«Κύριε,
ὁδήγησόν με ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου
ἕνεκα
τῶν ἐχθρῶν μου,
κατεύθυνον
ἐνώπιόν σου τήν ὁδόν μου.»
Ψαλμ.
5 :
7
Ἀπεναντίας, οἱ Φαρισαῖοι σκανδαλίζονται συνέχεια μέ τόν καθένα, σκανδαλίζονται ἀκόμα καί μέ τόν ὑπερτέλειο σαρκωμένο Θεό. Καί σκανδαλίζονται τόσο, πού Τόν καταδικάζουν σάν ἐγκληματία, Τόν παραδίνουν σέ ἀτιμωτικό θάνατο καί Τόν σταυρώνουν –Ποιόν; τόν Σωτήρα!– ἀνάμεσα σέ δυό ληστές.
Ἀπ᾿ αὐτό καί μόνο καταλήγουμε στό συμπέρασμα πώς ἡ τάση μας νά σκανδαλιζόμαστε εἶναι βαριά ἀρρώστια τῆς ψυχῆς· εἶναι χαρακτηριστικό τῶν Φαρισαίων. Γι᾿ αὐτό πρέπει μέ προσοχή νά παρακολουθοῦμε τήν καρδιά μας καί μέ πνευματικό λογισμό, πού θά τόν ἀντλοῦμε ἀπό τό Εὐαγγάλιο, νά νεκρώνουμε σ᾿ αὐτήν κάθε αἴσθημα σκανδαλισμοῦ.
Τό Εὐαγγέλιο εἶναι βιβλίο Ἅγιο Πανάγιο! Ὅπως στά καθαρά νερά καθρεφτίζεται ὁ ἥλιος, ἔτσι στό Εὐαγγέλιο ἀπεικονίζεται ὁ Χριστός, ἀλλά Τόν βλέπουν μόνο οἱ καθαρές ψυχές. Ὅποιος, λοιπόν, θέλει νά δεῖ τόν Χριστό, πρέπει πρῶτα νά καθαρίσει τόν νοῦ καί τήν καρδιά του μέ τή μετάνοια! Μόνο τότε θά δεῖ στό Εὐαγγέλιο τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Θεό, τόν Σωτήρα τῶν πεσμένων ἀνθρώπων. Μόνο τότε θά δεῖ στό Εὐαγγέλιο ποιά χαρακτηριστικά πρέπει νά ἔχει ὁ μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, ὁ μαθητής πού καλεῖται νά διδαχθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο τήν πραότητα καί τήν ταπείνωση. Σ᾿ αὐτές τίς θεομίμητες ἀρετές θά βρεῖ τή μακάρια ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του.
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
«πορευθέντες
δέ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω
καί
οὐ θυσίαν.»
Ματθ.
Θ΄: 13
Ὁ
Κύριος
πῆγε
κάποτε
στό
σπίτι
ἑνός
τελώνη,
τοῦ
Ματθαίου,
ἐκείνου
πού
στή
συνέχεια
μεταστράφηκε
κι
ἔγινε
Ἀπόστολος.
Ἐκεῖ
ὁ
σαρκωμένος
Θεός
κάθησε
στό
τραπέζι
μαζί
μέ
ἁμαρτωλούς.
Τόν
εἶδαν
οἱ
Φαρισαῖοι
καί
σκανδαλίστηκαν.
«Γιατί
ὁ
δάσκαλός
σας
τρώει
μέ
τούς
τελῶνες
καί
τούς
ἁμαρτωλούς;»,
ρώτησαν
τούς
μαθητές
Του1.
Πρῶτα-πρῶτα,
πέστε μας,
Φαρισαῖοι, γιατί
ὀνομάζετε τούς
ἀνθρώπους αὐτούς
ἁμαρτωλούς; Δέν
θά βρισκόσασταν
πιό κοντά
στήν πραγματικότητα,
ἄν τούς
ὀνομάζατε
καλότυχους,
μακάριους, ἀγγέλους
καί μάλιστα
Χερουβείμ, ἀφοῦ
εὐδόκησε νά
καθήσει ἀνάμεσά
τους ὁ
Θεός; Θά
ἦταν καλύτερα
νά λέγατε:
“Κι ἐμεῖς
εἴμαστε ἁμαρτωλοί!
Κι ἐμᾶς
δέξου κοντά
Σου, πολυεύσπλαχνε
Ἰησοῦ! Καρδιογνώστη
καί δίκαιε
Κριτή, προτίμησες
ἀπό μᾶς
αὐτούς τούς
ἁμαρτωλούς καί
κάθησες μαζί
τους, ἐπειδή,
ὅπως φαίνεται,
τά δικά
μας ἁμαρτήματα
εἶναι γιά
Σένα πιό
βαριά ἀπό
τά δικά
τους. Τρῶγε,
λοιπόν, μαζί
τους. Ἐμᾶς
ἄφησέ μας
τουλάχιστο νά
προσπέσουμε στά
πόδια Σου!”.
Ἀλλά
στούς σκοτεινούς
αὐτούς δικαίους,
τούς πλούσιους
σέ δικαιοσύνη
τῆς πεσμένης
ἀνθρωπίνης
φύσεως, σέ
δικαιοσύνη
ἐπίπλαστη, σέ
δικαιοσύνη
δαιμονική, δέν
ὑπάρχει ἡ
ἁγία εὐωδία
τῆς ταπεινώσεως.
Γι᾿ αὐτό
μέ τόσο
θράσος κατακρίνουν
τόν Κύριο,
ὅπως κατακρίνουν
καί τούς
ἁμαρτωλούς πού
δέχεται Ἐκεῖνος·
ἔτσι, ὅμως,
οἱ ἁμαρτωλοί
ἀναδεικνύονται
ἀληθινά δίκαιοι.
Λέγοντας στούς
μαθητές, «ὁ
δάσκαλός σας»,
τούς δίνουν
νά καταλάβουν
ὅτι Τόν
ἀπορρίπτουν, ὅτι
αὐτοί δέν
Τόν ἀναγνωρίζουν
ὡς δικό
τους διδάσκαλο.
Ἡ
ἀπάντηση
τοῦ
Κυρίου
εἶναι
μιά
ἀπάντηση
γιά
ὅλα
τά
ἐπιμέρους
συμπτώματα
τῆς
κρυφῆς
ἀρρώστιας
τῶν
Φαρισαίων,
γιά
ὅλη
τήν
ψυχική
τους
κατάσταση,
καί
περικλείει
μιά
φοβερή
θεϊκή
καταδίκη,
ἀπορρίπτοντας
κάθε
εἰκονική
ἀνθρώπινη
δικαιοσύνη,
κάθε
δικαιοσύνη,
δηλαδή,
πού
συνοδεύεται
ἀπό
τήν
κατάκριση
τοῦ
πλησίον.
«Δέν
ἔχουν
ἀνάγκη
ἀπό
γιατρό
οἱ
ὑγιεῖς
ἀλλά
οἱ
ἄρρωστοι»,
εἶπε
ὁ
Κύριος.
«Καί
πηγαίνετε
νά
μάθετε
τί
σημαίνει,
εὐσπλαχνία
θέλω
καί
ὄχι
θυσία”.
Γιατί
δέν
ἦρθα
νά
καλέσω
σέ
μετάνοια
τούς
δίκαιους
ἀλλά
τούς
ἁμαρτωλούς»2.
Μιάν
ἄλλη
φορά,
πάλι,
ἡμέρα
Σάββατο,
ὁ
Κύριος
περνοῦσε
μαζί
μέ
τούς
ἁγίους
μαθητές
καί
ἀποστόλους
Του
μέσ᾿
ἀπό
σπαρμένα
χωράφια.
Οἱ
μαθητές
Του
πείνασαν
καί
ἄρχισαν
νά
κόβουν
στάχυα,
νά
τά
τρίβουν
μέ
τά
χέρια
τους
καί
νά
τρῶνε
τούς
σπόρους.
Τούς
εἶδαν
οἱ
Φαρισαῖοι
καί
εἶπαν
στόν
Κύριο:
«Κοίτα,
οἱ
μαθητές
Σου
κάνουν
κάτι
πού
δέν
ἐπιτρέπεται
ἀπό
τόν
νόμο
νά
γίνεται
τό
Σάββατο»3.
Τότε
ὁ
Κύριος,
ἀφοῦ
τούς
θύμισε
τόν
Δαβίδ4
καί
τούς
ἱερεῖς,
ἀπό
τούς
ὁποίους
ὁ
πρῶτος
σέ
κάποια
περίσταση
καταπάτησε
μιά
διάταξη
τοῦ
νόμου5,
ἐνῶ
οἱ
δεύτεροι
συνεχῶς
καταπατοῦσαν
τή
διάταξη
τῆς
ἀργίας
τοῦ
Σαββάτου6
γιά
νά
τηρήσουν
ἄλλη
διάταξη7,
ἐπανέλαβε
πάλι
στούς
Φαρισαίους
τήν
αὐστηρή
Του
παρατήρηση:
«Ἄν
εἴχατε
καταλάβει
τί
σημαίνει,
“εὐσπλαχνία
θέλω
καί
ὄχι
θυσία”,
δέν
θά
καταδικάζατε
τούς
ἀθώους
ἀνθρώπους»8.
Τό
αἴσθημα τοῦ
σκανδαλισμοῦ
πόσο ἐριστικό
καί πόσο
κακόβουλο εἶναι!
Μέ ἀπόλυτη
ἀλλά προσχηματική
ἀκρίβεια ἀγωνίζεται
γιά τήν
ἐφαρμογή τοῦ
γράμματος τοῦ
νόμου. Τήν
οὐσία τοῦ
νόμου, ὅμως
τήν ἀθετεῖ.
Φαρισαῖε
σκοτισμένε
καί
τυφλέ!
Ἄκουσες
τί
σοῦ
λέει
ὁ
Κύριος;
«Εὐσπλαχνία
θέλω».
Βλέπεις
τό
ἐλάττωμα
τοῦ
πλησίον
σου;
Σπλαχνίσου
τον!
Εἶναι
μέλος
τοῦ
σώματός
σου9!
Ἡ
ἀδυναμία,
τήν
ὁποία
σήμερα
βλέπεις
σ᾿
αὐτόν,
αὔριο
μπορεῖ
νά
γίνει
δική
σου
ἀδυναμία.
Σκανδαλίζεσαι
μόνο
καί
μόνο
ἐπειδή
εἶσαι
ἐγωιστής
καί
τυφλός!
Τηρεῖς
τυπολατρικά
μερικές
ἐξωτερικές
διατάξεις
τοῦ
νόμου,
καί
μετά
κυριεύεσαι
ἀπό
αὐτοθαυμασμό.
Περιφρονεῖς
καί
κατακρίνεις
τόν
πλησίον,
παρατηρώντας
ὅτι
παραβαίνει
κάποιες
λεπτομέριες
τοῦ
νόμου,
καί
δέν
βλέπεις
ὅτι
ἔχει
κρυφές
ἀρετές,
καί
μάλιστα
μεγάλες,
οἱ
ὁποῖες
εἶναι
γνωστές
καί
εὐάρεστες
στόν
Θεό
ἀλλά
ἄγνωστες
σ᾿
ἐσένα,
ἐξαιτίας
τῆς
ἀλαζονικῆς
καί
σκληρῆς
καρδιᾶς
σου.
Δέν
προσέχεις τόν ἑαυτό σου ὅσο πρέπει.
Δέν τόν βλέπεις τόν ἑαυτό σου. Γι᾿ αὐτό
δέν παραδέχεσαι πώς εἶσαι ἁμαρτωλός.
Γι᾿ αὐτό δέν ἔχεις συντριβή καρδιᾶς.
Γι᾿ αὐτό δέν ἔχεις μετάνοια καί
ταπείνωση. Γι᾿ αὐτό δέν καταλαβαίνεις
ὅτι, γιά νά σωθεῖς, ἔχεις ἀνάγκη κι
ἐσύ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τήν
εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ.
«Οὐ
γάρ ἦλθον καλέσαι δικαίους,
ἀλλά
ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν.»
Ματθ.
Θ΄: 13
Εἶναι
φοβερό
τό
νά
μήν
παραδέχεσαι
πώς
εἶσαι
ἁμαρτωλός!
Τέτοιους
ἀνθρώπους
τούς
ἀπορρίπτει
ὁ
Κύριος.
«Δέν
ἦρθα»,
λέει,
«νά
καλέσω
σέ
μετάνοια
τούς
δικαίους
ἀλλά
τούς
ἁμαρτωλούς»10.
Τί
μακαριότητα,
νά
ἔχεις
ἐπίγνωση
ὅτι
εἶσαι
ἁμαρτωλός!
Ὅποιος
ἔχει
αὐτή
τήν
ἐπίγνωση,
μπορεῖ
νά
πλησιάσει
τόν
Ἰησοῦ.
Τί
μακαριότητα,
λοιπόν,
νά
βλέπεις
τίς
ἁμαρτίες
σου!
Τί
μακαριότητα,
νά
βλέπεις
τήν
καρδιά
σου!
Ὅποιος
ἀρχίσει
νά
βλέπει
τήν
καρδιά
του,
ξεχνᾶ
ὅτι
στή
γῆ
ὑπάρχουν
κι
ἄλλοι
ἁμαρτωλοί
ἐκτός
ἀπό
τόν
ἴδιο.
Κι
ἄν
κάποια
φορά
ρίξει
μιά
ματιά
σέ
ἄλλους,
τοῦ
φαίνονται
ἄμεμπτοι,
ὑπέροχοι,
ἄγγελοι.
Ὅσο
πιό
πολύ,
μάλιστα,
προσέχει
τόν
ἑαυτό
του
καί
βλέπει
τίς
κηλίδες
τῆς
ἁμαρτίας
στήν
ψυχή
του,
τόσο
πιό
πολύ
ἀντιλαμβάνεται
ὅτι,
γιά
νά
σωθεῖ,
ἕνα
καί
μοναδικό
εἶναι
τό
μέσο,
τό
ἔλεος
τοῦ
Θεοῦ·
τόσο
πιό
πολύ
ἀντιλαμβάνεται
ὅτι
εἶναι
ἕνας
δοῦλος
ἄχρηστος11,
ὄχι
μόνο
γιατί
πολύ
συχνά
παραβαίνει
τίς
ἐντολές
τοῦ
Θεοῦ,
ἀλλά
καί
γιατί,
ὅταν
προσπαθεῖ
νά
τίς
τηρήσει,
πιό
πολύ
τίς
διαστρέφει
παρά
τίς
ἐκπληρώνει.
Ἔτσι,
καταλαβαίνοντας
πόσο
ἔχει
ὁ
ἴδιος
ἀνάγκη
ἀπό
τό
ἔλεος
τοῦ
Θεοῦ,
δέν
αἰσθάνεται
κι
αὐτός
παρά
μόνο
ἔλεος
γιά
τόν
πλησίον
του.
«Ἄν
εἴχατε
καταλάβει
τί
σημαίνει,
“εὐσπλαχνία
θέλω
καί
ὄχι
θυσία”,
δέν
θά
καταδικάζατε
τούς
ἀθώους
ἀνθρώπους»12.
«Δέν
ἦρθα
νά
καλέσω
σέ
μετάνοια
τούς
δικαίους
ἀλλά
τούς
ἁμαρτωλούς»13.
Ὁ
εὔσπλαχνος Σωτήρας μας, ὁ Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός, πού ποτέ δέν ἔδιωχνε μακριά
Του τούς μετανοημένους ἁμαρτωλούς,
ὅπως ἦταν οἱ τελῶνες καί οἱ πόρνες,
δέν ἔδιωχνε οὔτε καί τούς Φαρισαίους.
Ἦρθε νά θεραπεύσει τόν ἄνθρωπο ἀπ᾿
ὅλες τίς ἀρρώστιες του, ἑπομένως καί
ἀπό τόν φαρισαϊσμό. Ὁ φαρισαϊσμός,
βέβαια, εἶναι μιά ἀπό τίς πιό
δυσκολογιάτρευτες ἀρρώστιες. Γιατί,
ὅποιος τήν ἔχει, νομίζει καί διαλαλεῖ
πώς εἶναι ἐντελῶς ὑγιής. Ἔτσι,
περιφρονεῖ καί τούς γιατρούς καί τά
φάρμακα. Θέλει, μάλιστα, νά γιατρέψει ὁ
ἴδιος τίς ἀρρώστιες τῶν ἄλλων, μόνο
πού, γιά νά βγάλει ἀπό τό μάτι τους
–ὄργανο τόσο εὐαίσθητο– ἕνα ἀδιόρατο
σκουπιδάκι, χρησιμοποιεῖ βαρύ δοκάρι!
«δύο
ἐν τῷ ἀγρῷ, εἶς παραληφθήσεται
καί
ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται.»
Λουκ.
Ζ΄: 36
Κάποτε
ἕνας
Φαρισαῖος
κάλεσε
τόν
Κύριο
σέ
γεῦμα.
«Ὁ
Ἰησοῦς
μπῆκε
στό
σπίτι
τοῦ
Φαρισαίου
καί
κάθησε
στό
τραπέζι»14.
Φαίνεται,
ὅμως,
πώς
ὁ
Φαρισαῖος,
μολονότι
εἶχε
πνευματικό
ζῆλο
καί
κάποια
πίστη
στόν
Κύριο,
κάθησε
καί
ὑπολόγισε
πῶς
νά
φιλοξενήσει
καί
ὥς
ποιόν
βαθμό
νά
τιμήσει
τόν
Ἐπισκέπτη
του.
Ἄν
δέν
ἔκανε
αὐτόν
τόν
ὑπολογισμό,
στόν
ὁποῖο
τόν
ὁδήγησε
ἡ
πεποίθηση
στή
δικαιοσύνη
του
καί
στήν
ἀξία
του,
τί
θά
τόν
ἐμπόδιζε
νά
βγεῖ
στόν
δρόμο,
γιά
νά
προϋπαντήσει
τόν
Θεῖο
Ἐπισκέπτη
του,
νά
πέσει
μέ
λαχτάρα
στά
ἅγια
πόδια
Του
καί
νά
στρώσει
κάτω
ἀπ᾿
αὐτά
τήν
ψυχή
του
καί
τήν
καρδιά
του;
Μά
δέν
τό
ἔκανε
ὁ
Φαρισαῖος.
Ἔτσι
ἔχασε
τήν
εὐλογημένη
εὐκαιρία
νά
τιμήσει
τόν
Σωτήρα
ὡς
Σωτήρα
του.
Τήν
εὐκαιρία, ὅμως, πού ἔχασε ὁ Φαρισῖος,
τήν ἅρπαξε μιά γυναίκα ἀπό τήν ἴδια
πόλη, μιά διαβόητη γυναίκα τῆς ἁμαρτίας.
Τρέχει, λοιπόν, στό σπίτι τοῦ Φαρισαίου
μ᾿ ἕνα δοχεῖο γεμάτο εὐωδιαστό μύρο,
μπαίνει στήν αἴθουσα, ὅπου ἦταν στρωμένο
τό τραπέζι, καί ἀρχίζει νά πλένει μέ τά
δάκρυά της τά πόδια τοῦ Κυρίου, νά τά
σκουπίζει μέ τά μαλλιά της, νά τά φιλάει
καί νά τά ἀλείφει μέ τό μύρο.
«ἰδών
δέ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτόν εἶπεν
ἐν ἑαυτῷ λέγων·
οὖτος
εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἀν τίς καί
ποταπή
ἡ γυνή ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι
ἁμαρτωλός ἐστι.»
Λουκ.
Ζ΄: 39
Δέν
βλέπει
ὁ
τυφλός
Φαρισαῖος
τήν
ἀρετή
πού
ἐκδηλώνεται
μπροστά
στά
μάτια
του
καί
πού
ἀποδοκιμάζει
τήν
ψυχρότητα
καί
τή
νέκρα
τῆς
καρδιᾶς
του.
Μόνο
ὁ
σκανδαλισμός
καί
ἡ
κατάκριση
σαλεύουν
στήν
ψυχή
του.
Καί
συλλογίζεται:
«Ἄν
ὁ
ἄνθρωπος
αὐτός
ἦταν
προφήτης,
θά
γνώριζε
ποιά
καί
τί
λογῆς
γυναίκα
εἶναι
αὐτή
πού
τόν
ἀγγίζει·
γιατί
εἶναι
ἁμαρτωλή»15.
Γιατί,
Φαρισαῖε,
ὑποτιμᾶς
τόν
Θεό,
ὀνομάζοντάς
Τον
μόνο
προφήτη;
Καί
γιατί
ὀνομάζεις
ἁμαρτωλή
τή
γυναίκα
πού
τιμᾶ
τόν
Θεό
καλύτερα
ἀπό
σένα;
Φοβήσου!
Μή
μιλᾶς!
Μπροστά
σου
βρίσκεται
ὁ
Δημιουργός!
Αὐτός
ἔχει
δικαίωμα
νά
κρίνει
τά
πλάσματά
Του.
Αὐτός
χαρίζει
μέ
τήν
ἴδια
εὐκολία
καί
πεντακόσια
καί
πενήντα
δηνάρια
χρέους
ἁμαρτίας16,
γιατί
εἶναι
παντοδύναμος
καί
πάμπλουτος
σέ
ἔλεος.
Ὁ
Φαρισαῖος,
ὅμως,
δέν
τό
λογαριάζει
αὐτό.
Καί
βλέποντας
στόν
πλησίον
του
χρέος
πεντακόσια
δηνάρια,
δέν
δίνει
καμιά
προσοχή
στά
δικά
του
τά
πενήντα,
οὔτε
κάν
τά
θεωρεῖ
χρέος!
Ὡστόσο,
ὅπως
ἀποφαίνεται
τό
δικαστήριο
τοῦ
Θεοῦ,
καί
οἱ
δύο
δέν
ἔχουν
ἀνάγκη
νά
τούς
τό
χαρίσει
ὁ
Κύριος.
«Ἐπειδή
δέν
εἶχαν
νά
τά
ἐπιστρέψουν,
τά
χάρισε
καί
στούς
δύο»17.
«μή
ἐχόντων δέ αὐτῶν ἀποδοῦναι,
ἀμφοτέροις
ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν, εἶπε,
πλεῖον
αὐτόν ἀγαπήσει»
Λουκ.
Ζ΄: 42
Ἡ
ἔλλειψη
ταπεινώσεως,
στήν
ὁποία
ὀφείλεται
ἡ
ἀρρώστια
τοῦ
φαρισαϊσμοῦ,
ἐμποδίζει
τήν
πνευματική
προκοπή.
Τήν
ὥρα
πού
οἱ
βαριά
ἁμαρτωλοί
μετανοοῦν
μέ
θερμό
ζῆλο
καί
συντριμμένο
πνεῦμα,
τήν
ὥρα
πού,
ξεχνώντας
ὅλον
τόν
κόσμο,
βλέπουν
μόνο
τά
ἁμαρτήματά
τους
καί
κλαῖνε
γι᾿
αὐτά
μπροστά
στόν
Θεό,
τό
βλέμμα
τοῦ
Φαρισαίου
εἶναι
μετέωρο.
Βλέπει
κι
αὐτός
τά
ἁμαρτήματά
του,
ἀλλά
τά
βλέπει
φευγαλέα,
γιατί
τοῦ
φαίνονται
ἀσήμαντα
καί
ἀνάξια
προσοχῆς.
Θυμᾶται
καί
γνωρίζει
μόνο
κάποια
καλά
του
ἔργα,
στά
ὁποῖα
καί
ἀποθέτει
τήν
ἐλπίδα
του.
Ἀπεναντίας,
τά
ἁμαρτήματα
τῶν
ἄλλων
ὄχι
μόνο
τά
βλέπει
καλά,
ἀλλά
καί
τά
συγκρίνει
μέ
τά
δικά
του,
τά
ὁποῖα
πάντοτε
βρίσκει
πιό
ἐλαφρά.
Ὅσο
περισσότερο,
ὅμως,
αὐξάνεται
στά
μάτια
του
ἡ
προσωπική
του
ἀξία,
ὅσο
αὐξάνεται
ἡ
αὐτοδικαίωσή
του,
τόσο
μειώνεται
ἡ
θεία
χάρη,
πού
προσφέρεται
δωρεάν
σ᾿
ὅσους
μετανοοῦν.
Καί
ὅσο
μειώνεται
ἡ
χάρη,
τόσο
ἐξασθενεῖ
στήν
καρδιά
του
τό
αἴσθημα
τῆς
μετάνοιας,
ὥσπου
σβήνει
τελείως.
Ὅταν
ἐξασθενήσει
τό
αἴσθημα
τῆς
μετάνοιας
στήν
καρδιά,
ἡ
πνευματική
πορεία
τοῦ
ἀνθρώπου
γίνεται
πολύ
δύσκολη.
Καί
ὅταν
τό
αἴσθημα
αὐτό
σβήσει
τελείως,
τότε
πιά
ὁ
ἄνθρωπος
βγαίνει
ἀπό
τόν
δρόμο
τῆς
σωτηρίας
καί
παίρνει
τόν
δρόμο
τῆς
ἀλαζονείας
καί
τῆς
αὐταπάτης,
ὅπου
χάνει
τήν
ἁγία
ἀγάπη
πρός
τόν
Θεό
καί
τόν
πλησίον.
Ὁ
Κύριος,
ὡστόσο,
εἶπε
γιά
τή
μακάρια
ἐκείνη
ἁμαρτωλή:
«Οἱ
πολλές
της
ἁμαρτίες
συγχωρήθηκαν,
ἐπειδή
ἀγάπησε
πολύ.
Ὅποιος
νομίζει
ὅτι
(δέν
ἔχει
μεγάλο
χρέος
ἁμαρτιῶν
καί
ὅτι,
ἑπομένως,)
τοῦ
συγχωροῦνται
λίγες
ἁμαρτίες,
αὐτός
ἀγαπᾶ
λίγο»18.
«θυσία
τῷ Θεῷ πνεῦμα συνττριμμένον, καρδίαν
συντετριμμένην
καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός
οὐκ
ἐξουθενώσει.»
Ψαλμ.
50 : 19
Ὅποιος
ἔχει προσβληθεῖ ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ
φαρισαϊσμου, δέν θά προκόψει ποτέ
πνευματικά. Τό πετρωμένο ἔδαφος τοῦ
χωραφιοῦ τῆς καρδιᾶς του δέν δίνει
καρπό. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς
πνευματικῆς καρποφορίας εἶναι ἡ
καλλιέργεια τῆς καρδιᾶς μέ τή μετάνοια
καί τό πότισμά της μέ τά κατανυκτικά
δάκρυα. Ἀληθινή συμφορά εἶναι ἡ ἔλλειψη
πνευματικῆς προκοπῆς!
Ἀλλά
ἡ βλαπτικότητα τοῦ φαρισαϊσμοῦ δέν
περιορίζεται στήν πρόκληση ψυχικῆς
ἀκαρπίας. Ὁ ἰός, θά ἔλεγα, τοῦ φαρισαϊσμοῦ
εἶναι ὀλέθριος καί θανατηφόρος. Γιατί
ὄχι μόνο ἀχρηστεύει τά καλά ἔργα τοῦ
ἀνθρώπου, ἀλλά καί τά κάνει ἐπιζήμια
γιά τήν ψυχή του, ἡ ὁποία τελικά
καταδικάζεται ἀπό τόν Θεό!
Αὐτό
τό
ἔδειξε
ὁ
ἴδιος
ὁ
Κύριος
μέ
τήν
παραβολή
τοῦ
τελώνη
καί
τοῦ
Φαρισαίου,
οἱ
ὁποῖοι
προσευχήθηκαν
ταυτόχρονα
στόν
ναό
τοῦ
Θεοῦ19.
Ὁ
Φαρισαῖος,
κοιτάζοντας
τόν
ἑαυτό
του,
δέν
τοῦ
ἔβρισκε
κάτι
γιά
τό
ὁποῖο
νά
χρειάζεται
μετάνοια,
κάτι
πού
νά
τοῦ
ἐμπνέει
καρδιακή
συντριβή.
Ἀπεναντίας,
τοῦ
ἔβρισκε
πολλά,
πού
τόν
ἔκαναν
νά
αἰσθάνεται
ἱκανοποίηση
καί
αὐτοθαυμασμό.
Ἔβλεπε
πώς
εἶχε
νηστεία.
Ἔβλεπε
πώς
εἶχε
ἐλεημοσύνη.
Δέν
ἔβλεπε,
ὡστόσο,
ἁμαρτίες
σάν
κι
ἐκεῖνες
πού
ἔβλεπε
ἤ
νόμιζε
ὅτι
ἔβλεπε
στούς
ἄλλους
καί
πού
τόν
σκανδάλιζαν.
Καί
λέω,
“νόμιζε
ὅτι
ἔβλεπε”,
ἐπειδή
γιά
ξένα
σκάνδαλα
εἶχε
μάτια
ὁλάνοιχτα·
τόσο,
πού
ἔβλεπε
στόν
πλησίον
ἁμαρτήματα
τά
ὁποῖα
δέν
εἶχαν
ποτέ
διαπραχθεῖ,
ἁμαρτήματα
τά
ὁποῖα
εἶχε
πλάσει
ἡ
πονηρή
του
φαντασία.
Μολαταῦτα,
ὁ
Φαρισαῖος,
μέσα
στήν
αὐταπάτη
του,
δοξάζει
τόν
Θεό
γιά
τήν
ψυχική
του
κατάσταση!
Πίσω
ἀπό
τό
προσωπεῖο
τῆς
εὐγνωμοσύνης
πρός
τόν
Θεό
κρύβει
τήν
ἔπαρσή
του,
τήν
κρύβει
κι
ἀπό
τόν
ἴδιο
του
τόν
ἑαυτό!
Μέ
μιάν
ἐπιπόλαιη
ματιά
πού
ἔριχνε
στόν
νόμο
τοῦ
Θεοῦ,
ἔβγαζε
τό
συμπέρασμα
ὅτι
τόν
τηροῦσε
καί
ὅτι,
ἑπομένως,
ἦταν
εὐάρεστος
στόν
Κύριο.
«πάσης
συντελείας εἶδον πέρας·
πλατεῖα
ἡ ἐντολή σου σφόδρα»
Ψαλμ.
118 : 96
Ξεχνοῦσε
ὅτι
μπροστά
στόν
Θεό
ἀκόμα
καί
«ὁ
οὐρανός
δέν
εἶναι
καθαρός»21.
Ξεχνοῦσε
ὅτι
ὁ
Θεός
δέν
ἀποδέχεται
οὔτε
θυσίες
οὔτε
ὁλοκαυτώματα,
ὅταν
αὐτά
δέν
συνοδεύονται
ἀπό
πνεῦμα
συντριμμένο
καί
καρδιά
ταπεινωμένη22.
Ξεχνοῦσε
ὅτι
στήν
ἴδια
τήν
καρδιά
πρέπει
νά
φυτευθεῖ
ὁ
νόμος
τοῦ
Θεοῦ,
γιά
ν᾿
ἀποκτήσει
αὐτή
τήν
ἀληθινή,
τή
μακάρια,
τήν
πνευματική
ἀρετή.
Τέτοια
ἀρετή
ἀρχίζει
νά
κάνει
τήν
ἐμφάνισή
της
στήν
ψυχή
μόνο
ὅταν
ὁ
ἄνθρωπος
αἰσθανθεῖ
τήν
πνευματική
του
φτώχεια23
καί
ἀποφασίσει
νά
τηρήσει
τό
θέλημα
τοῦ
Θεοῦ24.
«λέγω
ὑμῖν, κατέβη οὖτος δεδικαιωμένος
εἰς
τόν οἶκον αὐτοῦ ἤ γάρ ἐκεῖνος·
ὅτι
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται,
ὁ
δέ
ταπεινῶν
ἑαυτόν
ὑψωθήσεται.»
Λουκ.
Ιη΄: 14
Ὁ
κενόδοξος
Φαρισαῖος
νομίζει
ὅτι
εὐχαριστεῖ,
νομίζει
ὅτι
δοξολογεῖ
τόν
Θεό:
«Θεέ
μου,
Σ᾿
εὐχαριστῶ
πού
ἐγώ
δέν
εἶμαι
σάν
τούς
ἄλλους
ἀνθρώπους
ἅρπαγας,
ἄδικος,
μοιχός»25.
Ἀπαριθμεῖ
ἁμαρτήματα
φανερά,
ἁμαρτήματα
πού
μποροῦν
νά
γίνουν
ἀντιληπτά
ἀπ᾿
ὅλους.
Γιά
ψυχικά
πάθη,
ὅπως
εἶναι
ἡ
ὑπερηφάνεια,
ἡ
πονηριά,
τό
μίσος,
ὁ
φθόνος,
ἡ
ὑποκρισία,
δέν
λέει
λέξη!
Αὐτά
ἀκριβῶς,
ὅμως,
εἶναι
πού
χαρακτηρίζουν
τήν
ψυχή,
τή
νεκρώνουν,
τήν
κάνουν
ἀνίκανη
γιά
μετάνοια.
Αὐτά
ἀκριβῶς
εἶναι
πού
σβήνουν
τήν
ἀγάπη
πρός
τόν
πλησίον.
Αὐτά
ἀκριβῶς
εἶναι
πού
γεννοῦν
τόν
ὅλο
ψυχρότητα,
τόν
ὅλο
ἐγωισμό,
τόν
ὅλο
μίσος
σκανδαλισμό!
Ὁ
κενόδοξος
Φαρισαῖος
νομίζει
ὅτι
εὐχαριστεῖ
τόν
Θεό
γιά
τά
καλά
του
ἔργα.
Μά
ὁ
Θεός
τόν
ἀποστρέφεται.
Ὁ
Θεός
τόν
στηλιτεύει
μέ
τά
φοβερά
τοῦτα
λόγια:
«Ὅποιος
ὑψώνει
τόν
ἑαυτό
του,
θά
ταπεινωθεῖ26.
Ὅταν
ὁ
φαρισαϊσμός
δυναμώσει
καί
ὡριμάσει,
κυριεύει
ὁλοκληρωτικά
τήν
ψυχή.
Καί
τότε
αὐτή
δίνει
φρικτούς
καρπούς.
Δέν
ὑπάρχει
ἀνομία
πού
θά
δίσταζε
νά
τή
διαπράξει.
Οἱ
Φαρισαῖοι
ἀποτόλμησαν
νά
βλασφημήσουν
ἀκόμα
καί
τό
Ἅγιο
Πνεῦμα27.
Οἱ
Φαρισαῖοι
ἀποτόλμησαν
νά
ἀποκαλέσουν
τόν
ἱό
τοῦ
Θεοῦ
δαιμονισμένο28.
Οἱ
Φαρισαῖοι
ἀποτόλμησαν
νά
ἰσχυριστοῦν
ὅτι
ὁ
Θεός,
πού
ἔγινε
ἄνθρωπος
καί
ἦρθε
στή
γῆ
γιά
τή
σωτηρία
μας,
ἀποτελοῦσε
ἀπειλή
γιά
τήν
κοινωνική
γαλήνη
καί
γιά
τήν
πολιτική
ὕπαρξη
τῶν
Ἰουδαίων29.
Καί
γιατί
ὅλες
αὐτές
οἱ
περίπλοκες
ἐπινοήσεις;
Γιά
νά
μπορέσουν,
καλυμμένοι
πίσω
ἀπό
τήν
ἐπιφανειακή
ἀρετή
τους
καί
μέ
τό
πρόσχημα
τῆς
σωτηρίας
τοῦ
ἔθνους,
τῆς
τηρήσεως
τῶν
νόμων
καί
τῆς
προστασίας
τῆς
θρησκείας,
νά
χορτάσουν
τήν
ἀχόρταγη
κακία
τους.
Πῶς;
Μέ
αἷμα!
Ναί,
τό
αἷμα
τοῦ
Ἰησοῦ
ἤθελαν
νά
προσφέρουν
θυσία
στόν
φθόνο
καί
τήν
κενοδοξία
τους,
διαπράττοντας
Θεοκτονία.
Ὁ
φαρισαϊσμός
εἶναι
ἕνα
φοβερό
δηλητήριο.
Ὁ
φαρισαϊσμός
εἶναι
μιά
φρικτή
ἀρρώστια.
Θά
προσπαθήσουμε
νά
σκιαγραφήσουμε
τόν
Φαρισαῖο,
παίρνοντας
τά
χαρακτηριστικά
του
ἀπό
τό
Εὐαγγέλιο.
Ἔτσι,
ὁ
καθένας,
ρίχνοντας
μιά
ματιά
σ᾿
αὐτό
τό
φοβερό,
σ᾿
αὐτό
τό
τερατῶδες
σκιαγράφημα,
θά
μπορεῖ
μέ
ἐπιμέλεια
νά
φυλάγεται
«ἀπό
τό
προζύμι
τῶν
Φαρισαίων»30,
σύμφωνα
μέ
τήν
ἔκφραση
τοῦ
Κυρίου,
δηλαδή
ἀπό
τόν
φαρισαϊκό
τρόπο
σκέψεως,
ἀπό
τίς
φαρισαϊκές
ἀρχές
ζωῆς
καί
ἀπό
τή
φαρισαϊκή
διάθεση
τῆς
καρδιᾶς.
«...
προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπό τῆς ζύμης τῶν
Φαρισαίων,
ἥτις
ἐστίν ὑπόκρισις.»
Λουκ.
Ιβ΄: 1
Ὁ
Φαρισαῖος, ἐνῶ τηρεῖ τούς ἐξωτερικούς
τύπους τῆς θρησκείας του καί ἐπιτελεῖ
μερικά ὁρατά καλά ἔργα, πού δέν τά
παραλείπουν οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες,
ὑπηρετεῖ δουλικά τά πάθη του. Αὐτά ὄχι
μόνο προσπαθεῖ διαρκῶς νά τά κρύβει,
ἀλλά ὥς ἕνα βαθμό οὔτε κάν τά βλέπει,
οὔτε κάν τά συνειδητοποιεῖ. Γιατί τά
πάθη προκαλοῦν τέλεια τύφλωση στήν
ψυχή ὡς πρός τή σχέση της μέ τόν Θεό καί
ὁλόκληρη τή διδασκαλία Του.
Ἡ
αὐτογνωσία καί, συνακόλουθα, ἡ ἱκανότητα
νά βλέπουμε μέσα μας τήν ἐνέργεια τῶν
ψυχικῶν παθῶν, μᾶς δίνονται μέ τή
μετάνοια. Ἀλλά τόν Φαρισαῖο δέν μπορεῖ
νά τόν ἀγγίξει τό αἴσθημα τῆς μετάνοιας.
Πῶς νά συντριβεῖ, πῶς νά κατανυχθεῖ,
πῶς νά ταπεινωθεῖ μιά καρδιά γεμάτη
αὐταρέσκεια; Ὄντας ἀνίκανος γιά
μετάνοια, εἶναι ἀνίκανος καί νά δεῖ
τό φῶς τῶν θείων ἐντολῶν, πού φωτίζουν
τά μάτια τοῦ νοῦ μας. Μολονότι διαβάζει
τή Γραφή, μολονότι βλέπει τίς ἐντολές
της, ὁ ψυχικός του σκοτισμός δέν τόν
ἀφήνει νά σταθεῖ οὔτε γιά λίγο σ᾿
αὐτές. Γλιστρᾶνε καί φεύγουν ἀπό τά
μάτια του. Στή θέση τους, λοιπόν, βάζει
τίς ἀνόητες καί σφαλερές ἀπόψεις του.
«οὐδέν
δέ συγκεκαλιμμένον ἐστίν ὅ οὐκ
ἀποκαλυφθήσεται,
καί
κρυπτόν ὅ οὐ γνωσθήσεται·
ἀνθ᾿
ὧν ὅσα ἐν τῷ φωτί ἀκουσθήσεται, καί
ὅ
πρός τό οὖς ἐλαλήσατε ἐν τοῖς ταμείοις,
κηρυχθήσεται
ἐπί τῶν δωμάτων.»
Λουκ.
Ιβ΄: 2-3
Τί
πιό
ἀλλόκοτο,
τί
πιό
ἀσυνάρτητο
μπορεῖ
νά
ὑπάρξει
ἀπό
τίς
φαρισαϊκές
ἀπόψεις,
πού
διασώζονται
στό
Εὐαγγέλιο;
«Ὅποιος
ὁρκιστεῖ
στόν
ναό,
ὁ
ὅρκος
του
δέν
πιάνει»,
ἰσχυρίζεται
ὁ
Φαρισαῖος·
«ὅποιος,
ὅμως,
ὁρκιστεῖ
στό
χρυσάφι
τοῦ
ναοῦ,
πρέπει
νά
τηρήσει
τόν
ὅρκο
του»31.
Ἀφήνοντας
τίς
ἐντολές,
πού
ἀποτελοῦν
τήν
οὐσία
τοῦ
νόμου
τοῦ
Θεοῦ,
ὁ
Φαρισαῖος
στρέφει
ὅλη
του
τήν
προσοχή
στή
σχολαστική
τήρηση
λεπτομερειῶν,
καί
μάλιστα
ἐπιφανειακῶν,
ἔστω
κι
ἄν
αὐτή
συνεπάγεται
ὁλοφάνερη
ἀθέτηση
ἐντολῶν!
Τίς
ἅγιες
ἐντολές
τοῦ
Θεοῦ,
στίς
ὁποῖες
βρίσκεται
ἡ
αἰώνια
ζωή,
οἱ
Φαρισαῖοι
τελείως
τίς
παραμελοῦν,
τελείως
τίς
λησμονοῦν!
«Δίνετε
στόν
ναό»,
τούς
ἔλεγε
ὁ
Κύριος,
«τό
ἕνα
δέκατο
ἀπό
τόν
δυόσμο,
τόν
ἄνηθο
καί
τό
κύμινο,
καί
δέν
τηρεῖτε
τίς
σπουδαιότερες
ἐντολές
τοῦ
νόμου,
τή
δικαιοσύνη,
τήν
εὐσπλαχνία
καί
τήν
πιστότητα...
Τυφλοί
ὁδηγοί,
πού
στραγγίζετε
(ἀπό
κρασί)
τό
κουνούπι,
ἀλλά
καταπίνετε
ὁλόκληρη
καμήλα!32.
«ὅπου
γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν,
ἐκεῖ
ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν.»
Ματθ.
Στ΄: 21
Τό
πιό
ὕπουλο
ἀπ᾿
ὅλα
τά
ψυχικά
πάθη
εἶναι
ἡ
κενοδοξία.
Αὐτό
τό
πάθος,
περισσότερο
ἀπό
κάθε
ἄλλο,
μεταμφιέζεται
μπροστά
στήν
ἀνθρώπινη
καρδιά,
κάνοντάς
την
νά
αἰσθάνεται
εὐχαρίστηση.
Μιά
εὐχαρίστηση
πού
συχνά
ἡ
ψυχή
τή
θεωρεῖ
ὡς
συνειδησιακή
ἱκανοποίηση
καί
θεϊκή
παρηγοριά.
Μ᾿
αὐτή
τήν
κενοδοξία
εἶναι
ζυμωμένος
ὁ
Φαρισαῖος.
Ὅλα
τά
κάνει
γιά
τόν
ἔπαινο
τῶν
ἀνθρώπων.
Θέλει
νά
ἔχουν
μάρτυρες
καί
ἡ
ἐλεημοσύνη
του
καί
ἡ
νηστεία
του
καί
ἡ
προσευχή
του.
Δέν
μπορεῖ,
λοιπόν,
νά
γίνει
μαθητής
τοῦ
Κυρίου
Ἰησοῦ,
πού
προστάζει
τούς
μαθητές
Του
νά
περιφρονοῦν
τήν
ἀνθρώπινη
δόξα
καί
νά
βαδίζουν
στόν
δρόμο
τῆς
ταπεινοφροσύνης,
τῶν
στερήσεων
καί
τοῦ
πόνου.
Γιά
τόν
Φαρισαῖο
ὁ
Σταυρός
τοῦ
Ἰησοῦ
εἶναι
σκάνδαλο33.
Αὐτός
θέλει
Μεσσία
σάν
τόν
Μέγα
Ἀλέξανδρο
ἤ
τόν
Μέγα
Ναπολέοντα,
Μεσσία
μέ
δόξα
κατακτητῆ,
μέ
τρόπαια,
μέ
λάφυρα!
Ἡ
σκέψη
γιά
τήν
οὐράνια,
τήν
πνευματική,
τήν
αἰώνια
δόξα
τοῦ
Θεοῦ,
ἡ
σκέψη
γιά
τήν
ἴδια
τήν
αἰωνιότητα,
εἶναι
ἀπρόσιτη
στήν
ψυχή
του,
πού
σέρνεται
στή
γῆ,
στή
γήινη
τέφρα
καί
φθορά.
Ὁ
Φαρισαῖος
εἶναι
φιλάργυρος.
Ἡ
καρδιά
του
εἶναι
ὅπου
καί
ὁ
θησαυρός
του34.
Ἐκεῖ
εἶναι
ἡ
πίστη
του,
ἐκεῖ
τά
αἰσθήματά
του,
ἐκεῖ
ἡ
ἐλπίδα
του,
ἐκεῖ
καί
ἡ
ἀγάπη
του!
Μέ
τά
χείλη
του,
μέ
τήν
ἄκρη
τῆς
γλώσσας,
ὁμολογεῖ
τόν
Θεό.
Μέ
τήν
καρδιά
του,
ὅμως,
Τόν
ἀρνεῖται.
Ποτέ
δέν
αἰσθάνεται
τήν
παρουσία
τοῦ
Θεοῦ,
πουθενά
δέν
βλέπει
τήν
πρόνοια
τοῦ
Θεοῦ,
καθόλου
δέν
γνωρίζει
τί
σημαίνει
φόβος
Θεοῦ.
Γι᾿
αὐτόν
δέν
ὑπάρχει
Θεός,
δέν
ὑπάρχει
πλησίον.
Εἶναι
ὁλοκληρωτικά
γήινος,
ὁλοκληρωτικά
σαρκικός,
ὁλοκληρωτικά
ὑποδουλωμένος
στά
ψυχικά
πάθη.
Αὐτά
τόν
κινοῦν,
αὐτά
τόν
κυβερνοῦν,
αὐτά
τόν
σέρνουν
σέ
κάθε
ἀνομία.
Στή
ζωή
του,
γιά
κάθε
πράξη
του,
ἔχει
ἕνα
κίνητρο:
τή
φιλαυτία.
Στήν
ψυχή
του
ἔχει
στήσει
ἕνα
εἴδωλο:
τό
Ἐγώ.
Σ᾿
αὐτό
τό
εἴδωλο
διαρκῶς
προσφέρει
θυμίαμα
καί
κάνει
θυσίες.
Μπορεῖ,
ὅμως,
νά
συνδυαστεῖ
σέ
μιά
ψυχή
ἡ
λατρεία
τοῦ
πανάγιου
Θεοῦ
μέ
τή
λατρεία
τοῦ
σιχαμεροῦ
εἰδώλου
τοῦ
Ἐγώ;
Σέ
φοβερό
κενό,
σέ
φοβερό
σκοτάδι,
σέ
φοβερή
νέκρα
εἶναι
βυθισμένη
μιά
τέτοια
ψυχή.
Μοιάζει
μέ
σπηλιά
σκοτεινή,
ὅπου
φωλιάζουν
μόνο
ἄγρια
θηρία
ἤ,
ἀκόμα
χειρότερα,
κρύβονται
αἱμοβόροι
ληστές.
Μοιάζει
μέ
τάφο
ἐξωτερικά
στολισμένο,
γιά
νά
εὐχαριστεῖ
τά
ἀνθρώπινα
μάτια,
πού
τόσο
εὔκολα
ξεγελιοῦνται,
ἐσωτερικά
ὅμως
γεμάτον
ἀπό
νεκρά
κόκαλα,
γεμάτον
ἀπό
δυσοσμία,
γεμάτον
ἀπό
σκουλήκια,
γεμάτον
ἀπό
καθετί
τό
ἀκάθαρτο
καί
τό
θεομίσητο.
Ὁ
Φαρισαῖος, ἐπειδή εἶναι ξένος πρός
τόν Θεό, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά
φαίνεται τουλάχιστο στούς ἀνθρώπους
ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή εἶναι
γεμάτος ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀνομίες, αἰσθάνεται
τήν ἀνάγκη νά δείχνει ἐνάρετος. Ἐπειδή
ἐπιδιώκει νά ἱκανοποιεῖ τά πάθη του,
αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά δώσει στή
συμπεριφορά του μιάν εὐπρέπεια. Ἔτσι,
γιά τόν Φαρισαῖο εἶναι ἀπαραίτητο τό
προσωπεῖο. Καθώς δέν θέλει νά εἶναι
ἀληθινά εὐσεβής καί ἐνάρετος, ἀλλά
μόνο νά φαίνεται στούς ἀνθρώπους
τέτοιος, ντύνεται τήν ὑποκρισία. Ὅλα
του τά λόγια, ὅλα του τά ἔργα, ὅλη του
ἡ ζωή εἶναι ἕνα συνεχές ψέμα, μιά
ἀδιάκοπη προσποίηση! Ἡ καρδιά του
μοιάζει μέ τόν ζοφερό ἅδη. Εἶναι γεμάτη
πάθη καί κακίες –διαρκές μαρτύριο. Ἔ,
λοιπόν, αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐμπαθής καρδιά
τρέφει ἐναντίον τοῦ πλησίον τά ἀπάνθρωπα,
τά φονικά αἰσθήματα τοῦ σκανδαλισμοῦ
καί τῆς κατακρίσεως.
Ὁ
Φαρισαῖος πασχίζει νά φαίνεται στούς
ἀνθρώπους δίκαιος, ἐνῶ ψυχικά εἶναι
παιδί τοῦ σατανᾶ. Ψαρεύει ἀπό τόν νόμο
τοῦ Θεοῦ μερικά στοιχεῖα καί στολίζεται
μ᾿ αὐτά, ἔτσι ὥστε τό ἀμάθητο μάτι νά
μήν ἀντιλαμβάνεται πώς ἔχει μπροστά
του ἕναν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ, νά τόν
ἐμπιστεύεται σάν φίλο τοῦ Θεοῦ καί
γίνεται θύμα του.
Ὁ
Φαρισαῖος δέν κατακρίνει στόν πλησίον
τό κακό, τό ἐλάττωμα, τήν παράβαση τοῦ
νόμου. Ὄχι! Καί πῶς θά μποροῦσε νά
κατακρίνει τό κακό, ἀφοῦ τό ἀγαπᾶ καί
τό ἔχει στήν καρδιά του; Τά βέλη του
στρέφονται ἐναντίον τῆς ἀρετῆς. Ἀλλά
γιά νά χτυπήσει τήν ἀρετή πιό
ἀποτελεσματικά, τή συκοφαντεῖ,
καταλογίζοντάς της κάποιο κακό. Μ᾿ αὐτό
τό κακό σκανδαλίζεται. Καί θέλοντας
τάχα νά τό ἀφανίσει, σκοτώνει τόν δοῦλο
τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο μισεῖ.
Φαρισαῖε!
Καταδικάζεις ἕναν ἀθῶο γιά παράβαση
πού ἐπινόησες ἐσύ; Σ᾿ ἐσένα, λοιπόν,
χρειάζεται τιμωρία, γιατί ἐσύ ἔκανες
παράβαση! Μήν ἀποθρασύνεσαι ἀπό τό
γεγονός ὅτι ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ
μιμεῖται τόν Χριστό καί πίνει σιωπηλά
τό ποτήρι τῆς πίκρας πού τοῦ ἑτοίμασες.
Δυστυχισμένε! Αὐτή ἀκριβῶς ἡ μεγαλόψυχη
σιωπή του εἶναι πού πρέπει νά σέ τρομάζει!
Γιατί τόν μαθητή Του, πού τώρα σωπαίνει
γιά χάρη Του, ὁ Ἰησοῦς, στή φοβερή
τελική Κρίση Του, θά τόν δικαιώσει, ἐνῶ
ἐσένα θά σέ στείλει στά αἰώνια βάσανα,
ἀφοῦ πρῶτα φανερώσει σέ ὅλους τήν
ἀνομία σου, πού ὥς τότε ἦταν ἄγνωστη
στούς ἀνθρώπους.
Οἱ
Φαρισαῖοι ἐπινόησαν παραβάσεις καί
γιά τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο. Προκάλεσαν
τήν καταδίκη Του. Πλήρωσαν γιά τή θανάτωσή
Του. Καί μετά προσποιήθηκαν ὅτι δέν
κατάλαβαν τί ἔγινε!
«ὅφις,
γεννήματα ἐχιδνῶν!
πῶς
φύγετε ἀπό τῆς κρίσεως τῆς γεέννης;....
...
ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα
ἐπί
τήν γενεάν ταύτην. »
Ματθ.
Κγ΄: 33, 36
Τό
μεγαλύτερο
κακούργημα
πάνω
στή
γῆ
τό
ἔκαναν
οἱ
Φαρισαῖοι.
Πάντοτε
ἦταν
πιστοί
καί
μέχρι
σήμερα
μένουν
πιστοί
στή
δαιμονική
τους
κλήση.
Εἶναι
οἱ
κυριότεροι
ἐχθροί
καί
διῶκτες
κάθε
ἀληθινῆς
χριστιανικῆς
ἀρετῆς,
κάθε
γνήσιας
εὐσέβειας,
καί
δέν
διστάζουν
νά
χρησιμοποιήσουν
ὁποιοδήποτε
μέσο,
ὁποιοδήποτε
ἔγκλημα.
Ἐναντίον
τους
ἀντηχεῖ
ἀκόμα
ἡ
ἀπόφανση
τοῦ
Κυρίου
μας:
«Φίδια,
γεννήματα
ὀχιᾶς,
πῶς
θά
ξεφύγετε
ἀπό
τήν
τελική
Κρίση
καί
τήν
κόλαση;
Γι᾿
αὐτό
κι
ἐγώ
θά
σᾶς
στείλω
προφῆτες
καί
σοφούς
καί
γραμματεῖς.
Ἄλλους
ἀπ᾿
αὐτούς
θά
σκοτώσετε
καί
θά
σταυρώσετε,
ἄλλους
θά
μαστιγώσετε
στίς
συναγωγές
σας
καί
θά
καταδιώξετε
ἀπό
πόλη
σέ
πόλη.
Ἔτσι
θά
πέσει
πάνω
σας
ἡ
εὐθύνη
γιά
ὅλο
τό
δίκαιο
αἷμα
πού
χύνεται
στή
γῆ,
ἀπό
τό
αἷμα
τοῦ
δίκαιου
Ἄβελ
ὥς
τό
αἷμα
τοῦ
Ζαχαρία,
γιοῦ
τοῦ
Βαραχία,
πού
τόν
σκοτώσατε
ἀνάνεσα
στό
ἱερό
καί
τό
θυσιαστήριο.
Σᾶς
βεβαιώνω
πώς
ὅλα
αὐτά
θά
πέσουν
πάνω
στήν
τωρινή
γενιά»35.
Τά
λόγια
τοῦτα
τοῦ
Κυρίου
πραγματοποιήθηκαν
ἀπό
τό
προζύμι
τῶν
Φαρισαίων,
βρίσκονται
παντοτινά
σέ
ἄσπονδη
ἔχθρα
ἐναντίον
τῶν
ἀληθινῶν
μαθητῶν
τοῦ
Ἰησοῦ.
Τούς
καταδιώκουν
ἄλλοτε
φανερά
καί
ἄλλοτε
κρυφά,
μέ
ὅπλο
τή
συκοφαντία
καί
μέ
πρόσχημα
τόν
σκανδαλισμό.
Ἀχόρταγα
καί
ἀκούραστα
ζητοῦν
νά
τούς
πιοῦν
τό
αἷμα.
Κύριε
Ἰησοῦ
Χριστέ!
Βοήθησε
τούς
δούλους
Σου.
Κάνε
τους
νά
καταλάβουν
καί
ν᾿
ἀκολουθοῦν
Ἐσένα,
πού
«ὁδηγήθηκες
σάν
πρόβατο
στή
σφαγή
καί
σάν
τό
ἀρνί
πού
παραμένει
ἄφωνο
μπροστά
σ᾿
αὐτόν
πού
τό
κουρεύει»36.
Ἀξίωσέ
τους
νά
Σέ
βλέπουν
μέ
τά
μάτια
τοῦ
νοῦ
τους
καθαρά
καί,
σηκώνοντας
τίς
δοκιμασίες
μπροστά
στά
μάτια
Σου
μέ
τή
μακάρια
σιωπή,
νά
γίνονται
πλούσιοι
σέ
θεῖα
χαρίσματα,
νά
αἰσθάνονται
μέσα
τους
τήν
εἰρηνοφόρα
πνοή
τοῦ
Ἁγίου
Πνεύματος.
Αὐτό
τό
Ἅγιο
Πνεῦμα
πληροφορεῖ
τούς
δούλους
Σου
ὅτι
δέν
εἶναι
δυνατό
νά
ἀνήκουν
σ᾿
Ἐσένα,
παρά
μόνο
ἄν
πιοῦν
κι
αὐτοί
ἀπό
τό
ποτήρι
τῶν
παθημάτων
Σου,
τό
ποτήρι
πού
διάλεξες
νά
μείνει
στή
γῆ
σάν
κληρονομιά
δική
Σου
καί
ὅλων
τῶν
μαθητῶν
Σου.
«Ἄγουσιν
οὖν
τόν Ἰησοῦν ἀπό τοῦ
Καϊάφα εἰς τό πραιτώριον·
ἦν
δέ πρωΐ·
καί
αὐτοί οὐκ εἰσῆλθον εἰς τό πραιτώριον,
ἴνα
μή μιανθῶσιν,
ἀλλ᾿
ἵνα φάγωσι τό πάσχα.»
Ἰω.
ιη΄: 28
«ἀπεκρίθη
ὁ
Πιλάτος·
μήτι ἐγώ Ἰουδαῖός εἰμι;τό ἔθνος τό σόν καί οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί·
τί ἐποίησας;»
Ἰω. ιη΄: 35
μήτι ἐγώ Ἰουδαῖός εἰμι;τό ἔθνος τό σόν καί οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί·
τί ἐποίησας;»
Ἰω. ιη΄: 35
«ὁ
δέ
Ἰησοῦς
εἶπεν
αὐτοῖς·
ὁρᾶτε
καί προσέχετε ἀπό τῆς ζύμης
τῶν
Φαρισαίων καί Σαδδουκαίων.»
Ματθ.
ΙΣΤ΄
: 6
Στό Εὐαγγέλιο
Του ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε πολλές ἐντολές,
πού φέρνουν στόν ἄνθρωπο σκέψεις καί
αἰσθήματα ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό τόν
ψυχοκτόνο καί μισάνθρωπο φαρισαϊσμό.
Μ᾿ αὐτές τίς ἐντολές καταστρέφονται
ἀκόμα καί τά θεμέλια πάνω στά ὁποῖα
οἰκοδομεῖται ὁ φαρισαϊσμός. «Νά
φυλάγεστε
καί
νά
προσέχετε»,
εἶπε
ὁ
Κύριος,
γενικά,
«ἀπό
τό
προζύμι
τῶν
Φαρισαίων»37.
Ἕνας
ἀπό
τούς
Εὐαγγελιστές
ἑρμηνεύει
τόν
ὅρο
«προζύμι
τῶν
Φαρισαίων»,
ἀναφέροντας
ὅτι
ὁ
Κύριος
ἀποκάλεσε
ἔτσι
τή
διδασκαλία
τους38.
Ἕνας
ἄλλος,
πάλι,
γράφει
ὅτι
μέ
τή
φράση
αὐτή
ἐννοεῖ
τήν
ὑποκρισία
τους39.
Πρόκειται
γιά
τό
ἴδιο
πράγμα.
Ἀπό
τήν
ὑποκριτική
συμπεριφορά
τῶν
Φαρισαίων
πηγάζουν
ὁ
τρόπος
σκέψεως
καί
ἡ
διδασκαλία
τους.
Καί
ἀντίστροφα,
ὁ
τρόπος
σκέψεως
καί
ἡ
διδασκαλία
τους
διαμορφώνουν
τόν
ὑποκριτή,
γιά
τόν
ὁποῖο
καμιά
ἁμαρτία
δέν
εἶναι
φοβερή
καί
καμιά
ἀρετή
σεβαστή.
Ἁπλῶς
ἐλπίζει
ὅτι
θά
μπορεῖ
πάντοτε
νά
κρύβει
ἤ
νά
δικαιολογεῖ
κάθε
ἁμαρτία
καί
νά
ὑποκαθιστᾶ
μέ
τήν
προσποίηση
κάθε
ἀρετή.Ὁ Κύριος δίδαξε στούς μαθητές Του διαγωγή εἰλικρινή καί ἴσια, πού νά στηρίζεται στή θεία σοφία καί νά μή δικαιολογεῖται μέ τήν πονηριά, διαγωγή πού νά ἀντικατοπτρίζει τήν καθαρή ἀρετή καί μέ τήν οὐράνια ὀμορφιά της νά ἑλκύει τά μάτια καί τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. «Ἔτσι νά λάμψει τό φῶς σας μπροστά στούς ἀνθρώπους, γιά νά δοῦν τά καλά σας ἔργα καί νά δοξολογήσουν τόν οὐράνιο Πατέρα σας»40. Οἱ Φαρισαῖοι, ἀπεναντίας, ἤθελαν μόνο νά φαίνονται δίκαιοι, φρόντιζαν μόνο νά παριστάνουν τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ μπροστά στούς ἄλλους, μπροστά στό πλῆθος, πού συνήθως ξεγελιέται εὔκολα. Καί τώρα μποροῦμε νά δοῦμε πώς οἱ Φαρισαῖοι χρησιμοποιοῦν ὅλα τά μέσα, γιά νά κάνουν τά ἔργα τους, πού ἀπ᾿ ἔξω φαίνονται καλά, νά λάμπουν ὅσο τό δυνατό πιό πολύ μπροστά στά μάτια τῶν ἀνθρώπων. Τά ἁμαρτωλά τους ἔργα, ὅμως, τά δικαιολογοῦν μέ τήν ἐπίκληση τῆς κοινωνικῆς ἀναγκαιότητας, μέ τό πρόσχημα μιᾶς δικαιοκρισίας ἤ μιᾶς συνετῆς πρόνοιας, μέ τήν ὑποχρέωση τάχα τῆς ἀνοχῆς ἑνός μικροῦ κακοῦ γιά τήν ἀποτροπή ἑνός μεγάλου καί μέ ἄλλες προφάσεις, πού τόσο εὔκολα ξεπηδοῦν ἀπό μιά πονηρή καρδιά. Αὐτή τή διαγωγή τήν ἀποδοκιμάζει ὁ Κύριος μέ πολύ αὐστηρά λόγια: «Ἐσεῖς θέλετε νά παριστάνετε τόν δίκαιο μπροστά στούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός, ὅμως, γνωρίζει τί κρύβετε στίς καρδιές σας. Γιατί αὐτό πού τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι, τό σιχαίνεται ὁ Θεός»41.
«καί
εἶπεν
αὐτοῖς·
ὑμεῖς
ἐστε οἱ δικαιοῦντες ἑαυτούς ἐνώπιον
τῶν ἀνθρώπων,
ὁ
δέ Θεός γινώσκει τάς καρδίας ὑμῶν·
ὅτι
τό ἐν ἀνθρώποις ὑψηλόν βδέλυγμα ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ.»
Λουκ.
Ιστ΄:
15
Οἱ
Φαρισαῖοι
προσπαθοῦσαν
μέ
διάφορες
δικαιολογίες
νά
συγκαλύψουν
τά
ψυχικά
τους
πάθη
καί
τούς
καρπούς
τῶν
παθῶν
τους,
τίς
πράξεις
τους.
Τά
ψυχικά
πάθη,
κάτω
ἀπό
τή
σκιά
καί
τή
δροσιά
τῶν
δικαιολογιῶν,
συνήθως
ἁπλώνουν
βαθιές
ρίζες
στήν
ψυχή
καί
γίνονται
δέντρα
μεγάλα,
πού
ἀγκαλιάζουν
μέ
τά
κλαδιά
τους
ὅλη
τή
δραστηριότητα
τοῦ
ἀνθρώπου
καί
εἰσχωροῦν
σ᾿
ὅλες
του
τίς
σκέψεις,
σ᾿
ὅλα
του
τά
αἰσθήματα,
σ᾿
ὅλες
του
τίς
ἐνέργειες.
Ὁ
ὅσιος
Ποιμήν
ὁ
Μέγας
λέει:
«Ἄν
οἱ
δικαιολογίες
συντρέξουν
τό
ἁμαρτωλό
θέλημα
τοῦ
ἀνθρώπου,
τότε
αὐτός
ἐξαχρειώνεται
καί
καταστρέφεται»42.
Ὁ
ἄνθρωπος
πού
ἐργάζεται
τίς
ἀρετές
ὄχι
γιά
νά
εὐαρεστήσει
τόν
Θεό
ἀλλά
γιά
ν᾿
ἀποκτήσει
τή
δόξα
τῶν
ἀνθρώπων
μέ
τήν
τιποτένια
καί
ἀσταθή
γνώμη,
αὐτός
ποτέ
δέν
θά
μπορέσει
νά
καταλάβει
τί
εἶναι
ἡ
χριστιανική
πίστη
οὔτε
νά
δεχθεῖ
τή
διδασκαλία
τοῦ
Χριστοῦ.
Γιά
τήν
οἰκείωση
τῆς
χριστιανικῆς
πίστεως
καί
τῆς
διδασκαλίας
τοῦ
Χριστοῦ
χρειάζεται
καρδιά
πού
νά
βλέπει
τίς
ἁμαρτίες
της,
πού
νά
ὁμολογεῖ
τήν
ἁμαρτωλότητά
της.
«Πῶς
μπορεῖτε
ἐσεῖς
νά
πιστέψετε»,
εἶπε
κάποτε
ὁ
Σωτήρας
στούς
Φαρισαίους,
«ἀφοῦ
ἀποζητᾶτε
τόν
ἔπαινο
ὁ
ἕνας
τοῦ
ἄλλου,
καί
δέν
ἐπιδιώκετε
τόν
ἔπαινο
τοῦ
μοναδικοῦ
Θεοῦ;»43.
Ὁ
Κύριος
ἀφαιρεῖ
ἀπό
μᾶς,
τούς
μαθητές
Του,
κάθε
ἀφορμή
γιά
κενοδοξία,
γιατί
θέλει
ὁ
ναός
τῆς
καρδιᾶς
μας
νά
εἶναι
καθαρός
ἀπό
κάθε
μιαρό
εἴδωλο,
ἀπό
καθετί
εἰδωλολατρικό.
Ὁ
Κύριος
προστάζει
ὅλα
τά
καλά
ἔργα
νά
τά
κάνουμε
κρυφά.
Καί
ἡ
ἐλεημοσύνη
νά
γίνεται
κρυφά44.
Καί
ἡ
νηστεία
νά
γίνεται
κρυφά45.
Καί
ἡ
προσευχή
νά
γίνεται
κρυφά46.
Ὅλα
τά
καλά
μας
ἔργα
πρέπει
νά
εἶναι
κρυμμένα
ὄχι
μόνο
ἀπό
τούς
ἀνθρώπους
ἀλλά
κι
ἀπό
μᾶς
τούς
ἴδιους.
Ἔτσι,
ὄχι
μόνο
οἱ
ἄλλοι
δέν
θά
φθείρουν
τήν
ψυχή
μας
μέ
τούς
ἐπαίνους,
ἀλλά
καί
ἡ
δική
μας
καρδιά
δέν
θά
μπορέσει
νά
μᾶς
πλανήσει
καί
νά
διαπράξει
μοιχεία
μέ
τήν
κενοδοξία,
διαλύοντας
τόν
ἱερό
δεσμό
της
μέ
τήν
ἁγία
ταπείνωση.
«Ἄς
μήν
ξέρει
οὔτε
τό
ἀριστερό
σου
χέρι
τί
κάνει
τό
δεξί
σου»47.
Μά
κι
αὐτό
εἶναι
λίγο!
Ὁ
Κύριος
μᾶς
ἔδωσε
ἐντολή
ν᾿
ἀπαρνηθοῦμε
τόν
ἑαυτό
μας
σ᾿
αὐτή
τή
σύντομη
ἐπίγεια
ζωή48,
νά
καταπατήσουμε,
δηλαδή,
κάθε
δικαιολογία
καί
κάθε
δικαίωμά
μας
γιά
τό
δίκαιο
τοῦ
Εὐαγγελίου.
Καί
σέ
τί
συνίσταται
τό
δίκαιο
τοῦ
Εὐαγγελίου;
Στά
παθήματα
καί
στόν
σταυρό!
Σ᾿
αὐτά
καλεῖ
τούς
μαθητές
Του
ὁ
Σωτήρας!
Μ᾿
αὐτά
ξεχωρίζει
τούς
ἐκλεκτούς
ἀπό
τούς
καλεσμένους
Του49!
Μ᾿
αὐτά
ξεχωρίζει
τό
σιτάρι
ἀπό
τά
ζιζάνια50!μ᾿
αὐτά
κρίνει
ποιοί
εἶναι
ἄξιοι
νά
σφραγιστοῦν
μέ
τή
σφραγίδα
Του51!
«Ὅποιος
δέν
παίρνει
τόν
σταυρό
του
καί
δέν
μέ
ἀκολουθεῖ,
δέν
εἶναι
ἄξιος
γιά
μαθητής
μου.
Ὅποιος
θελήσει
νά
φυλάξει
τή
ζωή
του,
θά
χάσει
τήν
ψυχή
του.
Καί
ὅποιος
θυσιάσει
τή
ζωή
του
γιά
μένα,
θά
σώσει
τήν
ψυχή
του»52.
«ἡμεῖς
μωροί διά Χριστόν, ὑμεῖς δέ φρόνιμοι
ἐν Χριστῷ ·
ἡμεῖς
ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δέ ἰσχυροί·
ὑμεῖς
ἔνδοξοι, ἡμεῖς δέ ἄτιμοι.»
Α΄
Κορ. Δ΄: 10
Ἀδελφοί!
Ἄς
φέρουμε
μπροστά
στόν
Σταυρό
τοῦ
Χριστοῦ
καί
ἄς
θάψουμε
ἐκεῖ
κάθε
κοσμική
ἀντίληψή
μας
γιά
τήν
τιμή,
γιά
τήν
ἀδικία,
γιά
τήν
προσβολή,
γιά
τή
ζημιά,
γιά
τήν
παρανομία,
γιά
τόν
ἀνθρώπινο
νόμο,
γιά
τήν
ἀνθρώπινη
δικαιοσύνη.
Ἄς
γίνουμε
μωροί
γιά
χάρη
τοῦ
Χριστοῦ53!
Ἄς
δώσουμε
τά
μάγουλά
μας
σέ
ραπίσματα
καί
φτυσίματα54!
Ἄς
ἀφήσουμε
τήν
ἐπίγεια
τιμή
μας
νά
σκεπαστεῖ
μέ
τή
στάχτη
τοῦ
ἐξευτελισμοῦ!
Ἄς
μή
λυπόμαστε
τή
φθαρτή
περιουσία
μας·
ἄς
τήν
ἁρπάξουν,
ἄς
τή
σκορπίσουν
οἱ
ἄνεμοι,
ἄν
τό
ἐπιτρέψει
ὁ
Θεός!
Ἄς
μή
λυπόμαστε
τό
σῶμα
μας·
ἄς
ταλαιπωρεῖται
μέ
ἑκούσιες
ἀσκήσεις
καί
ἀκούσια
παθήματα!
Ἄς
οἰκειωθοῦμε
τή
σιωπή
τοῦ
Κυρίου
μας
Ἰησοῦ
Χριστοῦ55,
τή
σιωπή
μέ
τήν
τόση
μυστική
δύναμη!
Αὐτή
ἡ
σιωπή
εἶναι
ἡ
πιό
ὑψηλή
θεολογία.
Αὐτή
ἡ
σιωπή
εἶναι
εὔγλωττο
κήρυγμα,
πού
προκαλεῖ
ἔκπληξη
καί
στούς
ἀγγέλους!
Ὁ
κόσμος
δέν
δικαίωσε
τόν
σαρκωμένο
Θεό,
καί
ζητᾶμε
νά
δικαιώσει
ἐμᾶς;
Ἄς
ἀπαρνηθοῦμε,
λοιπόν,
τή
δικαίωση,
τήν
τιμή,
τή
δόξα
τοῦ
κόσμου!
Ἄς
τή
θάψουμε
κάτω
ἀπό
τό
Σταυρό
τοῦ
Χριστοῦ!
Ἄς
μήν
εἴμαστε
σάν
τά
θηρία,
πού
δαγκώνουν
καί
πληγώνουν
τούς
ἀνθρώπους
καί
τά
ἄλλα
ἄγρια
ζῶα
πού
τά
κυνηγοῦν!
Ἄς
μοιάσουμε
στόν
Ἀμνό
τοῦ
Θεοῦ56
ἐδῶ
στή
γῆ,
στή
διάρκεια
τοῦ
σύντομου
χρόνου
τῆς
ἐπίγειας
ὁδοιπορίας
μας,
κι
Ἐκεῖνος
θά
μᾶς
κάνει
ὅμοιούς
Του
στήν
αἰωνιότητα,
ὅπου
ἡ
μακαριότητά
μας
δέν
θά
ἔχει
τέλος
καί
μέτρο.
Καί
ὄχι
μόνο
ἐκεῖ,
ἀλλά
καί
ἐδῶ,
στήν
ἐπίγεια
ἐξορία
μας,
τό
Πνεῦμα
τό
Ἅγιο,
ὁ
Παράκλητος,
ἔρχεται
στόν
πιστό
μαθητή
τοῦ
Ἰησοῦ
καί
χαρίζει
στήν
ψυχή
του
τήν
ἀνέκφραστη
μακαριότητα
τῆς
μελλοντικῆς
ζωῆς.
Αὐτή
τοῦ
ἀφαιρεῖ
κάθε
αἴσθηση
πόνου
καί
τόν
εἰσάγει
στήν
ἀόρατη,
ἁγία
εὐφροσύνη,
πού
δέν
ἐξαρτᾶται
ἀπό
ἀνθρώπους
καί
περιστάσεις.
Μπροστά
σ᾿
αὐτή
τήν
εὐφροσύνη
ὅλες
οἱ
ἐπίγειες
ἀπολαύσεις,
ἀκόμα
καί
οἱ
ἀθῶες,
εἶναι
μηδαμινές.
«Τῇ
ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τόν Ἰησοῦν
ἐρχόμενον
πρός αὐτόν καί λέγει·
ἴδε
ὁ
ἀμνός
τοῦ
Θεοῦ
ὁ
αἴρων
τήν
ἁμαρτίαν
τοῦ
κόσμου.»
Ἰω.
Α΄:29
Τό
κύριο χαρακτηριστικό τοῦ ὑποκριτῆ
εἶναι ὁ σκανδαλισμός. Καί τό πρῶτο
βέλος πού ρίχνει ὁ ὑποκριτής, μετά τόν
σκανδαλισμό του, ἐναντίον τοῦ πλησίον,
εἶναι ἡ κατάκριση. Στούς πιό κακοπροαίρετους
ὁ σκανδαλισμός εἶναι συχνά προσποιητός,
ἐπίπλαστος· εἶναι μιά ἔγκαιρα ἐπινοημένη
πρόφαση μέ ἐντυπωσιακή εὐλογοφάνεια,
γιά ἕνα ἔγκαιρα προετοιμασμένο ἔγκλημα.
Σκανδαλίζονται
ὅσοι ἔχουν ἀκόμα μέσα τους ζωντανό
τόν παλαιό Ἀδάμ, δηλαδή τόν ἁμαρτωλό
ἄνθρωπο, ἔστω κι ἄν ἐπιζητοῦν
καλοπροαίρετα τή σωτηρία τους. Ὁ
σκανδαλισμός τους αὐτός ἀποτελεῖ
γνώρισμα πνευματικῆς σαθρότητας,
γνώρισμα πολύ βαριᾶς ἀρρώστιας. Μιά
τέτοια ἀρρώστια δύσκολα θεραπεύεται,
ἀφοῦ δέν ἀφήνει τή μετάνοια νά ἐνεργήσει
καί νά φέρει τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς.
Μέ
τή βία πρέπει νά ἀποτρέπουμε τόν ἑαυτό
μας ἀπό τήν κατάκριση τοῦ πλησίον. Καί
μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τήν ταπεινοφροσύνη
νά τόν περιφρουροῦμε ἀπ᾿ αὐτό τό
πάθος. Πάντως, γιά νά ἀποδυναμώσουμε
καί τελικά, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά
ξεριζώσουμε ἀπό τήν καρδιά μας τόν
σκανδαλισμό σέ βάρος τοῦ πλησίον, πρέπει
νά ἐρευνοῦμε βαθιά τόν ἑαυτό μας μέ
τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, γιά νά δοῦμε
τίς ἀδυναμίες μας καί νά διαπιστώσουμε
τίς ἁμαρτωλές μας τάσεις, κινήσεις καί
καταστάσεις. Ὅταν τήν προσοχή μας θά
τήν τραβήξει ἡ δική μας ἁμαρτία, δέν
θά ἔχουμε πιά διάθεση νά παρατηροῦμε
τίς ἀδυναμίες τοῦ πλησίον καί νά
ἀσχολούμαστεμ᾿ αὐτές. Τότε ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι θά μᾶς φαίνονται ἄμεμπτοι,
ἅγιοι! Τότε ὁ ἑαυτός μας, ἀπεναντίας,
θά μᾶς φαίνεται ἁμαρτωλός, ὁ πιό μεγάλος
ἁμαρτωλός τοῦ κόσμου! Τότε θά μᾶς
ἀνοιχθοῦν διάπλατα οἱ πύλες τῆς
ἀληθινῆς ζωῆς καί ἡ ἀγκαλιά τῆς
πραγματικῆς μετάνοιας!
Ὁ
ὅσιος
Ποιμήν
ὁ
Μέγας
ἔλεγε:
«Ἐμεῖς
καί
οἱ
ἀδελφοί
μας
εἴμαστε
σάν
δυό
εἰκόνες.
Ὅταν
ὁ
ἄνθρωπος
προσέχει
τόν
ἑαυτό
του
καί
τόν
κατακρίνει,
βλέπει
τόν
ἀδελφό
του
ἄμεμπτο.
Ὅταν,
ὅμως,
ὁ
ἑαυτός
του
τοῦ
φαίνεται
καλός,
βλέπει
τόν
ἀδελφό
του
κακό»58.
Γι᾿
αὐτό
οἱ
πιό
μεγάλοι
ἅγιοι
τοῦ
Θεοῦ
ἀγωνίζονταν
ἐπίμονα
νά
βλέπουν
τόν
ἑαυτό
τους
ἁμαρτωλό,
καί
μάλιστα
τόσο,
πού
ἀκόμα
καί
τά
πιό
φανερά,
ἀκόμα
καί
τά
πιό
μεγάλα
ἁμαρτήματα
τῶν
ἄλλων
τούς
φαίνονταν
μηδαμινά
καί
ἀξιοσυγχώριτα.
Ὁ
ὅσιος
Σισώης
εἶπε
κάποτε
στόν
ἀββά
Ὤρ:
«Δῶσε
μου
μιά
συμβουλή».
Ὁ
Ἀββάς
τόν
ρώτησε:
«Μοῦ
ἔχεις
ἐμπιστοσύνη;».
«Σοῦ
ἔχω»,
ἀποκρίθηκε
ὁ
ὅσιος.
«Τότε
πήγαινε»,
τοῦ
εἶπε
ὁ
γέροντας,
«καί
κένε
ὅ,τι
κάνω
ἐγώ».
«Καί
τί
κάνεις
ἐσύ,
πάτερ
,
ἀπόρησε
ὁ
ὅσιος
Σισώης.
«Βλέπω
τόν
ἑαυτό
μου
χειρότερο
ἀπ᾿
ὅλους
τούς
ἀνθρώπους»,
ἀπάντησε
ὁ
ἀββάς
Ὤρ59.
«πάντα
μέν καθαρά τοῖς καθαροῖς·
τοῖς
δέ μεμιαμμένοις καί ἀπίστοις οὐδέν
καθαρόν,
ἀλλά
μεμίανται αὐτῶν καί ὁ νοῦς καί ἡ
συνείδησις.»
Τιτ.
Α΄:15
«Ἄν
ὁ
ἄνθρωπος»,
ἔλεγε
πάλι
ὁ
Μέγας
Ποιμήν,
«φτάσει
στά
μέτρα
πού
ἀναφέρει
ὁ
ἀπόστολος
Παῦλος,
“ὅλα
εἶναι
καθαρά
γιά
τούς
καθαρούς”60,
τότε
βλέπει
τόν
ἑαυτό
του
χειρότερο
ἀπ᾿
ὅλα
τά
πλάσματα».
«Μά
πῶς
μπορῶ
νά
θεωρήσω
τόν
ἑαυτό
μου
χειρότερο
ἀπό
ἕναν
φονιά;»,
ρώτησε
ἕνας
ἀδελφός
τόν
γέροντα.
Κι
ἐκεῖνος
ἀπάντησε:
«Ἄν
ὁ
ἄνθρωπος
φτάσει
στά
μέτρα
πού
ἀναφέρει
τό
ρητό
αὐτό,
τότε
βλέποντας
κάποιον
νά
κάνει
φόνο,
θά
πεῖ:
“Αὐτός
ἐδῶ
μόνο
τώρα
ἁμάρτησε,
ἐνῶ
ἐγώ
σκοτώνω
τόν
ἑαυτό
μου
κάθε
μέρα”».
Στή
συνέχεια
ὁ
ἀδελφός
ζήτησε
τή
γνώμη
κι
ἑνός
ἄλλου
γέροντα
γιά
τό
ἴδιο
θέμα.
Κι
αὐτός
τοῦ
εἶπε:
«Ἄν
φτάσει
ὁ
ἄνθρωπος
στά
μέτρα
πού
ἀναφέρει
τό
ρητό
καί
δεῖ
τίς
ἐλλείψεις
τοῦ
ἀδελφοῦ
του,
βάζει
τήν
ἀρετή
του
νά
καταπιεῖ
αὐτές
τίς
ἐλλείψεις».
«Καί
ποιά
εἶναι
στήν
περίπτωση
αὐτή
ἡ
ἀρετή
του;»,
ρώτησε
ὁ
ἀδελφός.
«Ἡ
ἀρετή
του
εἶναι
ἡ
παντοτινή
αὐτομεμψία
του»61.
Νά
οἱ ἀληθινοί ἀκροατές καί τηρητές τοῦ
εὐαγγελικοῦ νόμου! Ἀφοῦ ἔβγαλαν ἀπό
τίς καρδιές τους κάθε κατάκριση καί
σκανδαλισμό, τίς γέμισαν μέ ἀγάπη πρός
τόν πλησίον. Σ᾿ ὅλους ἔδιχναν εὐσπλαχνία.
Καί μέ τήν εὐσπλαχνία τους θεράπευσαν
πολλές ἁμαρτωλές ψυχές.
Ἔλεγαν
οἱ
Πατέρες
γιά
τόν
Μέγα
Μακάριο,
τόν
Αἰγύπτιο,
πώς
εἶχε
γίνει
σάν
ἕνας
ἐπίγειος
Θεός62–μέ
τέτοια
ἀπέραντη
εὐσπλαχνία
σήκωνε
τίς
ἀδυναμίες
τῶν
ἀνθρώπων!
Ὁ
Ἀββάς
Ἀμμωνᾶς,
πάλι,
παρατηρώντας
ἀδιάλειπτα
τήν
ψυχή
του
καί
κατηγορώντας
την
γιά
τίς
ἀδυναμίες
της,
ἀπέκτησε
βαθιά
ταπείνωση
καί
ἁπλότητα.
Μάλιστα,
ἀπό
τήν
πολλή
του
ἀγάπη
πρός
τόν
πλησίον,
ἔφτασε
στό
σημεῖο
ὄχι
μόνο
νά
μή
βρίσκει
κακό
σέ
κανέναν
ἄνθρωπο,
ἀλλά
καί
νά
ξεχάσει
πώς
ὑπάρχει
κακό!
Κάποτε,
λοιπόν,
ὅταν
εἶχε
ἤδη
γίνει
ἐπίσκοπος,
τοῦ
πῆγαν
μιά
κοπέλα,
πού
εἶχε
μείνει
ἔγκυος
ἀπό
παράνομο
δεσμό,
καί
τοῦ
εἶπαν:
«Ὁ
τάδε
τό
ἔκανε
αὐτό.
Τιμώρησέ
τους!».
Μά
ἐκεῖνος
εὐλόγησε
μέ
τό
σημεῖο
τοῦ
σταυροῦ
τήν
κοιλιά
τῆς
κοπέλας
καί
πρόσταξε
νά
τῆς
δώσουν
ἕξι
ζευγάρια
σεντόνια,
λέγοντας:
Μπορεῖ
στόν
τοκετό
νά
πεθάνει
ἡ
ἴδια
ἤ
τό
παιδί
της
καί
νά
μή
βρεθοῦν
σάβανα».
Τοῦ
λένε
οἱ
κατήγοροί
της:
«Τί
εἶναι
αὐτό
πού
κάνεις;
Τιμώρησέ
τους!».
«Ἀδελφοί»,
ἀπάντησε
ὁ
ὅσιος,
«βλέπετε
ὅτι
κινδυνεύει
νά
πεθάνει!
Τί
ἄλλο
μπορῶ
νά
κάνω;
Καί
τήν
ἄφησε
νά
φύγει63.
Ὁ
ἴδιος
ἀββάς
πῆγε
κάποτε
σ᾿
ἕναν
τόπο
ὅπου
ἀσκήτευαν
μοναχοί,
γιά
νά
φάει
μαζί
τους.
Ἐκεῖ
ἔμενε
κι
ἕνας
ἀδελφός
πού
εἶχε
ξεφύγει
ἀπό
τόν
δρόμο
τοῦ
Θεοῦ:
Τόν
ἐπισκεπτόταν
τακτικά
μιά
γυναίκα.
Τότε,
μάλιστα,
ἔτυχε
νά
ἔρθει
ἡ
γυναίκα
ἐκείνη
καί
νά
μπεῖ
στό
κελί
του.
Τό
πῆραν
εἴδηση
οἱ
ἄλλοι
ἀδελφοί,
ταράχθηκαν
καί
συγκεντρώθηκαν
γιά
νά
τόν
διώξουν.
Στό
μεταξύ,
πληροφορήθηκαν
ὅτι
ὁ
ἐπίσκοπος
Ἀμμωνᾶς
βρισκόταν
ἐκεῖ.
Πῆγαν,
λοιπόν,
καί
τόν
παρακάλεσαν
νά
ἔρθει
μαζί
τους
στό
κελί
τοῦ
ἀδελφοῦ.
Μόλις
τό
ἔμαθε
ὁ
ἀδελφός,
ἔκρυψε
τή
γυναίκα
μέσα
σ᾿
ἕνα
μεγάλο
πιθάρι,
ἀναποδογυρίζοντάς
το.
Ὅταν
ἔφτασε
τό
πλῆθος,
ὁ
ἀββάς
Ἀμμωνᾶς
κατάλαβε
τί
εἶχε
κάνει
ὁ
ἀδελφός,
ἀλλά
γιά
τήν
ἀγάπη
τοῦ
Θεοῦ
σκέπασε
τό
πράγμα.
Μπῆκε
μέσα,
κάθησε
πάνω
στό
πιθάρι
καί
πρόσταξε
νά
ψάξουν
τό
κελί.
Ἀφοῦ
ἔψαξαν
καί
δέν
βρῆκαν
τή
γυναίκα,
τούς
εἶπε:
«Τί
ἔχετε
νά
πεῖτε
τώρα;
Ὁ
Θεός
νά
σᾶς
συγχωρήσει!».
Ἔκανε
μιά
προσευχή
καί
πρόσταξε
τούς
μοναχούς
νά
φύγουν
ὅλοι.
Τελευταῖος
ἔφυγε
ἐκεῖνος.
Βγαίνοντας,
ἔπιασε
στοργικά
τόν
ἀδελφό
ἀπό
τό
χέρι
καί
τοῦ
εἶπε:
«Πρόσεχε
τήν
ψυχή
σου,
ἀδελφέ!»64.
Μέ
τέτοιους
τρόπους
ὁ
ἀββάς
Ἀμμωνᾶς
κατόρθωνε
νά
ἀποφεύγει
τήν
κατάκριση
καί
νά
θεραπεύει
τούς
ἁμαρτωλούς,
μαλακώνοντας
μέ
τήν
καλοσύνη
του
τίς
καρδιές
τους
καί
ὁδηγώντας
τους
μ᾿
αὐτή
τήν
καλοσύνη
στή
μετάνοια.
«μαρτυρῶ
γάρ αὐτοῖ ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν,
ἀλλ᾿
οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν.»
Ρωμ.
Ι΄:2
Ὅσο,
ὅμως,
ὁ
Κύριος
μᾶς
ἀποτρέπει
ἀπό
τό
φοβερό
καί
ὀλέθριο
βάραθρο
τοῦ
σκανδαλισμοῦ
καί
τῆς
κατακρίσεως
καί
ὅσο
οἱ
ἀληθινοί
Του
μαθητές
φεύγουν
μακριά
ἀπ᾿
αὐτό,
τόσο,
ἀπεναντίας,
ὁ
διάβολος
μᾶς
σέρνει,
μέ
διάφορους
τρόπους
καί
διάφορες
προφάσεις,
γιά
νά
πέσουμε
μέσα.
Ἕνα
ἀπό
τά
σατανικά
τεχνάσματα
εἶναι
ἡ
ἔμπνευση
ἀδιάκριτου
ζήλου65,
πού
πολλοί
τόν
θεοροῦν
ζῆλο
γιά
τήν
εὐσέβεια,
ζῆλο
ἅγιο!
Ὁ
ἀββάς
Ἰσαάκ
ὁ
Σύρος
λέει:
«Ὁ
ἄνθρωπος
πού
ἔχει
ζῆλο
ἀδιάκριτο,
ποτέ
δέν
φτάνει
στήν
εἰρήνη
τῆς
διάνοιας.
Κι
ἐκεῖνος
πού
δέν
ἔχει
εἰρήνη,
δέν
ἔχει
οὔτε
χαρά.
Γιατί,
ἄν
ἡ
εἰρήνη
τῆς
διάνοιας
εἶναι,
ὅπως
λένε,
ἡ
τέλεια
ὑγεία
(τῆς
ψυχῆς),
καί
ὁ
ζῆλος
δέν
συμβιβάζεται
μέ
τήν
εἰρήνη
(τῆς
ψυχῆς),
εἶναι
ἑπόμενο
ὅτι
ὅποιος
ἔχει
ἀδιάκριτο
ζῆλο,
εἶναι
βαριά
ἀσθενής.
Ἄνθρωπέ
μου,
ἐνῶ
νομίζεις
ὅτι
μέ
τόν
ζῆλο
σου
θά
θεραπεύσεις
τίς
ἀρρώστιες
τῶν
ἄλλων,
ἔδιωξες
τήν
ὑγεία
τῆς
δικῆς
σου
ψυχῆς!
Ἀσχολήσου,
λοπόν,
μέ
τήν
ὑγεία
τῆς
ψυχῆς
σου.
Κι
ἄν
προγματικά
θέλεις
νά
θεραπεύσεις
τούς
ἀσθενεῖς,
πρέπει
νά
ξέρεις
ὅτι
αὐτοί
χρειάζονται
περιποίηση
καί
ὄχι
ἐπιτίμηση.
Μέ
τόν
ζῆλο
σου,
λοιπόν,
ὄχι
μόνο
τούς
ἄλλους
δέν
βοηθᾶς,
ἀλλά
καί
τόν
ἑαυτό
σου
ρίχνεις
σέ
μιά
βαριά
καί
ὀδυνηρή
ἀρρώστια.
Ἕνας
τέτοιος
ζῆλος
δέν
ἀναγνωρίζεται
ἀπό
τούς
ἀνθρώπους
ὡς
ἐκδήλωση
σοφίας
ἀλλά
ὡς
πάθος
τῆς
ψυχῆς,
πού
φανερώνει
στενότητα
πνευματικῆς
ἀντιλήψεως
καί
πολλή
ἄγνοια.
Ἀπό
τήν
ἐπιείκεια
καί
τήν
πραότητα
ἀρχίζει
ἡ
θεία
σοφία,
πού
γεννιέται
ἀπό
τή
μεγαλοψυχία
καί
ἀνέχεται
τίς
ἀδυναμίες
τῶν
ἀνθρώπων»66.
Ἡ
ἁμαρτία
τοῦ
σκανδαλισμοῦ
καί
τῆς
κατακρίσεως
ὁδηγεῖ
πολύ
εὔκολα
τόν
ἄνθρωπο
στήν
ἀπώλεια,
γι᾿
αὐτό
καί
εἶναι
τόσο
ἀγαπητή
στόν
διάβολο.
Ὁ
πονηρός
δέν
περιορίζεται
νά
ξεσηκώνει
στήν
καρδιά
μας
τόν
ἀδιάκριτο
ζῆλο,
τόν
τόσο
ἀσυμβίβαστο
μέ
τό
εὐαγγελικό
φρόνημα,
καί
ἐγωιστικούς
λογισμούς,
συνδυασμένους
πάντοτε
μέ
τήν
περιφρόνηση
καί
τόν
ἐξευτελισμό
τοῦ
πλησίον,
ἀλλά
καί
στήνει
παγίδες
ἀπροκάλυπτα,
γιά
νά
πιάσει
καί
νά
ρίξει
σ᾿
αὐτή
τήν
ἁμαρτία
τούς
ἀπρόσεκτους.
Ὁ
ἀββάς
Ποιμήν
ἔλεγε:
«Εἶναι
γραμμένο:
“Νά
λές
μόνο
ὅσα
εἶδες
μέ
τά
μάτια
σου”67.
Ἐγῶ
ὅμως,
σᾶς
συμβουλεύω
νά
μή
λέτε
οὔτε
κι
ἐκεῖνο
πού
ψηλαφήσατε
μέ
τά
ἴδια
σας
τά
χέρια.
Ἕνας
ἀδελφός
πλανήθηκε
σέ
μιά
τέτοια
περίπτωση.
Τοῦ
φάνηκε
πώς
κάποιος
ἄλλος
ἀδελφός
ἁμάρτανε
μέ
μιά
γυναίκα.
Ἔπειτα
ἀπό
μεγάλη
ἐσωτερική
πάλη,
πῆγε
κοντά
τους,
τούς
σκούντησε
μέ
τό
πόδι
του
καί
φώναξε:
“Σταματῆστε,
λοιπόν!
Ὥς
πότε;...”.
Μά
τότε
διαπίστωσε
ὅτι
δέν
ἦταν
ἄνθρωποι·
ἦταν
δυό
δεμάτια
σιτάρι!
Γι᾿
αὐτό
σᾶς
εἶπα
νά
μήν
κατακρίνετε,
ἀκόμα
κι
ἄν
ψηλαφήσετε
μέ
τά
ἴδια
σας
τά
χέρια»68.
Τό
ἁμάρτημα τῆς κατακρίσεως εἶναι πολύ
μισητό στόν Θεό. Τόν κάνει νά ὀργίζεται.
Ἀποστρέφεται ἀκόμα καί τούς ἐκλεκτούς
Του ὁ Κύριος, ἄν αὐτοί ἀφήσουν τόν
ἑαυτό τους νά κατακρίνει τόν πλησίον,
καί τούς παίρνει τή χάρη Του, ὅπως
φανερώνουν πολυάριθμα σχετικά
παραδείγματα, πού διασώθηκαν ἀπό τούς
ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς γιά τή
νουθέτηση καί τήν ὠφέλεια τῶν χριστιανικῶν
γενεῶν. Καμιά ἀρετή δέν μᾶς δίνει τό
δικαίωμα νά κατακρίνουμε τόν ἁμαρτωλό
ἀδελφό μας, στόν ὁποῖο ὁ Κύριος εὔκολα
μπορεῖ νά χαρίσει ἀρετή οὐσιαστική,
καί μάλιστα ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπ᾿
αὐτήν πού νομίζουμε ὅτι ἔχουμε ἐμεῖς.
Δίκαιοι μποροῦμε νά εἴμαστε, ὅταν
ἐφαρμόζουμε κυρίως τό δίκαιο τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν, ὅμως, κατακρίνουμε τόν πλησίον,
ἀπορρίπτουμε τό δίκαιο τοῦ Θεοῦ καί
στή θέση του βάζουμε τό δικό μας δίκαιο
ἤ μᾶλλον τήν ἀρρώστια τοῦ φαρισαϊσμοῦ.
Ὅποιος κατακρίνει τόν πλησίον,
σφετερίζεται τό ἀξίωμα τοῦ Θεοῦ, γιατί
Αὐτός μόνο ἔχει δικαίωμα νά κρίνει τά
πλάσματα Του· σφετερίζεται τό ἀξίωμα
τοῦ Χριστοῦ, γιατί Αὐτός μόνο ἔχει
ἐξουσία νά κρίνει ζωντανούς καί νεκρούς
τήν ἔσχατη ἡμέρα.
Ὁ
θαυμαστός
Ἰωάννης
ὁ
Σαββαΐτης
διηγήθηκε
τήν
ἑξῆς
ἐμπειρία
του:
«Κάποτε,
ὅταν
ἔμενα
στήν
ἔρημο,
ὄχι
πολύ
μακριά
ἀπό
τό
μοναστήρι,
ἦρθε
ἀπό
κεῖ
ἕνας
ἀδελφός
γιά
νά
μέ
ἐπισκεφθεῖ.
“Πῶς
εἶναι
οἱ
Πατέρες
καί
οἱ
ἀδελφοί;”,
τόν
ρώτησα.
“Καλά,
μέ
τίς
προσευχές
σου”,
ἀπάντησε.
Μετά
τόν
ρώτησα
συγκεκριμένα
γιά
κάποιον
ἀδελφό,
γιά
τόν
ὁποῖο
κυκλοφοροῦσε
μιά
κακή
φήμη.
Καί
μοῦ
λέει:
“Πίστεψέ
με,
πάτερ,
συνεχίζει
νά
ζεῖ
ὅπως
ζοῦσε”.
Μόλις
τό
ἄκουσα,
ἀναφώνησα
μέ
δυσαρέσκεια:
“Οὔφ!”.
Καί
ἀμέσως
ἔπεσα
σέ
ἔκσταση.
Εἶδα
τότε
τόν
ἑαυτό
μου
νά
στέκεται
μπροστά
στόν
Γολγοθά,
στά
Ἱεροσόλυμα.
Ὁ
Κύριος
μας
Ἰησοῦς
Χριστός
ἦταν
ἐκεῖ
σταυρωμένος
ἀνάμεσα
στούς
δυό
ληστές.
Ἔτρεξα
νά
Τόν
προσκυνήσω.
Ἀλλά
μόλις
μέ
εἶδε
Ἐκεῖνος,
στράφηκε
στούς
ἀγγέλους
Του,
πού
βρίσκονταν
κοντά
Του,
καί
τούς
πρόσταξε:
“Πετάξτε
τον
ἔξω
αὐτόν
ἐδῶ!
Εἶναι
ἀντίχριστος!
Προτοῦ
νά
κρίνω
ἐγώ
τόν
ἀδελφό
του,
τόν
καταδίκασε!”.
Καθώς
ἔφυγα
διωγμένος,
ὁ
μανδύας
μου
πιάστηκε
στήν
πόρτα.
Τόν
ἄφησα
κι
ἔφυγα.
Ἀμέσως
συνῆλθα
ἀπό
τήν
ἔκσταση
καί
εἶπα
στόν
ἐπισκέπτη
μου:
“Ἡ
σημερινή
μέρα
εἶναι
κακή
γιά
μένα”.
“Γιατί
πάτερ;”,
μέ
ρώτησε.
Τοῦ
διηγήθηκα
τό
ὅραμά
μου,
προσθέτοντας
ὅτι
ὁ
μανδύας
σήμαινε
τή
σκέπη
καί
τή
βοήθεια
τοῦ
Θεοῦ,
πού
τίς
εἶχα
πιά
χάσει.
Ἀπό
τήν
ἡμέρα
ἐκείνη
πῆγα
βαθιά
μέσα
στήν
ἔρημο.
Περιπλανήθηκα
ἐκεῖ
γιά
ἑφτά
ὁλόκληρα
χρόνια
χωρίς
νά
φάω
ψωμί,
χωρίς
νά
μπῶ
κάτω
ἀπό
στέγη,
χωρίς
νά
συναντήσω
ἄνθρωπο.
Κι
ὅταν
πέρασαν
τά
ἑφτά
αὐτά
χρόνια,
εἶδα
πάλι
τόν
Κύριο,
πού
μοῦ
ἔδωσε
πίσω
τόν
μανδύα
μου»69.
Ἀδελφοί!
Ἄς προσέχουμε τόν ἑαυτό μας. Ἄς
ἀγωνιστοῦμε νά τόν καθαρίσουμε ὄχι
μόνο ἀπό τά σαρκικά πάθη ἀλλά καί ἀπό
τά ψυχικά: τήν κενοδοξία, τήν ἀπιστία,
τήν πονηρία, τή ζήλια, τόν φθόνο, τή
φιλαργυρία καί τόσα ἄλλα. Αὐτά τά πάθη
φαινομενικά κινοῦνται καί ἐνεργοῦν
στήν ψυχή δίχως τή συμμετοχή τοῦ σώματος.
Γι᾿ αὐτό ὀνομάζονται ψυχικά. Εἶπα
“φαινομενικά”, ἐπειδή στήν πραγματικότητα
ἔχουν ἐπίδραση καί στό σῶμα, ἀλλά
ἐπιδραση μικρή, ἀνεπαίσθητη. Ἔτσι οἱ
πιό πολλοί δέν μποροῦν νά τήν ἀντιληφθοῦν.
Προσέχοντας, πάντως, τόν ἑαυτό μας καί
καθαρίζοντάς τόν ἀπ᾿ αὐτά τά πάθη, θά
ἀποκτήσουμε σιγά -σιγά τήν ἀγάπη πρός
τόν πλησίον, ἡ ὁποία ἐξασθενίζει καί
μέ τόν καιρό ἐξαφανίζει τό αἴσθημα τοῦ
σκανδαλισμοῦ καί τήν τάση τῆς κατακρίσεως.
Ἀδιάλειπτα
ἄς θυμόμαστε ὅτι καμιά ἀρετή δέν εἶναι
εὐάρεστη στόν Θεό δίχως τήν ταπεινοφροσύνη.
Ἄς δικαιώνουμε τόν πλησίον καί ἄς
κατακρίνουμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά μᾶς
δώσει ὁ Θεός τή χάρη Του καί τό ἔλεός
Του, τά δώρα πού προσφέρει μόνο στούς
ταπεινούς καί σπλαχνικούς. Ἀμήν!
Αὐτῷ
ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
«μακάριος
ἀνήρ ᾧ οὐ μή λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν.»
Πρός
Ρωμ. Δ΄: 8
Ἐπισκόπου Καυκάσου καί Μαῦρης Θάλασσας
Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”
Τόμος Β΄
Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς
«ἀγνοοῦντες
γάρ τήν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καί
τήν
ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι,
τῇ δικαιοσύνῃ
τοῦ
Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν.
τέλος
γάρ νόμου Χριστός εἰς δικαιοσύνην παντί
τῷ πιστεύοντι.
Μωϋσῆς
γάρ γράφει τήν δικαιοσύνην τήν ἐκ τοῦ
νόμου, ὅτι
ὅ
ποιήσας αὐτά ἄνθρωπος ζήσεται ἐν
αὐτοῖς·»
πρός
Ρωμ. 3-5
2Ματθ. Θ΄: 12-13.
3Ματθ. Ιβ΄: 2.
4Βλ. Α΄ Βασ. 21 : 2-7.
5Βλ. Λευϊτ. 24 :5-9.
6Βλ. Ἐξ. 20 : 8-10.
7Βλ. Ἀριθ. 28 : 9-10.
8Ματθ. Ιβ΄: 7.
9Πρβλ. Ρωμ. Ιβ΄ : 5.
10Ματθ. Θ΄: 13.
11Πρβλ. Λουκ. Ιζ΄: 10.
12Ματθ. Ιβ΄: 7.
13Ματθ. Θ΄: 13.
14Λουκ. Ζ΄: 36.
15Λουκ. Ζ΄ : 39.
16Βλ. Λουκ. Ζ΄: 41-42.
17Λουκ. Ζ΄: 42.
18Λουκ. Ζ΄: 47.
19Βλ.Λουκ. Ιη΄: 9-14.
20Ψαλμ. 118 : 96.
21Ἰώβ. 15 :15.
22Πρβλ. Ψαλμ. 50 : 18-19.
23Βλ. Ματθ. Ε΄: 3.
24Βλ. Ψαλμ. 39 : 9.
25Λουκ. Ιη΄: 11.
26Λουκ. Ιη΄: 14.
27Βλ. Ματθ. Ιβ΄ : 22 – 32.
28Βλ. Ματθ. Θ΄ :34· ι΄: 25· ιβ΄: 24.
29Βλ. Λουκ. Κγ΄: 2, 5.
30Λουκ. Ιβ΄: 1.
31Ματθ. Κγ΄: 16.
32Ματθ. Κγ΄ : 23-24.
33Πρβλ. Α΄ Κορ. α΄:23.
34Πρβλ. Ματθ. Στ΄: 21.
35Ματθ. Κγ΄: 33-36.
36Ἡσ. 53 : 7.
37Ματθ. Ιστ΄ : 6.
38Βλ. Ματθ. Ιστ΄ :12.
39Βλ. Λουκ. Ιβ΄: 1.
40Ματθ. Ε΄: 16.
41Λουκ. Ιστ΄: 15.
42Πρβλ. Τό Γεροντικόν, Ἀββάς Ποιμήν, ἀπόφθεγμα νδ΄.
43Ἰω. ε΄: 44.
44Βλ. Ματθ. Στ΄: 1-3.
45Βλ. Ματθ. Στ΄: 16-18.
46Βλ. Ματθ. Στ΄: 5-6.
47Ματθ. Στ΄: 3.
48Βλ. Μαρκ. Η΄: 34.
49Βλ. Ματθ. Κ΄: 16.
50Βλ. Ματθ. Ιγ΄:24-30.
51Βλ. Άποκ. Ζ΄: 2-3.
52Ματθ. Ι΄: 38-39.
53Πρβλ. Α΄ Κορ. Δ΄: 10.
54Πρβλ. Ἡσ. 50:6.
55Βλ. Μαρκ. Ιδ΄:61.
56Βλ. Ἰω. Α΄:29.
57Ματθ. Ζ΄: 1-2, 5.
58Τό Γεροντικόν, Ἀββάς Ποιμήν, ἀπόφθεγμα ρμη΄ (148).
59Ὅ.π., Ἀββάς Ὤρ, ἀποφθεγμα ζ΄.
60Τιτ. Α΄:15.
61Πρβλ. Τό Γεροντικόν, Ἀββάς Ποιήν, ἀποφθέγματα ζ΄, η΄.
62Βλ. ὅ. π., Ἀββάς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ἀπόφθεγμα λβ΄.
63Ὅ.π., Ἀββάς Ἀμωνᾶς, ἀποφθεγμα η΄.
64ὅ.π., ἀπόφθεγμα ι΄.
65Βλ. Ρωμ. Ι΄:2.
66Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΝΗ΄, 1-2.
67Παροιμ. 25 : 7.
68Τό Γεροντικόν, Ἀββάς Ποιμήν, ἀπόφθεγμα ριγ΄ (114).
69Πρβλ. Τό Μέγα Γεροντικόν, τ. 2, κεφ. Θ΄, 5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου