Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

«Ὁ ἀγῶνας κατά τῆς φαντασίας» Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, π. Σωφρονίου, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης





Ὅπως γνωρίζετε, διαβάζουμε ἀπό τόν Ἅγιο Σιλουανό καί κατά δύναμη ἑρμηνεύουμε. Καί εἴμαστε στό 7ο κεφάλαιο, πού εἶναι τά εἴδη τῆς φανατασίας καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον της. Καί εἴχαμε πεῖ, ὅτι οἱ Ἅγιοι μᾶς ἀποτρέπουν ἀπό τήν χρήση τῆς φανατασίας. Μᾶς συνιστοῦν δηλαδή νά νεκρώνουμε, νά ἀπενεργοποιοῦμε τήν φαντασία. Νά μήν τήν χρησιμοποιοῦμε ἤ, ἄν θέλετε, νά τήν σταυρώνουμε, ὅπως χρησιμοποιοῦν αὐτή τήν ἔκφραση οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Γιατί ἡ φαντασία, στήν ὅποια μορφή της, τελικά εἶναι ἐμπόδιο στήν καθαρή προσευχή.

Καί μᾶς εἶχε μιλήσει ὁ π. Σωφρόνιος γιά τά τέσσερα εἴδη τῆς φαντασίας. Τό πρῶτο εἶδος πού συνδέεται μέ τά χονδρά σαρκικά πάθη, τό εἶδος τό ἄλλο πού συνδέεται μέ τήν ὀνειροπόληση, αὐτό πού λέγεται ρεμβασμός, τό τρίτο εἶδος πού συνδέεται μέ τήν λεγόμενη «δημιουργική φαντασία», πού ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τήν φαντασία του γιά νά λύσει κάποια πρακτικά προβλήματα καί τέλος, τό τέταρτο εἶδος, πού λέγεται θεολογική δημιουργία, προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέσω τῆς φαντασίας νά φανταστεῖ τόν Θεό, νά πλησιάσει τόν Θεό. Καί τά τέσσερα εἴδη εἶναι ἐπικίνδυνα καί ἀπορριπτέα, τό λέμε ἔτσι ἀπερίφραστα. Ὅσο κι ἄν δίνουμε ὡραῖα ὀνόματα, ἡ φαντασία δέν βοηθάει στό νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Ἀντίθετα μπορεῖ νά γίνει καί ὄχημα τῶν δαιμόνων, δηλαδή νά περάσει δαιμονική ἐνέργεια μέσω τῆς φαντασίας μέσα στόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ὅλοι οἱ πλανεμένοι καί οἱ θρησκεῖες πού πλανοῦν -καί ὅλες πλανοῦν ἐκτός ἀπό τήν Ὀρθοδοξία- χρησιμοποιοῦν τήν φαντασία.

«Ἡ δη­μιουρ­γι­κή ἰδέα τοῦ Θεοῦ πραγ­μα­το­ποιεῖ­ται καί ὑλο­ποιεῖ­ται στόν κόσμο». Δηλαδή ὁ Θεός πραγματοποίησε τήν ἰδέα του στόν κόσμο καί δημιουργήθηκε ὁ κόσμος. Ἀπό τόν Θεό δημιουργήθηκε φυσικά, ὁ ὁποῖος εἶναι Νοῦς, ὁ ὁποῖος συνέλαβε τήν ἰδέα αὐτή καί τήν ἔκανε πράξη καί ἔχουμε τόν κόσμο αὐτόν. «Ἡ κτι­στή ἐλευ­θε­ρία ὅμως», ἡ δική μας ἐλευ­θε­ρία ἡ κτιστή, ἡ ἀνθρώπινη ἐλευ­θε­ρία, «πο­ρεύ­ε­ται ἀντί­στρο­φο δρόμο: Ἀνα­ζη­τεῖ τόν Ἴδιο τόν Θεό, στόν Ὁποῖο βρί­σκε­ται τό ἄκρο τέλος της καί ἡ ἔσχα­τη ἔν­νοια τῆς ὑπάρξεώς της»[1]. Δηλαδή ὁ Θεός πραγματοποίησε τήν δημιουργική Του ἰδέα καί ἔφτιαξε τόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν πάει ἔτσι. Δέν φτιάχνει μιά ἰδέα καί μετά τήν πραγματώνει, δηλαδή συλλαμβάνει τόν Θεό μέσα του καί μετά Τόν φτιάχνει κατά κάποιο τρόπο, Τόν βρίσκει, ἀλλά πηγαίνει κατευθείαν στόν Θεό χωρίς νά φτιάχνει στόν νοῦ του κάποια πράγματα, φαντάσματα τοῦ Θεοῦ.

«Ὁ σκοπός τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου δέν βρί­σκε­ται στήν ἴδια τήν ὕπαρ­ξή του καί γιά χάρη της, στή μορφή καί στόν τρόπο τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του, ἀλλά στή γνώση τοῦ Κτί­στου καί στή θέωση τοῦ κτί­σμα­τος»[2]. Καί γιατί ὑπάρχει ὁ κόσμος, μέ ἁπλά λόγια νά τό ποῦμε; Δέν ὑπάρχει γιά νά ὑπάρχει αὐτός καθεαυτός. Δέν εἶναι αὐθύπαρκτος. Οὔτε εἶναι ἀρκετός ὁ κόσμος, δέν εἶναι θεός ὁ κόσμος. Ἀλλά ὑπάρχει γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν γνώση τοῦ Κτίστη, τοῦ Θεοῦ δηλαδή, καί γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν θέωση. Νά μᾶς βοηθήσει νά ὁδηγηθοῦμε στήν θέωση. Γιατί ὁ ἄνθρωπος βλέποντας τήν τελειότητα, τήν ἁρμονία, τήν ὀμορφιά, τήν δύναμη, τήν σοφία πού ὑπάρχει μέσα στόν κόσμο, ἀπό ἐκεῖ καταλαβαίνει ὅτι κάποιος Δημιουργός ὑπάρχει πού ἔχει φτιάξει αὐτό ὅλο τό πράγμα τό τέλειο! Καί ἀνάγεται ἑπομένως ἀπό τόν κόσμο στόν Δημιουργό, ἀπό τά κτίσματα, στόν Κτίστη. Γι’ αὐτό ὑπάρχει ὁ κόσμος.

«Ἡ αἰτία τῆς δη­μιουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου εἶναι τό ξεχεί­λισμα τῆς ἀγα­θό­τη­τας τοῦ Θεοῦ». Ἀπό ἀγάπη ὁ Θεός ἔφτιαξε τόν κόσμο. Δέν ὑπάρχει ἄλλος λόγος. «Καί κα­θό­λου ἡ ἀναγ­καιό­τη­τα τῆς ἐν­σάρ­κωσης τοῦ Λόγου», ὅπως λένε ἴσως κάποιοι πλανεμένοι, δηλαδή ὅτι χρειαζόταν ὁ κόσμος, ὥστε μετά νά μπορέσει νά σαρκωθεῖ ὁ Υἱός καί Λόγος. Νά πάρει ἀπό τόν κόσμο δηλαδή ὕλη καί νά σαρκωθεῖ. Ὄχι, καθόλου. Ὁ Θεός δέν ὑπόκειται σέ καμία ἀναγκαιότητα. «Μέ ἄλλα λόγια, ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου δέν ἦταν διόλου ἀπα­ραί­τη­τη γιά τόν Ἴδιο τόν Λόγο καί ἡ δη­μιουρ­γία τοῦ κό­σμου δέν ἦταν ἁπλῶς προ­κα­ταρ­κτι­κή πράξη γιά τήν σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ»[3]. Δέν χρειαζόταν δηλαδή γιά νά σαρκωθεῖ ὁ Λόγος, νά ἔχουμε τόν Χριστό, νά προϋπάρξει ὁ κόσμος.

«Ἡ συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Λόγου δέν εἶναι ἔν­δει­ξη γιά τήν αὐτάρκη ἀξία τοῦ κόσμου. Τό τέλος ἤ ἡ ἔν­νοια τῆς Θείας συγ­κα­τα­βά­σε­ως ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στό ἴδιο τό ὄνομα πού πῆρε ὁ Θεῖος Λόγος πού σαρκώθηκε τα­πει­νά: Ἰη­σοῦς-Σω­τήρας»[4]. Γιατί συγκαταβαίνει ὁ Θεός καί γίνεται ἄνθρωπος; Μᾶς τό ἀποκαλύπτει τό ὄνομά Του: γιά νά μᾶς σώσει. Ἰη­σοῦς-Σω­τήρας. Καί ὄχι γιά νά μᾶς δείξει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι αὐτάρκης. Κάθε ἄλλο.

«Ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ ἰδε­α­τός κό­σμος, δηλαδή ὁ κό­σμος τῶν ἰδεῶν». Ξέρετε, ὑπῆρχε ἡ θεωρία, καί ὑπάρχει ὡς γνώση φιλοσοφική, ἡ θεωρία τοῦ Πλάτωνα, ἡ θεωρία τῶν ἰδεῶν, ὅτι ἐκτός ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος κόσμος, τῶν ἰδεῶν. Καί μᾶς λέει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος, ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι αὐτός ὁ ἰδε­α­τός κό­σμος, οὔτε ὑπάρχει αὐτός ὁ κό­σμος τῶν ἰδεῶν∙ ὑπάρχει μόνο στήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα. «Ἡ μορφή τοῦ ἐμ­πει­ρι­κοῦ ὄντος δέν εἶναι ὑλο­ποί­η­ση τοῦ θεϊκοῦ ἰδε­α­τοῦ κό­σμου, τέ­τοια, πού χωρίς αὐτήν θά πα­ρου­σια­ζό­ταν τό Θεῖο Ὄν ὡς ἐλ­λι­πές ἤ ἀτελές»[5]. Δηλαδή αὐτά πού ὑπάρχουνε δέν εἶναι ὑλοποιήσεις τῶν ἰδεῶν, τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν, ἀλλά εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.

«Ἡ ἀν­θρώ­πινη δη­μιουρ­γι­κότητα πού στρέφεται πρός τόν κόσμο, ζητεῖ νά ὑλοποιή­σει τήν ἰδέα της, χωρίς τήν ὁποία θά ἔμενε ἀνεκ­πλή­ρω­τη ἡ ἀποπεράτωσή της». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος στρέφεται πρός τόν κόσμο, προσπαθεῖ νά ὑλοποιήσει τίς ἰδέες πού ἔχει. Καί ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ὑλοποίηση, θά ἔμενε ἀνεκπλήρωτη ἡ ἀποπεράτωση τῆς ἰδέας. «Στό Θεῖο Ὄν ὅμως ἡ ­σάρ­κω­ση δέν μπο­ρεῖ νά εἶναι τό στάδιο μιᾶς θε­ο­γο­νι­κῆς πο­ρεί­ας, δηλαδή τε­λεί­ω­ση μιᾶς ἐξελί­ξεως στήν Ἴδια τήν Θεό­τη­τα, καί συ­νε­πῶς ἀναγ­καία γιά τόν Ἴδιο τόν Θεό γιά τήν ἀποτελείωση τοῦ Εἶναι Του»[6]. Δηλαδή ἡ ­σάρ­κω­ση τοῦ Χριστοῦ, νά τό ποῦμε μέ ἁπλά λόγια, δέν εἶναι μιά ἐξέλιξη μέσα στόν Θεό, ὅπως ἔχουμε στίς θεογονίες τῶν ἀρχαίων θρησκειῶν καί τίς διάφορες μυθολογίες. Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτος.

«Αὐτή, μέ λίγα λόγια, εἶναι ἡ δογ­μα­τι­κή βάση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς», λέγει ὁ π. Σωφρόνιος. Ἡ πνευ­μα­τι­κή προσευχή, ἡ καθαρή προσευχή δηλαδή, μέ ἁπλά λόγια, δέν πρέπει νά ἔχει καθόλου μέσα της φαντασία. «Δέν εἶναι ἡ πνευματική προσευχή -λέει- οὔτε καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία», ὁ καλλιτέχνης τί κάνει μέ τήν φαντασία του; Δημιουργεῖ πρῶτα μέσα του αὐτό πού θέλει νά φτιάξει καί μετά τό ὑλοποιεῖ μέ τά ὑλικά πού χρησιμοποιεῖ. «Οὔτε ἡ πνευματική προσευχή εἶναι ἐπι­στη­μο­νι­κή ἐρ­γα­σία», γιατί πάλι καί ὁ ἐπιστήμονας ἔχει κάποια δεδομένα ἀπό τόν κτιστό κόσμο καί προσπαθεῖ νά τά συνθέσει, νά τά ἀναλύσει, νά φτιάξει μιά θεωρία ἡ ὁποία θά ἐπαληθεύεται ἀπό αὐτά τά δεδομένα, νά ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἀληθινή ἡ θεωρία του∙ δέν εἶναι τέτοιο πράγμα ἡ πνευματική προσευχή. «Οὔτε πάλι εἶναι φι­λο­σο­φι­κή ἔρευ­να καί στοχασμός». Γιατί καί ἡ φιλοσοφία τί κάνει; Μέ βάση τήν λογική προσπαθεῖ νά προχωρήσει, νά στοχαστεῖ ὁ φιλόσοφος καί νά καταλήξει σέ κάποια συμπεράσματα, πάντα μέ βάση τήν λογική. «Οὔτε εἶναι ἀφη­ρη­μέ­νη διανο­η­τι­κή θε­ο­λο­γία. Ἡ πνευματική ζωή δέν ἀποτελεῖ ἱκα­νο­ποί­η­ση τῶν συναισθημα­τι­κῶν μας ἐπι­διώ­ξε­ων μέ τήν πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους, δηλαδή μέ τήν ἐνσάρκωσή τους σέ βιώ­μα­τα ἤ ὑλο­ποι­η­μέ­νες μορ­φές, π.χ. στήν τέχνη»[7]. Δεν εἶναι ἡ πνευματική ζωή νά μπορέσουμε νά ἀποτυπώσουμε τά συναισθήματά μας, λ.χ. στήν μουσική.

«Ὅλα αὐτά ἀπο­τε­λοῦν διά­φο­ρες μορφές ἐκ­δη­λώ­σε­ως τῆς φαν­τα­στι­κῆς ἐνέργειας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄλλες μπο­ροῦν νά το­πο­θε­τη­θοῦν ψη­λό­τε­ρα καί ἄλλες χαμη­λό­τε­ρα· μπο­ρεῖ δηλαδή νά γίνει μιά ἀξιο­λο­γι­κή ἱε­ράρ­χη­ση αὐτῶν τῶν μορ­φῶν. Ὅμως, ἔτσι ἤ ἀλ­λιῶς, ὅλα αὐτά ἀπο­τε­λοῦν ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας, πού πρέ­πει νά τίς ξε­πε­ρά­σου­με, γιατί ἀλ­λιῶς εἶναι ἀδύ­να­τον νά φθά­σου­με στήν τέλεια προσευχή, τήν αὐ­θεν­τι­κή θε­ο­λο­γία καί τήν ἀλη­θι­νά θε­ά­ρε­στη ζωή.

Συνεπῶς, αὐτή εἶναι ἡ ὁδός τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου ἀσκη­τῆ: Ζητεῖ τόν Ποι­η­τή του Θεό στό ὑπερ­βα­τι­κό Εἶναι Του»[8]. Ἀναζητεῖ τόν Θεό χωρίς ἰδέες, χωρίς φαντασίες, χωρίς νά Τόν συνδέει μέ αὐτά πού βλέπει γύρω του, πού ἀκούει, ἀπό ὅλα τά κτιστά. Γιατί δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Αὐτό εἶναι βασικό δόγμα τῆς πίστεώς μας. Καμιά ἀναλογία. Γι’ αὐτό χρειάζεται νά ἀπελευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος πού κάνει προσευχή ἀπό ὅλα τά κτιστά, ἀπό ὅλες τίς φαντασίες καί ἀπό ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Νά μήν προσπαθεῖ νά συλλάβει τόν Θεό μέ εἰκόνες, χρησιμοποιώντας εἰκόνες καί πράγματα πού εἶναι ἀπό τόν κτιστό κόσμο. Δέν ἔχει καμιά σχέση ὁ Θεός μέ αὐτά πού βλέπουμε γύρω μας ἤ πού ἀκοῦμε ἤ πού ἔχουμε στόν νοῦ μας ὡς ἰδέες, ὡς φαντασίες.

«Γι’ αὐτό στήν πράξη τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς -ὁ ἀσκητής καί ὁ προσευχόμενος χριστιανός- ἀγω­νί­ζε­ται ἐναν­τί­ον μυ­ριά­δων εἰ­κό­νων κάθε εἴδους∙ ἐναν­τί­ον τῶν ἐποπτι­κῶν, ὅσων ἔχουν δηλαδή τήν α΄ ἤ β΄ ἐξω­τε­ρι­κή μορφή, πε­ρί­γραμ­μα, ἔκτα­ση στό χῶρο, τόν χρόνο, χρῶμα κ.λ.π., καί ἐναν­τί­ον τῶν δια­νο­η­τι­κῶν (εἰ­κό­νων), δηλαδή τῶν ἐν­νοιῶν». Καί ἐναντίον αὐτῶν ἀγωνίζεται. Ἀγωνίζεται ἐναντίον τους «γιά νά προ­σεύ­χε­ται γυμνός ἀπό καθετί κτιστό στόν Θεό «ἐνώ­πιος Ἐνω­πίῳ», πρό­σω­πο πρός Πρό­σω­πο»[9]. Χωρίς ἔννοιες δηλαδή θά πρέπει νά εἶναι ἡ προσευχή καί χωρίς εἰκόνες. Χωρίς διαστήματα, χωρίς χρώματα, χωρίς σχήματα.

«Ὁ Θεός δη­μιουρ­γεῖ τόν κόσμο καί ἡ δη­μιουρ­γία αὐτή ἀκο­λου­θεῖ τόν δρόμο τῆς συγ­κα­τα­βά­σε­ως. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅμως, πού πο­ρεύ­ε­ται πρός τόν Θεό, πο­ρεύ­ε­ται τόν δρόμο τῆς ἀνα­βά­σε­ως». Ὁ Θεός συγκαταβαίνει στόν κόσμο καί παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει πρός τόν Θεό «καί στήν ἀνά­βα­σή του αὐτή ἀπό τήν κτίση πρός τόν Θεό, ὁ ἀσκητής δέν ἀρ­νεῖ­ται τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τήν ἀξία τῆς κτί­σε­ως», δέν ἀπαξιώνει τήν ὕλη, τήν κτίση, «ἀλλά ἁπλῶς δέν τήν ἀπολυ­το­ποιεῖ καί δέν τήν θε­ο­ποιεῖ· δέν τῆς προσ­δί­δει αὐ­το­σκο­πό καί αὐ­το­α­ξία»[10]. Αὐτό πού εἶπε προηγουμένως, ὅτι ὁ κόσμος δέν ὑπάρχει, δέν ἔχει ἀξία αὐτός καθεαυτός, ἀλλά ἔχει ἀξία διότι μᾶς ὁδηγεῖ στόν Θεό καί στήν θέωση. Μᾶς βοηθάει στήν προσπάθεια τοῦ καθ’ ὁμοίωση, νά πραγματώσουμε τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς μας.

«Ὁ Θεός ἔκανε τόν κόσμο, ὄχι γιά νά ζήσει ὁ Ἴδιος τήν ζωή τῆς κτί­σε­ως, ἀλλά γιά νά κοι­νω­νή­σει ἡ λογική κτίση στήν Θεία Του ὕπαρ­ξη». Γιά νά μᾶς βοηθήσει δηλαδή, ἐμᾶς τά λογικά ὄντα, τούς ἀνθρώπους, νά κοινωνήσουμε μαζί Του. Γι’ αὐτό ἔφτιαξε τόν κόσμο. «Ὅταν ὁ λογικός ἄν­θρω­πος δέν πε­τύ­χει τή θέωση, πού δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ χωρίς τήν ­με­το­χή του, τότε ἐξα­φα­νί­ζε­ται καί ἡ ἴδια ἡ ἔν­νοια τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του»[11]. Εἶναι δηλαδή σάν νά μήν ὑπάρχει. Δέν ἔχει ἔννοια ὑπάρξεως πλέον ὁ ἄνθρωπος, ἐάν δέν πετύχει τήν θέωση, τήν ἕνωση μέ τόν ἄκτιστο Θεό.

«Ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ με­γα­λεί­ου τῆς κλή­σε­ώς του, ἑνω­μέ­νη μέ τή θέ­α τῆς θείας δη­μιουρ­γί­ας, γεννᾶ στήν ψυχή τοῦ ἀν­θρώ­που με­γά­λο θαυμασμό μπροστά στόν Ποιη­τή τῶν ὅλων, ἀλλά συγ­χρό­νως καί τε­λεί­ως ρε­α­λι­στι­κή ἀν­τί­λη­ψη γιά κάθε πράγμα τοῦ κό­σμου»[12]. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει συλλάβει τήν ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς του, γιατί ὑπάρχει, ἔχει πιστέψει στόν Χριστό, ξέρει γιατί ὑπάρχει καί μετά, ἀφενός μέν μένει ἔκθαμβος μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς προσφορᾶς τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί θαυμάζει καί λατρεύει καί εὐχαριστεῖ καί εὐγνωμονεῖ τόν Θεό, ἀφετέρου τοποθετεῖται σωστά καί ἀπέναντι στά κτίσματα. Δέν τά θεοποιεῖ, δέν τά ἀπολυτοποιεῖ, δέν τούς δίνει ἀξία, ἀλλά καταλαβαίνει ὅτι αὐτά εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ ὑπηρετικά τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Δηλαδή ὑπηρετικά τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

«Ταυ­τοχρόνως ὅμως, ἡ ἴδια συ­νεί­δη­ση ὁδη­γεῖ στήν ἀπό­σπα­ση ἀπό κάθε κτιστό γιά χάρη τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Μόνου Θεοῦ»[13]. Καί ἀφοῦ τοποθετεῖται σωστά ἀπέναντι στά κτίσματα, καταλαβαίνει ὅτι γιά νά κοινωνήσει μέ τόν Θεό, πρέπει νά ἀποσπαστεῖ ἀπό τά κτίσματα. Καί ἀποσπᾶται γιά χάρη τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Μόνου Θεοῦ.

«Αὐτή ἡ ἀπό­σπα­ση δέν σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ κτι­στοῦ εἶναι, μέ τήν ἔν­νοια τῆς ἀπόρ­ρι­ψης ἤ τῆς ἀρ­νή­σε­ώς του σάν φα­ντάσμα­τος». Φεύγει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά κτίσματα ὄχι γιατί τά περιφρονεῖ, ἤ τά ἀπορρίπτει ἤ τά ἀρνεῖται σάν φα­ντάσμα­τα. Ὄχι δέν εἶναι φα­ντάσμα­τα, ὑπάρχουν αὐτά. Ἀλλά τά ἀπαρνεῖται, γιά νά πλησιάσει, γιά νά βρεῖ τόν Θεό. «Ἡ ἀπό­σπα­ση αὐτή δέν εἶναι ποι­η­τι­κή ἤ φι­λο­σο­φι­κή ἀε­ρο­βα­σία στή σφαί­ρα τῶν ὑψη­λῶν καί ὡραί­ων μορ­φῶν ἤ τῶν «κα­θα­ρῶν» ἰδεῶν, ὅσο ψηλά καί νά βρί­σκον­ται ἀξιο­λο­γι­κά αὐτές». Ὅταν λέμε ὅτι ἀποσπᾶται ἀπό τά κτίσματα ὁ ἄνθρωπος, δέν σημαίνει ὅτι ἀνεβαίνει σ’ ἕναν κόσμο ἰδεῶν, ὡραίων μορφῶν, κάπου ἀλλοῦ. Ὄχι. «Ἡ ἀπό­σπα­ση ἤ ἡ ἀποχή ἀπό ὅλα κατά τήν πνευ­μα­τι­κή προσευχή εἶναι συνέπεια τῆς ὁλο­κλη­ρω­τι­κῆς ἐφέ­σε­ως γιά τόν ζωντανό καί ἀλη­θι­νό Θεό». Ἀπό τόν πόθο γιά τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος μετά ξεχνάει καί ἀποκολλᾶται ἀπ’ ὅλα τά γήινα. «Προέρχεται ἀπό τήν ἀπέ­ραν­τη ἀγά­πη γιά Αὐτόν καί ἀπό τήν κλή­ση μας νά ζοῦμε κοντά σ’ Αὐτόν, πού εἶναι ὁ Αὐ­το­σκο­πός καί ἡ Αὐ­το­α­ξία»[14]. Ὁ Θεός εἶναι Αὐ­το­σκο­πός καί εἶναι Αὐ­το­α­ξία. «Ὁ Θεός Φῶς ἐστι καί σκο­τία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐ­δε­μία»[15]. Δέν ὑπάρχει καθόλου σκοτάδι στόν Θεό. Ἐνῶ ἡ φαντασία, τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου λειτουργοῦν ὡς σκότος γιά τόν ἄνθρωπο ὅταν ὁ ἄνθρωπος κολλάει σ’ αὐτά καί δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό. Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι κολλημένοι στά χρήματα, ὅπως ὁ πλούσιος νεανίσκος τῆς σημερινῆς περικοπῆς, πού εἴπαμε δέν τήν διαβάσαμε γιατί εἶναι τῆς Παναγίας, συνέπεσε σήμερα καί τῆς Παναγίας, ὅμως ἄν τήν διαβάζαμε, θά βλέπαμε ἐκεῖ, ὅτι αὐτός ὁ νέος εἶχε τίς προϋποθέσεις νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, νά γίνει Ἀπόστολος! Θά γινότανε 13ος Ἀπόστολος. Ἀλλά ἐπειδή εἶχε φιλαργυρία, δέν τά κατάφερε! Ἐνῶ εἶχε ἄλλες ἀρετές, πολλές ἀρετές! Καί τό ὁμολόγησε κιόλας, ὅτι «ὅλα τά ἔχω φυλάξει ἀπό τήν νεότητά μου!»[16]. Καί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, ἕνα σοῦ λείπει μόνο: πούλα τά ὑπάρχοντά σου καί ἀκολούθησέ Με! Αὐτό τό πάθος λειτούργησε ὡς σκότος καί ἐνῶ μέχρι τότε ἤτανε ὅπως ἤτανε τέλος πάντων, μέ διάθεση νά πλησιάσει τόν Θεό, μέ ἔφεση, μετά ἐσκυθρώπασε! Ἔπεσε σκοτάδι καί στό πρόσωπό του. Βλέπουμε πῶς τά πάθη, ἡ φαντασία, τά πάθη συνδέονται μέ τήν φαντασία, ἡ φιλαργυρία συνδέεται μέ τήν φαντασία τοῦ πλούτου, τοῦ χρήματος, τῶν ἀπολαύσεων πού συνεπάγεται τό χρῆμα. Ὅλα αὐτά λειτουργοῦν ὡς σκοτάδι. Καί αὐτά εἶναι ἑπομένως ἐμπόδιο στό νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό.

«Γιά τόν ἁπλό καί τα­πει­νό πιστό ἡ ἀπαλ­λαγή ἀπό τήν ἐξου­σία τῆς φαν­τα­σί­ας ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀκέ­ραια καί διακαή ἐπι­θυ­μία νά ζεῖ σύμ­φω­να μέ τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τόσο ἁπλό, καί συ­νά­μα τόσο «ἀπο­κε­κρυμ­μέ­νον ἀπό σοφῶν καί συ­νε­τῶν»[17], πού δέν ὑπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα νά ἐξη­γη­θεῖ μέ λόγια»[18]. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν κάνει φαντασίες. Ἀλλά τί λέει; Νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μου. Καί προχωράει ἔτσι ἁπλά, πολύ ἁπλά! Οὔτε φτιάχνει μέσα του εἰκόνες γιά τό μέλλον, πῶς θά εἶναι, τί θά ἀντιμετωπίσω, πῶς θά τό ἀντιμετωπίσω, τί θά κάνω.. Τίποτα! Ἀφήνεται στόν Θεό καί λέει, Θεέ μου, γενηθήτω τό θέλημά Σου καί μετά δέχεται ὅ,τι τοῦ δίνει ὁ Θεός.

«Στήν ἀνα­ζή­τη­ση αὐτή τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θεοῦ πε­ρι­κλεί­ε­ται καί ἡ «ἀποταγή» τοῦ κό­σμου»[19]. Ὁ χριστιανός πρέπει νά ἀποταχθεῖ τόν κόσμο. Ὄχι μόνο ὁ μοναχός -μιλᾶμε γιά τήν μοναχική ἀποταγή- ἀλλά αὐτή τήν ἀποταγή ὅλοι πρέπει νά τήν κάνουμε. Δηλαδή τροπικά ὄχι τοπικά, ἀλλά τροπικά νά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο, ἀπό τήν νοοτροπία τοῦ κόσμου, ἀπό τήν προσκόλληση στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἄν θέλουμε νά βροῦμε τόν Θεό, ν’ ἀναζητήσουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

«Ἡ ψυχή θέλει νά ζεῖ μέ τόν Θεό καί γι’ αὐτό «ἀπο­τάσ­σε­ται» τό θέ­λη­μα καί τήν φαν­τα­σία της, πού δέν μπο­ροῦν νά δη­μιουρ­γή­σουν πραγματική ὕπαρ­ξη, ἀλλά ἐμ­φα­νί­ζον­ται σάν σκό­τος ἐξώ­τε­ρον»[20]. Τό θέ­λη­μα καί ἡ φαν­τα­σία. Αὐτά εἶναι τά ἐμπόδια τά ὁποῖα χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, λειτουργοῦν ὡς σκοτάδι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἔχει τό δικό του θέλημα, δέν μπορεῖ νά βρεῖ τόν Θεό. Γιατί; Τό θέλημά του κατά κανόνα εἶναι ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὅταν ὁ Θεός τοῦ δίνει αὐτά πού τοῦ δίνει, ἐκεῖνος ὄχι μόνο δέν εὐχαριστεῖ τόν Θεό, ἀλλά ἐξανίσταται, θυμώνει καί σκοτίζεται ἀκόμα περισσότερο, γιατί θεωρεῖ ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔχει βάλει στή θέση τοῦ Κυρίου τόν ἑαυτό του. Καί τό βλέπουμε αὐτό στήν καθημερινότητα πού λέμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον «κύριε τάδε», «κύριε τάδε». Ἐνῶ ἕνας εἶναι Κύριος. Κανονικά δέν πρέπει νά λέμε ἔτσι. Πρέπει νά ποῦμε, ὁ ἀδελφός τάδε, ἡ ἀδελφή τάδε. Κύριος εἶναι ἕνας! Ἐμεῖς εἴμαστε δοῦλοι, εἴμαστε ὑποτακτικοί. Ὀφείλουμε νά μήν ἔχουμε δικό μας θέλημα. Τό λέμε ἄλλωστε στό Πάτερ ἡμῶν, ἀλλά πόσο τό κατανοοῦμε; «Γενηθήτω τό θέλημά Σου», λέμε συνέχεια στόν Θεό. Ἀλλά στήν πράξη λέμε, γενηθήτω τό θέλημά μου! Γι’ αὐτό καί ἀποκαλούμαστε κύριοι καί κυρίες.

Ἡ ψυχή λοιπόν πού θέλει νά ζήσει τόν Θεό, ἀπο­τάσ­σε­ται τό θέ­λη­μα καί ἀποτάσσεται καί τήν φαν­τα­σία, ἡ ὁποία εἴπαμε κι αὐτή σκοτίζει τόν ἄνθρωπο καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ καθαρά τόν Θεό. «Ὁ κό­σμος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φαντασί­ας εἶναι κό­σμος τῶν «φα­ντασμά­των» τῆς ἀλή­θει­ας»[21], ὄχι τῆς ἀλήθειας, ἀλλά τῶν φα­ντασμά­των τῆς ἀλήθειας. Ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, ὑπάρχουν καί τά φαντάσματα τῆς ἀλήθειας, δηλαδή οἱ νομιζόμενες ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες εἶναι περιεχόμενα τῆς φαντασίας. Γι’ αὐτό χρειάζεται νά φύγει ἡ φαντασία, γιά νά φύγουν τά φαντάσματα τῆς ἀλήθειας καί νά βροῦμε τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Θεός.

«Αὐτός ὁ κόσμος εἶναι κοινός στούς ἀν­θρώ­πους καί τούς πεσμένους ἀγγέλους», στούς δαίμονες δηλαδή. Εἶναι κοινός αὐτός ὁ κόσμος τῆς φαντασίας. «Γι’ αὐτό πολ­λές φορές ἡ φαν­τα­σία γί­νε­ται ἀγω­γός δαι­μο­νι­κῆς ἐνέρ­γειας»[22]. Οἱ δαίμονες δηλαδή μᾶς περνᾶνε τόν κόσμο τους μέσω τῆς φαντασίας, τόν κόσμο τῶν φα­ντασμά­των τῆς ἀλήθειας καί πλανοῦν τόν ἄνθρωπο. Ὁ πλανεμένος ἄνθρωπος ποιός εἶναι; Αὐτός πού δέχεται τίς φαντασίες ὡς ἀλήθεια. Δέχεται ἕνα ψέμα ὡς άλήθεια. Αὐτός δέν εἶναι ὁ πλανεμένος; Ἡ πλάνη εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀστοχία τοῦ νά δεῖ κανείς τήν ἀλήθεια. Καί ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν πολεμάει τήν φαντασία, εἶναι ἀνοικτός στίς δαιμονικές πλάνες.

Ὁ κόσμος λοιπόν αὐτός τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας πρέπει νά φύγει, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό ἐμᾶς. «Τόσο οἱ δαι­μο­νι­κές εἰ­κό­νες ὅσο καί αὐτές πού ἐπι­νο­εῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄν­θρω­πος, μπο­ροῦν νά ἐπι­δροῦν στούς ἀν­θρώ­πους με­τα­σχη­μα­τί­ζον­τάς τους ἤ με­τα­μορ­φώ­νον­τάς τους». Οἱ δαι­μο­νι­κές εἰ­κό­νες καί αὐτές πού φτιάχνει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, οἱ φανταστικές, τούς μετασχηματίζουν τούς ἀνθρώπους, τούς μεταμορφώνουν. «Ἕνα πάν­τως εἶναι ἀνα­πό­φευ­κτο: Κάθε εἰ­κό­να, εἴτε δημιουργημένη ἀπό τόν ἄν­θρω­πο εἴτε ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀπό τούς δαί­μο­νες, πού γί­νε­ται δεκτή ἀπό τήν ψυχή, δια­στρέ­φει τήν πνευ­μα­τι­κή μορφή τοῦ ἀν­θρώ­που τοῦ κτισμένου κατ’ εἰ­κό­να καί ὁμοί­ω­ση Θεοῦ»[23]. Καί ἐνῶ ἡ ψυχή καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος κατ’ εἰ­κό­να καί ὁμοί­ω­ση Θεοῦ, ὅταν δέχεται αὐτές τίς φανταστικές εἰκόνες γίνεται κατ’ εἰ­κό­να καί καθ’ ὁμοί­ω­ση τῆς εἰκόνας πού δέχτηκε! Ἀλλοιώνεται καί φυσικά διαστρέφεται.

«Ἡ φαν­τα­στική ἐνέρ­γεια ὁδη­γεῖ, στήν ἔσχα­τη ἐξέ­λι­ξή της, σέ αὐ­το­θέ­ω­ση τοῦ κτί­σμα­τος». Νά γιατί οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες λένε, «ἐσύ εἶσαι θεός»! Ἡ φαντασία τους τό λέει αὐτό! Ἡ ἔσχα­τη ἐξέ­λι­ξη τῆς φαντασίας εἶναι ἡ αὐτοθέωση. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή, ὅταν ἀφεθεῖ στήν φαντασία του, τελικά-τελικά θά φτάσει στήν ἰδέα, τήν φανταστική ἰδέα, τήν ψεύτικη ἰδέα, ὅτι εἶναι θεός. Ὅτι αὐτός εἶναι ὁ θεός, δέν ὑπάρχει θεός ἄλλος! Ἐγώ εἶμαι ὁ θεός.. «στήν ἀνα­γνώ­ρι­ση δηλαδή θείας ἀρχῆς στήν ἴδια τήν φύση τοῦ ἀν­θρώ­που». Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δηλαδή εἶναι θεός. «Καί ἀπό αὐτόν τόν λόγο ἡ φυσική θρησκεία, δηλαδή ἡ θρησκεία τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου λογικοῦ, ἀπο­κτᾶ μοι­ραί­ως παν­θεϊ­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα»[24]. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος πλέον πού ἀφήνεται στήν φαντασία του, θά φτιάξει μιά θρησκεία πού θά εἶναι πανθεϊστική, δηλαδή καθετί εἶναι θεός! Ἀκριβῶς αὐτό λένε οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες, ὅτι ὅλα εἶναι θεός.. καί ἐσύ εἶσαι θεός καί ὅλα εἶναι θεός! Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ φαντασία.

«Καί οἱ ἀν­θρώ­πι­νες καί οἱ δαι­μο­νι­κές εἰ­κό­νες ἔχουν δύ­να­μη συχνά πολύ μεγά­λη, ὄχι βέβαια γιατί εἶναι δη­μιουρ­γι­κές κα­θε­αυ­τές μέ τήν σωστή ἔννοια τῆς λέξε­ως, ὅπως ἡ θεία δύ­να­μη πού κτί­ζει ἀπό τό μηδέν, ἀλλά ἐπει­δή ἡ ἀν­θρώ­πι­νη θέλη­ση κλί­νει μέ τό μέρος τους, καί ἔτσι μέ τήν ὑπο­τα­γή της μορ­φο­ποιεῖ­ται ὁ ἄνθρω­πος ἀπό αὐτές τίς εἰ­κό­νες»[25]. Δηλαδή ὑπάρχει ἡ εἰκόνα, καί ἄν ἀφήσει ὁ ἄνθρωπος τήν θέλησή του νά κλίνει πρός τήν εἰκόνα, νά τήν ἀποδεχθεῖ, μορφοποιεῖται μετά, διαμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος, μέ βάση αὐτή τήν εἰκόνα πού δέχτηκε. Καί αὐτό δηλαδή δείχνει τήν μεγάλη δύναμη πού ἔχουν αὐτές οἱ φανταστικές εἰκόνες.

«Ὁ Κύ­ριος, ὅμως, ἀπε­λευ­θε­ρώ­νει ἀπό τήν ἐξου­σία τῶν παθῶν καί τῆς φαντα­σί­ας, ὅσους με­τα­νο­οῦν. Καί ὅποιος χριστιανός ἀπε­λευ­θε­ρω­θεῖ ἀπό αὐτά, ἀψηφᾶ τήν δύ­να­μη τῶν φαν­τα­στι­κῶν εἰ­κό­νων»[26]. Ἐνῶ ὁ ἄλλος πού τίς δέχεται, μπορεῖ νά φτάσει καί νά τρελαθεῖ ἀκόμα! Χάνει πλέον τό καθεαυτό εἶναι του, πού εἶναι τό κατ’ εἰ­κό­να καί καθ’ ὁμοί­ω­ση καί πλάθεται ἀνάλογα μέ τήν εἰκόνα τήν ὁποία δέχεται μέσα του.

«Ἡ ἐξου­σία τοῦ κο­σμι­κοῦ κακοῦ πάνω στόν ἄν­θρω­πο εἶναι κολοσσιαία καί κανέ­νας ἀπό­γο­νος τοῦ Ἀδάμ δέν μπο­ρεῖ νά τή νι­κή­σει χωρίς τόν Χρι­στό καί ἔξω ἀπό Αὐτόν. Ἐκεῖ­νος εἶναι ὁ Ἰη­σοῦς-Σω­τήρας μέ τήν κύρια καί μο­να­δι­κή ση­μα­σία τῆς λέξεως. Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου ἀσκη­τῆ -καί χριστιανοῦ- καί γι’ αὐτό ἡ προσευχή τῆς νο­ε­ρᾶς ἡσυ­χί­ας γί­νε­ται μέ τήν ἀδιά­λει­πτη ἐπί­κλη­ση τοῦ ὀνό­μα­τος τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, ἀπ’ ὅπου πῆρε καί τήν ὀνο­μα­σία αὐτή ἡ προσευχή, «προσευχή τοῦ Ἰησοῦ»»[27]. Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό κοσμικό κακό, ἀπό τίς δαιμονικές εἰκόνες καί ἀπό αὐτές τίς εἰκόνες καί φαντασίες πού φτιάχνει καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Μέ τήν ἀδιά­λει­πτη προσευχή σταυρώνεται ἡ φαντασία καί ὁ ἄνθρωπος πλέον μέ καθαρό τόν νοῦ, χωρίς ἰδέες, χωρίς φαντασίες, χωρίς σχήματα, χωρίς ἔννοιες, προσεύχεται. Καί βρίσκει πλέον τήν ἀλήθεια καί ὄχι φαντάσματα τῆς ἀλήθειας, ὄχι πλάνες.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[3] Ὅ.π.

[4] Ὅ.π.

[5] Ὅ.π.

[6] Ὅ.π.

[7] Ὅ.π.

[8] Ὅ.π.

[9] Ὅ.π.

[10] Ὅ.π.

[11] Ὅ.π.

[12] Ὅ.π.

[13] Ὅ.π.

[14] Ὅ.π.

[15] Α΄Ἰωάν. 1, 5.

[16] Ματθ. 19, 20.

[17] Πρβλ. Ματθ. 11, 25.

[18] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[19] Ὅ.π.

[20] Ὅ.π.

[21] Ὅ.π.

[22] Ὅ.π.

[23] Ὅ.π.

[24] Ὅ.π.

[25] Ὅ.π.

[26] Ὅ.π.

[27] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible