«Τότε
ἔδοξε
τοῖς
ἀποστόλοις
καί
τοῖς
πρεσβυτέροις
σύν
ὅλῃ
τῇ
ἐκκλησίᾳ...»
Πράξ.
Ιε΄
:
22
Ἡ
Ἐκκλησία,
ἀγαπητοί
μου,
κατά
τόν
Ἅγιο
Αὐγουστῖνο
εἶναι
«ὁ
Χριστός
παρατεινόμενος
εἰς
τούς
αἰῶνας».
Ἐκκλησία
=
Χριστός.
Αὐτό
σημαίνει,
ὅτι
τό
ἔργο
τοῦ
Χριστοῦ
θά
συνεχίζεται
δι᾿
αὐτῆς
αἰωνίως·
ἀλλά
καί
οἱ
ἀντιδράσεις
ἐναντίον
της
δέν
θά
λείψουν,
σύμφωνα
μέ
τό
λόγο
τοῦ
ἰδίου
στούς
μαθητάς
του·
«Εἰ
ἐμέ
ἐδίωξαν,
καί
ὑμᾶς
διώξουσιν...»2.
«Σημεῖον
ἀντιλεγόμενον»3
, ὁ Χριστός, «σημεῖον
ἀντιλεγόμενον» καί
ἡ
Ἐκκλησία
του.
Μόνο
ἄν
πάψῃ
ἡ
Ἐκκλησία
νά
κηρύττῃ
καί
νά
ἐνεργῇ
ὅπως
ὁ
Χριστός,
τότε
θά
πάψῃ
καί
ἡ
ἀντίδρασι
τοῦ
κόσμου
ἐναντίον
της.
Τό
Πνεῦμα
τό
Ἅγιο
μάλιστα
προειδοποιεῖ,
ὅτι
πρός
τό
τέλος
τῶν
αἰώνων
ἡ
σύγκρουσι
ἀληθείας
καί
ψεύδους
θά
εἶνε
σφοδρότερη,
ἰδίως
ἐπί
τῶν
ἡμερῶν
τοῦ
μεγάλου
ἀντιχρίστου·
τό
μικρό
ποίμνιο
θά
δοκιμαστῇ
σκληρά,
οἱ
πιστοί
θά
λιγοστέψουν
πολύ.
Ἡ
Ἐκκλησία
ὅμως,
ἡ
ἐλευθέρα
καί
ζῶσα,
ἡ
Ὀρθοδοξία,
θά
περισυλλέξῃ
τά
τέκνα
της
κάτω
ἀπό
τά
φτερά
τοῦ
μεγάλου
Ἀετοῦ
καί
θά
βγῇ
στήν
ἔρημο,
ὄχι
μόνο
τροπικά
ἀλλά
καί
τοπικά,
ἕως
ὅτου
ἔλθουν
πάλι
«καιροί
ἀναψύξεως»4
γιά
τό
λαό
τοῦ
Θεοῦ.
Λυσσώδης
ὁ
πόλεμος
κατά
τῆς
Ἐκκλησίας,
ὅπως
μαρτυρεῖ
ἡ
ἱστορία.
Στούς
τρεῖς
πρώτους
αἰῶνες
πολεμήθηκε
ἀπό
τούς
Ἰουδαίους
καί
τούς
εἰδωλολάτρες.
Κι
ὅταν
σταμάτησαν
οἱ
διωγμοί,
ἄλλη
θύελλα
ἦλθε
νά
ταράξῃ
τή
γαλήνη
της.
Οἱ
Χριστιανοί
κινδύνευαν
τώρα
ὄχι
ἀπό
πεινασμένα
θηρία
τοῦ
ἀμφιθεάτρου
ἀλλά
ἀπό
νοητούς
λύκους,
τούς
αἱρετικούς.
Οἱ
πρῶτοι
ἐχθροί
ὡς
ὅπλο
χρησιμοποιοῦσαν
τό
ξίφος,
οἱ
δεύτεροι
χρησιμοποιοῦσαν
τή
γλῶσσα,
μέ
τήν
ὁποία
διέδιδαν
διδασκαλίες
ξένες
καί
ἀντίθετες
πρός
τήν
ἁγνή
ἀλήθεια.
Οἱ
αἱρετικοί
ἦταν
«ἄνδρες
λαλοῦντες
διεστραμμένα»
(ἔ.ἀ.
20,30).
Ὁ
διάβολος
δι᾿
αὐτῶν
ἔσπερνε
ζιζάνια
στόν
ἀγρό
τῆς
Ἐκκλησίας,
ἀψίνθιον5,
φαρμάκι.
Ἐάν
τά
ζιζάνια
ξερριζώνωνται
δύσκολα
ἀπό
τούς
ἀγρούς,
πολύ
δυσκολώτερα
ξερριζώνονται
οἱ
αἱρετικοί
ἀπό
τήν
Ἐκκλησία.
Γι᾿
αὐτό
οἱ
ποιμένες
πρέπει
νά
ἀγρυπνοῦν,
ὥστε
νά
μή
βρίσκῃ
ὁ
ἐχθρός
καιρό
νά
σπείρῃ
ζιζάνια6.
Γιά
νά
καταπολεμηθοῦν
οἱ
αἱρέσεις
καί
νά
διατηρηθῇ
καθαρός
ὁ
λόγος
τοῦ
Θεοῦ,
ἔγιναν
μεγάλοι
ἀγῶνες
καί
συγκλήθηκαν
τοπικές
καί
οἰκουμενικές
Σύνοδοι.
Αἰτία
τῆς
συγκλήσεως
Οἰκουμενικῶν
Συνόδων
ἦταν
κυρίως
οἱ
αἱρέσεις
καί
ἔπειτα
οἱ
ἐκτροπές
στό
ἦθος
καί
στήν
τάξι.
Αὐτό
δείχνει
πόση
σημασία
ἀποδίδει
ἡ
Ἐκκλησία
στήν
καθαρότητα
τῆς
ἀληθείας.
Ὁ
β΄
κανόνας
τῆς
Ζ΄
Οἰκουμενικῆς
Συνόδου
λέει·
«οὐσία
τῆς
καθ᾿
ἡμᾶς
ἱεραρχίας
ἐστί
τά
θεοπαράδοτα
λόγια,
ἤγουν
ἡ
τῶν
θείων
Γραφῶν
ἀληθινή
ἐπιστήμη».
Ἡ
ὀρθή
ἑρμηνεία
τῆς
Ἁγίας
Γραφῆς
ἀπέναντι
στίς
πλάνες
τῶν
αἱρετικῶν
ἦταν
τό
κύριο
ἔργο
τῶν
ἀοιδίμων
Ἁγίων
Πατέρων,
πού
συνῆλθαν
ἀπό
τά
πέρατα
τῆς
γῆς
καί
συγκρότησαν
τίς
Οἰκουμενικές
Συνόδους
καί
περιέλαβαν
μέσα
σέ
σαφεῖς
καί
σύντομες
φράσεις
τό
θησαυρό
τῆς
ἱερᾶς
ἀποκαλύψεως.
Ἔτσι,
αἰτία
τῆς
Α΄
Οἰουμενικῆς
Συνόδου
στή
Νίκαια
τῆς
Μ.
Ἀσίας
(325
μ.Χ.)
ἦταν
ἡ
αἵρεσις
τοῦ
Ἀρείου,
πού
ἠρνεῖτο
τή
Θεότητα
τοῦ
Υἱοῦ.
Τῆς
Β΄
στήν
Κωνσταντινούπολι
(381
μ.Χ.)
ἡ
αἵρεσις
τοῦ
Μακεδονίου,
πού
ἠρνεῖτο
τή
θεότητα
τοῦ
Ἁγίου
Πνεύματος.
Τῆς
Γ΄
στήν
Ἔφεσο
(531μ.
Χ.)
ἡ
αἵρεσις
τοῦ
Νεστορίου,
πού
ἠρνεῖτο
ὅτι
ἡ
Παρθένος
Μαρία
γέννησε
τόν
Θεό
καί
ἀντί
Θεοτόκον
τήν
ὠνόμαζε
Χριστοτόκον.
Τῆς
Δ΄
στήν
Χαλκηδόνα
(451
μ.
Χ.)
ἡ
αἵρεσις
τοῦ
Εὐτυχοῦς,
πού
ἐκήρυττε
μία
μόνο
φύσι
στόν
Χριστό,
διότι
ἡ
ἀνθρώπινη
φύσις
ἀπορροφήθηκε
δῆθεν
ἀπό
τήν
θεία.
Τῆς
Ε΄
στήν
Κωνσταντινούπολι
(553
μ.
Χ.)
πάλι
ἡ
αἵρεσις
τῶν
μονοφυσιτῶν
καί
μερικές
ἄλλες
αἱρετικές
δοξασίες
κάποιων
συγγραφέων.
Τῆς
ΣΤ΄
στήν
Κωνσταντινούπολι
(681
μ.
Χ.)
ἡ
αἵρεσις
τοῦ
μονοθελήτου
πάπα
Ῥώμης
Ὁνωρίου.
Καί
τῆς
Ζ΄
πάλι
στή
Νίκαια
τῆς
Βιθυνίας
(787
μ.
Χ.)
ἡ
αἵρεσις
τῆς
εἰκονομαχίας.
Ὅπως
βλέπουμε,
ἡ
αἵρεσις
ἦταν
κυρία
αἰτία
τῆς
συγκλήσεως
ὅλων
τῶν
Οἰκουμενικῶν
Συνόδων.
Τίς
συγκαλοῦσαν
εὐσεβεῖς
αὐτοκράτορες,
πού
ἔβλεπαν
τήν
αἵρεσι
ὡς
συμφορά
καί
πλῆγμα
κατά
τῆς
ἑνότητος
ἐκκλησίας
καί
πολιτείας.
Ὁ
αὐτοκράτωρ
θεωροῦσε
τόν
ἑαυτό
του
ὡς
«ἐπίσκοπον
τῶν
ἐκτός»
καί
δέν
ἀναμειγνυόταν
στά
ἐσωτερικά
τῆς
Συνόδου.
Ἄν
ἀποτολμοῦσε
ν᾿
ἀναμειχθῇ
στίς
πνευματικές
συζητήσεις
τῶν
Ἁγίων
Πατέρων,
ἀπεκρούετο
σθεναρά
ἀπό
τούς
προμάχους
τῆς
Ὀρθοδοξίας·
ἕνας
ἀπό
αὐτούς,
ὁ
Κορδούης
Ὅσιος,
εἶπε
στόν
αὐτοκράτορα·
«Οὔτε
ἡμῖν
ἄρχειν
ἐπί
τῆς
γῆς
ἔξεστιν,
οὔτε
σύ
θυμιᾶν
ἐξουσίαν
ἔχεις,
βασιλεῦ».
Οἱ
Πατέρες
συνέρχονταν
ἐν
ὀνόματι
τοῦ
Κυρίου,
εἶχαν
συναίσθησι
ὅτι
ἀνάμεσά
τους
παρίσταται
ὁ
Χριστός
πού
εἶπε:
«Οὗ
εἰσι
δύο
ἤ
τρεῖς
συνηγμένοι
εἰς
τό
ἐμόν
ὄνομα,
ἐκεῖ
εἰμι
ἐν
μέσῳ
αὐτῶν»
καί
«Ἰδού
ἐγώ
μεθ᾿
ὑμῶν
εἰμι
πάσας
τάς
ἡμέρας
ἑως
τῆς
συντελείας
τοῦ
αἰῶνος»7.
Ἀπόδειξις
τοῦ
σεβασμοῦ
πρός
τόν
Ἱδρυτή
τῆς
Ἐκκλήσιας
εἶναι,
ὅτι
στή
μέση
τοῦ
χώρου
τῶν
συνεδριάσεων
ἔστηναν
ἕνα
θρόνο
καί
σ᾿
αὐτόν
δέν
καθόταν
κανείς,
ἀλλά
ἐπάνω
του
ἔθεταν
τό
Εὐαγγέλιο·
αὐτό
ὑπενθύμιζε
τό
λόγια
τοῦ
Ἀποστόλου
Παύλου
«Καί
ἐάν
ἡμεῖς
ἤ
ἄγγελος
ἐξ
οὐρανοῦ
εὐαγγελίζηται
ὑμῖν
παρ᾿
ὅ
εὐηγγελισάμεθα
ὑμῖν,
ἀνάθεμα
ἔστω...
Εἴ
τις
ὑμᾶς
εὐαγγελίζεται
παρ᾿
ὅ
παρελάβετε,
ἀνάθεμα
ἔστω»8.
Τί
ἀπαιτεῖται
γιά
νά
χαρακτηρισθῇ
ὀρθόδοξη
μία
Σύνοδος;
Ἐκτός
ἀπό
τίς
ἑπτά
Οἰκουμενικές
καί
τίς
ἀναγνωρισμένες
Τοπικές,
ἔγιναν
καί
ἄλλες
σύνοδοι
πού
ὅμως
δέν
ἀναγνωρίσθηκαν
ἀπό
τήν
ἐκκλησιαστική
συνείδησι.
Ἐκκλησιαστική
συνείδησις
εἶναι
ἡ
κρίσι
καί
ἐκτίμησις
τοῦ
εὐσεβοῦς
πληρώματος
τῆς
Ἐκκλησίας,
τό
ὁποῖο
ἔχει
ἐκ
Θεοῦ
τό
πνευματικό
αἰσθητήριο
νά
διακρίνῃ
τήν
ἀλήθεια
ἀπό
τήν
πλάνη,
ὅπως
τά
πρόβατα
ἔχουν
ἐκ
φύσεως
τό
αἰσθητήριο
νά
διακρίνουν
τά
ὠφέλιμα
βότανα
ἀπό
τά
βλαβερά
(Μ.
Βασίλειος).
Ὁ
ὀρθόδοξος
λαός,
πού
ζῇ
σέ
μυστηριακή
ἐπαφή
μέ
τό
Χριστό
καί
ἔχει
Πνεῦμα
Ἅγιο,
ὅταν
ἀκούσῃ
ἀπόφασι
Συνόδου
πού
εἶναι
σύμφωνη
μέ
τήν
πατροπαράδοτη
πίστι,
μέ
«ὅ,τι
πάντοτε,
πανταχοῦ
καί
ὑπό
πάντων
ἐπιστεύθη»
(Βικέντιος
Λερ.
),
αἰσθάνεται
χαρά
καί
λέει·
«Αὕτη
ἡ
πίστις
τῶν
ἀποστόλων,
αὕτη
ἡ
πίστις
τῶν
πατέρων,
αὕτη
ἡ
πίστις
τῶν
ὀρθοδόξων,
αὕτη
ἡ
πίστις
τήν
οἰκουμένην
ἐστήριξεν».
Εἰ
δ᾿
ἄλλως,
ἐκδηλώνει
τή
διαφωνία
καί
ἀποδοκιμασία
του.
Ὥστε
κατά
τήν
ὀρθόδοξη
ἀντίληψι
αἱ
Σύνοδοι
βρίσκονται
ὑπό
τόν
ἔλεγχο
τῆς
ἐκκλησιαστικῆς
συνειδήσεως,
πού
δέν
περιορίζεται
μόνο
στούς
κληρικούς
ἀλλά
ἐπεκτείνεται
καί
ἀποκορυφώνεται
στόν
εὐσεβή
λαό·
τοῦ
λαοῦ
ἡ
ἐπιδοκιμασία
ἤ
ἡ
ἀποδοκιμασία
κρίνει
ἄν
μία
Σύνοδος
εἶνε
ἀληθινή
ἤ
μή.
Ἡ
Ὀρθοδοξία
διαφέρει
ἀπό
τόν
παπισμό
καί
στό
σημεῖο
αὐτό·
ἐδῶ
τό
ἀλάθητο
δέν
τό
διεκδικεῖ
ἕνα
πρόσωπο,
ἀλλά
τό
ἔχει
τό
πλήρωμα,
ὁ
εὐσεβής
λαός
πού
ὀνομάζεται
«φύλαξ
τῆς
πίστεως».
Ὁ
πιστός,
ὅσο
ἄσημος
καί
ἄν
εἶνε,
δέν
ἐκμηδενίζεται·
ἡ
ἡγεσία
τῆς
Ἐκκλησίας
δέν
μπορεῖ
νά
ἀγνοῇ
τή
φωνή
του.
Ἔτσι
ὑπάρχει
ἁρμονία.
Ἐκκλησιαστικές
ἀποφάσεις
ἐρήμην
τοῦ
εὐσεβοῦς
λαοῦ
καί
ἀντίθετες
μέ
τό
φρόνημά
του
δέν
μποροῦν
νά
σταθοῦν.
Οἱ
Πράξεις
τῶν
Ἀποστόλων,
πού
περιγράφουν
τήν
πρώτη
Σύνοδο
τῆς
Ἐκκλησίας,
τήν
Ἀποστολική
Σύνοδο,
λένε
γιά
τόν
τρόπο
λήψεως
τῶν
ἀποφάσεών
της·
«Ἔδοξε
τοῖς
ἀποστόλοις
καί
τοῖς
πρεσβυτέροις
σύν
ὅλῃ
τῇ
ἐκκλησίᾳ»9.
Ἀκοῦτε,
κύριοι,
ὅσοι
κεκλεισμένων
τῶν
θυρῶν
παίρνετε
ἀποφάσεις
γιά
λογαριασμό
τῆς
Ὀρθοδοξίας
καί
τῶν
ὀρθοδόξων;
Τί
εἶστε
σεῖς,
ἀνώτεροι
τῶν
Ἀποστόλων;
Τόσο
μεγάλη
ἰδέα
ἔχετε
γιά
τούς
ἑαυτούς
σας;
Ἕνα
παράδειγμα
Συνόδου
πού
δέν
ἀνεγνώρισε
ἀλλ᾿
ἀπεδοκίμασε
ἡ
ἐκκλησιαστική
συνείδησι,
εἶνε
ἡ
ἐν
Ἐφέσῳ
συγκληθεῖσα
τό
449
μ.
Χ.
πορλυαριθμότατη
Σύνοδος.
Κατά
τόν
ἱστορικό
Βασίλειο
Στεφανίδη,
ἡ
Σύνοδος
αὐτή
συνῆλθε
ὑπό
τό
κράτος
βίας
καί
τρομοκρατίας,
πού
ἀσκοῦσαν
σκληροί
στρατιῶτες,
φανατικοί
μοναχοί
φερμένοι
ἀπό
ἀλλοῦ,
χεροδύναμοι
ναῦτες
καί
κακότροποι
«παραβολάνοι»
(νοσοκόμοι
καί
νεκροθάφτες).
Ὅταν
ὁ
πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως
Φλαβιανός
σηκώθηκε
νά
ὑπερασπίσῃ
τό
δόγμα
περί
τῶν
δύο
φύσεων
τοῦ
Χριστοῦ,
ἀκούστηκαν
κραυγές,
ὑψώθηκαν
ῥαβδιά
καί
σφιγμένες
γροθιές,
ἔπεσαν
χαστούκια
καί
κλωτσιές.
Ὁ
Φλαβιανός
ζήτησε
νά
καταφύγῃ
κάτω
ἀπό
τήν
Ἁγία
Τράπεζα,
ἀλλά
κι
ἀπό
κεῖ
σπρώχνοντας
καί
χτυπώντας
τόν
πέταξαν
ἔξω
ἀπ᾿
τό
ναό,
τόν
καθαίρεσαν
καί
τόν
ἐξώρισαν.
Τά
ἔκτροπα
βεβαίωσαν
κατόπιν
παριστάμενοι
ἱεράρχες,
πού
ἐνώπιον
τῆς
Δ΄
Οἰκουμενικῆς
Συνόδου
ὡμολόγησαν·
«Οὐδείς
(ἐξ
ἡμῶν)
συνήνεσε·
βίᾳ
ἐγένετο·
βίᾳ
μετά
πληγῶν·
εἰς
ἄγραφον
χάρτην
ὑπεγράψαμεν...·
ὅπου
ξίφη
καί
βάκλα
(=ῥαβδιά),
ποία
σύνοδος;»10.
Γιά
τά
ἔκτροπα
αὐτά
ὁ
λαός
ὠνόμασε
τήν
Σύνοδο
αὐτή
λῃστρική.
Συνεχίζεται....
(+)
Ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
[Περιλιπτική
μεταγλώττισις
ἄρθρου
ἀπό
τό
περιοδικό
«Χριστ.
Σπίθα»
(φ.
344/Ἰουλ.
Σεπτ.
1971)
καί
τό
βιβλίο
Σφενδόνη
Β΄
(Ἀθῆναι
1989,
σσ.
133
κ.ἑ.)].
(Ἀνάτυπο
ἀπό
τήν
ἔκδοση:
“Τῆς
Ἱερᾶς
Μονῆς
Ἁγίου
Αὐγουστίνου
Φλωρίνης”)
Ἐκδόσεις:
«Ὀρθόδοξος
Κυψέλη»
1Ἰούλιος
1971.
2Ἰω.
ιε΄: 20.
3Λουκ.
Β΄ : 34.
4Πραξ.
Γ΄ : 20.
5Ἀπ.
η΄ : 11.
6βλ.
ματθ. Ιγ΄: 24-26.
7Ματθ.
Ιη΄ : 20· κη΄ : 20.
8Γαλ.
Α΄ : 8-9.
9Πράξ.
Ιε΄ : 22.
10
(Mansi,
Πρακτ.
Δ΄
Οἰκ.
Συν.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου