ΜΖ΄
Ἐπιτίμηση τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς ψυχῆς
Λάμια, μαινάδα, δόλια μου καρδιά,
Λάμια, μαινάδα, ποῦ σὲ πᾶνε οἱ ἡδονές,
κοιτάζοντας παντοῦ ὁλόγυρα ὅσα εἶναι κοντά;
Δὲ θὰ φρονιμέψεις; Δὲ θὰ κατευνάσεις τὴ φωτιά,
ποὺ ὑποδαυλίζει μέσα σου τὶς νόθες ἐπιθυμίες;
Δὲ θὰ ἀναρριπίσεις τὸ λογικό, τὸ γνήσιο δῶρο,
παίρνοντας σύμμαχό σου τὸ συναίσθημα;
Τί παθαίνεις, ψυχή; Γιατί ἔχεις μεγαλύτερη ἰδέα;
Δὲ γνωρίζεις ὅτι σοῦ ἔλαχε νὰ ἠνιοχεῖς μόνη σου,
σὰν ἅρμα μὲ τρία ἄλογα ποὺ ἔχει ζευχθεῖ,
καὶ ποὺ στὴ φύση εἶναι ἄνισα μεταξύ τους;
Ἕνα εἶναι τὸ εὐγενικό, τὸ ἄλλο ἄτακτο καὶ τὸ ἄλλο ἥμερο,
κι ἂν δώσεις κάποτε τὰ γκέμια στὸ θράσος,
πηδᾶ, χτυπιέται καὶ ταράζει τὴν πορεία,
ὁρμώντας στὰ τυφλά, κι ἀφοῦ προσεταιριστεῖ τὸ μεσαῖο,
τὸ παρασύρει σὲ συμφωνία, καὶ τότε τὸ εὐγενικὸ
αἰχμαλωτίζοντάς το τὸ χρησιμοποιεῖ σὰ δοῦλο,
σέρνοντάς το χωρὶς νὰ θέλει καὶ στενάζοντας γιὰ τὴν πλάνη.
Προχωρεῖ ἄτακτα μὲ παράλογη ὁλότελα ὁρμή.
Καὶ τρέχει μὲ βιάση ὅπως στὸ γκρεμό.
Τίποτα δὲν τὸ νοιάζει οὔτε ἀνακόπτει τὸ δρόμο του,
ὥσπου νὰ συναντήσει τὶς πύλες τοῦ ἅδη,
καταστρέφοντας τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ κι ἐσένα τὴν πανάθλια.
Ἂν ὅμως ἡ ἰδέα σου εἶναι μὲ τὴ φύση σου σύμφωνη
καὶ χαρούμενη μὲ τὸ εὐγενικὸ πουλάρι τὴ διαδρομὴ
ὅλη τοῦ ἀναθέσεις, ὅπως ἀρκετὰ καλὰ γνωρίζει
νὰ βαδίζει ἐκείνη τὴν πορεία πρὸς τὰ ἐπάνω·
κι ἂν ἐπιπλήξεις τὸ μεσαῖο, ὥστε νὰ ἐκδηλώνει
τὸ θυμό του ὅταν πρέπει καὶ ν᾽ ἀκολουθεῖ στὸ τρέξιμο
αὐτὸ ποὺ ἔχει το νοῦ· κι ἂν τὸ ἄτακτο μὲ δυνατὰ
χτυπήματα τὸ δαμάσεις, μὴν ἀφήνοντάς το ν᾽ ἀφηνιάσει,
τότε εὔκολη καὶ κανονικὴ θὰ εἶναι ἡ πορεία σου,
Καὶ τὸ λογικό, σὰν ἄλογο εὐγενικό,
νικᾶ, ἔχοντάς το νὰ νικᾶ ἀπὸ τὴ φύση του,
πηγαίνοντας πάντοτε ἐμπρός, κοιτάζοντας σταθερὰ ψηλά,
ξεπερνώντας ὅλες τὶς ἐδῶ δυσκολίες.
Οὔτε ὑποχωρεῖ ὥσπου νὰ φτάσει στὸ θεϊκὸ τέλος,
σώζοντας τὸν ἑαυτό του κι᾽ ἐσένα τὴν καλότυχη.
ΜΖ΄. Ἐπιτίμησις κατὰ τοῦ ἀλόγου τῆς ψυχῆς.
Ἔμπουσα, μαινὰς, ὦ τάλαινα καρδία,
Ἔμπουσα, μαινὰς, ποῖ φέρῃ ταῖς ἡδοναῖς,
Περιβλέπουσα πανταχοῦ τὰ πλησίον;
Οὐ σωφρονήσεις; οὐ κατεργάσῃ τὸ πῦρ
Ἐκκαῖον ἐν σοὶ τὰς ὀρέξεις τὰς νόθους;
Οὐ ζωπυρήσεις τὸ λογικὸν, τὸ γνήσιον,
Προσλαμβάνουσα σύμμαχον τὸν θυμικόν;
Ψυχὴ, τί πάσχεις; τί φρονεῖς παρ’ ἀξίαν;
Οὐκ οἶδας ὡς εἴληχας ἡνιοχεῖν μόνη,
Ὥσπερ τρίπωλον ἅρμα τῶν ἐζευγμένων
Ἵππων ἀνίσων τυγχανόντων τῇ φύσει;
Εἷς εὐγενὴς, ἄτακτος εἷς, ἥμερος δὲ εἷς·
Κ’ ἢν μέν ποτε δώσεις τῷ θράσει τὰς ἡνίας,
Σκιρτᾷ, παλαίει, συνταράττει τὸν δρόμον,
Ὁρμῶν ἀβούλως, προσλαβὼν δὲ τὸν μέσον,
Αὐτῷ μεταπείθει συμπνέειν, τὸν δ’ εὐγενῆ
Ὡς αἰχμάλωτον δουλαγωγήσας ἄγει,
Σύρων ἄκοντα καὶ στένοντα τὴν πλάνην·
Χωρεῖ δ’ ἀτάκτως ἀλογωτάτῃ φορᾷ,
Κάτω φερόμενος, ὡς κατὰ κρημνοῦ, βίᾳ·
Κ’ οὐδὲν προμηθεῖτ’, οὐδ’ ἀνακόπτει δρόμον,
Ἕως ἂν ἐγκύρσειε ταῖς ᾅδου πύλαις,
Φθείρων ἑαυτὸν, καὶ σὲ τὴν παναθλίαν.
Εἰ δὲ φρονοίης σῇ φύσει ἀνηλόγως,
Τῷ δ’ εὐγενεῖ χαίρουσα πώλῳ τὸν δρόμον
Ἅπαντ’ ἐπιτρέψειας, ὡς εὖ εἶδέ τι
Βαίνειν ἐκείνην τὴν πορείαν τὴν ἄνω·
Μέσῳ τ’ ἐπιπλήξειας, ὥστε δεικνύειν
Τὸ θυμοειδὲς εἰς δέον, καὶ συντρέχειν
Τῷ νοῦν ἔχοντι· τὸν δ’ ἄτακτον εὐτόνως
Κέντροις δαμάσσοις, οὐκ ἐῶσ’ ἀφηνίαν.
Τότ’ εὐχερὴς, εὔρυθμος ἔσται σοι δρόμος,
Γαληνιῶν, ἄλυπος, ἐλπίδος γέμων.
Ὁ δ’ ἂρ λογισμὸς, ὥσπερ ἵππος εὐγενὴς,
Νικᾷ, τὸ νικᾷν τῇ φύσει κεκτημένος,
Ἀεὶ προβαίνων, ἀτρέμας νεύων ἄνω,
Τὰ τῇδε πάντα δυσχερῆ παρατρέχων·
Οὐδ’ ἐνδίδωσιν ἄχρι θείας λήξεως,
Σώζων ἑαυτὸν καὶ σὲ τὴν εὐδαίμονα.
πηγή - εδώ
https://wra9.blogspot.com/2024/04/blog-post_524.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου