Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
ΠΗΓΗ:ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟΝ
Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΔΩ
Τα Μάγδαλα [1], μικρό ψαροχώρι στη δυτική όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ, πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την πόλη της Τιβεριάδος, ήταν η πατρίδα της αγίας Μαρίας. Εύπορη κόρη, ζούσε με τον φόβο του Θεού και την τήρηση των εντολών Του, μέχρι την ημέρα που βρέθηκε υπό το κράτος των επτά δαιμονίων (βλ. Μάρκ. 16, 9· Λουκ. 8, 2) [2]. Βασανιζόμενη και ανίκανη εντελώς να βρει ανάπαυση, πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθε στην περιοχή, αφού διέσχισε την Σαμάρεια, και ότι προσείλκυε πλήθη λαού που Τον ακολουθούσαν, με τα θαύματα και την ουράνια διδασκαλία Του. Γεμάτη λαχτάρα και ελπίδα, έτρεξε προς Εκείνον και, αφού παρέστη μάρτυς στο Θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων σε αριθμό ικανό να θρέψει περισσότερες από τέσσερις χιλιάδες ψυχές (Ματθ. 10, 30-39), έπεσε στα πόδια του Σωτήρος και Του ζήτησε να την οδηγήσει στην οδό της αιωνίου ζωής.
Αφού λυτρώθηκε από τη δοκιμασία των δαιμονίων, απαρνήθηκε τα υπάρχοντά της και κάθε δεσμό με τον κόσμο, για να ακολουθήσει τον Χριστό σε όλες τις περιοδείες Του μαζί με τους Αποστόλους, την Παναγία και άλλες ευσεβείς γυναίκες που είχαν ταχθεί στην υπηρεσία Του, αφού θεραπεύθηκαν από διάφορες ασθένειες: τη Μαρία, τη μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή· τη Μαρία του Κλωπά· την Ιωάννα, που ήταν γυναίκα του επιτρόπου Χουζά· τη Σουσάννα και τη Σαλώμη, τη μητέρα των υιών Ζεβεδαίου.
Όταν εκπλήρωσε την αποστολή Του στη Γαλιλαία, ο Κύριος κατευθύνθηκε προς την Ιερουσαλήμ, παρά τις προειδοποιήσεις των κοντινών Του ανθρώπων. Η Μαρία η Μαγδαληνή Τον ακολούθησε και εκεί χωρίς δισταγμό και συνδέθηκε φιλικά με τη Μαρία και τη Μάρθα από τη Βηθανία. Όταν ο Κύριος ελευθέρωσε έναν δαιμονισμένο που ήταν βουβός και βεβαίωσε ότι εξέβαλλε τα δαιμόνια με το Πνεύμα του Θεού, μια φωνή δυνατή ακούστηκε ενθουσιαστικά μέσα από το πλήθος λέγοντας: «Μακάρια η κοιλιά που Σε βάσταξε και οι μαστοί που Σε θήλασαν!» (Λουκ. 11, 27). Η φωνή αυτή ήταν πιθανόν της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Ήταν επίσης παρούσα στην ανάσταση του Λαζάρου και στερεώθηκε τότε στην πίστη της στον Υιό και Λόγο του Θεού. Ενώ οι άλλοι μαθητές είχαν εγκαταλείψει τον Διδάσκαλο τη στιγμή της προδοσίας και της σύλληψής Του, εκείνη Τον ακολούθησε μέχρι την αυλή του αρχιερέως και, κατόπιν, παρευρέθηκε στην άδικη κρίση Του στο δικαστήριο του Ποντίου Πιλάτου και στο Πάθος Του μαζί με την Παναγία και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο (Ιωάν. 19, 25).
Όταν όλα συντελέστηκαν και το αίμα του Σωτήρος είχε τρέξει από το πλευρό Του για να εξαγνίσει τη γη, η Μαρία ξεπερνώντας την οδύνη της, πήρε την πρωτοβουλία του ενταφιασμού Του. Γνωρίζοντας ότι ο ευγενής Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας [31 Ιουλ.], εύσημος βουλευτής, είχε λαξεύσει στον βράχο εκεί κοντά έναν νέο τάφο, πήγε να τον βρει και τον έπεισε να παραχωρήσει αυτό το μνημείο για να ενταφιασθεί ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ενδυναμωμένος από τη σθεναρή πίστη της γυναίκας αυτής, ο Ιωσήφ πήρε την άδεια από τον Πιλάτο και παίρνοντας μαζί του τον Νικόδημο, μέλος επίσης του Συνεδρίου και κρυφός μαθητής του Χριστού, κατέβασε το Σώμα από τον Σταυρό και Το τύλιξε σε σάβανο για να Το καταθέσει στον τάφο. Η Μαρία η Μαγδαληνή, όπως και η Παναγία, παρευρίσκονταν στη σκηνή και ανέπεμψαν νεκρώσιμο ύμνο με άφθονα δάκρυα, στα οποία όμως έλαμπε η ελπίδα της Αναστάσεως [3]. Αφού σφραγίσθηκε το μνημείο με μεγάλο λίθο που κυλίστηκε στην είσοδο, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος απομακρύνθηκαν· οι δύο όμως άγιες γυναίκες παρέμειναν καθισμένες κλαίγοντας μπροστά στον τάφο μέχρι αργά τη νύχτα. Εγκαταλείποντας τον τόπο, αποφάσισαν μόλις τελείωνε η αργία του Σαββάτου να επιστρέψουν στον τάφο με μύρα για να αλείψουν μια φορά το Σώμα του Σωτήρος (Μάρκ. 16, 1).
Αφού τήρησαν το Σάββατο, σύμφωνα με τον Νόμο μέχρι να λαλήσει ο πετεινός, κι ενώ χάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, η Μαρία η Μαγδαληνή και η «άλλη Μαρία» ήλθαν στο μνημείο [4]. Έγινε εκεί αίφνης σεισμός και τους εμφανίσθηκε λαμπρός άγγελος που τους ανήγγειλε ότι ο Κύριος Ιησούς δεν βρισκόταν πια μέσα, αλλά είχε αναστηθεί (Μάρκ. 28, 1). Αναστατωμένες, δεν βρήκαν καν τον χρόνο να κοιτάξουν μέσα στον τάφο, αλλά έτρεξαν αμέσως να μεταφέρουν με ιερή λαχτάρα την εξαίσια είδηση στους Αποστόλους. Ο Αναστημένος Κύριος τούς φανερώθηκε στον δρόμο και τις χαιρέτισε λέγοντας «Χαίρετε!». Ήταν πράγματι ταιριαστό να αναγγελθεί σε μια γυναίκα η λύτρωση της φύσης μας που εξέπεσε και καταδικάστηκε στην οδύνη εξαιτίας της αμαρτίας της προμήτορος Εύας.
Ακούγοντας τη διήγησή τους, οι Απόστολοι πίστεψαν ότι παραληρούσαν. Ο Πέτρος, ωστόσο, έτρεξε στον τάφο κι αφού έσκυψε μέσα, είδε ότι μόνο τα σάβανα βρίσκονταν εκεί κι έφυγε αμήχανος. Όταν πια έφεξε, η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε για δεύτερη φορά στον τόπο εκείνο για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε πέσει θύμα παραίσθησης. Βλέποντας κι αυτή πως ο τάφος ήταν όντως κενός, πήγε να το πει στον Πέτρο και στον Ιωάννη που μετέβησαν τρέχοντας επί τόπου. Όταν οι δύο μαθητές αναχώρησαν εκ νέου, έμεινε μόνη κοντά στον τάφο, συλλογιζόμενη ποιος θα μπορούσε να έχει πάρει το Σώμα (Ιωάν. 20, 11). Δύο λαμπροφορεμένοι άγγελοι φάνηκαν τότε στο μέρος όπου ήταν πριν το Σώμα του Κυρίου· ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού και ο άλλος προς το μέρος των ποδιών, και τη ρώτησαν γιατί έκλαιγε. Καθώς αποκρινόταν σ’ αυτούς, οι άγγελοι ανασηκώθηκαν αίφνης με σεβασμό.
Η Μαρία γύρισε προς τα πίσω και είδε τον Ιησού Χριστό που της έκανε την ίδια ερώτηση. Παίρνοντάς Τον για τον κηπουρό του τόπου, Τον ρώτησε εάν όντως είχε πάρει εκείνος το Σώμα. Μόλις όμως ο Χριστός την αποκάλεσε με το όνομά της, «Μαρία!», αναγνωρίζοντας αυτή τη φωνή του αγαπημένου της Κυρίου, φώναξε: «Ραβουνί!», που σημαίνει «Διδάσκαλε». Και θέλησε να πέσει στα πόδια Του να τα φιλήσει με δέος. Επιθυμώντας να την οδηγήσει σε μία υψηλότερη κατανόηση της ένθεης και άφθαρτης κατάστασης στην οποία βρισκόταν το Σώμα Του μετά την Ανάσταση, ο Χριστός τής είπε: «Μη Μ’ αγγίζεις· δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα Μου!» και την έστειλε να αναγγείλει στους υπόλοιπους αδελφούς ό,τι ακριβώς είδε και άκουσε από Αυτόν.
Γινόμενη για τρίτη φορά «απόστολος των Αποστόλων» η Μαρία η Μαγδαληνή, έμεινε με τους μαθητές και την Παναγία, συμμεριζόμενη την άφραστη χαρά τους. Είναι πιθανόν να ήταν παρούσα στο Όρος των Ελαιών κατά την Ανάληψη, όπως και στο Υπερώο τη μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής, όταν επεφοίτησε το Άγιο Πνεύμα «με τη μορφή πύρινων γλωσσών» (Πράξ. 2, 3).
Ιστορείται πως η αγία εγκατέλειψε έπειτα την Ιερουσαλήμ για να μεταβεί στη Ρώμη, προκειμένου να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Τιβέριο να αποδοθεί πλήρως δικαιοσύνη για την άδικη καταδίκη που εξέδωσε ο Πιλάτος [5]. Παρουσιάστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα με ένα αυγό στο χέρι και του δήλωσε ότι μετά το Πάθος ο Χριστός ανέστη κομίζοντας σε όλους τους ανθρώπους την επαγγελία της Αναστάσεως· και τότε το αυγό βάφτηκε κόκκινο [6]. Ο Τιβέριος άκουσε το αίτημά της και κάλεσε τον Πιλάτο καθώς και τους δύο χριστοκτόνους αρχιερείς Άννα και Καϊάφα. Ο Καϊάφας πέθανε καθ’ οδόν προς την Κρήτη· όσο για τον Άννα τιμωρήθηκε κλεισμένος σε ένα βουβαλίσιο τομάρι. Ο Πιλάτος παρουσιάσθηκε στο δικαστήριο του αυτοκράτορα και προσπάθησε να δικαιολογηθεί επικαλούμενος τις πιέσεις που δέχθηκε από τους Εβραίους και τον κίνδυνο εξέγερσης κατά των ρωμαϊκών Αρχών. Ο Καίσαρας όμως έμεινε απαθής μπροστά στην απολογία του και τον φυλάκισε. Αναφέρεται ότι κυνηγώντας ένα ελάφι σε κάποιο κυνήγι που οργάνωσαν φίλοι του Πιλάτου, έξω από την πόλη και κάπου κοντά στη φυλακή, προκειμένου να κολακεύσουν και να ευμενίσουν τον αυτοκράτορα με σκοπό να μεταβάλλουν την καταδικαστική του απόφαση, ο Τιβέριος έριξε ένα βέλος το οποίο βρήκε στην καρδιά τον Πιλάτο καθώς βρισκόταν στο παράθυρο της φυλακής του.
Επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ η Μαρία η Μαγδαληνή, ακολούθησε την αποστολική πορεία του αγίου Πέτρου. Τέσσερα χρόνια μετά την Ανάσταση, καθώς οι Απόστολοι βρίσκονταν διεσπαρμένοι σε διάφορες περιοχές του κόσμου, η αγία συνόδευσε τον άγιο Μάξιμο, έναν από τους Εβδομήκοντα Μαθητές [4 Ιαν.], στη διάδοση του Ευαγγελίου. Συνελήφθησαν από τους Εβραίους και εγκαταλείφθηκαν μαζί με άλλους χριστιανούς στο πέλαγος δίχως τροφή σε ένα καράβι χωρίς πανιά και κουπιά. Το πλεούμενο ωστόσο οδηγήθηκε από τον Χριστό, τον Πιλότο της Σωτηρίας μας, στη Μασσαλία της Γαλατίας [7]. Αφού έπιασαν στεριά σώοι και αβλαβείς, οι άγιοι Απόστολοι δοκιμάστηκαν από την πείνα, τη δίψα και την περιφρόνηση των κατοίκων της περιοχής, που ήσαν φανατικοί ειδωλολάτρες οι οποίοι δεν τους προσέφεραν καμία βοήθεια. Μια μέρα που είχαν συγκεντρωθεί για τις ασεβείς θυσίες τους, η αγία Μαρία παρεισέφρησε με θάρρος στη συνάθροιση και τους προέτρεψε να αναγνωρίσουν ως μόνο Θεό, τον Κύριο, τον Ποιητή ουρανού και γης. Σαγηνευμένοι από το θάρρος της και από την ακτινοβολία του προσώπου της, οι ειδωλολάτρες πρόσεξαν τα λόγια της. Επανέλαβε αυτή την ομιλία της μπροστά στον Ρωμαίο διοικητή της περιοχής, ονόματι Υπάτιο, που είχε έρθει με τη σύζυγό του να φέρουν τις προσφορές τους στα είδωλα για να αποκτήσουν τέκνο. Διστακτικός στην αρχή ο Υπάτιος, μετά από τρεις εμφανίσεις της αγίας δέχθηκε τη Μαρία και τους συντρόφους της στο παλάτι και ζήτησε να πληροφορηθεί επαρκώς για την Πίστη τους. Χάρη στη μεσιτεία της Μαρίας απέκτησε παιδί, αλλά η γυναίκα του πέθανε στη γέννα. Μετά από σύντομη παραμονή στη Ρώμη, ο Υπάτιος ξεκίνησε για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ· αλλάζοντας όμως ξαφνικά γνώμη, αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο όπου είχε ενταφιασθεί η γυναίκα του. Πόση όμως ήταν η έκπληξή του βρίσκοντας αυτήν και το παιδί του στη ζωή και μαθαίνοντας ότι είχαν επιβιώσει χάρη στις προσευχές και τις φροντίδες της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής! Ευχαριστώντας τον Θεό, ο άρχοντας, όπως και όλος ο οίκος του, βαπτίσθηκαν τότε και έγιναν διάπυροι κήρυκες της αληθείας του Χριστού.
Φεύγοντας από τη Γαλατία, η αγία Μαρία συνέχισε τις αποστολικές περιοδείες της στην Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Συρία, την Παμφυλία και άλλους τόπους, διαδίδοντας παντού την ευωδία του Χριστού. Πέρασε κάποιο διάστημα στην Ιερουσαλήμ, κατόπιν δε αναχώρησε για την Έφεσο, όπου συνάντησε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και μοιράστηκε τις δοκιμασίες του, απολαμβάνοντας τις θεόπνευστες διδαχές του.
Αφού εκπλήρωσε την αποστολή που της είχε εμπιστευθεί ο Θεός, μετά από σύντομη ασθένεια παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή της στον Κύριο και ενταφιάσθηκε στην είσοδο του σπηλαίου όπου εκοιμήθησαν μεταγενέστερα οι άγιοι Επτά Παίδες [4 Αυγ.]. Πλήθος θαυμάτων επιτελέσθηκαν στον τόπο εκείνο μέχρι που, δέκα σχεδόν αιώνες αργότερα (899), ο ευσεβής βασιλεύς Λέων ΣΤ΄ο Σοφός (866-912) διέταξε την ανακομιδή των λειψάνων της αγίας Ισαποστόλου στην Κωνσταντινούπολη [4 Μαΐου]. Τα υποδέχθηκε με μεγάλη ευλάβεια με την αθρόα παρουσία του λαού και, φέροντάς τα επάνω στους ώμους του, βοηθούμενος και από τον αδελφό του Αλέξανδρο, τα κατέθεσε στο αριστερό μέρος του ιερού της Μονής του Αγίου Λαζάρου την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος.
Επιβιώνοντας μέσα από τις περιπέτειες της ιστορίας το αριστερό χέρι της αγίας Μυροφόρου Μαγδαληνής Μαρίας, το οποίο διατηρεί τη θερμοκρασία του σώματος ενός ζωντανού ανθρώπου και το οποίο αναδίδει άρρητη και πλούσια ευωδία, αποτελεί τρανό και ευλαβικό προσκύνημα σήμερα στην ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, η οποία τιμά την αγία Μαγδαληνή, τη Μαθήτρια και Μυροφόρο του Σωτήρος Χριστού και Ισαπόστολο της Εκκλησίας Του, ως δεύτερη κτιτόρισσά της και πανθαύμαστη έφορό της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Τα Μάγδαλα (e-Megdel· Μάγαδα ή Δαλμανουθά) πιθανόν να ταυτίζονται με τη Μεγαλά Αρίμ της φυλής Νεφθαλείμ (βλ. Ιησ. Ν. 19, 38).
[2] Η δυτική παράδοση, από την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου [12 Μαρτ.] («Ομιλία εις τα Ευαγγέλια» 24 και 33, PL 76, 1189, 1239· «Ομιλία εις Ιεζεκιήλ» 8, PL 76, 854) εξομοίωσε τη Μαρία τη Μαγδαληνή με τη μετανοούσα αμαρτωλή που ήλθε να αλείψει με μύρο τα πόδια του Χριστού (Λουκ. 7, 36-38) και ακόμη με τη Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου. Ο συνταυτισμός αυτός όμως δεν έχει κανένα απολύτως στήριγμα στο Ευαγγέλιο και αγνοείται από τους περισσότερους ανατολικούς Πατέρες. Ο δαιμονισμός άλλωστε δεν προϋποθέτει έκλυτο βίο. Ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής (900-987) [9 Νοεμ.] ερμηνεύει με αλληγορικό τρόπο τα «επτά δαιμόνια» ως τα επτά πάθη που θέτουν εμπόδια στην αρετή· σε αυτό πάντως δεν τον ακολουθούν άλλοι Πατέρες.
[3] Ο θρήνος αυτός είναι το θέμα του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου.
[4] Κατά τον άγιο Ρωμανό τον Μελωδό (6ος ή 8ος αι.) [1 Οκτ.] και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359) [14 Νοεμ. και Β΄ Κυρ. Νηστειών] η «άλλη Μαρία» δεν μπορεί να είναι άλλη από την Παναγία, διότι άρμοζε να είναι η πρώτη που θα έβλεπε την Ανάσταση του Υιού της. Για τους περισσότερους όμως Πατέρες, η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν εκείνη που είδε πρώτη τον Κύριο, σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελίου (Μάρκ. 16, 19) και η «άλλη Μαρία» ήταν η μητέρα του Ιακώβου [23 Οκτ.]. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς προσπάθησαν να συμβιβάσουν με διαφορετικούς τρόπους τις επί μέρους διηγήσεις των ιερών Ευαγγελίων όσον αφορά την επίσκεψη ή τις επισκέψεις των αγίων Μυροφόρων γυναικών στον Τάφο. Συνοψίζουμε εδώ την εκδοχή του Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου (14ος αι.) [22 Νοεμ].
[5] Η διήγηση αυτή της εκδίκησης κατά του Πιλάτου και του θανάτου του αναφέρεται μόνο από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή, πιθανώς υπό την επίδραση του απόκρυφου «Ευαγγελίου του Νικοδήμου» («Πράξεις του Πιλάτου», 5ος αι.), όπου διαδραματίζει ρόλο η αγία Βερονίκη [12 Ιουλ.]. Το έτος 36, ο Πιλάτος καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και στάλθηκε στη Ρώμη για να δώσει λογαριασμό για την κακοδιοίκησή του, κατά την οποία αφθονούσαν οι βιαιότητες και οι αυθαίρετες εκτελέσεις. Κατά τον ιστορικό Ευσέβιο Καισαρείας (263-339), φέρεται να αυτοκτόνησε (βλ. Εκκλ. Ιστ. 2, 7) ή ίσως και να εκτελέσθηκε. Διάφορες απόκρυφες παραδόσεις προσπάθησαν να αποκαταστήσουν τον Πιλάτο, υποθέτοντας ακόμη ότι δήθεν μεταστράφηκε και μεταφέρουν όλη την ευθύνη για το Πάθος στους Εβραίους.
[6] Η παράδοση αυτή εξηγεί το έθιμο των πασχαλινών αυγών, που έχει διαδοθεί σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.
[7] Η διήγηση αυτή της αποστολής της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, που αναφέρεται από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή, απηχείται τρόπον τινά σε διάφορες παραδόσεις διαδεδομένες στη Γαλλία, όσον αφορά την τιμή της αγίας. Η παράδοση της ανακομιδής του λειψάνου της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στην Μονή του Vézelay στη Βουργουνδία δείχνει να είναι η παλαιότερη και υπήρξε η απαρχή ενός ονομαστού προσκυνήματος. Κατά ορισμένους τα λείψανα αυτά προήλθαν από την Προβηγκία, κατ’ άλλους από την Παλαιστίνη. Από τον 12ο αιώνα άρχισε να τιμάται στη Sainte-Baume, πενήντα χιλιόμετρα από τη Μασσαλία, ένα σπήλαιο όπου η αγία φέρεται να ασκήτευσε επί τριάντα χρόνια. Παράλληλα, αναπτύχθηκε προσκύνημα στο χωριό «Άγιος Μαξιμίνος», είκοσι χιλιόμετρα από εκεί, όπου ανακαλύφθηκε σε κρύπτη μια σαρκοφάγος της αγίας Μυροφόρου. Έκτοτε τιμώνται στην Προβηγκία η αγία Μαρία η Μαγδαληνή και οι συν αυτή: ο άγιος Μαξιμίνος, πρώτος επίσκοπος του Αιξ, ο άγιος Σιδώνιος, η αγία Μαρκέλλα και δύο άλλα παιδιά. Ας σημειώσουμε εξάλλου ότι στο Saintes-Maries de la Mer, στην Καμάργκ, τιμώνται οι άγιες Μυροφόροι Μαρία, μήτηρ του Ιακώβου, και η Μαρία η Σαλώμη, που φέρεται να συντρόφευσε την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή στην αποστολή της.
https://wra9.blogspot.com/2021/07/blog-post_26.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου