2-12-1984
«Κύριε
Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησον
ἡμᾶς
ἳνα
ἀναβλέψωμεν»
Οι
αξιοθαύμαστοι
άνθρωποι, αγαπητοί μου, πάντοτε και
παντού υπάρχουν. Είτε είναι πλούσιοι,
είτε είναι πτωχοί, είτε είναι υγιείς,
είτε είναι ασθενείς, είτε είναι εύσημοι,
είτε είναι άσημοι. Ένας τέτοιος ήταν
και ο τυφλός της Ιεριχούς, της σημερινής
ευαγγελικής περικοπής.
Ενώ
ο Κύριος εσυνοδεύετο από έναν όχλον
ολόκληρον και εγγίζει την πόλιν της
Ιεριχούς, ένας τυφλός ήτο καθισμένος
πλάι στο δρόμο και εζητιάνευε. Άκουσε
τον θόρυβον και εζητούσε να μάθει περί
τίνος πρόκειται. Και όταν του είπαν ότι
«Ἰησοῦς
ὁ
Ναζωραῖος
παρέρχεται»,
τότε εκείνος «ἐβόησε
λέγων·
Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.».
Σας
είπα ότι βρίσκει κανείς θαυμαστούς
ανθρώπους οπουδήποτε. Και πράγματι
βλέπει κανείς εδώ μία συντριπτική
διαφορά επικλήσεως. Όταν ερώτησε ο
τυφλός «τι
συμβαίνει;»,
ο όχλος του απήντησε, οι παρακείμενοι
άνθρωποι εκεί από τον όχλο, του απήντησαν:
«Ο
Ιησούς ο Ναζωραίος».
Εκείνος, ο τυφλός, όταν φωνάζει τον
Ιησούν, τον αποκαλεί «υιόν
Δαυίδ».
Ποια είναι η διαφορά; Τρομακτικά
μεγάλη.
Είναι γνωστό ότι η Ναζαρέτ δεν
ήτο καλής φήμης χωριό.
Έβγαιναν από εκεί κακοποιοί και
διεφθαρμένοι άνθρωποι. Θυμηθείτε όταν
κάποτε ο Κύριος επήγε και ωμίλησε εις
την Συναγωγήν της Ναζαρέτ, τόσο εθύμωσαν
μαζί Του όταν ωμίλησε και είπε ότι στην
εποχή του Ηλία πολλές χήρες υπήρχαν,
εντούτοις δεν εστάλη ο Ηλίας σε καμιά
χήρα στον λαό του Ισραήλ, αλλά εις τα
Σάρεπτα της Σιδωνίας·
στην εποχή του Ελισσαίου πολλοί λεπροί
υπήρχαν αλλά δεν θεραπεύτηκε κανένας
παρά ο Νεεμάν ο Σύρος, γεμάτοι
από αισθήματα σωβινιστικά,
τόσο πολύ ηγανάκτησαν εναντίον του
Ιησού, ώστε τον άρπαξαν να τον γκρεμίσουν
από μία πλαγιά βραχώδη, που ήταν το χωριό
τους. Κακοήθεις άνθρωποι.
Όταν
αργότερα, ο Φίλιππος θα πει στον Ναθαναήλ
ότι «βρήκαμε
τον Ιησούν τον Ναζωραίον, που έχουν
γράψει οι προφήται και ο Μωυσής»,
λέγει ο Ναθαναήλ στον Φίλιππον: «Είναι
δυνατόν κάτι καλό να προέλθει από την
Ναζαρέτ;».
Αργότερα, όταν θα συνεδριάσει το Συνέδριον
το ανώτατον των Εβραίων, ακριβώς για το
θέμα του Ιησού Χριστού αλλά μετά την
Ανάσταση έγινε αυτό, λέγουν σε έναν
σύνεδρον: «Ερεύνησε
να δεις, από την Ναζαρέτ βγήκε ποτέ
προφήτης;»
Συνεπώς,
αγαπητοί μου, η ονομασία «Ιησούς
ο Ναζωραίος»
ήτο υποτιμητική. Βεβαίως ο Κύριος
κατοικούσε στη Ναζαρέτ, αλλά δεν κατήγετο
από την Ναζαρέτ. Κατ’ αρχάς ήτο της
φυλής του Ιούδα. Και εγενήθη στη Βηθλεέμ,
εκ γένους βασιλικού, του Δαβίδ. Αλλά
επειδή είχε γίνει εκείνο το περιστατικό,
το επεισόδιο που γνωρίζετε με τον Ηρώδη,
εφοβήθηκε να μείνει ο Ιωσήφ επιστρέφοντας
από την Αίγυπτο, να μείνει εις την
Ιουδαία, που εβασίλευε ο γιος του Ηρώδου,
ο Αρχέλαος, επήγε για
λόγους ασφαλείας,
πέραν της Σαμαρείας, στην Γαλιλαία, που
ήτο η Ναζαρέτ. Και έτσι, επειδή έζησε
πολλά χρόνια ο Κύριος εκεί, γι’ αυτό
ακριβώς υπήρχε και η φήμη ή μάλλον
ελέγετο ότι ήτο Ναζωραίος. Στην
πραγματικότητα δεν ήτο Ναζωραίος, δεν
ήτο από την Ναζαρέτ. Ήτο
Βηθλεεμίτης, ήτο Ιουδαίος.
Και όπως σας εξήγησα, το όνομα «Ναζαρέτ»
ήταν κακόφημο. Και «Ναζωραίος»
ήτο κακόφημος
χαρακτηρισμός.
Το
πλήθος λοιπόν λέγει, λέγουν στον τυφλόν
: «Περνάει
ο Ιησούς ο Ναζωραίος».
Εδώ είναι το καταπληκτικό. Αγαπητοί
μου, τυφλός ήταν, τυφλός, τυφλός. Αλλά,
τι να πει κανείς; Ήταν
τα μάτια της ψυχής ανοιχτά.
Όταν βάζει φωνή, γιατί μόλις ελάχιστες
μέρες πιο μπροστά ο Κύριος είχε αναστήσει
τον Λάζαρον και το είχε μάθει αυτό ο
τυφλός της Ιεριχούς και μέσα
του ένιωσε ότι δεν είναι δυνατόν παρά
είναι ένας δυνατός, είναι ένας μεγάλος,
είναι ο Μεσσίας.
Και τώρα φωνάζει με πολύ μεγάλη φωνή:
«Ιησού,
υιέ Δαυίδ, ελέησόν με».
Τι σήμαινε «Ιησού,
υιέ Δαυίδ»;
«Υιέ
Δαυίδ»
σήμαινε «απόγονε
του Δαυίδ».
Δηλαδή «συ
που είσαι από βασιλική οικογένεια, η
καταγωγή σου.»
Αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Εκείνος
που θα κατήγετο από την οικογένεια του
Δαυίδ, θα ήτο ο Μεσσίας, θα ήτο ο Χριστός,
θα ήτο ο κεχρισμένος.
Υπάρχει λοιπόν διαφορά προσηγορίας,
δηλαδή ονομασίας, τεραστία. Ο
όχλος μένει σε ένα πεζό όνομα, ο τυφλός
προχωρεί πέρα από την ονομασία την κοινή
και Τον αποκαλεί τον Ιησούν « Μεσσία».
Αυτό είναι πάρα πολύ μεγάλο και πάρα
πολύ σημαντικό, που δείχνει ότι ο
τυφλός εκείνος έβλεπε με τα μάτια της
ψυχής.
Πιο κάτω, όταν ο Κύριος θα πει εις τον
τυφλόν: «Τι
θέλεις να σου κάνω;»,
εκείνος θα πει:
«
Κύριε,
ίνα αναβλέψω».
Αν
έπρεπε να πάρουμε όλα αυτά τα σημεία,
τα κομματιασμένα, του ονόματος, της
προσηγορίας του Ιησού, θα κάναμε την
εξής φράση: « Κύριε
(τον είπε Κύριο) Ιησού,
υιέ Δαυίδ
((αντιστοιχεί με το «Χριστέ», με το
«Μεσσία», «Χριστέ») ελέησόν
με».
Κύριε
Ιησού Χριστέ, ελεήσόν με.
Να εδώ
ο τυφλός της Ιεριχούς, ένας φτωχός,
κουρελής, παραπεταμένος άνθρωπος
συνέθεσε, αγαπητοί μου μίαν προσευχήν,
την λεγομένην «μονολόγιστον προσευχήν»,
που εφεξής εκατομμύρια εκατομμυρίων
άνθρωποι θα βάλουν στο στόμα τους.
Και μέχρι σήμερα. Είναι η προσευχή που
λέμε, ιδίως οι μοναχοί, αλλά όλοι δύνανται
να λέγουν, αλλά και λέγουν πολλοί. «Κύριε,
Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Προσέξτε.
Όταν λέμε αυτήν την λεγομένην «μονολόγιστον
προσευχήν» - γιατί αναφέρεται σε ένα
πρόσωπο και έχει ένα σκοπό-
το «ελέησόν με», ομολογούμε τα εξής:-
καθαρώς θεολογικό περιεχόμενο έχει
αυτή η προσευχή- όταν λέμε «Κύριε»,
ομολογούμε το πρόσωπο του Ιησού Χριστού
ως Θεόν. Όταν λέμε «Ιησού»,
ομολογούμε το πρόσωπό Του ως ανθρώπου.
Συνεπώς: « Κύριε,
Ιησού»
αντιστοιχεί με το « Θεάνθρωπε»,
αντιστοιχεί με το «Θεέ
που έγινες άνθρωπος».
«Χριστέ».
«Κύριε
Ιησού Χριστέ».
Το «Χριστέ» αντιστοιχεί με τον ρόλο, ας
μου επιτραπεί να το πω έτσι, με
την αποστολή του Ενανθρωπήσαντος Υιού
του Θεού.
Ποια η αποστολή; Η σωτηρία του κόσμου.
Αυτό θα πει «Μεσσίας». Λυτρωτής. Ο
κεχρισμένος από του Θεού. Αυτό θα πει
«Χριστός». Ο
κεχρισμένος υπό του Θεού για κάποια
ειδική αποστολή. Ποια είναι αυτή η
αποστολή; Η σωτηρία των ανθρώπων.
Αυτό λοιπόν το πρώτο μέρος, είναι το
θεολογικόν μέρος της προσευχής και
αποτείνεται εις το πρόσωπον του Ιησού
Χριστού, του Ενανθρωπήσαντος Υιού του
Θεού. Πολύ μεγάλο.
Το
«ελέησόν
με»
είναι το δεύτερον μέρος της προσευχής·
μόνον μία λέξις. Ελέησόν
με.
Που θα πει, να με ελεήσεις. Προσέξτε, δεν
λέγει
«Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Δαυίδ, δώσε
να δουν τα μάτια μου, δώσε να γεμίσουν
οι τσέπες μου χρήματα, δώσε να αποκτήσω-
στους δρόμους γύριζε αυτό ο τυφλός,
φτωχός, πολύ φτωχός, «προσαιτῶν»,
λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ζητιάνευε-
δώσε να αποκτήσω σπίτι». Ένας ζητιάνος
της εποχής εκείνης δεν είχε σπίτι. Δεν
λέγει τίποτα απ’ όλα αυτά. Αλλά λέγει
«ελέησόν με». Τι σημαίνει αυτό το «ελέησόν
με»; Σημαίνει : «Εγώ
δεν ξέρω τι πρέπει να σου ζητήσω. Εσύ
ξέρεις όμως τι πρέπει να μου δώσεις.
Γι’αυτό
εγώ σου λέγω, δώσε μου το έλεός σου κι
Εσύ θα κρίνεις τι πρέπει να μου δώσεις».
Γι’ αυτό, αγαπητοί μου, δεν
γνωρίζουμε στην προσευχή μας πολλές
φορές, παρότι μπορούμε να ζητήσουμε
ό,τι έχομε ανάγκη από τον Θεόν Πατέρα.
Μπορούμε να ζητήσουμε. Αλλά
υπάρχουν όμως εκτροπές.
Όταν ο Κύριος μας δίδαξε την λεγομένην
«Κυριακήν Προσευχήν», «Πάτερ ημών»
κτλ., έβαλε σε κάποια όρια τα αιτήματα
τα οποία πρέπει να ζητούμε. Δηλαδή τα
αιτήματά μας πρέπει να κινούνται σε
κάποια όρια που θέλει ο Θεός. Δεν μπορούμε
να ζητήσουμε πράγματα τα οποία δεν θέλει
ο Θεός. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε τον
θάνατον κάποιου ανθρώπου, γιατί θέλουμε
να απαλλαγούμε από τον άνθρωπον αυτόν.
«Κύριε, δώσε να πεθάνει αυτός ο άνθρωπος,
να γλυτώσω». Αυτό δεν είναι αίτημα
προσευχής. Δεν είναι δυνατόν να είναι
αίτημα προσευχής.
Έτσι
λοιπόν βλέπομε ότι ο Κύριος με την
παράδοσιν αυτής της προσευχής, ορίζει
πλαίσιον αιτημάτων. Αλλά, παρά ταύτα,
γνωρίζουμε, γιατί έχουμε εδώ περιπτώσεις
διαφοροποιήσεως. Εγώ να ζητήσω τον άρτον
μου, γιατί μου το δίδαξε ο Κύριος, ξέρω
όμως εάν αυτό το θέλει ο Θεός; Εγώ να
ζητήσω τούτο ή εκείνο. Ξέρω
εάν αυτό θέλει ο Θεός;
Επί των νομίμων πραγμάτων. Θα μπορούσε
να λέγει ο Ιώβ επί παραδείγματι : « Κύριε,
σε παρακαλώ πολύ, Κύριε, γιατί μου
παίρνεις τα παιδιά μου; Γιατί μ’ αφήνεις
τόσο γυμνόν και πεινασμένον, να βρίσκομαι
μ’ ένα κεραμίδι να ξύνω τις πληγές μου
από το σώμα μου, επάνω σε ένα σωρό από
κοπριά;». Μπορούσε να το πει αυτό. Δεν
ήτο νόμιμον; Να ζητήσει μίαν οικογενειακήν
αποκατάστασιν; Πολύ νόμιμο. Μπορούσε
να γνωρίζει τα παρασκήνια του ουρανού
ο Ιώβ; Μπορούσε να γνωρίζει τι εζήτησε
ο διάβολος; Και τι επέτρεψε η αγάπη του
Θεού, ώστε ο Ιώβ να γίνει αιώνιο υπόδειγμα
υπομονής; Δεν μπορούσε να το ξέρει αυτό
ο Ιώβ. Τότε τι θα μπορούσε να ζητά στην
προσευχή του ο Ιώβ; Σαν τι; Θα μπορούσε
να λέγει: «Κύριε, να σου ζητήσω να μου
δώσεις πίσω παιδιά;». Του έδωσε ο Θεός
παιδιά. Αργότερα. Του έδωσε όσα είχε και
πρώτα. Ενώ είχαν φονευθεί. Του έδωσε
σπίτια, του έδωσε μεγάλη περιουσία,
πολλαπλασία της προηγουμένης. Αλλά ο
Ιώβ όμως δεν μπορούσε να ξέρει τι έπρεπε
να ζητά. Τότε πώς θα έκανε προσευχή; Και
τι θα έλεγε στην προσευχή του; «Κύριε,
ελέησόν με. Δεν ξέρω τι πρέπει να μου
δώσεις. Αλλά σου ζητώ το έλεος. Εσύ ξέρεις
τι πρέπει να μου δώσεις εμένα».
Αυτό είναι το μεγάλο θέμα, αγαπητοί.
Έτσι
πληροί αυτή η θέσις εκείνον τον όρον
στην Κυριακήν προσευχήν, που λέγει:
«Γενηθήτω το θέλημά Σου». Να
γίνει το θέλημά Σου.
Εγώ
δεν ξέρω ποιο είναι το θέλημά Σου. Το
ξέρεις Εσύ όμως. Γι’ αυτό λοιπόν, ελέησέ
με.
Γι’ αυτό λέγοντας την ευχή αυτή «Κύριε,
Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»,
είναι η
προσευχή των προσευχών.
Είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ειπεί
κανείς, αποτεινόμενος προς τον Θεόν. Κι
αυτή την προσευχή την είπε ένας τυφλός
ζητιάνος της πόλεως Ιεριχούς.
Είναι καταπληκτικό. Είχε Πνεύμα Θεού.
Είναι καταπληκτικό, αγαπητοί μου.
Αλλά
ακόμα, ενώ φωνάζει, του λέγουν να σιωπήσει,
του λέγουν οι παρακείμενοι. «Σώπα»,
του λέγουν, «σώπα,
μη φωνάζεις. Διότι ενοχλείς τον Κύριον,
τον διδάσκαλον, ενοχλείς τον διδάσκαλον».
Εκείνος,
όσο του έλεγαν να σιωπήσει, τόσο
περισσότερο εφώναζε.
Γι’ αυτό αλλάζει εδώ το ρήμα, ενώ πρώτα
λέει «εβόησε» (του ρήματος «βοώ» και
είναι αόριστος),κατόπιν λέγει «ἔκραζεν,
πολλῷ
μᾶλλον
ἔκραζεν».
Που «κράζω» σημαίνει «φωνάζω δυνατά
και παρατεταμένα·
γιατί είναι Παρατατικός. Έκραζε διαρκώς
«Ιησού,
υιέ Δαυίδ, ελέησόν με».
Τι σημαίνει εδώ, αγαπητοί; Μια επιμονή.
Η επιμονή είναι μεγάλο πράγμα. Είναι
αρετή. Με έναν όρον όμως. Εφόσον
περιέχει υπέρ του εαυτού της την αλήθειαν
, την ορθότητα, και ακόμη εφόσον κανείς
διαθέτει μια αδαμαντίνη θέληση.
Εάν με αυτά τα δύο στοιχεία ο άνθρωπος
κινηθεί να έχει την αρετήν, την αξίαν
της επιμονής, κερδίζει πολλά. Διότι,
καταλαβαίνετε, είναι δίκοπο μαχαίρι η
περίπτωσις. Αν δεν έχει ορθότητα αυτό
στο οποίο επιμένω, τότε είμαι ένας
πρόστυχος εγωιστής. Μου λέγουν οι άλλοι
ότι αυτό που φωνάζω, που θέλω, που επιμένω,
είναι κουτό, είναι κακό, κι εγώ επιμένω.
Αυτό πια δεν είναι επιμονή, είναι πείσμα,
είναι κακοήθεια, είναι βλακεία στην
τελευταία ανάλυση. Πρέπει
λοιπόν να είμαι πεπεισμένος περί της
ορθότητος του εγχειρήματος που αναλαμβάνω.
Και κατόπιν θα πρέπει να διαθέσω μια
γερή, αδαμαντίνη, σας είπα, θέληση. Και
τότε θα νικήσω.
Πράγματι,
μία τέτοια επιμονή κρύβει μέσα της την
δημιουργία. Ενώ
μια άλλη επιμονή, πεισματάρικη, κρύβει
μέσα της την καταστροφή.
Η επιμονή νικά. Θυμηθείτε την Άννα, την
μητέρα του Σαμουήλ. Επέμενε στις προσευχές
της να της δώσει ο Θεός παιδί. Και της
έδωσε. Λέοντα της έδωσε. Τον Σαμουήλ,
τον προφήτη. Τον τελευταίον κριτήν του
λαού του Ισραήλ.
Ακόμη
θυμηθείτε εκείνη τη Χαναναία γυναίκα,
που ξωπίσω από τον Κύριο, Του λέγει:
«Ελέησέ με». Κι εκείνη. Καταπληκτικό,
αγαπητοί μου. Ειδωλολάτρισσα ήτο. «Υιέ
Δαυίδ», Τον αποκαλούσε και εκείνη. «Υιέ
Δαυίδ, ελέησόν με».
Καταπληκτικό! Δεν το βλέπουμε αυτό να
το λέγουν οι Εβραίοι. Είναι, είναι,
είναι… φοβερό, δηλαδή φοβερό. Πώς το
Πνεύμα του Θεού δεν λογαριάζει εάν είσαι
Εβραίος ή δεν είσαι Εβραίος. Το
Πνεύμα του Θεού βλέπει καρδίαν.
Και ο Κύριος εθεράπευσε την κόρη της,
το δαιμονισμένο εκείνο κορίτσι.
Θυμηθείτε
ακόμη αγαπητοί μου τον Ιακώβ εν οράματι,
όταν παλαίει μετά του Θεού. Δεν λέει «ο
Θεός»
εκεί. Με κάποιον, λέει, επάλαιε. Και του
ζητά να τον ευλογήσει. Αλλά η ευλογία
δεν έρχεται παρά από τον Θεό. «Δε
θα σ’ αφήσω,
λέγει,-παλεύοντας οι δύο, και ενικάτο
αυτός ο κάποιος, στον ύπνο του, ε;-,δε
θα σ’ αφήσω να φύγεις, αν δε με ευλογήσεις».
Λέγει: «Καλά,
κοίταξε, άφησέ με να φύγω».
Δεν έλεγε «σε
ευλογώ».
Είναι ότι ο Θεός θέλει να παλεύει με
τον άνθρωπο και να νικάται ο Θεός. Το
αγαπά πολύ ο Θεός να νικάται από τον
άνθρωπο.
-Άφησέ
με να φύγω.
-Δε
σ’ αφήνω να φύγεις αν δεν με ευλογήσεις.
-Καλά,
του λέγει, να είσαι ευλογημένος. Εφεξής
θα λέγεσαι «Ισραήλ» (που θα πει
«ευλογημένος»).
Και
τότε εξύπνησε ο Ιακώβ. Αισθάνθηκε…γιατί
τον είχε πιάσει από το πόδι εδώ αυτός ο
κάποιος, το πόδι του πιασμένο! Δια την
αλήθεια του ονείρου, του οράματος
εκείνου. Πώς και έγινε αυτό; Πώς
απέσπασε την ευλογία; Με την επιμονή.
Είναι λοιπόν μεγάλο πράγμα η επιμονή.
Είναι το όπλο της επιτυχίας. Θέλετε;
Είναι το όπλο της ευλογίας. Θέλετε; Είναι
το όπλο της σωτηρίας.
Ακόμη,
όταν τον εθεράπευσε αυτόν τον τυφλόν ο
Κύριος, του λέγει ο Κύριος: «ἡ
πίστις σου σέσωκέ σε».
Η
πίστις σου σε έχει σώσει. Ώστε λοιπόν
το κίνητρο, το ελατήριον της ενεργείας
του τυφλού ήτο η πίστις. Διότι εδώ ο
ίδιος ο Κύριος αποκαλύπτει το ελατήριον.
Ενώ σε άλλες περιπτώσεις ζητά την πίστιν,
εδώ δεν την ζητά, γιατί ήδη προβάλλεται.
«Εάν,
λέγει,
εσύ πιστεύεις, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι»,
λέει σε έναν ταλαίπωρο πατέρα, που είχε
ένα δαιμονισμένο παιδί. Εδώ όμως δεν
ζητά πίστη, γιατί ήδη προβάλλεται. Είναι
μία πίστις, θα
λέγαμε,
κραυγαλέα.
Και του λέγει: «Ἀνάβλεψον».
Να ανοίξουν τα μάτια σου. Ένας Πατήρ της
Εκκλησίας, ο Θεοφύλακτος, λέγει το εξής
χαριτωμένο: «Ἀνάβλεψον·
ὅθεν
καί φῶς
τῷ
κάμνοντι γέγονεν ἡ
φωνή, ἐκ
φωτός τοῦ
αληθινοῦ
προϊοῦσα».
Εκείνη η φωνή του Θεού Λόγου του
Ενανθρωπήσαντος έγινε, λέγει, φως! Και
αυτό το φως έγινε φως στον τυφλό.
Αυτό το φως προήρχετο από το φως το
αληθινόν. Αυτό που λέμε στο Σύμβολο της
Πίστεως, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο
Υιός του Θεού, «φως εκ φωτός». Φως ο
Πατήρ, φως ο Υιός. Και το φως-Υιός
προέρχεται εκ του φωτός-Πατήρ. Όταν
λοιπόν είπε «ανάβλεψον»,
αυτός ο ήχος, έγινε, λέγει, φως στα μάτια
του τυφλού! Και ο τυφλός είδε τον
Ενανθρωπήσαντα Υιόν του Θεού. Γιατί
αγαπητοί μου στο βάθοςόχι
τόσο γιατί θα ήθελε ένας τυφλός να έχει
το φως του, να περπατάει στη ζωή του, να
κάνει τις δουλειές του, να βλέπει την
φύση, να βλέπει το φως το ηλιακόν, να
βλέπει τους συγγενείς του και τους
φίλους του, όσο
κυρίως για να δει ο πρώην τυφλός το
μεγάλο γεγονός, το κοσμοϊστορικόν·
την Ενανθρώπηση του Υιού του Θεού,
όταν ο Κύριος εθεράπευε τους τυφλούς,
τους κωφούς κτλ. αλλά ας μείνω στους
τυφλούς, ήταν. Αυτός είναι ο βασικός και
ο
θεμελιώδης λόγος
που ο Κύριος θεραπεύει τους ασθενείς
και τους τυφλούς. Για να Τον δουν. Και
τους κωφούς, για να Τον ακούσουν. Και
τους παραλύτους για να Τον προσκυνήσουν.
Αυτός είναι ο λόγος.
Έτσι,
γίνεται στα μάτια του τυφλού μια
αποκάλυψις. Τι αποκάλυψις; Του σκηνικού
της Δημιουργίας; Του φωτός του ηλιακού;
Των ανθρώπων; Ω,
γίνεται
αποκάλυψη.
Αυτού
του Ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού.
Εκείνον
που οι άρχοντες του λαού δεν ανεγνώρισαν
και ε- σταύρωσαν.
Ο
Υιός του Θεού αποκαλύπτεται στα μάτια
του πρώην τυφλού.
Και
τώρα ο τυφλός θεραπεύτηκε. Είδε τον
Υιόν του Θεού. Και τι κάνει; Λέγει το
ιερό κείμενο «ηκολούθησε τον Ιησούν,
δοξάζων τον Θεόν». Ακολουθεί τον Ιησού
και δοξάζει τον Θεό. Τι θα πει «ακολουθεί»;
«Ακολουθεί»
θα πει ότι εφαρμόζει πια όλα εκείνα τα
οποία θέλει ο Ιησούς.
«Όστις
θέλει πίσω μου ελθείν»,
λέγει, « απαρνησάσθω
εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και
ακολουθείτω μοι».
Θέλεις να είσαι μαθητής μου; Θέλεις να
με ακολουθήσεις; Δεν έχεις παρά να
σηκώσεις τον σταυρό σου. Και
ο σταυρός ξέρετε τι είναι; Είναι το
Ευαγγέλιον. Γιατί το Ευαγγέλιο είναι
σταυρικό. Είναι θυσία το Ευαγγέλιον.
Από τη στιγμή που αναλαμβάνεις να γίνεις
Χριστιανός, θα γίνεις ο θύτης και το
θύμα και το θυσιαστήριον. Εσύ
ο θύτης, που θα θυσιάσεις τον εαυτόν
σου, επί του θυσιαστηρίου του εαυτού
σου.
Και αυτό είναι σταυρός, είναι θυσία.
Αλλά
και ο λαός που είδε το θαύμα «έδωκεν»,
λέει, «αίνον εις τον Θεόν». Όταν κανείς
ορθά σταθεί μπροστά στον Ιησούν Χριστόν,
γίνει το θαύμα, να αλλοιωθεί η καρδιά
του, να γίνει καινούριος άνθρωπος, από
αμαρτωλός να γίνει ευσεβής, να γίνει
άγιος, από ασεβής, ευσεβής, να γίνει
σπουδαίος Χριστιανός, ο λαός τον βλέπει
αυτόν και δοξάζει τον Θεό. Και
έτσι γίνεται ο πρώην τυφλός, μέσον
δοξολογίας και αίνου του Θεού.
Αγαπητοί
μου, η όλη εικόνα, το όλο σκηνικό, όπως
μας το περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς
στο Ευαγγέλιό του, είναι ένα σύμβολο.
Είναι ιστορία·
προσέξτε, μη μπερδευτούμε, είναι ιστορία.
Ταυτοχρόνως όμως είναι και ένα σύμβολο.
Ένα
σύμβολο της ανθρωπότητος·
που
τυφλή ζητιανεύει να εγγίσει τον
Ενανθρωπήσαντα Υιόν του Θεού.
Δεν
Τον ξέρει. Δεν ξέρει πώς θα σωθεί. Αλλά
διαισθάνεται. Και προσεγγίζει. Και τότε
ο Υιός του Θεού λέγει στην τυφλή και
πτωχή και ζητιανεύουσα ανθρωπότητα:
« Ἀνάβλεψον,
άνοιξε τα μάτια σου».
Αγαπητοί μου, δεν
υπάρχει άλλος, δεν υπάρχει κανένας
άλλος, έξω από τον Ιησούν Χριστόν, προς
τον οποίον μπορούμε να καταφύγουμε, να
Του ζητήσουμε να μας ανοίξει τα μάτια.
Και
όταν τότε ανοίξουν τα μάτια, τότε δεν
έχουμε παρά συνεχώς να Τον δοξολογούμε
και να Τον αινούμε.
ΠΗΓΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου