνέργεια, μία
θέληση. Αὐτό γίνεται μόνο μέσα στήν
Ἐκκλησία, ὅταν ζοῦν σωστά μέ τήν Χάρη
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν ἀποκατασταθεῖ
ἡ κοινωνία μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή,
μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, τότε γίνεται ἕνα τό
ἀνδρόγυνο καί αὐτό εἶναι γιά τά παιδιά
τό μεγαλύτερο κήρυγμα, ἡ καλύτερη
προϋπόθεση γιά τήν θεραπεία τους.
Γάμος
δέν εἶναι μία ἁπλή συμβίωση πού πρέπει
κατά κάποιο τρόπο νά τά βρεῖ τό ζευγάρι
γιά νά συμβιώσει. Δέν εἶναι αὐτό πού
καί μέ τόν νόμο καί τό σύμφωνο συμβίωσης
προσπαθοῦν νά περάσουν. Γάμος εἶναι
τό μυστήριο εἰς Χριστόν καί εἰς Ἐκκλησίαν
(Ἐφ. 5,32). Ὅπως εἶναι ὁ Χριστός ἡ κεφαλή
καί σῶμα ἡ Ἐκκλησία, ἔτσι εἶναι ὁ
ἄνδρας καί ἡ γυναίκα καί τά παιδιά.
Αὐτό τό μυστήριο μετά πρέπει νά ἐπεκταθεῖ
καί στήν ἐνορία, τήν Ἐκκλησία καί ὅλο
τόν κόσμο καί ὅλοι νά γίνουν ἕνα. Αὐτό
εἶναι τό μυστήριο καί ἡ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ, νά γίνουμε ὅλοι ἕνα (Ἰω. 17,23), ὅχι
μία οὐσία ὅπως εἴμαστε ἐκ φύσεως, ἀλλά
ἕνα πνεῦμα. Τό βασικό πού πρέπει νά
κάνει λοιπόν ὁ γονιός εἶναι νά ἐξαγιαστεῖ
ὀ ἴδιος καί μετά δέν χρειάζεται νά πεῖ
τίποτα στά παιδιά, γιατί θά μιλάει ἡ
ζωή του.
Ἄν
κάποιος δέν τό ἔχει κάνει αὐτό ὡς τώρα,
θά πρέπει νά ἀρχίσει νά τό κάνει, ὁπότε
μετά ὅταν θά κοινωνεῖ ὁ γονιός μέ τό
Ἅγιο Πνεῦμα, θά τόν φωτίζει γιά τό τί
πρέπει νά κάνει μέ τό παιδί, ἄν χρειάζεται
κάποια ἄσκηση, κάποια παιδαγωγία.
Τό παιδί
εἶναι κατεξοχήν ράθυμο καί δέν θέλει
νά κάνει οὔτε προσευχή, οὔτε νηστεία,
οὔτε ἄσκηση. Οὐσιαστικά ὄμως μ’ αὐτήν
τήν ραθυμία του ἀρνεῖται τήν Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. Πρέπει ὁ γονέας νά βοηθήσει
τό παιδί. Νά διαμορφώσει ἔτσι τό
περιβάλλον τοῦ παιδιοῦ, ὥστε νά εἶναι
λιτό καί ἀσκητικό. Ἄν τό περιβάλλον
εἶναι τρυφηλό καί τό παιδί μαθαίνει
συνεχῶς τήν καλοπέραση καί παίρνει
ἡδονή ἀπό τίς αἰσθήσεις, τότε μέ αὐτή
τήν λάθος κίνηση τοῦ τρέφουμε τά πάθη.
Ἐνῶ ἄν ὅλα γύρω του εἶναι ταπεινά καί
ἁπλά, τότε τό παιδί παίρνει τό μήνυμα
ὅτι ἡ χαρά εἶναι στόν κόπο, στήν ὀδύνη
γιατί αὐτή ἐξουδετερώνει τά δηλητήρια
πού πέρασαν μέσα μας ἀπό τίς ἡδονές.
Δηλαδή νά μή στεροῦμε πράγματα στό
παιδί, ἀλλά νά μήν τοῦ δίνουμε αὐτή
τήν τρυφή.
Ἡ
κυρίαρχη φιλοσοφία στόν κόσμο εἶναι
ὅτι ἡ ἄνεση ἰσοδυναμεῖ μέ τήν εὐτυχία.
Εἶναι λανθασμένη αὐτή ἡ ἄποψη. Ὁ π.
Παΐσιος ἔλεγε: «Ἁπλοποιῆστε τήν ζωή
σας». Ὅσο κάποιος ἁπλοποιεῖ τήν ζωή
του, τόσο ἐξαγιάζεται ὁ ἴδιος καί τόσο
ἐξαγιάζονται μετά καί τά παιδιά.
Ἐρ. :
............................
Ἀπ. :
Φυσικά ὅ,τι κάνουμε τό κάνουμε πάντα
μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ,
γιατί χρειάζεται διάκριση. Ὁ Πνευματικός
θά πλανάρει τούς ρόζους, ὅπως
λέει ὁ π. Παΐσιος, γιά νά ταιριάξουν τά
ξύλα. Ἄν δέν φύγουν οἱ ρόζοι, δέν θά
ταιριάξουν ποτέ τά ξύλα...
Ἐρ. :
............................
Ἀπ. :
Τό παιδί κυρίως διδάσκεται ἀπό τήν
οἰκογένεια. Ἄν τό παιδί ἔχει ἀντισώματα
ἀπό τήν οἰκογένεια, δέν θά ἐπηρεαστεῖ
ἀπό τό σχολεῖο.
Ἐρ. :
............................
Ἀπ. :
Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ρωτήσει. Ἄν δέν
τό κάνει καί ἐμπιστευτεῖ τήν δική του
κρίση, τόν ἑαυτό του, θά τά κάνει ὅλα
λάθος. Ἄν ἐμπιστευτεῖ τόν ἐαυτό του
στόν Θεό καί τοῦ ζητήσει νά φωτίσει τόν
Πνευματικό νά τοῦ πεῖ αὐτά πού θέλει
νά τοῦ πεῖ ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος θά πάρει
τίς σωστές ἀπαντήσεις. Δέν εἶναι μόνο
θέμα Πνευματικοῦ δηλαδή, ἀλλά καί
προσευχῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Πολλές
φορές συμβαίνει νά ἔρχονται γιά ἐξομολόγηση ἄνθρωποι καί δέν μπορῶ
νά τούς πῶ σχεδόν τίποτα καί φταῖνε
αὐτοί, γιατί δέν θέλουν νά ἀκούσουν.
Ἔρχονται πάλι ἄλλοι καί εἶναι τόσο
δεκτικοί, πού δέν ξέρω τί νά τούς πρωτοπῶ!
Τά φέρνει ὁ Θεός τά λόγια πού τούς λέω
σάν χείμαρρο μέσα μου, γιατί ἔχουν
ταπείνωση καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.
Ἐρ. :
............................
Ἀπ. :
Οἱ γονεῖς νά κάνουν προσευχή στόν Θεό
γιά τό παιδί καί μετά θά δοῦν ὅτι τό
παιδί μόνο του θά ζητήσει νά κάνει
προσευχή. Αὐτό πού θέλουμε νά ποῦμε
στά παιδιά, ἄν βλέπουμε ὅτι αὐτά δέν
τό δέχονται, νά τό λέμε στόν Θεό. Γιατί
ὁ Θεός θέλει ὅ,τι κάνουμε, νά τό κάνουμε
ἐλεύθερα. Τό παιδί ἔχει κι αὐτό
αὐτεξούσιο, ἐλευθερία, καί ὅταν δέν
θέλει νά ἀκολουθήσει τό σωστό, δέν
πρέπει νά τό ἀναγκάζουμε. Πρέπει νά τοῦ
ποῦμε ποιό εἶναι τό σωστό, ἀλλά μετά
νά τό ἀφήσουμε χωρίς πίεση. Στήν οὐσία
ὅμως δέν θά τό ἀφήσουμε, γιατί κάνουμε
γι’ αὐτό πολλή προσευχή.
Ἡ
προσευχή δέν εἶναι κάτι ἁπλό, εἶναι
τό μεῖζον. Λέει ὁ π. Πορφύριος ὅτι ὅταν
κάποιος κάνει προσευχή, στέλνει στόν
ἄλλον κύματα Χάρης καί ἀλλοιώνεται ὁ
ἄλλος, θερμαίνεται ἡ ψυχή του, νιώθει
πολύ ὡραῖα, πλησιάζει αὐτόν πού
προσευχήθηκε καί δέν ξέρει γιατί τόν
πλησιάζει. Βλέπετε πώς ὑπάρχουν γυναῖκες
πού γιά νά κάνουν ἕναν ἄνδρα νά τίς
ἀγαπήσει, πηγαίνουν ἀκόμα καί σέ μάγους.
Γιά νά σέ ἀγαπήσει ὁ ἄλλος πρέπει νά
τόν ἀγαπήσεις ἐσύ, ὅχι μέ τό νά τοῦ
πεῖς ὅτι τόν ἀγαπᾶς, ἀλλά μέ τό νά
κάνεις μυστική, κρυφή προσευχή γι’
αὐτόν. Τότε ἐκεῖνος θά αἰσθανθεῖ ὅτι
τόν ἀγαπᾶς, γιατί ὁ ἄλλος μᾶς δίνει
αὐτά πού τοῦ στέλνουμε. Ἄν τοῦ στείλεις
ἀγάπη, θά σοῦ δώσει ἀγάπη. Ἄν τοῦ
στείλεις καχυποψία, θά σοῦ δώσει
καχυποψία. Ἄν στείλεις ζήλια, θά σοῦ
δώσει ζήλια. Καί θά ἀναρωτιέσαι γιατί
συνέβη αὐτό χωρίς νά πεῖς κάτι. Κι ὅμως
ἐσύ φταῖς γιατί ὑπάρχει αὐτή ἡ
ἀλληλεπίδραση τοῦ ἑνός μέ τόν ἄλλον
κι ἐσύ εἶχες κάνει κακούς λογισμούς.
Μπορεῖ ὀ ἄλλος νά μήν καταλαβαίνει
γιατί σέ ζηλεύει καί νά φταῖς ἐσύ, γιατί
ὑπάρχει αὐτή ἡ κοινωνία τῶν ψυχῶν,
ὑπάρχουν οὐσιαστικά τά δαιμόνια. Ὅταν
κάποιος ἔχει κακούς λογισμούς, οὐσιαστικά
ἔχει μέσα του δαιμονική ἐνέργεια καί
τήν ἐκπέμπει καί στόν ἄλλον. Ἄν ὅμως
προδιατεθεῖ κάποιος ἀγαπητικά ἀπέναντι
στόν ἄλλον, θά τό νιώσει ὁ ἄλλος καί
θά τοῦ φερθεῖ καλά, γιατί λαμβάνει
κύματα Χάρης. Ἀντίθετα ἄν ἔχει λογισμούς
ἀμφιβολίας καί προσπαθήσει νά τόν
πλησιάσει μέ πονηρό τρόπο, νά τόν
καταφέρει, δηλαδή διώχνει τήν ἀγάπη
καί βάζει ἀνθρώπινα μέσα, τότε σίγουρα
θά ἀποτύχει καί θά εἰσπράξει πάλι
καχυποψία ἀπό τήν ἄλλη πλευρά.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου